Στην κρίση των δικαστών η μετατροπή συμβάσεων σε αορίστου χρόνου
Δεν έχει κλείσει η πόρτα των συμβασιούχων εφόσον καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αυτό τονίζουν σε όλες τις επαφές που είχαμε με νομικούς και εργατολόγους αυτές τις δύο ημέρες με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την απομάκρυνση των υπαλλήλων των πρώην Δημοτικών Επιχειρήσεων ΔΕΥΑΜ και ΔΗΚΕΜΕ. Συγκεκριμένα μας τονίστηκαν τα εξής:
"Πολλοί έγκριτοι νομικοί υποστηρίζουν ότι οι πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου υπέρ των συμβασιούχων αν και αφορούν το διάστημα προ του 2001 μπορούν να εφαρμοστούν διαχρονικά, ακόμη και για περιόδους μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος που θεωρητικά κλείνει κάθε παράθυρο νομιμοποίησης. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στις εν λόγω αποφάσεις (7 &8/ 2011) επισημαίνει καταρχάς ρητά και κατηγορηματικά ότι ο κάθε δικαστής μπορεί να χαρακτηρίσει το είδος της σύμβασης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου ακόμη και αν υπάρχει αντίθετος νόμος. Σε ότι αφορά τώρα τον επίμαχο νόμο τον οποίον επικαλέστηκε ο νομικός σύμβουλος του Δήμου κος Τρίκκας και αναφερόμαστε στον 2112/1920 το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι ο νόμος αυτός αποτελεί μηχανισμό άρθρου νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων σε αορίστου και ότι απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα. εν ήδη εκτελεστικού του Συντάγματος.
Ο νόμος αυτός έχει εφαρμοστεί, σύμφωνα με τους νομικούς, για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και θεωρεί τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αορίστου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς.
Εργατολόγοι συμπληρώνουν ότι ο εν λόγω νόμος δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στον Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Παράλληλα τονίζουν ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως ορισμένου χρόνου, ούτε το άρθρο 21 τον Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Η διάταξη αυτή δηλαδή ουδέποτε κατάργησε το άρθρο 8 παρ 3 του Ν. 2112/1920 για το Δημόσιο Τομέα.
Θετική τώρα για τους συμβασιούχους είναι και η κοινοτική οδηγία του 1999 για την οποία όμως οι ανώτατοι δικαστές δεν πήραν θέση αφήνοντας ανοιχτή την ερμηνεία της στα αρμόδια δικαστήρια που θα κρίνουν ανά περίπτωση τα ζητήματα. Οι εργατολόγοι κάνουν αναφορά και στο επίμαχο άρθρο 103 του Συντάγματος που απαγορεύει την μετατροπή του συμβάσεων σε ορισμένου χρόνου επισημαίνοντας πως αν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες αντί για πρόσκαιρες απρόβλεπτες και επείγουσες και δεν υπάρχει μετατροπή τότε παραβιάζεται το άρθρο 25.
Παλαιότερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου το 2006 (18&19) είχαν δικαιώσει πλήρως τους συμβασιούχους. Με τις αποφάσεις αυτές οι ανώτατοι δικαστές είχαν κρίνει ότι με βάση το Σύνταγμα το δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό τις σχέσεις και να εφαρμόζει το Ν. 2112/1920 που απαγορεύει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
"Πολλοί έγκριτοι νομικοί υποστηρίζουν ότι οι πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου υπέρ των συμβασιούχων αν και αφορούν το διάστημα προ του 2001 μπορούν να εφαρμοστούν διαχρονικά, ακόμη και για περιόδους μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος που θεωρητικά κλείνει κάθε παράθυρο νομιμοποίησης. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στις εν λόγω αποφάσεις (7 &8/ 2011) επισημαίνει καταρχάς ρητά και κατηγορηματικά ότι ο κάθε δικαστής μπορεί να χαρακτηρίσει το είδος της σύμβασης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου ακόμη και αν υπάρχει αντίθετος νόμος. Σε ότι αφορά τώρα τον επίμαχο νόμο τον οποίον επικαλέστηκε ο νομικός σύμβουλος του Δήμου κος Τρίκκας και αναφερόμαστε στον 2112/1920 το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι ο νόμος αυτός αποτελεί μηχανισμό άρθρου νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων σε αορίστου και ότι απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα. εν ήδη εκτελεστικού του Συντάγματος.
Ο νόμος αυτός έχει εφαρμοστεί, σύμφωνα με τους νομικούς, για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και θεωρεί τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου αορίστου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς.
Εργατολόγοι συμπληρώνουν ότι ο εν λόγω νόμος δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στον Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Παράλληλα τονίζουν ότι δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως ορισμένου χρόνου, ούτε το άρθρο 21 τον Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Η διάταξη αυτή δηλαδή ουδέποτε κατάργησε το άρθρο 8 παρ 3 του Ν. 2112/1920 για το Δημόσιο Τομέα.
Θετική τώρα για τους συμβασιούχους είναι και η κοινοτική οδηγία του 1999 για την οποία όμως οι ανώτατοι δικαστές δεν πήραν θέση αφήνοντας ανοιχτή την ερμηνεία της στα αρμόδια δικαστήρια που θα κρίνουν ανά περίπτωση τα ζητήματα. Οι εργατολόγοι κάνουν αναφορά και στο επίμαχο άρθρο 103 του Συντάγματος που απαγορεύει την μετατροπή του συμβάσεων σε ορισμένου χρόνου επισημαίνοντας πως αν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες αντί για πρόσκαιρες απρόβλεπτες και επείγουσες και δεν υπάρχει μετατροπή τότε παραβιάζεται το άρθρο 25.
Παλαιότερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου το 2006 (18&19) είχαν δικαιώσει πλήρως τους συμβασιούχους. Με τις αποφάσεις αυτές οι ανώτατοι δικαστές είχαν κρίνει ότι με βάση το Σύνταγμα το δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό τις σχέσεις και να εφαρμόζει το Ν. 2112/1920 που απαγορεύει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου