Οι κοινωνικές και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας
Η ανεργία συνεχώς αυξάνει στον Νομό Ευβοίας. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκαμε μία ενδιαφέρουσα έρευνα για τις κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της στους νέους και όχι μόνο ανθρώπους. Η έρευνα στηρίχτηκε σε δείγματα 900 ατόμων από 18 χρονών και πάνω από την Χαλκίδα, Αμάρυνθο, Λάμψακο, Ερέτρια, Ν. Αρτάκη και Ψαχνά.
Η έρευνα έχει δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα encephalos.gr
Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα μέρος αυτής:
Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΟΡΙΔΑΣ,* ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΧΟΥΡΙΤΗΣ**
*Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
**Κλινικός Ψυχολόγος
Περίληψη
Η εν λόγω εισήγηση διαπραγματεύεται τις αρνητικές ψυχοκοινωνικές συνέπειες από τη βίωση της ανεργίας και τη θέση ότι η επί μακρόν αναζήτηση μιας ικανοποιητικής θέσης εργασίας επηρεάζει δυσμενέστερα την ψυχική υγεία των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων. Η ανεργία βιώνεται ως μία φθοροποιός - εντροπική διαδικασία απαξίωσης και ανασφάλειας, η οποία οδηγεί στο άγχος, στις ενοχές και στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και διαταράσσει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου και της ομάδας.
Τέλος, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια εναλλακτική πρόταση, η οποία βασίζεται στην δημιουργία Κέντρων Υποστήριξης ανέργων και εργαζομένων, στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης, με στόχο προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης και αγωγής υγείας στους χώρους εργασίας, καθώς επίσης την ψυχολογική συμβουλευτική και την δυναμική διεργασία ομάδας. Εγκέφαλος 2010, 47(4):181-188.
Λέξεις κλειδιά: Ανεργία, κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
1. Στοιχεία αναφορικά με το πρόβλημα της ανεργίας
Πριν εισέλθουμε στο ζήτημα των κοινωνικών και ψυχολογικών επιπτώσεων εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας, θα παρουσιάσουμε εν τάχει μερικά στοιχεία, τα οποία στη συνέχεια θα μας βοηθήσουν να αναλύσουμε σε βάθος αυτό το φαινόμενο.
Καταρχάς, δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπως η Ελλάδα με:
600.000, αδήλωτους-ανασφάλιστους εργαζόμενους μισθωτούς.
300.000 ψευδο-αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι παρουσιάζονται ως «ελεύθεροι επαγγελματίες» ενώ παρέχουν εξαρτημένη εργασία.
200.000 εργαζόμενους με «μερική απασχόληση» ενώ παρέχουν εργασία πλήρους ωραρίου.
350.000 εργαζόμενους μόνιμα συμβασιούχους.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), πάνω από ένας στους τέσσερις εργαζόμενους εργάζεται ανασφάλιστος στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην παραοικονομία είναι περίπου 26%, ενώ εκτιμάται ότι οι ανασφάλιστοι ανέρχονται στα 1.100.000 άτομα, με αποτέλεσμα η εισφοροδιαφυγή σε βάρος του ΙΚΑ να φτάνει τα 6 δισ. ευρώ ετησίως. Όσον αφορά τη «μαύρη εργασία», αυτή ανέρχεται στο 38% στον τομέα εστίασης, στο 50% στα καφέ-μπαρ, στο 50% στη νυχτερινή διασκέδαση, στο 30% στις ταχυμεταφορές, στο 60% στις διανομές κατ' οίκον, στο 38% στις κατασκευές και αλλού. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το στοιχείο ότι η «μαύρη εργασία» στους Έλληνες μισθωτούς φθάνει, σχεδόν, το 23% και στους μετανάστες, περίπου, στο 32%.1
Πρόκειται για «αόρατους εργαζόμενους» και με την πιο επικίνδυνη μορφή απασχόλησης, αφού οι εργαζόμενοι αυτοί δεν στοιχειοθετούν δικαιώματα χρόνου ή και είδος εργασίας που παρέχουν, δεν δικαιούνται άδεια, επίδομα αδείας, δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα, αποζημίωση, κλπ.
Όσον αφορά το ποσοστό της ανεργίας, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, ανήλθε στο 12,1% το 2010 έναντι 9,1% το 2009. Το σύνολο των απασχολουμένων εκτιμάται σε 4.400.000 άτομα, περίπου, εκ των οποίων οι άνεργοι ανέρχονται σε 605.200 άτομα (2009: 451.000 άνεργοι). Αν λάβουμε υπόψη και τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, στις καταστάσεις του οποίου είναι εγγεγραμμένοι περίπου 770.000 άνεργοι, διαπιστώνουμε ότι η ανεργία στην Ελλάδα τείνει να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Όμως ποιοι τελικά είναι άνεργοι;
Άνεργοι είναι όσοι θα ήθελαν να παρέχουν εργασία, αλλά δεν μπορούν είτε επειδή δεν βρίσκουν είτε επειδή δεν διατίθεται κάποιος εργοδότης να τους ζητήσει να εργαστούν. Ταυτόχρονα, η ανεργία υποδηλώνει ότι υπάρχει κενό παραγωγής, κενό κατανάλωσης και κενό ψυχικής διάθεσης.
Αντίθετα, η κυρίαρχη οικονομική πολιτική (νεοφιλελευθερισμός) υποβαθμίζει την κοινωνική λειτουργία της εργασίας στο όνομα του «πιασίματος των οικονομικών δεικτών», αψηφώντας τα κοινωνικά ερείπια που αφήνει πίσω της.
2. Η κοινωνική πλευρά της ανεργίας
Αφού αποτυπώσαμε την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική αγορά εργασίας, ας δούμε τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τους αριθμούς της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης σε διεθνές επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα. Διότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα και ανάγκες.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Ν. Στεφανής, «Το άτομο στο μέσον οικονομικής κρίσης αντιστοιχεί στον επιβάτη πλοίου στο μέσο μεγάλης θαλάσσιας τρικυμίας. Βιώνει το συναίσθημα της απειλής βύθισης του πλοίου και στην καλύτερη περίπτωση της διάσωσής του ύστερα από επώδυνες περιπέτειες. Η συνθήκη αυτή βιώνεται ως στρες.».2
Το ερωτήματα, όμως, που προκύπτουν είναι τι γίνεται με τις λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχασαν την εργασία τους ή ζουν υπό το καθεστώς της εργασιακής ανασφάλειας; Ποιες είναι, πρακτικά, οι κοινωνικές επιπτώσεις;
Σύμφωνα με μετρήσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (Δ.Γ.Ε.), το 2009 ο αριθμός των ανέργων έφτασε τα 212 εκατ., καταγράφοντας αύξηση 34 εκατ. σε σχέση με το 2007. Κατά το 2010 υπολογίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο ότι ο αριθμός των ανέργων από τα επίπεδα του 6,6% του 2009 θα φθάσει στα επίπεδα του 8,9%, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι το πρόβλημα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Επίσης, οι ειδικοί λένε ότι υπάρχει συσχέτιση της αύξησης των δολοφονιών και της οικονομίας. Αυτό διαπιστώνεται από τις έρευνες, αλλά και από τις συνεχείς ειδήσεις που υπάρχουν στις αμερικανικές εφημερίδες.3 Βέβαια, αν και δεν συνδέονται όλοι οι φόνοι με τα οικονομικά προβλήματα, εν τούτοις, έστω και εν μέρει, πολλοί φόνοι οφείλονται στην οργή που προκαλεί η ύφεση. Εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τις προοπτικές τους, τα σπίτια τους, ακόμη και τους γάμους τους. Ο συνδυασμός της απόγνωσης και της απελπισίας συμβάλλει στην αύξηση των φόνων και γενικά της εγκληματικότητας.
Πάνω από 100.000 ενημερωτικά φυλλάδια για την ψυχική υγεία τυπώθηκαν στην Ιρλανδία σε μια προσπάθεια να αποτραπούν οι αυτοκτονίες ανθρώπων που έμειναν άνεργοι ή αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η Εθνική Υπηρεσία για την Πρόληψη των Αυτοκτονιών ανακοίνωσε ότι η ανεργία αύξησε κατά 70% τον κίνδυνο αυτοκτονιών ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν ιστορικό ψυχικής νόσου. Το 2008, 9.218 άνθρωποι μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία επειδή επιχείρησαν να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Μάλιστα, ο αριθμός των ανθρώπων που έβλαψαν τον εαυτό τους αυξήθηκε το 2008 συγκριτικά με το 2007. Για τους νεαρούς Ιρλανδούς, η αυτοκτονία είναι η βασική αιτία θανάτου. Επίσης, παρατηρήθηκε αύξηση στη ζήτηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.4
Στη Γαλλία καταγράφηκαν ακραίες εργατικές συμπεριφορές στους εργασιακούς χώρους ως προϊόν της δεινής θέσης στην οποία έχουν περιέλθει οι εργάτες αρκετών επιχειρήσεων: από κατάληψη των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων μέχρι την κράτηση υπό μορφή ομηρείας των διευθυντικών στελεχών ή και την απειλή της ανατίναξης των επιχειρήσεων. Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι αυτή η μορφή αντίδρασης αποδοκιμάσθηκε μόνο από το 34% της κοινής γνώμης, ενώ το 50% δικαιολόγησε το εγχείρημα αρνούμενο να το καταδικάσει.5
Σε πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση που έκανε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι 6 στους 10 Ευρωπαίους αναμένουν ότι οι συνθήκες εργασίας θα πληγούν από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, ιδίως όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια.6
Μελέτη επιδημιολόγων του Yale, το 2006, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση διπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων στους γηραιότερους εργαζόμενους. Άλλη μελέτη του 2009 του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Όλμπανι, διαπίστωσε ότι ένα άτομο που χάνει τη δουλειά του έχει 83% περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσει πρόβλημα υγείας που συνδέεται με καταστάσεις πίεσης και άγχους, όπως ο διαβήτης, η αρθρίτιδα και προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως. Ίσως, η πιο ζοφερή πτυχή των απολύσεων είναι το ότι επηρεάζει το προσδόκιμο όριο ζωής. Επιστήμονες που μελέτησαν αρχεία θανάτων και στοιχεία αποδοχών εργαζομένων στην Πενσιλβάνια, κατά την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1980, είδαν ότι ο αριθμός θανάτων στους κόλπους των ανδρών μεγαλύτερης ηλικίας εκτοξεύτηκε κατά 50% έως και 100% τον πρώτο χρόνο μετά την απώλεια της θέσης τους, ανάλογα με την ηλικία του εργαζόμενου. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι θάνατοι ήταν 10 με 15% υψηλότεροι. Αυτό σημαίνει ότι ένας εργάτης που χάνει τη δουλειά του στα 40 του χρόνια μειώνει το προσδόκιμο ζωής του κατά ένα με ενάμιση χρόνο.7
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, κατά το 2009, καταγράφηκε έξαρση του φαινομένου του αλκοολισμού σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, του αυξανόμενου άγχους και της ανασφάλειας.8
Μελέτη του βρετανικού Κέντρου Ερευνών για το Λιανεμπόριο (CRR), στο τρίτο ετήσιο «βαρόμετρο για τις κλοπές στα καταστήματα λιανικής πώλησης» κατέδειξε αύξηση 5,9% το 2009, των απωλειών που κατεγράφησαν από κλοπές παγκοσμίως, εξαιτίας της ύφεσης. Όπως σημειώνει, υπήρξε αύξηση των κλοπών σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται στη Βόρειο Αμερική (8,1%), στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (7,5%), ενώ στην Ευρώπη η αύξηση των κλοπών ήταν μικρότερη (4,7%).9
Όσον αφορά την Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις. Συγκεκριμένα, σε έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας, το άγχος που προκαλεί η αβεβαιότητα της οικονομικής κατάστασης έχει σοβαρές επιδράσεις στην υγεία και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, το 29,8% των Ελλήνων απάντησε ότι το απασχολεί πολύ η κρίση, το 37,2% αρκετά και το 17,4% μέτρια. Περισσότερο φαίνεται να ανησυχούν οι απόφοιτοι δημοτικού (70,2%) που έχουν πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας, αλλά και οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (70,7%), καθώς και το 71% εκείνων που βιώνουν μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Σχεδόν ένας στους δύο του συνόλου των ερωτηθέντων (49,4%) θεωρεί ότι η εργασία αποτελεί παράγοντα άγχους, ειδικά στην εποχή της κρίσης, που σπέρνει ανασφάλεια και φόβο. Η άσχημη οικονομική κατάσταση ή η αγωνία υποχώρησης του επιπέδου ζωής αποτελεί επίσης σημαντικότατη αιτία πρόκλησης άγχους, αφού το 56,7% απαντά θετικά. Επιπροσθέτως, το 65,4% των ανέργων θεωρεί την άσχημη οικονομική κατάσταση ως σημαντικό παράγοντα άγχους, μία άποψη με την οποία συμφωνεί το 63,7% των εργαζομένων. Όσον αφορά τις συνέπειες του άγχους, το 38% των ερωτηθέντων απαντά ότι επηρεάζει αρνητικά την υγεία, το 28% τη συναισθηματική κατάσταση, το 14,3% την εργασιακή απόδοση και το 11,8% εκτιμά ότι πλήττει τις φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, το άγχος, σπρώχνει τους Έλληνες/-ίδες προς το τσιγάρο και το αλκοόλ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβάρυνση της υγείας. Κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα αγχωτικής ημέρας το 22,3% καπνίζει πολύ περισσότερο από το κανονικό, ενώ το 32% περίπου κάπως περισσότερο. Το συνολικό ποσοστό των αυξημένων τσιγάρων ανεβαίνει πολύ στις ηλικίες κάτω των 30 ετών (58% καπνίζουν πολύ ή κάπως περισσότερο), σε όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, ενώ μεταξύ των ανέργων απογειώνεται στο 75%. Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή ιδιαίτερα στους νέους μέχρι 29 ετών, σε όσους έχουν ανώτερη μόρφωση και στους επιχειρηματίες. Αυτές οι κατηγορίες έχουν συνδέσει την αντιμετώπιση του άγχους με περισσότερη κατανάλωση αλκοόλ σε ποσοστά 20%, 23% και 26%, αντίστοιχα.10
Όμως, σε μείζον κοινωνικό φαινόμενο αναδεικνύεται η τάση για αυτοκτονία που παρουσιάζουν οι άνεργοι. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας, στην Εύβοια, σε δείγμα 900 ατόμων άνω των 18 ετών, στη Χαλκίδα, στην Ερέτρια, την Αμάρυνθο, τη Λάμψακο, την Αρτάκη και τα Ψαχνά, δηλαδή σε περιοχές οι οποίες έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση, παρατηρήθηκε κλονισμός στην ψυχική τους υγεία και είναι έντονη η ανάγκη ψυχιατρικής υποστήριξης του πληθυσμού. Από την εν λόγω έρευνα βρέθηκε ότι το 1/3 των ανέργων στην Εύβοια πάσχει από κατάθλιψη και ένας στους πέντε εκδηλώνει αυτοκτονικό ρίσκο. Υψηλά ποσοστά κατάθλιψης βρέθηκαν σε γυναίκες, ηλικιωμένους (άνω των 75 ετών), ανέργους (26%), καθώς επίσης σε εργάτες διαζευγμένους και χήρους. Το αυτοκτονικό ρίσκο βρέθηκε σε ποσοστό 7%, ενώ στους ανέργους το ποσοστό αυτό άγγιξε το 20%. Το ποσοστό των αγχωδών διαταραχών είναι μεγαλύτερο σε νέους 18-39 ετών, υπαλλήλους, ανέργους, φοιτητές και νοικοκυρές.11 Επίσης, αύξηση έως και 20% των αυτοκτονιών, λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης (χρέη και ανεργία) καταγράφεται πλέον και στη χώρα μας. Μάλιστα, έχουμε περισσότερες από τρεις αυτοκτονίες την εβδομάδα που οφείλονται σε οικονομικούς λόγους, εκ των οποίων, πάρα πολλές από αυτές είναι στη Βόρειο Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη.12
Από τα προαναφερθέντα εμπειρικά στοιχεία είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι οι συμπεριφορές των ανέργων και οι αντιδράσεις τους είναι πολυποίκιλες και γι' αυτό μπορεί να μας φαίνονται ακατανόητες.
Όμως, αν τελικά, κάτι χαρακτηρίζει το σύνολο των ανέργων είναι ο ανταγωνισμός για επιβίωση κατά τη διαδικασία αναζήτησης εργασίας. Σε πολλές δε περιπτώσεις η εύρεση μιας θέσης εργασίας γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα της «μοίρας» ή της τύχης της καθημερινότητας (π.χ. το ρουσφέτι).
Οι άνεργοι έχουν συγκεχυμένα συναισθήματα. Συνήθως διακατέχονται από το αίσθημα της ανασφάλειας, εφόσον διατηρούνται σε μια κατάσταση «μη συνεχούς εργασίας». Μόνο που αυτό το ασυνεχές στην εργασία, αλλά συνεχές στην ανεργία (ειδικά όταν είναι μακράς διάρκειας) βιώνεται ως δυσβάστακτο κενό.13 Ταυτόχρονα, μπαίνει μπροστά μια διαδικασία ενοχοποίησης των ανέργων, με αποτέλεσμα ο κάθε άνεργος να θεωρεί ότι «για την ανεργία του ευθύνεται ο ίδιος». Αυτή η ενοχική διαδικασία λειτουργεί υπονομευτικά για τη διεκδίκηση των βασικών εργατικών τους δικαιωμάτων, στερώντας τους τις βασικές προϋποθέσεις συλλογικής οργάνωσης. Έτσι, μετά ένα μεγάλο διάστημα ανεργίας, οι αντιδράσεις των ανέργων είναι η απογοήτευση, το αίσθημα ήττας και η αποστράτευση από συλλογικές προσπάθειες. Όμως, αυτήν την ήττα ο άνεργος τη βιώνει ως προσωπική ήττα-αποτυχία και συνεπάγεται την εξατομίκευση, την απαξίωση και την αίσθηση μοναξιάς και άρα γίνεται αδύναμος να αντιδράσει (Γ. Λεχουρίτης-Δ. Κατσορίδας, 2002).
Κατά συνέπεια, κάποιος ο οποίος για μεγάλο διάστημα μένει άνεργος, χάνει την αίσθηση ότι ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα (π.χ. την εργατική τάξη), καθώς επίσης και τη συνείδηση της αλληλεγγύης και αναζητά πιο εύκολα τις ατομικές λύσεις (π.χ. κάποιο «μέσον» για να βρει εργασία). Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος απομακρύνεται από την πρακτική της κοινωνικής αλληλεγγύης και προστασίας, εναποθέτει τη διαχείριση της επιβίωσης και της ένδειας σε άλλα Δίκτυα όπως είναι της οικογενειακής βοήθειας, της βοήθειας μεταξύ συγγενών-φίλων και γειτόνων, της συγκατοίκησης, της αυτοκαταναλωτικής λειτουργίας (π.χ. η καλλιέργεια του κήπου) ή της αυστηρά προγραμματισμένης κατανάλωσης του ρεύματος, της αγοράς φθηνών προϊόντων, καθώς επίσης ο περιορισμός της χρήσης του αυτοκινήτου, του τηλεφώνου και της εξόδου για ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Όλα αυτά αποτελούν την άμυνα των ανέργων στις κοινωνικές συνθήκες που επιβιώνουν. Όμως, αυτές οι στρατηγικές επιβίωσης οδηγούν ιδιαίτερα τους νέους σε μια διαδικασία «διπλής απομάγευσης» σε σχέση με το παρόν και το μέλλον. Με το παρόν, διότι δεν μπορούν να χειραφετηθούν από την οικογένειά τους, εφόσον δεν έχουν την οικονομική τους αυτονομία και άρα δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από αυτήν και να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Με το μέλλον, διότι δεν μπορούν να το ονειρευτούν και να το σχεδιάσουν, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα.14
Διαβάστε την συνέχεια....
Η έρευνα έχει δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα encephalos.gr
Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα μέρος αυτής:
Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΣΟΡΙΔΑΣ,* ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΧΟΥΡΙΤΗΣ**
*Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
**Κλινικός Ψυχολόγος
Περίληψη
Η εν λόγω εισήγηση διαπραγματεύεται τις αρνητικές ψυχοκοινωνικές συνέπειες από τη βίωση της ανεργίας και τη θέση ότι η επί μακρόν αναζήτηση μιας ικανοποιητικής θέσης εργασίας επηρεάζει δυσμενέστερα την ψυχική υγεία των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων. Η ανεργία βιώνεται ως μία φθοροποιός - εντροπική διαδικασία απαξίωσης και ανασφάλειας, η οποία οδηγεί στο άγχος, στις ενοχές και στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και διαταράσσει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου και της ομάδας.
Τέλος, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια εναλλακτική πρόταση, η οποία βασίζεται στην δημιουργία Κέντρων Υποστήριξης ανέργων και εργαζομένων, στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης, με στόχο προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης και αγωγής υγείας στους χώρους εργασίας, καθώς επίσης την ψυχολογική συμβουλευτική και την δυναμική διεργασία ομάδας. Εγκέφαλος 2010, 47(4):181-188.
Λέξεις κλειδιά: Ανεργία, κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
1. Στοιχεία αναφορικά με το πρόβλημα της ανεργίας
Πριν εισέλθουμε στο ζήτημα των κοινωνικών και ψυχολογικών επιπτώσεων εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας, θα παρουσιάσουμε εν τάχει μερικά στοιχεία, τα οποία στη συνέχεια θα μας βοηθήσουν να αναλύσουμε σε βάθος αυτό το φαινόμενο.
Καταρχάς, δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπως η Ελλάδα με:
600.000, αδήλωτους-ανασφάλιστους εργαζόμενους μισθωτούς.
300.000 ψευδο-αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι παρουσιάζονται ως «ελεύθεροι επαγγελματίες» ενώ παρέχουν εξαρτημένη εργασία.
200.000 εργαζόμενους με «μερική απασχόληση» ενώ παρέχουν εργασία πλήρους ωραρίου.
350.000 εργαζόμενους μόνιμα συμβασιούχους.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), πάνω από ένας στους τέσσερις εργαζόμενους εργάζεται ανασφάλιστος στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην παραοικονομία είναι περίπου 26%, ενώ εκτιμάται ότι οι ανασφάλιστοι ανέρχονται στα 1.100.000 άτομα, με αποτέλεσμα η εισφοροδιαφυγή σε βάρος του ΙΚΑ να φτάνει τα 6 δισ. ευρώ ετησίως. Όσον αφορά τη «μαύρη εργασία», αυτή ανέρχεται στο 38% στον τομέα εστίασης, στο 50% στα καφέ-μπαρ, στο 50% στη νυχτερινή διασκέδαση, στο 30% στις ταχυμεταφορές, στο 60% στις διανομές κατ' οίκον, στο 38% στις κατασκευές και αλλού. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το στοιχείο ότι η «μαύρη εργασία» στους Έλληνες μισθωτούς φθάνει, σχεδόν, το 23% και στους μετανάστες, περίπου, στο 32%.1
Πρόκειται για «αόρατους εργαζόμενους» και με την πιο επικίνδυνη μορφή απασχόλησης, αφού οι εργαζόμενοι αυτοί δεν στοιχειοθετούν δικαιώματα χρόνου ή και είδος εργασίας που παρέχουν, δεν δικαιούνται άδεια, επίδομα αδείας, δώρα Χριστουγέννων-Πάσχα, αποζημίωση, κλπ.
Όσον αφορά το ποσοστό της ανεργίας, σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, ανήλθε στο 12,1% το 2010 έναντι 9,1% το 2009. Το σύνολο των απασχολουμένων εκτιμάται σε 4.400.000 άτομα, περίπου, εκ των οποίων οι άνεργοι ανέρχονται σε 605.200 άτομα (2009: 451.000 άνεργοι). Αν λάβουμε υπόψη και τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, στις καταστάσεις του οποίου είναι εγγεγραμμένοι περίπου 770.000 άνεργοι, διαπιστώνουμε ότι η ανεργία στην Ελλάδα τείνει να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.
Όμως ποιοι τελικά είναι άνεργοι;
Άνεργοι είναι όσοι θα ήθελαν να παρέχουν εργασία, αλλά δεν μπορούν είτε επειδή δεν βρίσκουν είτε επειδή δεν διατίθεται κάποιος εργοδότης να τους ζητήσει να εργαστούν. Ταυτόχρονα, η ανεργία υποδηλώνει ότι υπάρχει κενό παραγωγής, κενό κατανάλωσης και κενό ψυχικής διάθεσης.
Αντίθετα, η κυρίαρχη οικονομική πολιτική (νεοφιλελευθερισμός) υποβαθμίζει την κοινωνική λειτουργία της εργασίας στο όνομα του «πιασίματος των οικονομικών δεικτών», αψηφώντας τα κοινωνικά ερείπια που αφήνει πίσω της.
2. Η κοινωνική πλευρά της ανεργίας
Αφού αποτυπώσαμε την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική αγορά εργασίας, ας δούμε τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τους αριθμούς της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης σε διεθνές επίπεδο, αλλά και στην Ελλάδα. Διότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα και ανάγκες.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Ν. Στεφανής, «Το άτομο στο μέσον οικονομικής κρίσης αντιστοιχεί στον επιβάτη πλοίου στο μέσο μεγάλης θαλάσσιας τρικυμίας. Βιώνει το συναίσθημα της απειλής βύθισης του πλοίου και στην καλύτερη περίπτωση της διάσωσής του ύστερα από επώδυνες περιπέτειες. Η συνθήκη αυτή βιώνεται ως στρες.».2
Το ερωτήματα, όμως, που προκύπτουν είναι τι γίνεται με τις λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχασαν την εργασία τους ή ζουν υπό το καθεστώς της εργασιακής ανασφάλειας; Ποιες είναι, πρακτικά, οι κοινωνικές επιπτώσεις;
Σύμφωνα με μετρήσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (Δ.Γ.Ε.), το 2009 ο αριθμός των ανέργων έφτασε τα 212 εκατ., καταγράφοντας αύξηση 34 εκατ. σε σχέση με το 2007. Κατά το 2010 υπολογίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο ότι ο αριθμός των ανέργων από τα επίπεδα του 6,6% του 2009 θα φθάσει στα επίπεδα του 8,9%, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι το πρόβλημα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Επίσης, οι ειδικοί λένε ότι υπάρχει συσχέτιση της αύξησης των δολοφονιών και της οικονομίας. Αυτό διαπιστώνεται από τις έρευνες, αλλά και από τις συνεχείς ειδήσεις που υπάρχουν στις αμερικανικές εφημερίδες.3 Βέβαια, αν και δεν συνδέονται όλοι οι φόνοι με τα οικονομικά προβλήματα, εν τούτοις, έστω και εν μέρει, πολλοί φόνοι οφείλονται στην οργή που προκαλεί η ύφεση. Εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τις προοπτικές τους, τα σπίτια τους, ακόμη και τους γάμους τους. Ο συνδυασμός της απόγνωσης και της απελπισίας συμβάλλει στην αύξηση των φόνων και γενικά της εγκληματικότητας.
Πάνω από 100.000 ενημερωτικά φυλλάδια για την ψυχική υγεία τυπώθηκαν στην Ιρλανδία σε μια προσπάθεια να αποτραπούν οι αυτοκτονίες ανθρώπων που έμειναν άνεργοι ή αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η Εθνική Υπηρεσία για την Πρόληψη των Αυτοκτονιών ανακοίνωσε ότι η ανεργία αύξησε κατά 70% τον κίνδυνο αυτοκτονιών ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν ιστορικό ψυχικής νόσου. Το 2008, 9.218 άνθρωποι μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία επειδή επιχείρησαν να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Μάλιστα, ο αριθμός των ανθρώπων που έβλαψαν τον εαυτό τους αυξήθηκε το 2008 συγκριτικά με το 2007. Για τους νεαρούς Ιρλανδούς, η αυτοκτονία είναι η βασική αιτία θανάτου. Επίσης, παρατηρήθηκε αύξηση στη ζήτηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.4
Στη Γαλλία καταγράφηκαν ακραίες εργατικές συμπεριφορές στους εργασιακούς χώρους ως προϊόν της δεινής θέσης στην οποία έχουν περιέλθει οι εργάτες αρκετών επιχειρήσεων: από κατάληψη των εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων μέχρι την κράτηση υπό μορφή ομηρείας των διευθυντικών στελεχών ή και την απειλή της ανατίναξης των επιχειρήσεων. Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι αυτή η μορφή αντίδρασης αποδοκιμάσθηκε μόνο από το 34% της κοινής γνώμης, ενώ το 50% δικαιολόγησε το εγχείρημα αρνούμενο να το καταδικάσει.5
Σε πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση που έκανε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι 6 στους 10 Ευρωπαίους αναμένουν ότι οι συνθήκες εργασίας θα πληγούν από την παγκόσμια οικονομική ύφεση, ιδίως όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια.6
Μελέτη επιδημιολόγων του Yale, το 2006, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυση διπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων στους γηραιότερους εργαζόμενους. Άλλη μελέτη του 2009 του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Όλμπανι, διαπίστωσε ότι ένα άτομο που χάνει τη δουλειά του έχει 83% περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσει πρόβλημα υγείας που συνδέεται με καταστάσεις πίεσης και άγχους, όπως ο διαβήτης, η αρθρίτιδα και προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως. Ίσως, η πιο ζοφερή πτυχή των απολύσεων είναι το ότι επηρεάζει το προσδόκιμο όριο ζωής. Επιστήμονες που μελέτησαν αρχεία θανάτων και στοιχεία αποδοχών εργαζομένων στην Πενσιλβάνια, κατά την ύφεση των αρχών της δεκαετίας του 1980, είδαν ότι ο αριθμός θανάτων στους κόλπους των ανδρών μεγαλύτερης ηλικίας εκτοξεύτηκε κατά 50% έως και 100% τον πρώτο χρόνο μετά την απώλεια της θέσης τους, ανάλογα με την ηλικία του εργαζόμενου. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι θάνατοι ήταν 10 με 15% υψηλότεροι. Αυτό σημαίνει ότι ένας εργάτης που χάνει τη δουλειά του στα 40 του χρόνια μειώνει το προσδόκιμο ζωής του κατά ένα με ενάμιση χρόνο.7
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, κατά το 2009, καταγράφηκε έξαρση του φαινομένου του αλκοολισμού σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, του αυξανόμενου άγχους και της ανασφάλειας.8
Μελέτη του βρετανικού Κέντρου Ερευνών για το Λιανεμπόριο (CRR), στο τρίτο ετήσιο «βαρόμετρο για τις κλοπές στα καταστήματα λιανικής πώλησης» κατέδειξε αύξηση 5,9% το 2009, των απωλειών που κατεγράφησαν από κλοπές παγκοσμίως, εξαιτίας της ύφεσης. Όπως σημειώνει, υπήρξε αύξηση των κλοπών σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται στη Βόρειο Αμερική (8,1%), στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (7,5%), ενώ στην Ευρώπη η αύξηση των κλοπών ήταν μικρότερη (4,7%).9
Όσον αφορά την Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις. Συγκεκριμένα, σε έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας, το άγχος που προκαλεί η αβεβαιότητα της οικονομικής κατάστασης έχει σοβαρές επιδράσεις στην υγεία και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, το 29,8% των Ελλήνων απάντησε ότι το απασχολεί πολύ η κρίση, το 37,2% αρκετά και το 17,4% μέτρια. Περισσότερο φαίνεται να ανησυχούν οι απόφοιτοι δημοτικού (70,2%) που έχουν πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας, αλλά και οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (70,7%), καθώς και το 71% εκείνων που βιώνουν μια δύσκολη οικονομική κατάσταση. Σχεδόν ένας στους δύο του συνόλου των ερωτηθέντων (49,4%) θεωρεί ότι η εργασία αποτελεί παράγοντα άγχους, ειδικά στην εποχή της κρίσης, που σπέρνει ανασφάλεια και φόβο. Η άσχημη οικονομική κατάσταση ή η αγωνία υποχώρησης του επιπέδου ζωής αποτελεί επίσης σημαντικότατη αιτία πρόκλησης άγχους, αφού το 56,7% απαντά θετικά. Επιπροσθέτως, το 65,4% των ανέργων θεωρεί την άσχημη οικονομική κατάσταση ως σημαντικό παράγοντα άγχους, μία άποψη με την οποία συμφωνεί το 63,7% των εργαζομένων. Όσον αφορά τις συνέπειες του άγχους, το 38% των ερωτηθέντων απαντά ότι επηρεάζει αρνητικά την υγεία, το 28% τη συναισθηματική κατάσταση, το 14,3% την εργασιακή απόδοση και το 11,8% εκτιμά ότι πλήττει τις φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, το άγχος, σπρώχνει τους Έλληνες/-ίδες προς το τσιγάρο και το αλκοόλ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβάρυνση της υγείας. Κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα αγχωτικής ημέρας το 22,3% καπνίζει πολύ περισσότερο από το κανονικό, ενώ το 32% περίπου κάπως περισσότερο. Το συνολικό ποσοστό των αυξημένων τσιγάρων ανεβαίνει πολύ στις ηλικίες κάτω των 30 ετών (58% καπνίζουν πολύ ή κάπως περισσότερο), σε όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, ενώ μεταξύ των ανέργων απογειώνεται στο 75%. Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, φαίνεται ότι έχει μεγαλύτερη επιρροή ιδιαίτερα στους νέους μέχρι 29 ετών, σε όσους έχουν ανώτερη μόρφωση και στους επιχειρηματίες. Αυτές οι κατηγορίες έχουν συνδέσει την αντιμετώπιση του άγχους με περισσότερη κατανάλωση αλκοόλ σε ποσοστά 20%, 23% και 26%, αντίστοιχα.10
Όμως, σε μείζον κοινωνικό φαινόμενο αναδεικνύεται η τάση για αυτοκτονία που παρουσιάζουν οι άνεργοι. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας, στην Εύβοια, σε δείγμα 900 ατόμων άνω των 18 ετών, στη Χαλκίδα, στην Ερέτρια, την Αμάρυνθο, τη Λάμψακο, την Αρτάκη και τα Ψαχνά, δηλαδή σε περιοχές οι οποίες έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση, παρατηρήθηκε κλονισμός στην ψυχική τους υγεία και είναι έντονη η ανάγκη ψυχιατρικής υποστήριξης του πληθυσμού. Από την εν λόγω έρευνα βρέθηκε ότι το 1/3 των ανέργων στην Εύβοια πάσχει από κατάθλιψη και ένας στους πέντε εκδηλώνει αυτοκτονικό ρίσκο. Υψηλά ποσοστά κατάθλιψης βρέθηκαν σε γυναίκες, ηλικιωμένους (άνω των 75 ετών), ανέργους (26%), καθώς επίσης σε εργάτες διαζευγμένους και χήρους. Το αυτοκτονικό ρίσκο βρέθηκε σε ποσοστό 7%, ενώ στους ανέργους το ποσοστό αυτό άγγιξε το 20%. Το ποσοστό των αγχωδών διαταραχών είναι μεγαλύτερο σε νέους 18-39 ετών, υπαλλήλους, ανέργους, φοιτητές και νοικοκυρές.11 Επίσης, αύξηση έως και 20% των αυτοκτονιών, λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης (χρέη και ανεργία) καταγράφεται πλέον και στη χώρα μας. Μάλιστα, έχουμε περισσότερες από τρεις αυτοκτονίες την εβδομάδα που οφείλονται σε οικονομικούς λόγους, εκ των οποίων, πάρα πολλές από αυτές είναι στη Βόρειο Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη.12
Από τα προαναφερθέντα εμπειρικά στοιχεία είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι οι συμπεριφορές των ανέργων και οι αντιδράσεις τους είναι πολυποίκιλες και γι' αυτό μπορεί να μας φαίνονται ακατανόητες.
Όμως, αν τελικά, κάτι χαρακτηρίζει το σύνολο των ανέργων είναι ο ανταγωνισμός για επιβίωση κατά τη διαδικασία αναζήτησης εργασίας. Σε πολλές δε περιπτώσεις η εύρεση μιας θέσης εργασίας γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα της «μοίρας» ή της τύχης της καθημερινότητας (π.χ. το ρουσφέτι).
Οι άνεργοι έχουν συγκεχυμένα συναισθήματα. Συνήθως διακατέχονται από το αίσθημα της ανασφάλειας, εφόσον διατηρούνται σε μια κατάσταση «μη συνεχούς εργασίας». Μόνο που αυτό το ασυνεχές στην εργασία, αλλά συνεχές στην ανεργία (ειδικά όταν είναι μακράς διάρκειας) βιώνεται ως δυσβάστακτο κενό.13 Ταυτόχρονα, μπαίνει μπροστά μια διαδικασία ενοχοποίησης των ανέργων, με αποτέλεσμα ο κάθε άνεργος να θεωρεί ότι «για την ανεργία του ευθύνεται ο ίδιος». Αυτή η ενοχική διαδικασία λειτουργεί υπονομευτικά για τη διεκδίκηση των βασικών εργατικών τους δικαιωμάτων, στερώντας τους τις βασικές προϋποθέσεις συλλογικής οργάνωσης. Έτσι, μετά ένα μεγάλο διάστημα ανεργίας, οι αντιδράσεις των ανέργων είναι η απογοήτευση, το αίσθημα ήττας και η αποστράτευση από συλλογικές προσπάθειες. Όμως, αυτήν την ήττα ο άνεργος τη βιώνει ως προσωπική ήττα-αποτυχία και συνεπάγεται την εξατομίκευση, την απαξίωση και την αίσθηση μοναξιάς και άρα γίνεται αδύναμος να αντιδράσει (Γ. Λεχουρίτης-Δ. Κατσορίδας, 2002).
Κατά συνέπεια, κάποιος ο οποίος για μεγάλο διάστημα μένει άνεργος, χάνει την αίσθηση ότι ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα (π.χ. την εργατική τάξη), καθώς επίσης και τη συνείδηση της αλληλεγγύης και αναζητά πιο εύκολα τις ατομικές λύσεις (π.χ. κάποιο «μέσον» για να βρει εργασία). Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος απομακρύνεται από την πρακτική της κοινωνικής αλληλεγγύης και προστασίας, εναποθέτει τη διαχείριση της επιβίωσης και της ένδειας σε άλλα Δίκτυα όπως είναι της οικογενειακής βοήθειας, της βοήθειας μεταξύ συγγενών-φίλων και γειτόνων, της συγκατοίκησης, της αυτοκαταναλωτικής λειτουργίας (π.χ. η καλλιέργεια του κήπου) ή της αυστηρά προγραμματισμένης κατανάλωσης του ρεύματος, της αγοράς φθηνών προϊόντων, καθώς επίσης ο περιορισμός της χρήσης του αυτοκινήτου, του τηλεφώνου και της εξόδου για ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Όλα αυτά αποτελούν την άμυνα των ανέργων στις κοινωνικές συνθήκες που επιβιώνουν. Όμως, αυτές οι στρατηγικές επιβίωσης οδηγούν ιδιαίτερα τους νέους σε μια διαδικασία «διπλής απομάγευσης» σε σχέση με το παρόν και το μέλλον. Με το παρόν, διότι δεν μπορούν να χειραφετηθούν από την οικογένειά τους, εφόσον δεν έχουν την οικονομική τους αυτονομία και άρα δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από αυτήν και να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Με το μέλλον, διότι δεν μπορούν να το ονειρευτούν και να το σχεδιάσουν, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα.14
Διαβάστε την συνέχεια....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου