οι κάτοικοι της πόλης στο βουνό. Αφού δεν έρχεται ο χειμώνας σε μας, πήγαμε να τον βρούμε εμείς! Αρχές Δεκεμβρίου και η κατάσταση στην Αθήνα είναι δύσκολη. Η επέτειος για την άνανδρη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, η επικείμενη επίσκεψη του Ντομινίκ Στρος-Καν και του Όλι Ρεν, το ενδεχόμενο περαιτέρω περικοπής των μισθών και της επέκτασής τους στον ιδιωτικό τομέα, μας έκαναν να θέλουμε όχι να αποδράσουμε, αλλά να αναπνεύσουμε! Για μας που μένουμε στην Αθήνα, η Εύβοια με τα πολύ όμορφα μέρη της αποτελεί πάντα έναν τόπο ελκυστικό για χαλάρωση και εξερεύνηση. Θέλοντας να αποφύγουμε το συνωστισμό στην πολύ όμορφη Χαλκίδα ή στις ψαροταβέρνες στη Νέα Αρτάκη, διαλέξαμε να κατευθυνθούμε προς την ορεινή Εύβοια και συγκεκριμένα στη Δίρφυ και τα χωριά της που έχει σαν ναυαρχίδα της Στενή Ευβοίας.
Η περιήγηση Αφού περάσαμε την καινούρια γέφυρα της Χαλκίδας, παρατηρώντας για μια ακόμη φορά τα Στενά του Ευρίπου που είχαν εμπνεύσει και το μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα, στρίψαμε αριστερά στη διασταύρωση για Νέα Αρτάκη. Στην πρώτη πλατεία που συναντήσαμε, κατευθυνθήκαμε δεξιά ακολουθώντας τις ταμπέλες «Στενή». Βλέποντας το χάρτη, παρατηρήσαμε ότι για να δούμε όλα τα χωριά που βρίσκονται σε αυτό το σημείο της Δίρφυος θα έπρεπε ουσιαστικά να κάνουμε πολλούς ομόκεντρους κύκλους με κέντρο τη Στενή, εάν θέλαμε βέβαια να φτάσουμε μέχρι την παραλία της Χιλιαδούς. Η οροσειρά της Δίρφυος έχει πάρει κατά πάσα πιθανότητα το όνομά της από την παράφραση του ονόματος της ψηλότερης κορφής της που είναι η Δέλφη. Η Δέλφη έχει υψόμετρο περίπου 1.750 μέτρων και στην αρχαιότητα ήταν τόπος λατρείας της θεάς Ήρας. Το πρώτο χωριό που συναντήσαμε βγαίνοντας έξω από τον κεντρικό δρόμο είναι ο Πισσώνας. Ο Πισσώνας πιθανόν έχει πάρει το όνομά του είτε από τους πεσόντες λόγω μιας φονικής μάχης που έγινε στην περιοχή είτε από το πούσι που συνήθως υπάρχει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ο Πισσώνας βρίσκεται στο μέσο χιλιομετρικά από τη Χαλκίδα και τη Στενή και φημίζεται για την παραγωγή λευκού κρέατος που τροφοδοτεί όλη την Εύβοια και την Αθήνα. Σημαντικό αξιοθέατο της περιοχής είναι ο πύργος του Μόστρα, ένας μεσαιωνικός πύργος που αξίζει να επισκεφθείτε, γιατί διατηρείται ακέραιος. Το όνομά του το πήρε από τον ιδιοκτήτη του, Σπυρίδωνα Μόστρα, που ήταν και ο τελευταίος μεγαλογαιοκτήμονας της περιοχής.
Συνεχίσαμε στον επαρχιακό δρόμο και, αφού περάσαμε τον Πούρνο, ένα αγροτικό χωριό που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αγροτικής μεταρρύθμισης και της παροχής γης στους ακτήμονες γύρω στο 1930, κινηθήκαμε προς τον Μύστρο και το Μαυρόπουλο. Στο δρόμο ανάμεσα Μύστρου και Μαυρόπουλου υπάρχουν αρχαιολογικές ανασκαφές και κοντά στους Αγίους Αναργύρους ένα ενετικό κάστρο που δηλώνει απερίφραστα ότι η περιοχή κατοικείται με ιστορική συνέχεια. Από τον Μύστρο, από έναν πιο δύσκολο δρόμο, βρεθήκαμε στον Σκουντέρη, οικισμό από τον οποίο προέρχονται οι κάτοικοι της Στενής. Μας έκανε κι εδώ μεγάλη εντύπωση ότι όλα τα χωριά της Δίρφυος έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την ενασχόληση των κατοίκων με την κτηνοτροφία. Προέκταση στον Σκουντέρη είναι ο οικισμός Πύργος που έχει πάρει το όνομά του από ένα μεσαιωνικό πύργο που υπήρχε εκεί. Μας έδωσε την εντύπωση ενός εγκαταλελειμμένου οικισμού και παρατημένου στη μοναξιά του χρόνου. Επόμενη στάση, η Αμφιθέα. Το χωριό ονομάζεται έτσι τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η προηγούμενη ονομασία του ήταν «Γίδες» από τα ομώνυμα ζώα, που κατά πάσα πιθανότητα την είχε δώσει Τούρκος πασάς του οποίου τα κοπάδια βοσκούσαν στην περιοχή. Οι «Γίδες» συνεχίζουν την τοπική παράδοση της κτηνοτροφίας και όχι μόνο, αφού αποτελούν κι ένα πολύ εύφορο μέρος με καλλιέργειες που τα προϊόντα τους τροφοδοτούν όλη την περιοχή. Και στην Αμφιθέα, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων προς τη Στενή, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, σώζεται πύργος από την εποχή των Ενετών. Η θέση που είναι χτισμένοι οι πύργοι της περιοχής σε κάνει να νομίζεις ότι υπήρχε οπτική επικοινωνία του ενός με τον άλλο, που προφανώς σχεδιάστηκε για αμυντικούς και οχυρωματικούς λόγους. Απομεινάρια και από άλλους πύργους υπάρχουν και μέσα στην Αμφιθέα, συμπληρώνοντας την οχυρωματική πολιτική των Ενετών στη συγκεκριμένη περιοχή.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και ονομαστά χωριά της περιοχής είναι οι Καθενοί. Κάναμε μια στάση και συνομιλήσαμε με τους ντόπιους. Μας έκανε εντύπωση το όνομα του χωριού και ρωτήσαμε να μάθουμε την προέλευσή του. Οι κάτοικοι, δίνοντας έτσι και μια γλαφυρή και τουριστική χροιά στην ετυμολογία του ονόματος, μας είπαν ότι προέρχεται από τη φράση «καθένας με το νου του». Η σύγχρονη μυθολογία και η παράδοση αναφέρονται στις διαφορετικές απόψεις που είχαν οι κάτοικοι του χωριού για το πού έπρεπε να χτιστεί μετά την Τουρκοκρατία ο νέος οικισμός. Το κριτήριο της επιλογής του τόπου ήταν πολύ πρακτικό. Αποφάσισαν να χτίσουν το νέο χωριό στο σημείο όπου τα τρόφιμα θα διατηρούνταν περισσότερο. Έτσι όσοι κάτοικοι υποστήριζαν το ένα ή το άλλο σημείο άφησαν από ένα κομμάτι κρέας στον τόπο που επέλεξαν. Τελικά το χωριό χτίστηκε στο σημείο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, βρέθηκε το αναλλοίωτο κομμάτι κρέας. Είναι ίσως από τις πιο ενδιαφέρουσες και «τραβηγμένες» ιστορίες ονοματοδοσίας ενός οικισμού. Με μια μικρή παράκαμψη 2 χιλιομέτρων, βρεθήκαμε στη Μονή Ερίων. Η μονή γιορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα της Υπαπαντής του Κυρίου. Σήμερα η μονή δεν κατοικείται αλλά αποτελεί πραγματικά ένα από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά αξιοθέατα της περιοχής. Ενδιαφέρον έχει και η προέλευση του ονόματός της, καθώς κατά πολλούς πήρε το όνομά της από τα έρια, δηλαδή τα μαλλιά των προβάτων. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, αλλά εμείς θεωρούμε αυτή πιθανότερη, αφού, όπως είπαμε παραπάνω, όλη η οικονομία της περιοχής στηρίζεται στην κτηνοτροφία.
Κατευθυνθήκαμε σιγά σιγά προς τις «Στενές», πρώτα την «Κάτω Στενή» και μετά την «Πάνω Στενή», που είναι και η πιο διάσημη. Αυτό που μας έχει κάνει εντύπωση είναι πως έχουμε την αίσθηση, ταξιδεύοντας προς την Κάτω Στενή, ότι βρισκόμαστε σε μεγάλο υψόμετρο, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε στα 320 μέτρα. Μπήκαμε στον πειρασμό και στρίψαμε δεξιά για να συναντήσουμε τους Βούνους στο δρόμο Κάτω Στενής - Αμφιθέας, το πιο ιστορικό και παράλληλα πιο μικρό χωριό της περιοχής. Οι Βούνοι ήταν το πιο ονομαστό μεταξοχώρι της Εύβοιας. Ο οικισμός για αιώνες άκμαζε από την παραγωγή του μεταξιού με την οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απασχολούνταν οι κάτοικοι. Η λειτουργική του συνέχεια στη διάρκεια των αιώνων το έκανε σημαντικό κέντρο στη Βυζαντινή Περίοδο και κεφαλοχώρι στην Τουρκοκρατία. Παρά τη μεγάλη πρόκληση, δεν σταματήσαμε για να φάμε στην πολύ όμορφη παραδοσιακή ταβέρνα που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, όπου βλέπαμε ήδη τα ντόπια κρέατα να έχουν μπει πάνω στη σχάρα και τα εξαιρετικά γαλακτοκομικά της περιοχής να απλώνονται στα τραπέζια των πελατών. Από τους Βούνους και μέσα από την Κάτω Στενή βρεθήκαμε στα Καμπιά, σε υψόμετρο 505 μέτρων, χτισμένα στην πλαγιά του λόφου Μέγα Λόγγου. Τα Καμπιά φημίζονται για τις πέστροφες αλλά και για τις πολλές μουριές τους, αφού από τις κάμπιες που παλιότερα ενδημούσαν σε αυτές οι κάτοικοι παρήγαν μετάξι. Οι κάτοικοι μας συνέστησαν να επισκεφθούμε την Αγία Κυριακή που αποτελείται από μια σπηλιά, με το Ιερό να είναι μέσα στη σπηλιά, και το Φαράγγι του Χάβου αλλά δεν προλάβαμε. Μας συνέστησαν, επίσης, να δοκιμάσουμε τις ποταμίσιες πέστροφες που είναι δίπλα στο Ρέμα των Καμπιών, αλλά το αφήσαμε για την επόμενη επίσκεψή μας, αφού στο μυαλό μας είχαν αποτυπωθεί ήδη τα κρέατα που είδαμε στους Βουνούς.
Δρόμο παίρνουμε και δρόμο αφήνουμε, περνάμε πάλι από την Κάτω Στενή και τώρα πια κατεύθυνσή μας είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Ενδιάμεσα, περάσαμε από τη Λούτσα –το όνομα μας θυμίζει οικία κακά–, αλλά εδώ μας είπαν ότι αναβιώνει ένα διάσημο έθιμο της Εύβοιας, η Καζανίτσα. Όπως καταλαβαίνετε, το έθιμο αφορά φαγητό και λαμβάνει χώρα τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, με ντόπιο κρέας και μανέστρα να βράζει σε μεγάλα καζάνια για πολλές ώρες, και μετά ακολουθεί γλέντι. Ο Άγιος Αθανάσιος μας επεφύλασσε εκπλήξεις. Είναι χτισμένος στους πρόποδες της Δίρφυος, σε μια πανέμορφη τοποθεσία. Αυτό που δεν ξέραμε και οι ντόπιοι μας είπαν είναι ότι τουρίστες έρχονται ειδικά γι’ αυτό επειδή ο Άγιος Αθανάσιος αποτελεί ουσιαστικά την πύλη για το Φαράγγι της Αγάλης. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και μπήκαμε στην είσοδο του φαραγγιού ακολουθώντας την πορεία αντίστροφα από τη ροή του ποταμού. Ποτάμια να ενώνονται, η σπηλιά Βοϊδοκλέφτρα, δέντρα και θάμνοι πάνω στα βράχια κι άλλα βουκολικά και φυσιολατρικά χαρακτηριστικά έκαναν αυτή την ανακάλυψη ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Η Στενή Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος δεν μας φτάνει κι αφού περάσαμε τον Παλιούρα, ένα γραφικό χωριό στους πρόποδες της βρύσης με πολλά τρεχούμενα νερά, είπαμε πια να καταλύσουμε στο κέντρο του προορισμού μας, στη Στενή Ευβοίας ή αλλιώς στη Στενή Δίρφυος. Η Στενή βρίσκεται σε 445 μέτρα υψόμετρο και είναι ο διασημότερος χειμερινός προορισμός του μεγάλου νησιού, αλλά και ένας από τους πιο ονομαστούς στην Ελλάδα. Η συνολική απόσταση από τη Χαλκίδα, χωρίς βέβαια παρακάμψεις, είναι περίπου 30 χιλιόμετρα. Παρότι το τοπίο και η αρχιτεκτονική είναι κλασικού ορεινού χωριού, η Στενή έχει κάτι που σε τραβάει να την επισκεφθείς. Πολλά νερά, δέντρα, πλακόστρωτη πλατεία, όλα φτιαγμένα σύμφωνα με το ευρύτερο τοπίο και το φυσικό περιβάλλον αλλά και σύμφωνα με τις επιταγές του τουρισμού. Κουρασμένοι πια από την υπόλοιπη ημέρα και τις διαδρομές που είχαμε κάνει, καταλύσαμε σ’ έναν από τους πολλούς όμορφους ξενώνες που έχει η Δίρφυς, με πολύ ωραίο όνομα, το «Μουσικό Πανδοχείο». Και οι υπόλοιπες όμως τουριστικές εγκαταστάσεις και ξενοδοχειακές υποδομές δεν υπολείπονται αισθητικής και ομορφιάς. Καταλάβαμε αμέσως ότι η επιλογή της Στενής για το Σαββατοκύριακο ήταν κάτι παραπάνω από σωστή. Δεν περιγράφεται με λόγια το λουκούλλειο, ορεσίβιο δείπνο μας και η απόλαυση του ποτού μας στο «Όναρ» καφέ. Διαθέτει όμως κι άλλα καφέ, όπως η «Ελάτη» και το «Ρόδι», αλλά και το «Καφεγλυκοπωλείο 1743». Μετά από έναν ελαφρύ και λίαν χαλαρωτικό ύπνο, ξυπνήσαμε το πρωί αγναντεύοντας τη Δίρφυ. Η υγρασία δεν μας τσάκισε τα κόκαλα και μετά τον καφέ και το πρωινό σειρά είχε η βόλτα προς το καταφύγιο. Το καταφύγιο της Στενής βρίσκεται περίπου 8 χιλιόμετρα από τον οικισμό στο οποίο μπορείτε να φτάσετε είτε με τα πόδια, περπατώντας μία ώρα περίπου, είτε ακολουθώντας το δρόμο από άσφαλτο με την πορεία φιδιού. Το ορειβατικό καταφύγιο διαθέτει και χιονοδρομικό κέντρο που δεν το βρήκαμε με χιόνια, αλλά τις ώρες που γράφονται αυτές οι λέξεις και λόγω της κακοκαιρίας και της πτώσης της θερμοκρασίας μπορεί να έχει γεμίσει. Στη Στενή υπάρχουν επίσης και αναρριχητικές διαδρομές στην περιοχή Καραούλι που βρίσκεται ακριβώς πάνω στους βράχους της Δίρφυος.
Προς το Αιγαίο… Επειδή καταλάβαμε ότι βρεθήκαμε σ’ ένα μέρος όπου υπήρχαν πάρα πολλά που θα μπορούσαμε να δούμε, έπρεπε να είμαστε αποφασιστικοί και να ακολουθήσουμε με συνέπεια το πρόγραμμά μας. Βάλαμε στόχο, λοιπόν, δύο τόπους κοντινούς και φημισμένους, την περιοχή της Γλυφάδας και την περιοχή της Χειλιαδούς. Κατευθυνθήκαμε πάλι προς τον Άγιο Αθανάσιο, ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο, και στη διασταύρωση για Παλιούρα εμείς κάναμε δεξιά προς Γλυφάδα, διασχίζοντας τη βορειοδυτική πλευρά της Δίρφυος προς τα βόρεια και το Αιγαίο. Η Γλυφάδα είναι ονομαστή, γιατί βρίσκεται πολύ κοντά της το Δρακόσπιτο της Δίρφυος. Τα δρακόσπιτα της Εύβοιας είναι γνωστά και ονομαστά ιδιαίτερα κτίσματα. Είναι μικρά χαμηλά κτίσματα, σχεδόν μέσα στη γη, με μια μικρή πόρτα που τα καθιστά διαφορετικά. Η κατασκευή γίνεται από λαξεμένες πέτρες και η αρχιτεκτονική τους ταιριάζει με το ευρύτερο τοπίο. Επισκεφθήκαμε το δρακόσπιτο που βρίσκεται κοντά στη Γλυφάδα ή αλλιώς Τσέργες, ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο σε μια διαδρομή μέσα από τα βουνά και τις ρεματιές. Δεν αποτελεί κάτι εντυπωσιακό ως κτίσμα και μέγεθος, είναι ίσως η ιδιαιτερότητά του και ο μινιμαλιστικός του χαρακτήρας που το κάνει διαφορετικό. Δυστυχώς, ο χώρος και ο χρόνος δεν μας επιτρέπουν να αναλύσουμε την ιστορία για τα δρακόσπιτα της Εύβοιας. Μετά τη Γλυφάδα και από τους «δύστροπους» επαρχιακούς δρόμους βρεθήκαμε στην παραλία της Χειλιαδούς. Θα θέλαμε να ήταν καλοκαίρι, να βουτήξουμε στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και να χαλαρώσουμε στην αμμουδιά της Χειλιαδούς όπου φτάνεις μέσα από μια πανέμορφη ρεματιά με λογιών λογιών δέντρα και φυτά. Η Χειλιαδού είναι τροπικό και εξωτικό μέρος. Μεγάλα βράχια χωρίζουν την παραλία της σε μικρούς κόλπους που την κάνουν ακόμα πιο ελκυστική. Το όνομά της προέρχεται από την Παναγία της Χειλιαδούς που είναι εκκλησάκι και παλιό μοναστήρι στην περιοχή. Περιττό να πούμε ότι μετά την επίσκεψή μας στο ναό, όπου σώζεται για την Παναγία τη Χειλιαδού, απολαύσαμε καλό ψάρι στις ταβέρνες της περιοχής. Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα και κάποιος από την παρέα είπε ότι σιγά σιγά πρέπει να επιστρέψουμε. Δυστυχώς επιστρέφουμε… Αφού περάσαμε τη Λάμαρη και τους Στρόπωνες –όμορφο όνομα για χωριό– κατευθυνθήκαμε πάλι προς τη Στενή, προμηθευτήκαμε τα εξαιρετικά γαλακτοκομικά προϊόντα της περιοχής, δοκιμάσαμε το ντόπιο μέλι και αρχίσαμε να «κατεβαίνουμε» προς τη Χαλκίδα. Διασχίζοντας όλα αυτά τα όμορφα χωριά της Δίρφυος νιώσαμε κι εμείς την ελευθερία και την ανεξαρτησία που μάλλον θα ένιωθε και ο άγριος λύκος, αυτός ο μυθολογικός ήρωας που κατοικούσε στο βουνό. Αυτό το μικρό διάλειμμα ανάσας δεν το λέμε απόδραση, γιατί δεν θέλουμε να φεύγουμε στα δύσκολα, μας θύμισε, εκτός των άλλων, και έναν άλλο τρόπο ζωής που κάποιοι άνθρωποι τα τελευταία χρόνια επιλέγουν όλο και περισσότερο, αλλά οι πιο πολλοί από εμάς έχουμε ξεχάσει. Με λίγα λόγια «είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά...».
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 15/12/10 |
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου