Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος
Η 5η Ιουνίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια ημέρα Περιβάλλοντος και ψάχνοντας το αρχείο του eviasmile, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο, που είχα αναδημοσιεύσει στις 12 Ιουνίου το 2011 από το ιστολόγιο Νότιος Ευβοϊκός με θέμα Σκιαγράφηση του Περιβαλλοντικού ελλημματος στην Ελλάδα. Το παραθέτω αυτούσιο παρακάτω και αυτό που έχω να επισημάνω είναι ότι το παρόν άρθρο είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Ας διαβαστεί απ' όλους ακόμη και από τους αρμόδιους φορείς.
Αναδημοσίευση από νότιος Ευβοϊκός
Συνακόλουθα (Μέρος ΙΙΙ), αναλύονται οι σημερινές προοπτικές βελτίωσης της περιβαλλοντικής κατάστασης στην Ελλάδα και απαριθμούνται επιγραμματικά τεχνοκρατικά μέτρα προς άμβλυνση του προβλήματος. Τέλος, επιχειρείται να απαντηθεί το ερώτημα, αν τελικά η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων επαρκεί από μόνη της για μια ουσιαστική μεταβολή στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Στο πλάισιο αυτό, δίδεται έμφαση στην οντολογική διάσταση της οικολογικής κρίσης, ιδιαίτερα όπως αυτή θεωρείται και αντιμετωπίζεται από τη χριστιανορθόδοξη θεολογική παράδοση.
Ι. Εισαγωγικές σκέψεις
Η οικολογική κρίση δεν αποτελεί καινοφανές φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Ιδιαίτερα έντονα όμως τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση των φυσικών στοιχείων σημαίνει συναγερμό απέναντι στην υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1961 έως σήμερα το οικολογικό αποτύπωμα[1] του πλανήτη έχει υπερδιπλασιαστεί κυρίως εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της γης και της αύξησης της ατομικής κατανάλωσης. Εκτιμάται ακόμη ότι σήμερα η αλόγιστη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος υπερβαίνει την ικανότητα αναγέννησης του πλανήτη κατά 30% περίπου, ενώ τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της γης ζουν σε χώρες που είναι «οικολογικοί οφειλέτες», δηλαδή η εθνική τους κατανάλωση ξεπερνά τη βιολογική φέρουσα ικανότητα της χώρας[2]. Η εξαφάνιση σημαντικού ποσοστού ειδών της πανίδας και της χλωρίδας, η αλόγιστη σπατάλη ή εξάντληση φυσικών πόρων, όπως το νερό, το πετρέλαιο, κ.α. απαραίτητων για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και του σύγχρονου βιοτικού επιπέδου, οι ραγδαίες κλιματικές αλλαγές εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου, η τήξη των πάγων τα έντονα καιρικά φαινόμενα (έξαρση καταιγίδων και καυσώνων), σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας δεν αφήνουν αμφιβολίες για την κρισιμότητα τις κατάστασης.
Σήμερα κατά την κρατούσα άποψη της επιστήμης, η λεπτή και φθίνουσα ισορροπία του οικοσυστήματος κινδυνεύει μεσοπρόθεσμα με μη αναστρέψιμη ανατροπή και μαζί με αυτήν απειλούνται οι συνθήκες ανάπτυξης της ανθρώπινης ζωής, αν δεν ληφθούν εγκαίρως από την Παγκόσμια Κοινότητα και τους φορείς της αποτελεσματικά μέτρα[3]. Παρά ταύτα φαίνεται, ότι η «κραυγή» της φύσης απευθύνεται σε «ώτα μη ακουόντων», ή τουλάχιστον «μη επαρκώς ακουόντων». Και τούτο, διότι και σήμερα η Παγκόσμια Κοινότητα πολύ απέχει από το να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την αποφασιστική αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης[4].
Η οικολογική κρίση λόγω της παγκόσμιας διάστασης που λαμβάνουν οι επιπτώσεις της αποτελεί για πολλούς το κορυφαίο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη ανθρωπότητα. Η οικολογική κρίση θέτει σε δοκιμασία τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ηθικές αξίες σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. Η «δαμόκλειος σπάθη» της μη αναστρέψιμης ανατροπής του γήινου οικοσυστήματος ως αποτέλεσμα της άκριτης προσκώλησης της ανθρωπότητας στην υλιστική ηθική του υπερκταναλωτισμού και την αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη, έρχεται να επισημάνει, ότι η εφαρμογή του σύγχρονου συστήματος αξιών ακολουθεί αδιέξοδη πορεία[5].
Ο άνθρωπος μπροστά στην ακόρεστη δίψα του για οικονομική ανάπτυξη παρέβλεψε ότι η μακροπρόθεσμη ευημερία της οικονομίας εξαρτάται από τη λελογισμένη χρήση των περιβαλλοντικών αγαθών, που αποτελούν αξάλλου την πηγή της οικονομίας, αλλά και την αειφόρο διαφύλαξη των φυσικών πόρων, την διατήρηση δηλαδή των ορίων της ικανότητας της φύσης να αποκαθιστά τους φυσικούς πόρους που χάνει εξαιτίας ανθρωπογενών ή φυσικών παραγόντων. Οι οικονομικές συνέπειες της αλόγιστης εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος εκτιμάται ότι ανέρχονται συνολικά σε «οικολογικό χρέος-έλλειμμα» που υπερβαίνει ετησίως τα τέσσερα έως τεσσεράμισι τρισεκατομμύρια δολάρια, το διπλάσιο, δηλαδή, από τις υπολογιζόμενες απώλειες των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, κατά την παρούσα οικονομική κρίση[6].
Η προβληματική που γεννά η άμετρη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος επιτάσσει στο σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά και σε κάθε πολίτη ατομικά να αναθεωρήσουν την παρούσα στάση τους και εν γένει το σύστημα αξιών τους σε ό,τι αφορα τη σχέση τους με το περιβάλλον. Είναι ανάγκη να τεθεί φρένο στην πολιτική και κρατούσα καθημερινή πρακτική τής με κάθε κόστος υλικής ευδαιμονίας και του άμετρου οικονομικού και κοινωνικού ανταγωνισμού χωρίς σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και εν τέλει χωρίς σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Εξάλλου, πέραν της περιβαλλοντικής κρίσης, η ενσκήψασα παγκόσμια οικονομική κρίση επιβεβαιώνει την ανάγκη για λελογισμένη και όχι άμετρη οικονομική ανάπτυξη.
Η πρόχειρη όμως διακήρυξη της ανάγκης για αναθεώρηση των κυρίαρχων αξιών που διέπουν το σύγχρονο τρόπο ζωής και την πολιτική των αναπτυγμένως χωρών ως ευχερές ρητορικό ευχολόγιο θα ήταν αβάσιμη και κενή περιεχομένου, αν δεν επιχειρηθεί κατ’ αρχήν να εντοπιστούν οι ρίζες του προβλήματος και να προσδιοριστούν οι εκφάνσεις του.
Η κακώς εννοούμενη αρχή του ανθρωποκεντρισμού, ιδίως δε ο τρόπος που αυτή εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται σε παγκόσμια κλίμακα από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Δύση ώς τις μέρες μας, αποτελεί, κατά την άποψη πολλών επιιστημόνων[7], αν όχι αφετηρία, βασικό τουλάχιστον αίτιο της περιβαλλοντικής κρίσης. Οι πηγές της αρχής του ανθρωποκεντρισμού συναντώνται ήδη στην αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστική η φράση του αβδηρίτη σοφιστή Πρωταγόρα (490-411 π.Χ.): «πάντων χρημάτων μέτρον ἂνθρωπος» που εκφράζει την άποψη, ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο της αλήθειας και της γνώσης όλων των πραγμάτων. Επομένως, κάθε υποκειμενική θεώρηση έχει άξια ως μέρος της αλήθειας και της γνώσης των πραγμάτων. Ψήγματα του ανθρωποκεντρισμού συναντώνται στην ηθική του ελληνιστικού φιλοσοφικού ρεύματος των Σκεπτικιστών που επιδιώκουν την ευδαιμονία («αταραξία») του εκάστοτε υποκειμένου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα γνώσης και επομένως διερεύνησης της αλήθειας από τον άνθρωπο. Σε συναφές πλαίσιο, οι Επικούρειοι θέτουν ως σκοπό της ζωής του ανθρώπου την κατάκτηση της ευδαιμονίας, η οποία συνίσταται στην ηδονή, την απόλαυση δηλ. των πραγμάτων που τον ευχαριστούν και η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία σωματικού ή ψυχικού πόνου[8].
Άξιοσημείωτη είναι κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες υπό την επίδραση του νεοπλατωνισμού η διδασκαλία ρευμάτων του γνωστικισμού (όπως ο μανιχαϊσμός) που υποστήριζαν έναν αυστηρό δυϊσμό μεταξύ πνεύματος και ύλης. Είναι επίσης χαρακτηριστική η διδασκαλία του χριστιανού φιλοσόφου Ωριγένους του Αλεξανδρινού (185-254 μ.Χ.) ο οποίος θεωρούσε την υλική φύση υποδεέστερη από την έμψυχη φύση, διότι ως άψυχη είναι άνευ σημασίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η διδασκαλία αυτή που είχε βρει απήχηση στον πρωτοχριστιανικό κόσμο καταδικάστηκε τελικά το 553 μ.Χ. ως αιρετική κατά την 5η Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη.[9]
Ο ανθρωποκεντρισμός όμως, όπως γίνεται αντιληπτός στη σύγχρονη εποχή, άρχισε να εγκαθιδρύεται ως θεολογικό και τελικά κοινωνικό δόγμα την εποχή του Μεσαίωνα από το θεολογικό - φιλοσοφικό κίνημα του Σχολαστικισμού, με κύριο εκπρόσωπο τον ρωμαιοκαθολικό Άγιο Θωμά τον Ακινάτη (St. Τhomas von Aquin - 1225-1274). Oι εκπρόσωποι του Σχολαστικισμού ερμηνεύοντας βιβλικά χωρία της Γενέσεως (αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τη φράση «...πληρώσατε τήν γην καί κατακυριεύσατε αὐτῆς... , Γεν. 1,28») δεν έμειναν απλώς στο συμπέρασμα, ότι ο Θεός τοποθετεί τον άνθρωπο ως κορωνίδα των όντων στο κέντρο της δημιουργίας, αλλά έθεσαν τις βάσεις της μετέπειτα και έως τις μέρες μας κρατούσας αντίληψης ενός σαφούς διαχωρισμού του ανθρώπου από την υπόλοιπη φύση. Και τούτο, διότι στο ρεύμα του Σχολαστικισμού συναντώνται τα πρώτα σπέρματα της ορθολογικής διάκρισης του «κατ’ εἰκόνα και ὁμοίωσιν» έλλογου, έμψυχου και άρα «ἐλέω Θεοῦ» υπερέχοντος ανθρώπου απέναντι στην άλογη φύση (επονομαζόμενος δυϊσμός)[10].
Μέσα στην ιστορική δίνη των ραγδαίων πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων, αλλά και επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων της εποχής της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι οποίες αποτυπώθηκαν στη σκέψη κυρίαρχων ιδεολογικών - φιλοσοφικών ρευμάτων της Δύσης (όπως π.χ. ο ορθολογισμός, ο φιλελευθερισμός, ο ωφελιμισμός, ο οικονομικός υλισμός, ο ατομισμός, ο καπιταλισμός κ.α.), η ανθρωποκεντρική θεώρηση λαμβάνει νέες διαστάσεις. Μέσα στο κλίμα ευφορίας για τις δυνατότητες του ανθρώπου που δημιούργησαν τα πρωτοφανή πνευματικά, επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα από την εποχή της Αναγέννησης και ύστερα, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποχώρηση της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσιαστικής αυθεντίας και την ανάδειξη του ατομισμού και του φιλελευθερισμού στις δυτικές κοινωνίες, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του ως κέντρο του σύμπαντος, αυτονομημένο από τη φύση.[11]
Με αφετηρία την ορθολογική παραδοχή της εκ Θεού ανωτερότητας του ανθρώπου απέναντι στα υπόλοιπα όντα, συνάγεται ότι ο άνθρωπος αποτελεί τον σκοπό ολόκληρης της δημιουργίας[12]. Ο άνθρωπος ως έλλογο ον που έχει την ικανότητα να αποδίδει αξία στα αντικείμενα, αποτελεί αυταξία, αυτονομημένη από το φυσικό περιβάλλον[13]. Eπομένως, ο άνθρωπος διαθέτει απεριόριστο δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το φυσικό περιβάλλον, προκειμένου να ικανοποιεί επαρκώς τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους σκοπούς του. Σύμφωνα με την εν λόγω θεώρηση που απορρέει από το ρεύμα του εμπειρισμού και του ορθολογισμού, με κύριους εκπροσώπους τους Francis Bacon[14] (1561-1626 μ.Χ.) και René Descartes[15] (1596-1650 μ.Χ.) αντίστοιχα, ο φυσικός κόσμος είναι ένα ανυπότακτο τμήμα της δημιουργίας, που παρέχει στον άνθρωπο την πρώτη ύλη για την οικονομική ανάπτυξη και υλική ευημερία του και την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αποκαλύψει και να υποτάξει με όλα τα μέσα που διαθέτει. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποθήκη αναλώσιμων υλικών που εξυπηρετεί τον άνθρωπο[16]. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο της ανθρωποκεντρικής θεώρησης, το οποίο όχι τυχαία εναρμονίζεται με τα κρατούντα οικονομικά συμφέροντα, εγκαθιδρύεται και τελικά νομιμοποιείται η χρησιμοθηρική ηθική της απεριόριστης εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο προς εξυπηρέτηση των επιθυμιών και αναγκών του, ανεξάρτητα από το είδος και την ποιότητά τους[17].
Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που κατά κύριο λόγο στηρίζεται στον άκρατο καταναλωτισμό, διέπεται - έστω και ασυνείδητα - από την εφαρμογή της ηθικής του κακώς εννοούμενου ανθρωποκεντρισμού[18]. Είναι σαφές ότι σε γενικές γραμμές οι έννομες τάξεις του αναπτυγμένου κόσμου ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό δίδουν απόλυτο προβάδισμα στα δικαιώματα των ατομικών έννομων αγαθών. Από την άλλη πλευρά, δεν αναγνωρίζεται καμία μορφή δικαιώματος στη φύση και τα στοιχεία της, παρά μόνο εμμέσως και μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί ατομικά συμφέροντα[19]. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση η αναγνώριση δικαιωμάτων σε φυσικά στοιχεία πέραν των νομικών ζητημάτων που θα δημιουργούσε, θα έπληττε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, διότι θα περιόριζε την παραγωγή και την κατανάλωση. Η λειτουργία όμως του ισχύοντος σαφώς ανθρωποκεντρικού οικονομικού και δικαιϊκού συστήματος αποδεικνύεται πλέον εκ του αποτελέσματος απρόσφορη και επικίνδυνη για τη διατήρηση του ανθρώπινου γένους σε συνθήκες οικολογικής ισορροπίας[20]. Τα διστακτικά βήματα, που έστω και καθυστερημένα έχουν αρχίσει να γίνονται διεθνώς προς την ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος σε διάφορα επίπεδα, έχουν κατά κανόνα κατασταλτικό χαρακτήρα και δεν υπηρετούν οπωσδήποτε την ανάγκη βαθύτερης αναθεώρησης της κακώς νοούμενης ανθρωποκεντρικής πρακτικής. Σε γενικές γραμμές τα μέτρα αυτά δεν κρίνονται ικανά να αντιστρέψουν ουσιαστικά την προδιαγραφόμενη κατάσταση[21].
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι και στην αντίπερα όχθη, η θεωρία του βιοκεντρισμού ή οικοκεντρισμού[22], που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με διάφορες εκφάνσεις ως μια προσπάθεια υπέρβασης του κακώς νοούμενου ανθρωποκεντρισμού, δεν κρίνεται σε γενικές γραμμές ικανοποιητκή στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής περιβαλλοντικής ήθικής και γενικότερα πολοτοκής. Η εν λόγω θεωρία αποδεικνύεται στην πράξη δυσεφάρμοστη και μη πειστική, αφού αποδίδει σε γενικές γραμμές ίση αξία και ιδιότητες σε όλα τα έμβια φυσικά όντα, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να παραμερίζεται από το κέντρο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων και τη θέση του να καταλαμβάνει άτακτα ένας αόριστος αριθμός ίσότιμων φυσικών αξιών[23].
Η Ελλάδα δεν μένει ανεπηρέαστη ούτε από την αλόγιστη εφαρμογή της ανθρωποκεντρικής θεώρησης, ούτε ασφαλώς από την παγκόσμια περιβάλλοντική κρίση. Η χώρα μας από τη σύσταση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και ύστερα ακολουθή σε γενικές γραμμές μια συνεπή πορεία που συναρτάται άρρηκτα με την πολιτική και αξιολογική θεώρηση των κρατών του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου. Η σύγχρονη Ελλάδα δεμένη στο άρμα της Δύσης εύλογα δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από την υιοθέτηση του κρατούντος κεφαλαιοκρατικού συστήματος η εφαρμογή του οποίου εξ ορισμού δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομίας, αλλά διέπει καθοριστικά το δίκαιο και τις κοινωνικές δομές[24].
Έτσι και η ελληνική έννομη τάξη δίδει σαφή προτεραιότητα στην έννομη προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων έναντι των δικαιωμάτων των συλλογικών έννομων αγαθών. Σε αρκετές περιπτώσεις η εφαρμογή αυτής της πρακτικής αγγίζει τα όρια της κατάχρησης, π.χ. στον τομέα της πολεοδομίας, της εκτέλεσης δημοσίων έργων ή της προστασίας της βιοποικιλότητας. Σήμερα πλέον, το εν λόγω σύστημα θεωρείται απόλυτα παγιωμένο στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη. Η σύγχρονη ιστορία της χώρας, ιδιαίτερα μετά τον Εμφύλιο έως τις μέρες μας, επιβεβαιώνει το απόλυτο προβάδισμα του κοντόφθαλμου ατομικού συμφέροντος έναντι του μακροπρόθεσμου συλλογικού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αναμφισβήτητα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη, συχνά ανεξέλεγκτη πολεοδομική δραστηριότητα και ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, με ανυπολόγιστο κόστος ως προς το φυσικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής του πολίτη[25].
Εξετάζοντας τους περιβαλλοντικούς δείκτες της ΕΕ, αλλά και παγκοσμίως αντιλαμβανόματε, ότι η Ελλάδα έχει θέση ουραγού στις περιβαλλοντικές επιδόσεις και κατ’ επέκταση στην περιβαλλοντική πολιτική. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 11η χειρότερη θέση ανάμεσα στις 148 χώρες που εξετάστηκαν όσον αφορά το οικολογικό της αποτύπωμα σε σχέση με τους φυσικούς όρους που καταναλώνει κατά μέσο όρο. Το οικολογικό αποτύπωμα των Ελλήνων είναι υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής και το φυσικό περιβάλλον[26].
Η ίδια η καθημερινότητα του μέσου Έλληνα πολίτη στα αστικά κέντρα, αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο προδίδει το έλλειμμα και την πολιτική ένδεια στον περιβαλλοντικό τομέα της χώρας. Από τη μια πλευρά, οι μεγαλουπόλεις μαστίζονται από υπερβολικές εκπομπές καυσαερίων και άλλων ρύπων, άναρχη δόμηση, έλλειψη πρασίνου, ανεξέλεγκτη διαχείριση αποβλήτων, αλόγιστη ενεργειακή σπατάλη. Από την άλλη πλευρά, η αγροτική ύπαιθρος πάσχει από ερημοποίηση εδαφών λόγω υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων, επιλογής ακατάλληλων καλλιεργειών, υπερεξάντληση ή μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα και γενικότερη παραμέληση στην εφαρμογή εξορθολογισμένης γεωργικής πολιτικής. Η πρωτοφανής οικολογική καταστροφή που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του Ιουλιού και Αυγούστου 2007, αλλά και τα παρεπόμενα αυτής, όπως ο οικονομικός μαρασμός των πληττόμενων περιοχών, η διάβρωση του εδάφους, οι πλημμύρες, υπενθύμισαν ως ένα βαθμό το ξεχασμένο από μεγάλο τμήμα της αρμόδιας διοίκησης και των πολιτών, αλλά διαχρονικό έλλειμμα της ελληνικής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Αλλά και πέρα από τα εγχώρια προβλήματα, οι παγκόσμιες διαστάσεις της οικολογικής κρίσης πλήττουν ήδη καίρια την οικονομία της χώρας. Αφενός, η μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων των ενεργειακών και άλλων πρώτων υλών, όπως π.χ. το πετρέλαιο κ.α., λόγω της υπερεκμετάλλευσης τους, που συνοδεύεται με καλπάζουσα αύξηση των αγοραίων τιμών τους, επιβαρύνει την οικονομία της χώρας, αφού η Ελλάδα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τη χρήση τους. Αφετέρου, οι κλιματικές αλλαγές ως απόρροια του φαινομένου του θερμοκηπίου επηρεάζουν, όπως είναι ευνόητο έντονα τη χώρα. Ήδη έχει παρατηρηθεί ασυνήθιστη αύξηση της έντασης και της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες, και οι τοπικές καταιγίδες, αλλά και αύξηση της μέσης θερμοκρασίας των ελληνικών θαλασσών και της ατμόσφαιρας. Αναμένεται δε στο μέλλον οι παγκόσμιες κλιματικές μεταβολές να την επηρεάσουν ακόμα πιο έντονα, καθώς βρίσκεται στη κλιματικά ιδιαίτερα ευαίσθητη μεθόριο της Εύκρατης Ζώνης της μεσογειακής λεκάνης, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε τέτοιες αλλαγές. Μερίδα επιστημόνων υποστηρίζει μάλιστα, ότι πιθανότατα στα τέλη του αιώνα οι κλιματικές συνθήκες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα, θα εξομοιωθούν με το σημερινό κλίμα της Β. Αφρικής με καταστροφικές συνέπειες για τον τουρισμό τη γεωργία και γενικά την εθνική οικονομία[27].
Παρά τα ήδη δυσάρεστα αποτέλεσματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και τις δυσοίωνες επιστημονικές προβλέψεις για το μέλλον, η ελληνική Πολιτεία και ο Έλληνας πολίτης δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος και να αναλαμβάνουν με πράξεις τις ευθύνες, που τους αναλογούν έναντι του προβλήματος. Η περιβαλλοντική πολιτική της χώρας φαίνεται να πάσχει από έλλειψη μακροπρόθεσμου συστηματικού σχεδιασμού και οράματος[28].
Σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι ευθύνες της ελληνικής Πολιτείας και του Έλληνα πολίτη απέναντι στην περιβαλλοντική κρίση, αλλά και να «φωτιστούν» πιθανά μονοπάτια διεξόδου από αυτή επιχειρείται η καταγραφή ορισμένων βασικών εκφάνσεων του περιβαλλοντικού ελλείμματος της Ελλάδας, οι οποίες οδηγούν τελικά στα βαθύτερα αίτια αυτού, δηλ. στην ασυνεπή στάση της Πολιτείας και του πολίτη απέναντι στο πρόβλημα της οικολογικής κρίσης. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη, καθώς τα αίτια του περιβαλλοντικού ελλείμματος στη χώρα δεν είναι μεμονωμένα ούτε απόλυτα σαφή, αφού συνήθως συμπλέκονται αναπόσπαστα με τις εκφάνσεις τους. Αποτελούν, συνεπώς, ένα συνδυασμό πολυσχιδών, αλληλοσυμπλεκόμενων παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να γίνουν ευχερέστερα κατανοητοί, εξετάζοντας τους μέσα από ορισμένες βασικές εκφάνσεις του πολυεπίπεδου περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα.
Οι δυσχερείς ιστορικές και οικονομικές συνθήκες που βίωσε η ελληνική κοινωνία και Πολιτεία ιδίως στα μέσα του 20ου αιώνα, συντέλεσαν στο να αναδειχθεί ευκαιριακά η οικονομική ανάπτυξη σε εθνικό όραμα και αυτοσκοπό, δίχως όμως να συνοδεύεται από ην εφαρμογή ποιοτικών κριτηρίων και χωρίς συστηματική μελέτη για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των τυχόν δυσμενών επιπτώσεων της αναπτυξιακής πολιτικής. Στο πλάισιο αυτό, οι οικολογικές και κοινωνικές παρενέργειες της οικονομικής ανάπτυξης νομιμοποιήθηκαν άκριτα στη συνειδηση του πολίτη και της Πολιτείας. Εν ονόματι της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης και της αναίμακτης αποφυγής του εξαιρετικά δυσάρεστου και επαχθούς πολιτικού κόστους το έννομο αγαθό περιβάλλον θυσιάστηκε και συνεχίζει να θυσιάζεται ασυνειδητα[29].
Αν και στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, τα περιβαλλοντικά προβλήματα είχαν αρχίσει να διογκώνονται, το ζήτημα του περιβάλλοντος για το ελληνικό κράτος συνέχισε να αποτελεί ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας[30]. Είναι χαρακτηριστική για την περίπτωση της Ελλάδας σε σύγκριση με τα 15 κράτη-μέλη της ΕΕ - πριν τη διεύρυνση - η καθυστέρηση με την οποία το κοινό αγαθό «περιβάλλον» εγγράφηκε στην ημερήσια πολιτική και διοικητική διάταξη της χώρας ως πρόβλημα προς διευθέτηση. Μόλις στις αρχές τις δεκαετίας του ΄90, παρατηρείται με διστακτικά βήματα κάποια πρόοδος προς την ανάδειξη του περιβάλλοντος ως πολιτικού ζητήματος. Η εν λόγω πρόοδος - ασχέτως της περιορισμένης αναποτελσεματικότητας της - σηματοδοτείται σε γενικές γραμμές με την αναδιοργάνωση των τοπικών υπηρεσιών περιβάλλοντος σε νομαρχιακό επίπεδο και τη θεσμοθέτηση της παρουσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ στους ΟΤΑ δια της σύστασης Γραφείων Περιβάλλοντος σε κάθε Νομαρχία[31].
Ενδεικτικό της παραμέλησης και παραγκωνισμού του τομέα του περιβάλλοντος από την πλευρά της δίοικησης αποτελεί και η χαμηλή απορρόφηση των σχετικών κοινοτικών πόρων του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον» (ΕΠΠΕΡ). Ναι μεν η υποαπορρόφηση των περιβαλλοντικών κονδυλίων ακολουθεί τα τελευταία χρόνια τάση συρρίκνωσης, πλην όμως ακόμα δεν έχει προσεγγίσει τα επιθυμητά όρια, δεδομένων των οξύτατων περιβαλλοντικών προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα και την παγκόσμια κοινότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ την τελευταία τετραετία σημειώθηκε αύξηση στην απορρόφηση των σχετικών κονδυλίων από το 14% στο 58%[32]. Κατά άλλα στοιχεία η εν λόγω απορροφηση ανέρχεται σε 46,6%, ενώ η αντίστοιχη απορρόφηση για έργα περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής κυμαίνεται στο 36%, τη στιγμή που ο τομέας των δημόσιων έργων για την αστική ανάπτυξη απορροφάει το 64,4% της κοινοτικής συνδρομής[33].
Αποτέλεσμα την εν λόγω κακοδιαχείρισης είναι η διακοπή και συχνά η ματαίωση κρίσιμων περιβαλλοντικών έργων, όπως η προστασία των υπόγειων υδροφορέων από υφαλμύρωση στην αργολική πεδιάδα, στο Λαύριο κ.α., το δίκτυο αποχέτευσης αστικών κέντρων και η σύνδεσή του με εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού. Σημειωτέον, ότι η χρηματοδότηση για την ολοκλήρωση αυτών των έργων από το Δ΄ ΚΠΣ απορρίφθηκε από την ΕΕ, διότι θεωρήθηκαν ως έργα ιδιαίτερα χαμηλής απορρόφησης κοινοτικών πόρων[34].
Είναι αξιοσημείωτο ότι η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα σε πείσμα των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων ουδέποτε αυτονομήθηκε. Αρκεί να σημειωθεί, ότι από τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ, τουλάχιστον 19 διαθέτουν αυτόνομο Υπουργείο Περιβάλλοντος, ενω σε καμία χώρα της ΕΕ δε συναντάται η αντιφατική συνύπαρξη στην ίδια υπουργική στέγη του περιβάλλοντος με τα δημόσια έργα[35]. Το περιβάλλον στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει κατά κύριο λόγο δευτερεύουσα συνιστώσα - λειτουργώντας συχνά ως εφήμερος κατευνασμός αντιδράσεων - ανομοιογενών πολιτικών που στοχεύουν κατ εξοχήν στην μονόπλευρη εκμετάλλευση αυτού. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του ελληνικού διοικητικού συστήματος, η κακοδιοίκηση, ο κατακαερματισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης, η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων στην κρατική λειτουργία δεν ευνόησαν την εκδήλωση μιας αποφασιστικής προσπάθειας για τη δημιουργία της απαραίτητης για την αποτελεσατική προστασία του περιβάλλοντος διοικητικής υποδομής. Η ανετοιμότητα της κρατικής διοίκησης να προχωρήσει έγκαιρα στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για αποτελεσματική εφαρμογή και έλεγχο της περιβαλλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας, αλλά και η αδυναμία του εγχώριου οικολογικού μη κυβερνητικού κινήματος να συμμετέχει αποφασιστικά, ενωτικά, μαζικά και συντονισμένα σε στρατηγικές δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να ασκήσει στις αρχές την ανάλογη πολιτική πίεση, εξηγούν ως ένα βαθμό την μη ένταξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων σε θέση προτεραιότητας στην ατζέντα της κρατικής διοίκησης[36].
Είναι γεγονός στις μέρες μας, ότι ο θεσμικός τομέας του περιβάλλοντος λόγω της παγκόσμιας κρισιμότητας του, διέπεται από ταχύτατες εξελίξεις. Αυτό επιτάσσει την ανάγκη για θέσπιση σαφούς, ευέλικτης και προσαρμοσμένης στη σύγχρονη πραγματικότητα νομοθεσίας. Δε θα μπορούσαμε όμως να ισχυριστούμε, ότι η ελληνική νομοθεσία ικανοποιεί τις ανωτέρω επιταγές.
Η αποσπασματική και ευκαιριακη θέσπιση δυσεφάρμοστων ή πρακτικά ανεφάρμοστων νόμων, με περισσότερο «συμβολικό» παρά ουσιαστικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα στο σύνθετο τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, χαρακτηρίζει την ελληνική νομοθεσία. Ο Έλληνας νομοθέτης, συχνά εγκλωβισμένος στη διοικητική γραφειοκρατία και σε διαμάχες αντίπαλων συμφερόντων, αποδεικνύεται δυσκίνητος στην παραγωγή αποτελεσματικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αλλά και στην ενσωμάτωση της σύγχρονης διεθνούς και κοινοτικής νομοθεσίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Παρατηρείται ότι στην Ελλάδα οι ενέργειες του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος βασίζονται σε πολλές περιπτώσεις σε νομικούς κανόνες που είναι είτε αόριστοι είτε φαινομενικά άσχετοι με το ειδικό περιβαλλοντικό ζήτημα που καλούνται να ρυθμίσουν, είτε συνάγονται από άλλους νομικούς κανόνες.[37]
Απόρροια της εν λόγω κατάστασης είναι η πολυνομία, που χαρακτηρίζει εκτός των άλλων και τον περιβαλλοντικό τομέα και η οποία δημιουργεί συχνά σύγχυση και αντιφάσεις στην περιβαλλοντική νομοθεσία και τη διοικητική εφαρμογή της[38]. Πλήθος περιβαλλοντικών διατάξεων περιλαμβάνονται διάσπαρτες, ασύνεκτες και αποσπασματικές σε ποικίλους νόμους. Αυτό αναπόφευκτα καθιστά την εποπτεία εφαρμογής τους ιδιαίτερα δύσκολη[39]. Ο μοναδικός ίσως νόμος που επιχειρεί να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικά ζητήματα από συνολική άποψη, έστω και με θέσπιση γενικών διατάξεων, είναι ο «νόμος-πλάισιο για την προστασία του περιβάλλοντος 1650/86». Ενδεικτικό όμως της μη ικανοποιητικής υλοποίησης του αποτελεί το γεγονός, ότι ενώ για την πρόσφορη εξειδίκευση και αποτελεσματική εφαρμογή του εκτιμάται ότι απαιτείται η έκδοση περίπου 14 Προεδρικών Διαταγμάτων, 4 Πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου και 50 Υπουργικών Αποφάσεων, μέχρι σήμερα ελάχιστος αριθμός αυτών έχει τεθεί σε ισχύ.[40] Στις μέρες μας όμως, πάνω από 2 δεκαετίες από τη θέσπιση του, και παρά τις αποσπασματικές τροποποιήσεις που έχει υποστεί, ιδίως με έκδοση διάφορων ΚΥΑ, δικαιολογημένα θεωρείται παρωχημένος και απαιτείται ο εκ βάθρων εκσυγχρονισμός του[41].
Ένα ακόμα προβληματικό στοιχείο είναι, ότι σημαντικός αριθμός διατάξεων της ισχύουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας περιλαμβάνονται συγκεχυμένα σε Υπουργικές Αποφάσεις (ΥΑ) - σε κατώτερους δηλ. ιεραρχικά νόμους - και όχι σε κοινοβουλευτικούς νόμους ή προεδρικά διατάγματα. Αυτό βέβαια συνεπάγεται και την ποιοτική έκπτωση τους, αφού με την έκδοση ΥΑ παρακάμπτεται η κοινοβουλευτική συζήτηση και γενικότερα η διαδικασία νομοθετικής επεξεργασίας αυτών από το ΣτΕ πριν την έκδοση τους, αλλά και ο έλεγχος της νομιμότητας τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας[42].
Παράλληλα, η ελληνική περιβαλλοντική νομοθεσία πάσχει και από έλλειψη πρόσφορων, αποτελεσματικών, διοικητικών και κυρίως ποινικών κυρώσεων σε βάρος του εκάστοτε περιβαλλοντικού παραβάτη. Το ελληνικό δίκαιο κυρώσεων δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα των σύγχρονων περιβαλλοντικών κινδύνων[43]. Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα είναι συνήθως πολύ μικρά σε σχέση με τη βλάβη, που προκαλούν οι ρυπαίνουσες εγκαταστασεις και ο έλεγχος εφαρμογής των περιβαλλοντικών νόμων μη ικανοποιητικός. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και σήμερα ο ελληνικός ΠΚ περιλαμβάνει απαρχαιωμένες διατάξεις, που δεν ανταποκρίνονται στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών εγκλημάτων[44].
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ελληνικό περιβαλλοντικό δίκαιο δε δρα και δεν αναπτύσσεται αυτοτελώς. Αντιθετα, επηρεάζεται και προσδιορίζεται στο μεγαλύτερο βαθμό εξωγενώς από τη νομοθεσία του κοινοτικού δικαίου, η οποία συνήθως είναι πιο εξελιγμένη από το έγχώριο δίκαιο. Υπο αυτές τις συνθήκες, ο Έλληνας νομοθέτης αποδεικνύεται συχνά ανέτοιμος να εφαρμόσει ουσιαστικά τους νεοσύστατους για την ελληνική κοινωνία περιβαλλοντικούς θεσμούς που εισάγει το κοινοτικό δίκαιο. Ο Έλληνας νομοθέτης, λόγω έλλειψης της απαραίτητης περιβαλλοντικής συνείδησης και κατάλληλων μέσων και υποδομών για την εφαρμογή της ιδιαίτερα απαιτητητικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αδυνατεί να παρακολουθήσει και πολύ περισσότερο να επηρεάσει τις τρέχουσες πραγματικές και θεσμικές εξελίξεις και να τις ενσωματώσει κατάλληλα στο εσωτερικό δίκαιο[45].
Σε πολλές περιπτώσεις, υπό την απειλή παραπομπής της χώρας στο ΔΕΚ, προβαίνει βεβιασμένα, χωρίς επαρκή επεξεργασία στη θέσπιση νόμων, που αρκούνται απλώς σε μια τυπική ενσωμάτωση της κοινοτικής περοβαλλοντικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο[46]. Σε άλλες δε περιπτώσεις, επιχειρείται απλώς περιγραφική και στρεβλή προσαρμογή των κοινοτικών κανόνων στο εθνικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό πάραδειγμα αποτελεί η Οδηγία 85/337 ΕΟΚ για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ)[47]. Υπό αυτές τις συνθήκες, εισάγονται σε πολλές περιπτώσεις στην ελληνική έννομη τάξη κανόνες δικαίου ατελώς μεταφρασμένοι, με χαρακτήρα τεχνητό και ασύνδετοι με τους εγχώριους θεσμούς, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί επακώς από την ελληνική έννομη τάξη[48]. Άλλοτε πάλι η προσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας δε συντελείται με τη θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων που εξυπηρετούν σαφώς τον ειδικότερο σκοπό της εκάστοτε Οδηγίας. Αποτελεί συχνό φαινόμενο, υπό ενσωμάτωση κοινοτικές διατάξεις να εντάσσονται διάσπαρτα στο πλαίσιο διάφορων εθνικών νόμων, γεγονός που προκαλεί σύγχυση σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής τους, κυρίως διότι δεν καθίσταται σαφής η προέλευση τους («νόθα προσαρμογή»)[49].
Συμβαίνει συχνά στην ελληνική έννομη τάξη, οι περιβαλλοντικές διατάξεις να κατοχυρώνουν επαρκώς την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά μόνο από την πλευρά της γραμματικής του διατύπωσης και όχι στην πράξη[50]. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός η Ελλάδα δείχνει να συμμορφώνεται με τις κοινοτικές επιταγές αποκομίζοτας πρόσκαιρα οφέλη σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, αφετέρου η πρακτική αυτή λειτουργεί μεσοπρόθεσμα και ως ένα βαθμό κατευναστικά απέναντι στο μέσο κοινωνικό και δικαιϊκό αίσθημα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια επίπλαστη συμμόρφωση σε επιταγές περιβαλλοντικού δικαίου, που περιορίζεται σε στενά τυπικά πλαίσια. Έτσι, στην πράξη, πλήθος περιβαλλοντικών διατάξεων αδυνατούν να υλοποιηθούν ή εφαρμόζονται πλημμελώς, εξαιτίας της ανετοιμότητας της αρμόδιας διοίκησης[51].
Είναι π.χ. ενδεικτική η πολυπλοκότητα και ασάφεια της διαδικασίας περιφερειακού σχεδιασμού διαχείρισης αποβλήτων (ΚΥΑ 69728/834/16.5.1996), η οποία προβλέπει πολλαπλές φάσεις για την κατάρτιση και έγκριση του από διαφορετικούς φορείς - και μάλιστα διαζευκτικώς -. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγονται επικαλύψεις ως προς τις αρμοδιότητες των υπεύθυνων φορέων να εφαρμόσουν τις διαδικασίες χωροθέτησης χώρων διαχείρισης αποβλήτων. Έτσι ευνοούνται οι διοικητικές έριδες, οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις και η αλόγιστη διόγκωση του οικονομκού κόστους[52].
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, νομοθετικές διατάξεις πρόχειρα θεσπισμένες παραγνωρίζουν τις πραγματικές δυνατότητες των υφιστάμενων υποδομών - ιδίως σε ειδικευμένο προσωπικό και οικονομικά μέσα - των αρμόδιων για την υλοποίηση τους φορέων[53]. Ενώ π.χ. η φύλαξη των δασών, η υγειονομική ταφή, η διαχείριση των απορριμμάτων, ο τακτικός έλεγχος της ποιότητας των υδάτινων πόρων και σε μεγάλο βαθμό η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής εμπίπτει στην αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης[54], στην πράξη δεν εξασφαλίζεται από την Πολιτεία η οικονομική ευρωστία των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να ανταποκρίνονται επιτυχώς στα σχετικά τους καθήκοντα. Είναι γεγονός, ότι μεγάλος αριθμός Υπουργικών Αποφάσεων και άλλων νομοθετημάτων που αφορούν στο περιβάλλον αντιμετωπίζονται πρόχειρα. Συχνά εκπονούνται χωρίς επαρκή επιστημονική διερεύνηση από τη γραφειοκρατία των Υπουργείων, η οποία απέχει από την ισχύουσα πραγματικότητα ή εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα ακολουθώντας χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική την ασυνεπή πρακτική του «ράβε - ξήλωνε»[55]. Αποτέλεσμα αυτού είναι, ότι οι διατάξεις αυτές αποδεικνύονται στην πράξη απρόσφορες και ακατάλληλες για τη δημιουργία ενός ορθολογικού συστήματος περιβαλλοντικής προστασίας[56]. Την ανωτέρω προβληματική επιτείνει και η μη επαρκής επιστημονική διερεύνηση των ζητημάτων της κακοδιοίκησης και εν γένει των διοικητικών αδυναμιών στον περιβαλλοντικό τομέα από την αρμόδια διοίκηση, αλλά κυρίως η απουσία αποτελεσματικού ελέγχου της αδρανούς διοίκησης από ανεξάρτητους και κατάλληλα εξοπλισμένους με θεσμικά και υλικά εχέγγυα προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού[57].
Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις απουσιάζει η πολιτική βούληση εφαρμογής και επιβολής των σχετικών νόμων. Συχνά ο διοικητικός μηχανισμός εμφανίζεται απρόθυμος και δίχως την απαραίτητη υποδομή και στελέχωση να επιβάλλει του κανόνες, που ο νομοθέτης έχει θεσπίσει. Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί συχνό φαινόμενο, οι ίδιοι οι λειτουργοί της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας να προβαίνουν σε αντισυνταγματικές, αντικοινοτικές και εν γένει παράνομες πράξεις και παραλείψεις σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος[58]. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το φαινόμενο της πολύνομης και αποσπασματικης νομοθεσίας αποτελεί συχνά «άλλοθι» στις επίσημες αρχές, ώστε να παρακάμπτουν το νόμο, υποχωρώντας μπροστά σε οικονομικά κυρίως συμφέροντα, με συνέπεια την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς[59].
Ενδεικτικό παράδειγμα, που προδίδει την αδυναμία της πολιτικής βούλησης για επιβολή των νόμων αλλά και τη δύναμη των συμφερόντων που επηρεάζουν προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί η περίπτωση του π.δ. 267/98 (ΦΕΚ Α'195 21.8.98, Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών...). Ο νόμος αυτός και άλλοι συναφείς με αυτόν έχει υποπέσει σε σχετική αχρησία. Οι εκάστοτε Κυβερνήσεις από το 1974 έως σήμερα έχουν ψηφίσει τουλάχιστον 16 νομοσχέδια σχετικά με νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων κτισμάτων, με πρόσφατο παράδειγμα το ν. 3127/2003 «...για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο...», που θέτει εντός σχεδίου πόλεως χίλιάδες στρέμματα καταπατημένων εκτάσεων. Ελληνική νομοθετική «πρωτοτυπία» αποτελεί και η εισαγωγή νόμου, που επιτρέπει, υπό όρους, την εκτός σχεδίου δόμηση, αλλά και οι νόμοι που επιτρέπουν τη μεταφορά συντελεστή δόμησης (ν. 880/1979, ν. 2145/1993, ν. 2300/1995), οι οποίοι απροκάλυπτα καταστρατηγούν την προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος[60].
Στο ανωτέρω έλλειμμα της ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι θετικές «εκλάμψεις» του νομοθέτη. Το ελληνικό Σύνταγμα βάσει του άρθρου 24 Συντ. θεμελιώνει κατά την κρατούσα άποψη ένα ολοκληρωμένο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα του πολίτη για ένα υγιές περιβάλλον, αλλά και αντίστοιχες υποχρεώσεις στο Κράτος για την προστασία του περιβάλλοντος. Βρίσκεται ομολογουμένως στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων στον τομέα αυτό[61]. Στην πράξη όμως το δικαίωμα αυτό αποδυναμώνεται εξαιτίας της γενικής νομοθετικής και διοικητικής ανεπάρκειας. Η άμεση εφαρμογή του άρθρου 24 Συντ. δε είναι δυνατό να αναπληρώσει το κενό αποτελεσματικών, εκτελεστικών, κυρωτικών νόμων. Και τούτο διότι χωρίς την ύπαρξη εκτελεστικών νόμων που θα εξειδικεύουν ικανοποιητικά την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, οι διατάξεις του άρθρου 24 καθίστανται ατελείς. Σημειώνεται δε ότι ακόμη ότι σημαντικό τμήμα των εκδοθέντων εκτελεστικών νόμων αποτελούν στην πλειοψηφία τους εξαγγελία μέτρων που δεν μπορούν να υλοποιηθούν, αν δεν εκδοθούν άλλοι νόμοι και διοικητικές αποφάσεις[62]. Είναι προφανές ότι η νομοθετική ατολμία οδηγεί στην αδυναμία υλοποίησης των επαρκών σε γενικές γραμμές για την έννομη προστασία του περιβάλλοντος συνταγματικών διατάξεων.
Παράλληλα, ο πρωτοποριακός ρόλος της νομολογίας του ΣτΕ[63] στην προστασία του περιβάλλοντος εκ των πραγμάτων δεν είναι ικανός για την εξασφάλιση της πλήρους προστασίας του. Και τούτο, διότι το ΣτΕ ως δικαστικός οργανισμός δρα εκ των πραγμάτων αποσπασματικά. Το ΣτΕ αρκείται τελικά σε μια περιπτωσιολογική, κατασταλτική αντιμετώπιση του προβλήματος, εφόσον τού ζητηθεί και εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες και τα όρια των αρμοδιοτήτων του[64].
Ως εκ τούτων συμπεραίνουμε, ότι οι εν λόγω «φωτεινές» εξαιρέσεις δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσουν την έλλειψη επαρκών, εξειδικευμένων εκτελεστικών νόμων και το διοικητικό έλλειμμα στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Για την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη περιβαλλοντική προστασία, επιβάλλεται προσεκτική, συνολική και εμπεριστατωμένη μελέτη των αδυναμιών του ισχύοντος συστήματος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και διοίκησης, ώστε με την εισαγωγή των κατάλληλων θεσμικών μέσων, ανταποκρινόμενων στα πραγματικά δεδομένα, αλλά και με την εξυγίανση του περιβαλλοντικού διοικητικού μηχανισμού, να αποφευχθούν, όσο είναι δυνατό, τα σημερινά λάθη και οι επιπτώσεις τους.
Αποφεύγοντας τις εξαντλητικές αναλύσεις θεωρούμε, ότι τα σύγχρονα δεδομένα της ελληνικής οικιστικής πραγματικότητας δίνουν πλήρη εικόνα της ελλειματικής οικιστικής πολιτικής που εδώ και δεκαετίες ακολουθεί η χώρα. Ύστερα από πολυετή καθυστέρηση στις 24 Ιουνίου του 2008 εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό (Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης- ΓΠΧΣΑΑ) και τελικά η Πολιτεία συμμορφώθηκε προς τη νομική υποχρέωση χωροταξικής οργάνωσης του εθνικού χώρου, που ευθέως επιβάλλεται από το Σύνταγμα του 1975[65]. Αν και θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί σε σχέση με τις προσδοκίες που γεννά το εν λόγω πλαίσιο ως προς την ορθολογικότερη οικιστική ανάπτυξη της χώρας, δεδομένου ότι αυτό δεν αποτελεί τυπικό νόμο που συντίθεται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι παράγουν άμεσες δεσμεύσεις έναντι πάντων, αλλά μάλλον πρόκειται για ένα στρατηγικό πρόγραμμα με στόχο την αειφόρο χωρική ανάπτυξη, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κάλυψη αυτού του χρόνιου θεσμικού ελλείμματος ίσως να αποτελέσει σταθμό για την υιοθέτηση νέων ρευμάτων προγραμματισμού, δράσεων, μέτρων και μέσων προς την κατεύθυνση της αειφόρου χωροταξικής οργάνωσης του ελληνικού χώρου[66]. Εξίσου σημαντική είναι και η βούληση του ΥΠΕΧΩΔΕ για την ψήφιση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό (ΕΧΠΤ), το οποίο κατατέθηκε ως πρόταση προς συζήτηση στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, αλλά ωστόσο υπό την παρούσα μορφή του δεν ικανοποιεί τις περιβαλλοντικές οργανώσεις[67].
Η εδώ και δεκαετίες ανυπαρξία σχετικού θεσμικού πλαισίου είχε ως αποτέλεσμα την απροκάλυπτη έξαρση παράνομων καταπάτησεων δημοσίων ή και ιδιωτικών κτημάτων, την παράνομη μεταβολή χρήσεων γης και εν γένει την εμπορευματοποίηση της δημόσιας γης[68]. Σήμερα, εκτιμάται ότι κατά ετήσιο μέσο όρο χτίζονται στην Ελλάδα περίπου 20.000 νέα αυθαίρετα κτίσματα. Υπολογίζεται δε, ότι πάνω από το 1/3 του συνόλου των κατοικιών στον ελλαδικό χώρο είναι αυθαίρετες ή έχουν υποπέσει σε σοβαρές πολεοδομικές παραβάσεις[69]. Το αν η εισαγωγή του ΓΠΧΣΑΑ είναι ικανή να αναστείλει αυτά τα φαινόμενα θα κριθεί στην πράξη από την μελλοντική εφαρμογή του.
Είναι επίσης γνωστό, ότι η Ελλαδα και η γειτονική Αλβανία αποτελούν τις μοναδικές χώρες της Ευρώπη, που δε διαθέτουν ακόμη δασολόγιο και κτηματολόγιο. Η εδώ και δεκαετίες εκκρεμής ολοκλήρωση της κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου και δασολογίου αποτυπώνει την ανεκτική στάση της Πολιτείας απέναντι στην οικιστική αυθαιρεσία, που αγγίζει τα όρια της εγκληματικής σύμπραξης. Η συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας για την κατάρτιση δασολογίου, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 εδ. δ΄ Συντ. κατά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, αθετείται στην πράξη από την κωλισιεργεία της Πολιτείας[70].
Είναι γεγονός, ότι τα κονδύλια που διέθεσε η ΕΕ με το Β΄ Κοινοτικό Πλάισιο για τη χρηματοδότηση κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου κατασπαταλήθηκαν προκλητικά από την ελληνική αρμόδια διοίκηση, δίχως μάλιστα να έχουν αποδοθεί ευθύνες. Μέσα σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ούτε καν τα πιλοτικά προγράμματα, που αφορούσαν την κτηματογράφηση της χώρας. Η αδυναμία συνενόησης και συντονισμού της Δασικής Υπηρεσίας και της Κτηματολόγιο Α.Ε επέτεινε αυτήν την προβληματική. Αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων, ήταν ότι η ΕΕ απαίτησε να επιστραφεί το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων, που δόθηκαν στη χώρα για το εν λόγω έργο, δηλ. περίπου 59 εκατ. ευρώ από τα περίπου 100 εκατ. ευρώ που η χώρα έλαβε ως εποχορήγηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπολογίζεται ότι το συνολικό κόστος του έργου, που καλείται να καλύψει ο Έλληνας φορολογούμενος ανέρχεται σε 1,150 δισ. ευρώ.
Ένα ακόμα αποτέλεσμα της αυθαίρετης οικιστικής ανάπτυξης είναι η συρρίκνωση της εγχώριας βιοποικιλότητας, η οποία σημειωτέον θεωρείται από τις πλουσιότερες στον κόσμο, ειδικότερα σε ο,τι αφορά την ελληνική χλωρίδα. Εκτιμάται, ότι μόνο τα τελευταία 100 χρόνια έχουν εξαφανιστεί εντελώς πάνω από 150 είδη φυτών, ενώ περίπου το 40% των θηλαστικών, το 13% των πτηνών και το 25% των ψαριών της χώρας απειλούνται σοβαρά με εξαφάνιση. Επίσης, μόνο τα τελευταία 40 χρόνια εκτιμάται ότι το 60% των υγροτόπων της Β. Ελλάδας έχουν χαθεί, ενώ σήμερα περίπου 50% των ελληνικών υγροτόπων αργοπεθαίνει. Διεθνούς σημασίας προστατευόμενοι από τη συνθήκη Ramsar υγρότοποι, όπώς ο Αμβρακικός, ο Στρυμόνας, ο Νέστος, το Δέλτα του Έβρου, οι λίμνες Βιστωνίδα, Μικρή Πρέσπα, Βόλβη-Koρώνεια, η λιμνοθάλασσα του Μεσολογίου, το Κοτύχι κ.α. είναι υποβαθμισμένες σε ανησυχητικό βαθμό[71]. Παρολ’ αυτά το Κράτος και ο πολίτης δε φαίνεται να έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους ούτε το μέγεθος του προβλήματος, ούτε τη σημασία του σπάνιου εγχώριου φυσικού πλούτου, που καλούνται να διαχειριστούν. Η συστηματική επιστημονική έρευνα εξάλλου της ελληνικής βιοποικιλότητας είναι πολύ περιορισμένη.
Παράλληλα, η ισχύουσα δασική νομοθεσία διακρίνεται για τις περίπλοκες, αποσπασματικές και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους διατάξεις ως προς το θεσμικό καθεστώς που διέπει το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αυτό συντελεί τη μη ικανοποιητική προστασία του δασικού χώρου. Η δασική πολιτική των τελευταίων χρόνων γεννά έντονες ανησυχίες. Η ψήφιση της πρότασης αναθεώρησης του άρθρου 24 Συντ., αλλά και του άρθρου 117 § 3 Συντ. σε συνθήκες αδιαφάνειας, χωρίς πλήρη ενημέρωση των πολιτών για τις ακριβείς κυβερνητικές προθέσεις ως προς τη δασική προστασία, επιβεβαιώνει αυτή την τάση[72].
Είναι αξιοσημείωτο ότι από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα επιχειρήθηκε αλλεπάλληλες φορές να αποχαρακτηριστεί ένα σημαντικό μέρος δάσους και δασικών εκτάσεων της χώρας, χωρίς όμως να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό ο εν λόγω στόχος. Η νομολογία του ΣτΕ σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσε τροχοπέδη του ανωτέρω εγχειρήματος. Αναφέρονται ενδεικτικά: O νόμος 998/79 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», το πεδίο εφαρμογής του οποίου περιορίστηκε και εξειδικέυτηκε με τις σημαντικές αποφάσεις του ΣτΕ 2619/1982, Ολ.ΣτΕ 2753/1994. Ο ν. 1734/87 «Βοσκότοποι και ρύθμιση ζητημάτων σχετικών με κτηνοτροφική αποκατάσταση και με άλλες παραχωρήσεις καθώς και θεμάτων που αφορούν δασικές εκτάσεις», που κρίθηκε αντισυνταγματικός με την απόφαση ΣτΕ 664/1990. O ν. 3208/2003 «προστασία δασικών συστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις», η εφαρμογή του οποίου έχει ανασταλεί με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ 202/2005 (24.03.2005)[73].
Παρά τους δικαστικούς αγώνες για την προστασία του δάσους είναι γεγονός, ότι σήμερα η καταπατημένη δημόσια γη, μεγάλο μέρος της οποίας είναι δασική, υπολογίζεται στα 3,5 εκατ. στρέμματα. Η υποβάθμιση της προστασίας των δασών από την Πολιτεία αντανακλάται και στην πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων σε σχέση με το συντονισμό της δασικής προστασίας, αλλά και στις σοβαρές ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και επαρκή εξοπλισμό. Οι ελλείψεις αυτές έγιναν εξάλλου αντιληπτές στις πρωτοφανείς πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, όταν δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 2,5 εκατομ. στρέμματα από τα οποία περίπου 300.000 ανήκουν σε προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 κάηκαν. Το γεγονός, ότι η Ελλάδα κατέχει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους κατασβεστικών αεροσκαφών στην Ευρώπη, δεν είναι ικανό να αντισταθμίσει τις ανωτέρω οργανωτικές ελλείψεις[74].
Η απουσία ολοκληρωμένου περιβαλλοντικού σχεδιασμού σε σχέση με την οριοθέτηση, προστασία, διαχείριση και ανάδειξη των Εθνικών Δρυμών και βιοτόπων του δικτύου Natura 2000 και των υδροβιοτόπων που υπάγονται στη συνθήκη Ramsar, εκθέτει τη χώρα απέναντι στη διεθνή και ευρωπαϊκή κοινότητα. Το σχετικό θεσμικό πλαίσιο δεν εφαρμόζεται ικανοποιητικά. Παρά την πρόβλεψη του άρθρου 15 ν. 2742/99 «χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» για σύσταση Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ), οι περισσότερες (13) από τις 27 προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Νatura 2000 δε διαθέτουν ακόμη ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, καθώς δεν έχει συσταθεί ο Φορέας Διαχείρισης τους. Αλλά και οι υφιστάμενοι Φορείς Διαχείρισης δεν είναι άμοιροι προβλημάτων. Σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζουν σοβαρά οργάνωτικά προβλήματα, καθώς μεταξύ άλλων εκκρεμεί η στελέχωση τους με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δε διαθέτουν την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να επιτελέσουν αποτελεσματικά το έργο τους[75].
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εγκληματική υποβάθμιση πολλών προστατευόμενων χερσαίων και υδρόβιων βιοτόπων της χώρας[76]. Οι διαδοχικές παραπομπές της χώρας στο ΔΕΚ απο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: τον Μάρτιο του 2007 για παραβίαση της Οδηγίας για τα άγρια πτηνά 79/409/ΕΟΚ[77] και τον Ιούνιο του 2007 για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας στα ζητήματα διαχείρισης και προστασίας των βιοτόπων του συστήματος Νatura 2000 και συγκεκριμένα της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/EOK[78] επιβεβαιώνουν την ανεπαρκή άσκηση πολιτικής στο ζήτημα προστασίας της βιοποικιλότητας και των βιοτόπων. Επισφράγισμα των ανωτέρω αποτελεί η καταδίκη της Ελλάδας με την απόφαση της 25.10.2007, C- 334/04[79] από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), επειδή παρέλειψε να ορίσει επαρκώς Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για τα άγρια πτηνά σε αντίθεση με διατάξεις των σχετικών προστατευτικών Οδηγιών (79/409/EΟΚ και 97/49/EΚ), ενώ επέκρινε την πλημμελή προστασία υδροβιοτόπων διεθνούς οικολογικής σημασίας[80]. Μετά την καταδικαστική αυτή απόφαση η Ελλάδα έκανε ορισμένα βήματα με στόχο τη συμμόρφωση της στην εν λόγω απόφαση[81]. Παρά ταύτα τον Οκτώβριο του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελλάδα απέχει ακόμη μακράν των απαιτήσεων του ΔΕΚ[82]. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελλάδα πρώτη γραπτή προειδοποίηση σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης με την απόφαση, οι οποίες θα μπορούσαν καταλήξουν σε επιβολή προστίμου[83].
Ανησυχητική
είναι και η με γεωμετρική πρόοδο μείωση του πρασίνου ιδίως στα μεγάλα
αστικά κέντρα προς ώφελος της αυθαίρετης δόμησης και με την ανοχή της
Πολιτείας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη
αντιστοιχούν κατά μέσο όρο περίπου 2,6 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο,
αναλογία που θεωρείται από τις χαμηλότερες σε διεθνές επίπεδο[84]. Η
αποτέφρωση περίπου 50.000 στρεμμάτων του δάσους της Πάρνηθας το
καλοκαίρι του 2007 από τα οποία τα 25.000 βρίσκονταν στον πυρήνα του
Εθνικού Δρυμού (η συνολική έκταση του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού
ανέρχεται σε 38.000 στρέμματα), αλλά και τμήματος του δάσους του
Υμηττού, έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την ήδη βεβαρυμένη
κατάσταση. Με δεδομένο το σπουδαίο ρόλο του πρασίνου (απορρόφηση
ρύπανσης, διατήρηση βιοκλιματικών συνθηκών, ψυχαγωγία) στην ποιότητα
ζωής των κατοίκων, οι συνέπειες από την έλλειψη του αναμένονται
εντονότερες τα επόμενα χρόνια, αν δε ληφθούν αποφασιστικά μέτρα
ενίσχυσης του[85].
Η ευκαιρία που παρείχε η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 για αύξηση του πρασίνου στα μεγάλα αστικά κέντρα παραμένει αναξιοποίητη. To σχέδιο μετατροπής μέρους του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού σε Μητροπολιτικό πάρκο, δε φαίνεται να ικανοποιεί, αφού δεν προβλέπει παρά περιορισμένους χώρους πρασίνου, ενώ περιλαμβάνει την οικοπεδοποίηση περίπου 1.000 στρεμμάτων για οικιστικούς και εμπορικούς σκοπούς[86]. Υπό αυτές τις συνθήκες, δε φαίνεται να υπάρχει σοβαρή πολιτική βούληση για ενίσχυση του πρασίνου στα αστικά κέντρα της Ελλάδας.
Σοβαρό έλλειμμα εντοπίζεται στη διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών όρων κατά την εγκατάσταση βιομηχανικών και άλλων συναφών μονάδων, την ανέγερση δημόσιων έργων κ.α. Η αδυναμία αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με την προβληματική εφαρμογή των περιβαλλοντικών όρων από τους υπεύθυνους φορείς, που ενισχύεται από τη μη διεξαγωγή εντατικών ελέγχων από πλευράς της Διοίκησης ως προς τη νομιμότητα λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων.
Σε γενικές γραμμές η διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων υποτιμάται στην Ελλάδα. Η εν λόγω διαδικασία δε λειτουργεί, όπως οφείλει, ως ουσιαστικό εργαλείο περιβαλλοντικού σχεδιασμού και εκ των προτέρων εκτίμησης των επιπτώσεων των εκάστοτε εγκαταστάσεων στο περιβάλλον, αλλά συχνά τηρείται μόνο σε τυπικό και όχι σε ουσιαστικό πλαίσιο, προκειμένου να νομιμοποιείται η υλοποίηση μεγάλων έργων με όσο το δυνατό μικρότερο κόστος, αλλά χωρίς επαρκή μέριμνα για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και τον άνθρωπο. Αποτελεί συχνό φαινόμενο η ελλιπής τεχνική περιγραφή του έργου, αλλά και η τακτική της Διοίκησης να παραλείπει ή να παρακάμπτει την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης[87].
Είναι επίσης γεγονός ότι η Διοίκηση εμφανίζεται αδύναμη να ελέγξει τη «διαπλοκή» στο σύστημα σύνταξης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Συνήθως, οι εκάστοτε συντάκτες της μελέτης αμοίβονται από τον εργολάβο-ανάδοχο του έργου. Σε πολλές περιπτώσεις ο προϋπολογισμός για τη σύνταξη ΜΠΕ είναι περιορισμένος, με αποτέλεσμα η σύνταξη των ΜΠΕ να είναι ελλιπείς και πρόχειρες. Επιπλέον, παρατηρείται ότι κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων το ενδεχόμενο εξέτασης εναλλακτικών, λιγότερο ζημιογόνων λύσεων είναι ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Εξίσου αρνητικά στοιχεία θεωρείται και η απουσία υποχρέωσης σύνταξης ΜΠΕ για έργα Β΄κατηγορίας, αλλά και η ανάθεση του ελέγχου περιβαλλοντικών όρων για έργα Γ΄κατηγορίας στους ΟΤΑ, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δε διαθέτουν κατάλληλα εξειδικευμένα στελέχη και επαρκείς οικονομικούς πόρους, ώστε να προβούν σε ικανοποιητικό έλεγχο των εν λόγω όρων. Στο πλαίσιο αυτό, παρατυπίες που σχετίζονται με την πλημμελή εκπόνηση ΜΠΕ, όπως η αυθαιρεσία στη χωροθετηση κατασκευών ή άλλων δραστηριοτήτων, οι αυθαίρετες εκπομπές βιομηχανικών μονάδων και συναφών εγκαταστάσεων, η ελλιπής έως ανύπαρκτη επεξεργασία επικίνδυνων αποβλήτων και η παράνομη απόρριψη τους στο περιβάλλον, η παράνομη αδειοδότηση ρυπογόνων εγκαταστάσεων υπό την ανοχή της διοίκησης, αποτελούν συνήθη φαινόμενα στην ελληνική πραγματικότητα[88].
Υπό αυτό το καθεστώς, η Ελλάδα αναγκάστηκε με καθυστέρηση και αφού μεσολάβησε η παραπομπή της στο ΔΕΚ[89] να ενσωματώσει την Οδηγία 2001/42/ΕΚ «σχετικά με τη στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (ΣΠΕ), με την ΚΥΑ 107017 ΦΕΚ Β΄ 1225/5.9.2006 «Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/42//ΕΚ». Πρόκειται όμως για μια τυπική ενσωμάτωση της εν λόγω Οδηγίας. Κατ’ αρχήν το πεδίο εφαρμογής της είναι περιορισμένο αντίθετα με το πνεύμα της Οδηγίας, ενώ υπάρχει ασαφής σχέση ανάμεσα στις διατάξεις της Οδηγίας ΣΠΕ με την παλαιότερη εθνική νομοθεσία ως προς τους όρους των ΜΠΕ, που προκαλούν σύγχυση[90]. Παράλληλα, ο ν. 3010/2002 «περί εναρμόνισης του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 και 96/61 ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις» αποδεικνύεται στην πράξη ασαφής και δυσεφάρμοστος, καθώς παραπέμπει τη ρύθμιση ουσιωδών ζητημάτων της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, όπως ο τρόπος δημοσιοποίησης, η κατάταξη και οι προδιαγραφές έργων, οι αμοιβές, σε έκδοση ΚΥΑ και όχι σε διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος [91].
Παραλείψεις των αρμόδιων αρχών κατα την εφαρμογή των εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων καταγράφονται μεταξύ άλλων από την πλούσια νομολογία του ΣτΕ[92], αλλά προ πάντων οι συνέπειες τους γίνονται αισθητές από τους κατοίκους βιομηχανικών περιοχών, όπως η Θήβα, τα Οινόφυτα, τα Λιόσια ο Ωρωπός, το Μαρκόπουλο, το Κορωπί, η Πτολεμαΐδα, η Μεγαλόπολη, η Κορώνεια, η Σίνδος, οι Ταγαράδες, το Ηράκλειο, ο κόλπος του Θερμαϊκού, του Αμβρακικού κ.α[93]. Ενδεικτικά αναφέρουμε στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας ύστερα από έρευνα για μεγάλους Ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ) της ΔΕΗ στο νομό Κοζάνης (Καρδιά, Αγ. Δημήτριος Πτολεμαΐδα), που καταδεικνύουν, ότι λειτουργούσαν με την ανοχή των επίσημων αρχών για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, χωρίς να έχει ανανεωθεί η άδεια λειτουργίας τους, ενώ υπερέβαιναν συστηματικά σε καθημερινή βάση τα όρια εκπομπής αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ)[94].
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και η ύπαρξη αδυναμίας εντατικών ελέγχων σε ρυπογόνες εγκαταστάσεις δυσχεραίνει την κατάσταση. Η νομοθεσία στον τομέα αυτό παραμένει ανολοκλήρωτη, καθώς δεν προβλέπονται σαφώς διαδικάσίες συντονισμού και διαστάυρωσης στοιχείων των ελεγκτικών υπηρεσιών. Είναι γεγονός, ότι ο έλεγχος της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι εξαιρετικά περιορισμένος και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις ανεπαρκείς. Η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ) υπολειτουργεί. Υπολογίζεται, ότι διενεργεί κατά μέσο όρο περίπου 150 ελέγχους το χρόνο, αν και μόνο οι ετήσιες καταγγελίες που δέχεται υπερβαίνουν τις 500[95]. Οι ελλείψεις σε προσωπικό επιθεωρητών περιβάλλοντος και περιβαλλοντολόγων στα αρμόδια Υπουργεία, αλλά και στους Δήμους και τις Νομαρχίες είναι αισθητές. Αρκεί να αναφερθεί, ότι σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία το καλοκαίρι του 2007 στην ΕΥΕΠ υπηρετούσαν μόλις 45 στελέχη αντί 78, όπως προέβλεπε το ιδρυτικό διάταγμα της ΕΥΕΠ. Από αυτούς οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια της Αττικής, ενώ σύμωνα με αυτά η Β. Ελλάδα το 2007 διέθετε μόλις 2 επιθεωρητές περιβάλλοντος. Ως προς τις ελλείψεις αρμόδιων υπαλλήλων στην τοπική αυτοδιοίκηση, σημειώνεται ότι η Νομαρχία Βοιωτίας διαθέτει μόλις δύο αρμόδιους υπαλλήλους για τον έλεγχο περίπου 600 βιομηχανιών του νομού[96].
Η αδιαφάνεια, που χαρακτηρίζει την ανάθεση έργων που θίγουν το περιβάλλον, σε συνδυασμό με το ανεπαρκές σύστημα πληροφόρησης των ενδιαφερομένων πολιτών από τους αρμόδιους φορείς, τροφοδοτούν συχνά την καχυποψία κατοίκων ή τοπικών φορέων, στην περιοχή των οποίων πρόκειται να ανεγερθούν[97]. Κατά συνέπεια, συχνά υφίστανται έντονες αντιδράσεις από τον τοπικό πληθυσμό ακόμα και απέναντι σε έργα που σε τελική ανάλυση μπορεί να ωφελούν τους ίδιους και το περιβάλλον (π.χ. κατασκευή αιολικών πάρκων[98], χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων - ΧΥΤΑ[99] κ.ο.κ.)[100].
Εναπόκειται στην πολιτική βούληση του Κράτους να ενισχύσει τις συνθήκες πληροφόρησης και συμμετοχής του κοινού στο πλαίσιο έγκρισης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που ορίζονται κυρίως με την ΚΥΑ ΗΠ 37111/2021/2003[101]. Στην πράξη πάντως η εν λόγω διαδικασία πάσχει, διότι συχνά η δημοσιοποίηση του φακέλου της ΜΠΕ από το αρμόδιο νομαρχιακό συμβούλιο γίνεται απλώς νομοτυπικά και δε διασφαλίζει προϋποθέσεις διαφάνειας για τη διεξαγωγή ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων της περιοχής όπου πρόκειται να εκτελεστεί το έργο. Επίσης προβληματικό είναι και το γεγονός, ότι το κοινό δεν εμπλέκεται καθόλου κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) του έργου[102]. Επιπλέον, οι αρχές πέρα από τα οργανωτικά προβλήματα δε διαθέτουν επαρκείς βάσεις δεδομένων προς άμεση ενημέρωση και κατά κανόνα καθυστερούν σημαντικά στην παροχή περιβαλλοντικών στοιχείων σε τυχόν αιτήματα των πολιτών[103].
Αν και η ελληνική επικράτεια σε σχέση με τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης διαθέτει επαρκείς, αν και άνισα κατανεμημένους υδάτινους πόρους, δεν φροντίζει επαρκώς για τη διατήρηση και ορθολογική εξοικονόμηση τους, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές να πλήττονται σοβαρά από λειψυδρία. Η έλλειψη συστηματικής ενημέρωσης του κοινού για το πρόβλημα και τη σημασία του, η έλλειψη οργανωμένου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στον τομέα διαχέιρισης των υδάτινων πόρων, αλλά και στον συγγενή τομέα της γεωργίας έχει οδηγήσει σε αλόγιστη κατασπατάληση των υδάτινων πόρων της χώρας, κυρίως στον τομέα της γεωργίας. Είναι γεγονός ότι η μέση ετήσια κατανάλωση νερού στην Ελλάδα ανέρχεται σε 2.389 κυβικά μέτρα ανά κάτοικο. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε κατανάλωση υδάτων μετά τις ΗΠΑ, ενώ είναι σχεδόν διπλάσια του παγκόσμιου μέσου όρου (ετησίως 1.243 κυβικά μέτρα ανά κάτοικο)[104]. Το πεπαλαιωμένο υδρευτικό και αρδευτικό δίκτυο της χώρας, η ανεπάρκεια υπεύθυνης πληροφόρησης και εκπαίδευσης των πολιτών, η απουσία κινήτρων για την εξοικονόμηση του ύδατος, η χωρίς στρατηγική κρατική ενίσχυση υδροβόρων και μη ανταγωνιστικών γεωργικών καλλιεργειών (π.χ. βαμβάκι, καπνός κλπ.) συνεπάγεται την εμμονή πολλών αγροτών σε καλλιέργειες μη ενδεδειγμένων για το τοπικό περιβάλλον και μη ανταγγωνιστικών για την αγορά φυτών, όπως το βαμβάκι, ο καπνός κ.α.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις η ελληνική γεωργία καταναλώνει ποσοστό 87 % της συνολικής κατανάλωσης νερού. Η διαχείριση αυτού όμως δεν είναι καθολου ικανοποιητικλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η απώλεια νερού εξαιτίας της άγνοιας, της έλλειψης κινήτρων και αντικινήτρων για συνετή χρήση του νερού, αλλά και της ανεπάρκειας κατάλληλων έργων άρδευσης και αποταμίευσης υδάτων, μπορεί να προσεγγίσει το 80 %. Αν μάλιστα προσθέσουμε στα προηγούμενα και την κακή συντήρηση του δικτύου ύδρευσης που έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΥΔΑΠ, μόνο στην Αττική να χάνονται ημερησίως περίπου 100.000 κυβικά μέτρα νερου (ισοδυναμούν με 12% - 15% της ημερήσιας παραγωγής νερού) εξαιτίας διαρροών, η κατασπατάλησης των υδάτινων πόρων αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Κυριότερες συνέπειες της κακοδιαχείρησης των υδάτινων πόρων και της μη συνετής καλλιέργειας εδαφών από τη γεωργία είναι η αποστράγγιση του υδροφόρου ορίζοντα από ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις, η υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους και της απόδοσης των καλλιεργειών, η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού αλλά και η σταδιακή εξαφάνιση βιοτόπων και γενικά της βιοποικιλότητας σε περιοχές που γειτνιάζουν με γεωργικές εκτάσεις που καλλιεργούνται υπερεντατικά[105].
Υπό αυτές τις συνθήκες εκτιμάται σήμερα, ότι το 35% των εδαφών της χώρας παρουσιάζει σημάδια ερημοποίησης, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας σε πολλές περιοχές έχει υποχωρήσει επικίνδυνα. Περιοχές όπως η Αργολίδα, η Θεσσαλία κ.α. πλήττονται ιδιαίτερα από υφαλμύρωση και διάβρωση εδαφών. Συγχρόνως, εξαιτίας της υπερεντατικής χρήσης φυτοφαρμάκων στη γεωργία η καλλιεργήσιμη γη, το υπέδαφος και ο υδροφόρος ορίζοντας πολλών αγροτικών περιοχών έχει υποβαθμιστεί σημαντικά από επικίνδυνες για την υγεία νιτρικές ουσίες, ενώ λόγω του λανθασμένου τρόπου άρωσης των καλλιεργειών που συχνά, αντί να γίνεται κάθετα προς την κλίση του εδάφους γίνεται παράλληλα, συντελεί σε ελαττωμένη απορρόφηση των νερών της βροχής και των αρδεύσεων. Έτσι αυτά τα νερά καταλήγουν μέσω των αποστραγγιστικών δικτύων σε γειτονικές λίμνες, ποτάμια και ρέματα παρασύροντας λιπάσματα και φυτοφάρμακα με συνέπεια τη ρύπανση των υδάτων, αλλά και την ενίσχυση των φαινομένων ευτορφισμού που οδηγεί στην εξαφάναση της υδάτινης πανίδας.[106]
Επιπλέον, σοβαρό πρόβλημα στην ποιότητα των υδάτων θαλάσσιων, λιμναίων και παραποτάμιων δημιουργεί η ανεξέλεγκτη ρύπανση τους από ανεπεξέργαστα βιομηχανικά ή αστικά απόβλητα. Φυσικοί κόλποι όπως ο Ευβοϊκός, ο Θερμαϊκός, ο Αμβρακικός κ.ά., αλλά και ποτάμια, όπως ο Κηφισσός, ο Ασωπός, ο Πηνειός, ο Αξιός, ο Στρυμόνας, ο Αλιάκμονας κ.α., που βρίσκονται κοντά σε βιομηχανικές περιοχές, γίνονται αποδέκτες λυμάτων των γειτονικών βιομηχανικών μονάδων με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την ανθρώπινη υγεία και την επιβίωση των τοπικών οικοσυστημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα υπόγεια ύδατα πολλών βιομηχανικών περιοχών είναι δηλητηριασμένα από βαρέα μέταλλα και τοξικά εξαιτίας της ασύδοτης βιομηχανικής δραστηριότητας με πιο πρόσφατο παράδειγμα την περίπτωση μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα της λεκάνης του Ασωπού με εξασθενές χρώμιο (CrVI) [107].
Η περίπτωση του Ασωπού αποτελεί υποδειγματική περίπτωση κρατικής αυθαιρεσίας. Η ίδια η Πολιτεία αρχικά με το π.δ. της 07.03.1969 χαρακτήρισε τμήμα του Ασωπού από τις πηγές του ως το αντλιοστάσιο του Αγ. Θωμά ως αποδέκτη βιομηχανικών αποβλήτων. Εν συνεχεία το 1979 με νέο π.δ. το σύνολο του Ασωπού πλέον χαρακτηρίστηκε ως αγωγός λυμάτων των βιομηχανιών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Ευβοίας νομιμοποιώντας έτσι το σημερινό περιβαλλοντικό έγκλημα[108]. Το εν λόγω πρόβλημα που εξακολουθεί με αμειώτη ένταση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των κατοίκων. Ενεδέχεται δε να οδηγήσει σε καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση των σχετικών κοινοτικών Οδηγιών (2006/11/ΕΚ, 80/68/ΕΟΚ, 91/689/ΕΟΚ), καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει τη διαδικασία ερευνας[109].
Στο επίπεδο της κοινοτικής νομοθεσίας, οι ελλείψεις στη θέσπιση και εφαρμογή επαρκών προγραμμάτων παρακολούθησης των υδάτων και προστασίας και διαχείρισης των λεκανών απορροής των υδάτων με βάση την Οδηγία-Πλαίσιο για το νερό 2000/60 ΕΚ «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» είναι εμφανείς. Η Ελλάδα χρειάστηκε πρώτα να παραπεμφθεί στο ΔΕΚ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω μη έγκαιρης ενσωμάτωσης της ανωτέρω Οδηγίας, προκειμένου να εκδοθεί το π.δ. 51/2007 (ΦΕΚ 54 Α/8-3-2007) για την ενσωμάτωση των διατάξεων και των ρυθμίσεων των Παραρτημάτων της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Η ενσωμάτωση της εν λόγω Οδηγίας, που αποβλέπει στην βιώσιμη διαχείριση των υδάτων καταργεί αυτόματα τα π.δ. διατάγματα που νομιμοποιούν τη ρίψη αποβλήτων σε ποταμούς, ρέματα ή θάλασσες, ομοίως δηλ. και στην περίπτωση του Ασωπού[110].
Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτελεί η κατάρτιση του Εθνικού Προγράμματος Προστασίας και Διαχείρισης Υδατικών Πόρων (04.03.2008) σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση των μελετών που αφορούν τις λεκάνες απορροής ποταμών στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της Ελλάδας με την καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ[111]. Η αποτελεσματικότητά του όμως θα κριθεί από την εφαρμογή του στην πράξη. Ως θετικό βήμα κρίνεται και η εφαρμογή του προγράμματος εγκατάστασης υδρομετρητών στα αγροτικά τεμάχια, αν και εκφράζονται φόβοι ότι δε θα τηρηθεί το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα το εν λόγω χρονοδιάγραμμα[112].
Μια άλλη ενδεικτική περίπτωση της προχειρότητας με την οποία η Πολιτεία αντιμετωπίζει τους υδάτινους πόρους της χώρας, αποτελεί η δια νόμου έγκριση των έργων εκτροπής του ποταμού Αχελώου με την τροπολογία «Τροποποιήσεις στη νομοθεσία για το Εθνικό Κτηματολόγιο, την ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων έργων και μελετών και άλλες διατάξεις», που κυρώθηκε με το ν. 3481/2006 την 06/07/2006. Στην περίπτωση αυτή το Κράτος βασιζόμενο στην αρχή ότι οι νόμοι αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως ο συγκεκριμένος, δεν υπόκεινται ευθέως σε δικαστικό έλεγχο θέλησε στην ουσία να παρακάμψει το ΣτΕ, το οποίο επί σειρά ετών με δικαστικές αποφάσεις από το 1994 και μετά έχει επανειλημμένα ακυρώσει τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των έργων εκτροπής του Αχελώου[113]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά πάντως καταγγελία σχετικά με την εκτροπή του Αχελώου για παραβίαση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αλλά και μη συμμόρφωση με την Οδηγία 2001/42/ΕΚ «περί Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης» μέσω της έκδοσης του ανωτέρω νόμου[114].
Στην Ελλάδα σήμερα υφίστανται σοβαρότατες ελλείψεις στο χωροταξικό σχεδιασμό Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) και γενικά στη διαχείριση των αποβλήτων. Αυτό συμβαίνει κατά προφανή παράβαση των Οδηγιών της ΕΚ, ιδίως των Οδηγιών 75/442/ΕΚ (περί στερεών αποβλήτων), 99/31/ΕΚ (περί υγειονομικής ταφής αποβλήτων) και του σχετικού Κανονισμού 2037/2000/ΕΚ. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι την τελευταία δεκαετία έγιναν σοβαρές προσπάθειες σφράγισης παράνομων χωματερών, που οδήγησαν στο κλείσιμο πάνω από 2.600 από αυτές. Παρόλ’ αυτά όμως η ανάπλαση και αποκατάσταση των περισσοτέρων εκκρεμεί και πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα, αν η Ελλάδα επιδιώκει ουσιαστική εναρμόνιση με τις κοινοτικές οδηγίες. Ένα ακόμα πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν διάσπαρτοι περίπου 1.400 Χώροι Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) χωρίς οι οποίοι βρίσκονται σε χρήση, χωρίς να υπολογίζονται ακόμα 1.170 ανενεργοί ΧΑΔΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΧΑΔΑ εκτός του ότι είναι παράνομη έπρεπε να έχει παύσει από το έτος 1999 βάσει της Οδηγίας 1999/31/ΕΚ. Η Ελλάδα βάσει απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ)[115] υποχρεούται να κλείσει όλους τους ΧΑΔΑ έως την 31.12.2008, διαφορετικά θα επιβληθεί στη χώρα υψηλό ημερήσιο πρόστιμο. Όπως δέιχνουν οι έως τώρα περιστάσεις η Ελλάδα δε θα μπορέσει να έχει συμμορφωθεί στο χρονικό διάστημα που έχει επιβληθεί.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι περίπου το 45% του πληθυσμού της χώρας δεν εξυπηρετείται από ΧΥΤΑ. Σε ΧΥΤΑ καταλήγει περίπου το 55% των εγχώριων αποβλήτων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καταλήγει κυρίως σε ΧΑΔΑ[116]. Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των μικρών παράνομων σκουπιδοτόπων σε ρέματα αγγίζει τους 10.000, αν και η λειτουργία τους θα έπρεπε θεωρητικά να έχει ήδη παύσει, βάσει της κοινοτικής Οδηγίας 99/31/ΕΚ. Σημειωτέον, ότι οι παράνομες χωματέρες και οι ανεξέλεγκτοι σκουπιδότοποι αποτελούν εστίες παραγωγής εξαιρετικά επιβλαβών για την την υγεία και το περιβάλλον ουσιών, όπως π.χ. μεθάνιο, διοξίνες κ.α.[117].
Σήμερα πολλοί ΧΥΤΑ βρίσκονται στα όρια της ασφυξίας, ενώ η εγκατάσταση σε πολλές περιπτώσεις αποτυγχάνει λόγω ανεπαρκούς χωροθετικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Συγχρόνως, η κρατούσα μέθοδος διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα, η οποία στην πράξη δίδει προτεραιότητα στη διάθεση και υγειονομική ταφή τους, κρίνεται πλέον παρωχημένη και θεωρείται ότι αντίκειται στους στόχους και τη νομοθεσία της ΕΕ. Είναι γνωστό, ότι η πολιτική της ΕΕ δίδει προτεραιότητα αρχικά στην πρόληψη, δηλ. την αποφυγή παραγωγής αποβλήτων, κατά δεύτερο λόγο στη μείωση και αξιοποίηση τους με τον πιο πρόσφορο τρόπο (π.χ. μέ κομποστοποίηση, ανακύκλωση, παραγωγή ενέργειας μέσω της καύσης αυτών κ.ο.κ.) και τέλος ως ύστατατη λύση προτείνεται η υγειονομική ταφή των υπολειμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία των αποβλήτων και μόνο εφόσον δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθούν με άλλο τρόπο. Έτσι, οι ΕΕ επιτάσσει στα κράτη-μέλης τη μεσοπρόθεσμη μετατροπή των ΧΥΤΑ σε ΧΥΤΥ (Χώροι Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων) που θα πληρούν όλους τους σύγχρονους τεχνολογικούς όρους[118].
Η Ελλάδα από την πλευρά της αδυνατεί να ακολουθήσει την ανωτέρω πολιτική ιεράρχησης στη διαχείριση των απορριμμάτων. Η αντικατάσταση των ΧΥΤΑ με ΧΥΤΥ στην ισχύουσα πραγματικότητα μοιάζει με ουτοπία. Ουσιαστικά δεν υπάρχει στην Ελλάδα ορθολογική πολιτική που να στοχεύει στην πρόληψη παραγωγής αποβλήτων ή έστω στη μείωση του όγκου τους ή τη συστηματική και εκτεταμένη αξιοποίηση τους, η οποία θα απέβαινε εξάλλου προς ώφελος της οικονομίας και του περιβάλλοντος.
Η διογκούμενη αύξηση των αποβλήτων εκτός του ότι επιδεινώνει τα υφιστάμενα χωροταξικά και υγειονομικά προβλημάτων σε ΧΥΤΑ και ΧΑΔΑ, επιβαρύνει καίρια και τον κρατικό προϋπολογισμό της χώρας, διότι το ετήσιο κόστος συγκέντρωσης των απορριμμάτων υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ και συνεχώς αυξάνεται[119]. Η Ελλάδα εξάλλου παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό αύξησης της ποσότητας των αστικών απορριμμμάτων στην ΕΕ. Το 1997 αναλογούσαν ημερησίως 900 γραμμάρια απορριμμάτων ανά κάτοικο, ενώ το 2006 η ποσότητα προσέγγισε τα 1.400 γραμμάρια ανά κάτοικο[120].
Άλλη μια ένδειξη των ευθυνών της ελληνικής Πολιτείας στο μείζον αυτό θέμα αποτελεί, ότι η διαχείριση στερεών μη επικίνδυνων αποβλήτων του Επιχειρησιακού Προγράμματος για το Περιβάλλον, που χρηματοδοτείται από το Γ΄ ΚΠΣ με συνολικό προϋπολογισμό 10.600.000 € εμφανίζει αδικαιολόγητη υποαπορρόφηση κονδυλίων[121].
Εκτός τούτων, ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη δημόσια υγεία είναι το γεγονός, ότι περίπου το 60% της ετήσιας παραγωγής των βιομηχανικών, αλλά και σημαντικό ποσοστό επικίνδυνων νοσοκομειακών αποβλήτων θάβονται παράνομα σε ΧΑΔΑ ή διοχετεύονται χωρίς επεξεργασία σε ΧΥΤΑ μαζί με αστικά απορρίμματα[122]. Εκτιμάται επίσης, με βάση στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, ότι περίπου 660.000 τόνοι επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων βρίσκονται εδώ και δεκαετίες θαμμένοι στον περίχωρο βιομηχανικών εγκαταστάσεων - προφανώς για λόγους εξοικονόμησης δαπανών - χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προδιαγραφές[123]. Στο πλαίσιο αυτό, εκκρεμεί καταγγελία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (της 31.01.2008) σε βάρος της Ελλάδας, ώστε να συμμορφωθεί με την Οδηγία 91/156/ΕΟΚ.
Το ΥΠΕΧΩΔΕ καθιστά υπεύθυνες τις ρυπαίνουσες βιομηχανίες για την ορθολογική επεξεργασία των επικίνδυνων αποβλήτων, για τη διαμόρφωση κατάλληλων χώρων εδαφικής εναπόθεσης με αυστηρές προδιαγραφές (Χώροι Υγειονομικής Ταφής Επικίνδυνων Αποβλήτων), καθώς και την απορρύπανση των μολυσμένων εκτάσεων. Ωστόσο η εν λόγω στρατηγική κινδυνεύει να μείνει χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δίοτι το κράτος δεν παρέχει κίνητρα στις ρυπαίνουσες εγκαταστάσεις, ώστε να προβούν στην άμεση επίλυση του σοβαρού αυτού προβλήματος, ενώ αδυνατεί να τις ελέγξει επαρκώς.
Η εφαρμογή της πολιτικής αξιοποίησης των αποβλήτων θεωρείται εκ του αποτελέσματος μη ικανοποιητική. Αν και στον τομέα αυτό έχει σημειωθεί την τελευταία 5ετία σημαντική πρόοδος, ιδιαίτερα στον τομέα της ανακύκλωσης, όπου σημειώνεται σταθερή αύξηση του ποσοστου της, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός στην Ευρώπαϊκη Ένωση. Κατά μία άποψη, σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία της ΕΕ εκτιμάται, ότι ανακυκλώνεται περίπου το 8% του συνόλου των αστικών αποβλήτων[124]. Κατά άλλη δε άποψη, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, ανακυκλώνεται περίπου το 14% των αστικών αποβλήτων[125], τη στιγμή που στην ΕΕ των 15 η αξιοποίηση των αστικών αποβλήτων υπερβαίνει το 60%[126]. Η αξιοποίηση των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων, που αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των αστικών αποβλήτων, με τη μέθοδο κομποστοποίησης είναι ελάχιστη, ενώ η χώρα μας δεν προβαίνει σε αξιοποίηση αποβλήτων με την αμφιλεγόμενη μέθοδο της θερμικής καύσης, η οποία είναι μεν αμφιλεγόμενη, μπορεί όμως να είναι αποτελεσματική και ταυτόχρονα ακίνδυνη για το περιβάλλον με τη συνεπή χρήση των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται, υπό προϋποθέσεις, σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των 15 εκτός της Ελλάδας.
Αν και το άρθρο 10 ν. 2939/2001 «περί συσκευασιών και εναλλακτικής διαχείρισης των συσκευασιών και άλλων προϊόντων» προέβλεπε μέχρι την 31.12.2005 αξιοποίηση του 50% κατά βάρος των αποβλήτων συσκευασίας, το ποσοστό αξιοποίησης τους σε εθνικό επίπεδο δεν υπερβαίνει το 35%. Η αδυναμία στην επίτευξη του θεσμοθετημένου στόχου οφείλεται και στο ότι ήδη από το 2001 εκκρεμεί η σύσταση του Εθνικού Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασίων και Αλλων Προϊόντων (ΕΟΣΔΝΑΠ), όπως ορίζει ο ν. 2939/2001. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη απο το κοινοτικό δίκαιο έως το 2011 να ανακυκλώνει τουλάχιστον το 60% του γυαλιού, το 60% του χαρτιού, το 50% των μετάλλων, το 22,5% των πλαστικών και το 15% του ξύλου που απορρίπτεται. Σήμερα, η ανακύκλωση χαρτιού και γυαλιού δεν υπερβαίνει το 30%. Απαιτείται επομένως εντατική προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί ο αντέρω στόχος[127].
Είναι επίσης ενδεικτικό, ότι από τους περίπου 7.500 κάδους ανακύκλωσης που απαιτούνται στον Δήμο Αθηναίων για να καλυφθούν οι ανάγκες των κατοίκων έχουν τοποθετηθεί μόλις 1.600, ενω στην ελληνική επαρχία οι ελλείψεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Προβληματικό είναι και το ζήτημα της εύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης και βελτίωσης του εθνικού συστήματος ανακύκλωσης[128].
Υπό αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι η ελληνική Πολιτεία δεν αγνοεί μόνο τα περιβαλλοντικά ωφέλη, αλλά και τα οικονομικά ωφέλη που θα μπορούσε να αποφέρει στη χώρα η ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων και η στρατηγική ανάπτυξη του κλάδου της αξιοποίησης αποβλήτων. Αξίζει να αναφερθεί αναφερθεί ως παράδειγμα, ότι στη Γερμανία στον κλάδο διαχείρισης και αξιοποίησης αποβλήτων αναπτύσσουν δραστηριότητα πάνω από 1000 επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών ύψους περίπου 40 δισεκατ. ευρώ και εργατικό δυναμικό που υπερβαίνει τα 200.000 άτομα[129].
Όσον αφορά τον τομέα αστικών λυμάτων, σημειώνονται σοβαρές τεχνικές ελλείψεις στην υποδομή και λειτουργία του εγχώριου σύστηματος διαχείρισης αστικών λυμάτων σε αντίθεση με τις κοινοτικές υποχρεώσεις της Ελλάδας της χώρας με βάση τις Οδηγίες της ΕΕ αποτέλεσε η πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας στο ΔΕΚ για μη εξασφάλιση επαρκούς συστήματος επεξεργασίας των αστικών λυμάτων σε 23 πόλεις της Επικράτειας, μερικές από τις οποίες, όπως π.χ. η τουριστική ζώνη Θεσσαλονικής, η Παροικιά Πάρου, το Ηράκλειο Κρήτης, η Ηγουμενίτσα, τα Μάλια, η Λευκίμμη, το Λιτόχωρο, ανήκουν στις πιο τουριστικές της χώρας[130]. .
Στην ομολογουμένως απογοητευτική κατάσταση που παρουσιάζει ο τομέας διαχείρισης αποβλήτων στη χώρα μας αναφέρονται ως θετικά στοιχεία: Η εντυπωσιακή υπέρβαση των στόχων στην ανακύκλωση μπαταριών, συσσωρευτών και ελαστικών[131], αλλά προ πάντων η έστω και με καθυστέρηση έγκριση του πρώτου Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), που ευελπιστούμε να αποτελέσει βάση για την άσκηση αποτελεσματικότερης πολιτικής στο κρίσιμο θέμα της διαχείρισης αποβλήτων[132].
Στη σύγχρονη περίοδο έντονων παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών η ενεργειακή πολιτική για να είναι αποτελεσματική οφείλει να σχεδιάζεται σε συνάρτηση με την πολιτική αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών. Από τα έως τώρα δεδομένα δεν ην Ελλάδα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη κλιματική πολιτική, έτσι ώστε να εντάσσεται στο περιεχόμενο της ενεργειακής πολιτικής. Επιπλέον, παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα στην ανάπτυξη ολοκληρωμένης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής απέναντι στα σύγχρονα και οξύτατα περιβαλλοντικά προβλήματα που η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει, όπως άλλωστε καταδεικνύουν βασικοί ενεργειακοί δείκτες της χώρας.
Αν και η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικά ευνοϊκές κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες για την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εξαρτάται παρολ’ αυτά ενεργειακά κατά 86 % από ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο λιγνίτης. Στην τελική κατανάλωση ενέργειας, τα πετρελαιοειδή καλύπτουν το 68,5%, ενώ άλλα ρυπογόνα ορυκτα καύσιμα, όπως ο λιγνίτης, ο λιθάνθρακας κ.ο.κ. το 21,1% (εκ του οποίου 58% από λιγνίτη). Μικρότερα τέλος ποσοστά καλύπτουν τα στερεά καύσιμα 2% -, οι ΑΠΕ 5,6% και το φυσικό αέριο 2,8%[133]. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία αναδεικνύεται σε ιδιαίτερα ενεργοβόρα και ρυπογόνα, ενώ χαρακτηρίζεται από σοβαρή ανεπάρκεια στην εφαρμογή και τον έλεγχο της σχετικής νομοθεσίας[134]. Είναι ενδεικτικό ότι οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας αυξάνονται συνεχώς (ετήσια αύξηση 2,4% κατά την περίοδο 1990-2004) σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο[135].
Το 2005 η συνολική Διάθεση Πρωτογενούς Ενέργειας (ΔΠΕ) στην Ελλάδα έφτασε ετα 31.1 Mtoe (μετρικούς τόνους ισοδύναμου πετρελαίου), ενώ το 1990 η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας προσέγγιζε τους 22.2 Mtoe. Πρόκειται για αύξηση η οποία προβλέπται ότι θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ήταν 22.2 Mtoe[136]. Επιπλέον, η Ελλάδα αποδεικνύεται ιδιαίτερα σπάταλη στην κατανάλωση ενέργειας και στις εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων που ευνοούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Με βάση πρόσφατα στοιχεία: για κάθε εκατομμύριο ευρώ του ΑΕΠ εκπέμπονται περίπου 1.145 τόνοι CO2, ποσότητα η οποία είναι υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο των 15 της ΕΕ. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων πολλές ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να εξαργυρώνουν τις κοινοτικές τους υποχρεώσεις για προστασία του περιβάλλοντος καταφεύγοντας στην αγορά δικαιωμάτων ρύπων από το Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων. Ειναι χαρακτηρισικό ότι η ΔΕΗ το 2006 δαπάνησε στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων για την εξαγορά δικαιώματων ρύπων περίπου 80 εκατ. ευρώ[137].
Φαινομενικά ενθαρρυντικό είναι το γεγονός, ότι η Ελλάδα ως χώρα σχετικά μικρή σε πληθυσμό και έκταση και η οποία δε διαθέτει σημαντική βαριά βιομηχανία, δεν κατέχει υψηλό ποσοστό στην παγκόσμια εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Στην πραγματικότητα όμως η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην τέταρτη θέση παγκοσμίως ως προς το ποσοστό αύξησης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (μαζί με τον Καναδά), πίσω από χώρες υπερπολλαπλάσιες σε μέγεθος και πληθυσμό[138].
Ως προς την κατηγορία εκπομπών CO2 σε τόνους ανά κάτοικο, η Ελλάδα έχει αυξήσει τα επίπεδα, σε σχέση με το 1990 από 10,8 τόνους ανά κάτοικο σε 12,5 τόνους (15,7%) ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ των 25 έχει μειωθεί από το 11,9 τόνους το 1990 σε 10,8 τόνους (9,3%). Εκτιμάται ακόμά ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει αντίθετα από τις κοινοτικές της υποχρεώσεις τις εκπομπές ρύπων θερμοκηπίου κατά περίπου 23,9% σε σχέση με το 1990. Το Εθνικό Πρόγραμμα του 2003 για την καταπολέμηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η αναθεώρησή του, στερούνται οεριβαλλοντικού οράματος και δεν επέφεραν βελτιώσεις στον τομέα των εκπομπών. Το εν λόγω πρόγραμμα δείχνει να αγνοεί την κρισιμότητα του φιανομένου των κλιματικών αλλαγών, αφού προβλέπει την αύξηση των εν λόγω εκπομπών κατά 25% ως το 2012, ποσοστό που μέχρι τότε αναμένεται να έχει ξεπεραστεί. Δεδομένης της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αυτοδέσμευση των μελών της ΕΕ να μειώσουν περαιτέρω τις εκπομπές του θερμοκηπίου κατά 20% ώς το 2020, η Ελλάδα θα βρεθεί σοβαρά εκτεθειμένη απέναντι στην ΕΕ. Αν δεν αλλάξει ριζικά την κλιματική της πολιτική και δεν επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, η χώρα στη νέα κατανομή, που θα αποφασιστεί το 2020, θα υποχρεωθεί σε αυστηρότερη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που μπορεί να κυμαίνεται σε 40% με 35%, αναλόγως και των τότε επιδόσεων της κλιματικής της πολιτικής[139].
Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της Οδηγίας IPPC 96/61 EK «για ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης από βιομηχανικές και γεωργικές δραστηριότητες» είναι ελλιπής. Ο Έλληνας νομοθέτης αρκέστηκε μάλλον στην τυπική ενσωμάτωση αυτής στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 3010/2002 «εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων». Αν και η προθεσμία ενσώμάτωσης της στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει ήδη από τα τέλη Οκτώβρη του 1999, στη σημερινή Ελλάδα λίγες μόνο εγκαταστάσεις λειτουργούν στην πράξη σε πλήρη συμφωνία με τις απαιτούμενες περιβαλλοντικές προδιαγραφές της Οδηγίας[140].
Με βάση στοιχεία ερευνών αναφέρουμε ενδεικτικά, ότι οι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί (AHΣ) της ΔΕΗ στον Άγιο Δημήτριο και στην Καρδιά Κοζάνης καταλαμβάνουν την πρώτη και τέταρτη αντίστοιχα θέση ανάμεσα στις 30 πιο ρυπογόνες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειεας της ΕΕ[141]. Παρά ταύτα, συνεχίζεται αμείωτα η πολιτική εγκατάστασης ατμοηλεκτρικών μονάδων στη χώρα. Έτσι, σχεδιάζονται λιγνιτικές και λιθανθρακικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες προς αντικατάσταση παλαιότερων π.χ. στη Φλώρινα, την Εύβοια, τη Μεγαλόπολη, την Πτολεμαΐδα[142], ενώ έχει δρομολογηθεί η εγκατάσταση νέων δημόσιων και ιδιωτικών λιγνιτικών ΑΗΣ σε περιοχές, όπως η Ελασσόνα, η Δράμα, η Βεύη[143].
Η συγκεχυμένη και δίχως σαφή στρατηγική πολιτική του κράτους σε αυτά τα ζητήματα συνεπάγεται ακόμα και την αποδυνάμωση προσπαθειών που σε ορισμένες περιπτώσεις κάνει η Πολιτεία για το σταδιακό περιορισμό της λειτουργίας λιγνιτικών μονάδων, αφού οι εν λόγω προτάσεις της Πολιτείας δε συνοδεύονται από πειστικές εναλλακτικές λύσεις για αξιοποίηση του υπάρχοντος εργατικού δύναμικού. Για παράδειγμα: δημοσιοποίηση της πρόθεσης της ΔΕΗ να ελαττώσει την παραγωγή των ΑΗΣ Κοζάνης συναντά έντονες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους και τους τοπικούς φορείς, οι οποίοι παρά τη ρύπανση της περιοχής δυσπιστούν απέναντι στην Πολιτεία[144].
Επιπλέον, η προβληματική πολιτική του Κράτους στον τομέα αυτό μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι στα 45 χρόνια εγχώριας εκμετάλλευσης του λιγνίτη δεν έχει πραγματοποιηθεί από το επίσημο Κράτος καμία ολοκληρωμένη, επιστημονική μελέτη σχετικά με τη νοσηρότητα του πληθυσμού στις ευαίσθητες περιοχές, όπου λειτουργούν οι εν λόγω σταθμοί. Αποσπασματικά πάντως στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα από μεμονωμένες μελέτες είναι ιδιαίτερα ανσηχυτικά ως προς τις επιπτώσεις της λειτουργίας ΑΗΣ στην υγεία του τοπικού πληθυσμού[145].
Εκτός τούτων οι ελληνικές μαγαλουπόλεις, κυρίως η Αθήνα και η Θεσσαλονική παρουσιάζουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό εκπομπών αιωρούμενων μικροσωματιδίων (ΑΣ) και όζοντος, με συγκεντρώσεις πολύ πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια, με σοβαρές. Οι συστηματικές υπερβάσεις των οριακών τιμών αυτών των εκπομπών έχει αποδειχτεί ότι επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του εκτεθειμένου πληθυσμού, αν και δεν είναι άμεσα ορατές. Σε πρόσφατη έρευνα, η Αθήνα μεταξύ 22 ευρωπαϊκών μεγάλων αστικών κέντρων καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε εκπομπές PM μετά το Βουκουρέστι. Επίσης, έρευνα του Παν/ιου Αθηνών κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι υπερβάσεις στις επιτρεπόμενες οριακές τιμώς των αιωρούμενων μικροσωματιδίων PM κατά 10 μg/m3 και άνω στην περιοχή της Αθήνας αποτελούν βασικό παράγοντα που συντελεί στην ετήσια αύξηση των θανάτων από καρδιοαναπνευστικά προβλήματα κατά περίπου 5.000 άτομα[146].
Μια ακόμα σοβαρή αδυναμία της ενεργειακής πολιτικής αποτελεί και το γεγονός, ότι δεν έχουν θεσμοθετηθεί αποτελεσματικά κίνητρα για την ενθάρρυνση χρήσης «καθαρότερων», πιο οικολογικών πηγών ενέργειας. Ενώ ο λιγνίτης και σε ορισμένες περιπτώσεις πετρελαιοειδή καύσιμα είναι αφορολόγητα, η Πολιτεία επιβάλλει για τη χρήση ΑΠΕ, ΦΠΑ 19%, όταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο αντίστοιχος φόρος κυμαίνεται στο 9% (Ιταλία, Γαλλία) και 5% (Μ. Βρετανία). Επιπλέον, η ελληνική ναυσιπλοΐα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως καύσιμο σε σημαντικό ποσοστό πετρελαιοειδή, που περιέχουν 1.000 φορές περισσότερο θείο από το πετρέλαιο κίνησης, μη παρέχοντας ανάλογα κίνητρα στους φορείς της, ώστε να στραφούν στην κατανάλωση φιλικότερων προς το περιβάλλον καυσίμων[147]. Παρόμοια έλλειψη κινήτρων συναντάται και στα καύσιμα της αεροπλοΐας. Εξαίρεση αποτελεί η προώθηση και εφαρμογη της υβριδικής τεχνολογίας στα αυτοκίνητα, η σχετική αγορά των οποίων διέπεται από ορισμένες φοροαπαλλαγές.
Παράλληλα, απαιτείται η θέσπιση ισχυρών κινήτρων για την ενθάρρυνση της αντικατάστασης του εξοπλισμού παλαιών κτιρίων με σύγχρονο οικολογικό εξοπλισμό ή της κατασκευής νέων κτιρίων με φιλοπεριβαλλοντικές προδιαγραφές, με στόχο τη μείωση κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας σε κτίρια, όπως κατοικίες, γραφεία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Τούτο θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο για την προστασία της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, την εξοικονόμηση ενέργειας και γενικά για την ανιμετώπιση κλιματικών αλλαγών. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, ότι τα εν λόγω κτίρια εκπέμπουν το 45% του CO2 της χώρας και καταναλώνουν το 45% της εγχώριας παραγόμενης ενέργειας.
Η Οδηγία 2002/91 ΕΚ «για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων» ενσωματώθηκε με καθυστέρηση στην ελληνική έννομη τάξη (ν.3661/2008, ΦΕΚ 89 Α΄/ 19.05.2008 «μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων και άλλες διατάξεις), αφού προηγήθηκε η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο[148].Η Οδηγία αυτή αναμένεται να δώσει ώθηση στην ανοικοδόμηση φιλικών προς το περιβάλλον κτιρίων με χαμηλή ενεργειακή απόδοση, γεγονός που θα τερματίσει τη μακροχρόνια αδράνεια της Πολιτείας σε ζητήματα ελέγχου και βελτίωσης της ενεργειακής ταυτότητας των κτιρίων. Η Πολιτεία οφείλει να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση της Οδηγίας, διότι μόνο την τελεύταία πεναταετία το ποσοστό ενέργειας για ψύξη, θέρμανση και ηλεκτροδότηση κτιρίων αυξήθηκε κατά 25%, ποσοστό που θεωρείται το υψηλότερο της ΕΕ των 15 μαζί με αυτό της Ισπανίας[149]. Αν πάντως η Πολιτεία στοχεύει σε μια αποτελεσματική ενεργειακή και κλιματική πολιτική πρέπει να αυξήσει σημαντικά και τις δαπάνες του προϋπολογισμού προς την κατεύθυνση της περιβαλλοντικής τεχνολογίας και έρευνας, οι οποίες έως τώρα αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό επί του εθνικού προϋπολογισμού[150].
Η ελληνική ενεργειακή και κλιματική πολιτική δείχνει προς το παρόν, ότι δεν έχει κατανοήσει την άμεση σύνδεση της προστασίας του περιβάλλοντος με τον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό επισημαίνεται εξάλλου από σύγχρονα επιστημονικά πόρισματα, όπως η επιτροπή Stern (ΙPCC) κ.α.[151]. Φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί μεταξύ άλλων και τα αναμφισβήτητα οικονομικά ωφέλη, που θα επέφερε μεσοπρόθεσμα στη χώρα η ανάπτυξη μιας εθνικής ενεργειακής και κλιματικής στρατηγικής προσανατολισμένης στην προστασία του περιβάλλοντος. Αναφέρουμε ενδεικτικά το παράδειγμα της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο υπολογίζεται, ότι ο τομέας των ΑΠΕ απασχολεί πάνω από 230.000 εργαζόμενους με προοπτική το 2020 ο αριθμός τους να ανέλθει σε 500.000. Συνολικά μάλιστα στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας και τεχνολογίας απασχολούνται 1,5 εκατ. εργαζόμενοι με προοπτική το 2020 να προσεγγίσουν τα 2,5 εκατομμύρια. Έτσι, εξοικονομούνται ετησίως 103 εκατ. τόνοι CΟ2, ενώ οι εξαγωγές που αφορούν στον τομέα των ΑΠΕ άγγιξαν το 2006 τα 6 δισ. Ευρώ και οι αντίστοιχες επενδύσεις τα 11,3 δισ. ευρώ με προοπτική να υπερπολλαπλασιαστούν έως το 2020[152].
Θετικά αλλά ωστόσο μη επαρκή δείγματα καλής θέλησης της Πολιτείας στην προώθηση «καθαρότερης» ενέργειας στα πλαίσια του αγώνα κατά των κλιματικών αλλαγών, αποτελεί η έστω και με καθυστέρηση έναρξη υλοποίησης σημαντικών έργων για την προώθηση της χρήσης φυσικού αερίου, όπως ο ελληνοτουρκικός και ελληννοβουλγαρικός αγωγός φυσικού αερίου. Άξια αναφοράς αποτελεί και η σημαντική αύξηση των τελευταίων ετών στα έργα υποδομής για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ όπως ο άνεμος, ο ήλιος, το νερό, η γεωθερμία, τα οργανικά απόβλητα. Παρολ’ αυτά όμως, αν και σήμερα η χώρα καλύπτει περίπου το 5,6% των ενεργειακών της αναγκών από ΑΠΕ δε φαίνεται ικανή με βάση τα σύγχρονα δεδομένα να εκπληρώσει ως το 2010 τον κοινοτικό της στόχο κάλυψης του 20,1% των εγχώριων ενεργειακών αναγκών με ΑΠΕ[153].
Επίσης θετικά βήματα αποτελούν η ψήφιση στη Βουλή του ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Α 129 27.6.2006) «για την Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από ΑΠΕ και τη Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης» με τον οποίο επιχειρείται να απλοποιηθεί η αδειοδοτική διαδικασία για την κατασκευή και λειτουργία μονάδων ΑΠΕ και ιδίως η διεκπεραίωση του σχεδίου ΚΥΑ σε σχέση με το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μαζί με τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΧΣΑΑ- ΑΠΕ), που επιχειρούν να αποσαφηνίσουν το θολό τοπίο χωροθέτησης εγκαταστάσεων ΑΠΕ[154]. Οι ανωτέρω θετικές πρωτοβουλίες, εφόσον εξελιχθούν και προωθηθούν κατάλληλα στην πράξη, θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν το δρόμο προς έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό οικολογικής ενεργειακής ανάπτυξης και να αποτελέσουν αφετηρία για την άσκηση μιας πιο πρόσφορης ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.
Η αδυναμία του Κράτους ως προς την εφαρμογή ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής πολιτικής αντανακλάται και στον τομέα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Ναι μεν τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ) στην ελληνική επικράτεια, πλην όμως δε δίδεται η δέουσα σημασία στην εκπαιδευτική τους αποστολή. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση δεν αποτελεί υποχρεωτικό μάθημα, ενώ η υλοποίηση της επαφίεται κυρίως στην ευαίσθησία των εκάστοτε εκπαιδευτικών που συχνά δεν έχουν την απαιτούμενη ενημέρωση και κατάρτιση[155].
Πέραν τούτων, η επίσημη Πολιτεία δεν πληροφορεί επαρκώς τον πολίτη για τα καίρια περιβαλλοντικά ζητήματα που τον αφορούν, καθώς και για τις δυνατότητες δράσης που έχει ο ίδιος για την αντμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική Πολιτεία δεν έχει έως τώρα επιχειρήσει συστηματικά ενημερωτικές εκστρατείες π.χ. για την εξοικονόμηση του νερού, για την μείωση κατανάλωσης ενέργειας, για την ανακύκλωση, ή για τις επιπτώσεις της ρύπανσης στα αστικά κέντρα και τους τρόπους αντιμετώπισής της.
Ανεξάρτητα από τις ευθύνες της Πολιτείας φέρει και ο πολίτης το δικό του μερίδιο ευθύνης ως συνυπαίτιος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Αν και πρόσφατες έρευνες καταγράφουν, ότι οι Έλληνες πολίτες δείχνουν ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και είναι εν γένει πρόθυμοι να προβούν στην υιοθέτηση καινοτόμων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το ενδιαφέρον τους όμως παραμένει τις περισσότερες φορές θεωρητικό, καθώς ο μέσος πολίτης αδυνατεί να το υλοποιήσει στην πράξη. Από τη μια πλευρά, η Πολιτεία δε δίνει επαρκή κίνητρα στον πολίτη να αναλάβει δράση για την προστασία του περιβάλλοντος, από την άλλη πλευρά ο πολίτης επηρεάζεται από το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας, ηθικής χαλάρωσης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία και περιγράφει τη σύγχρονη αξιακή και θεσμική κρίση[156].
Τα ίδια τα δεδομένα της κρατούσας πραγματικότητας αποδεικνύουν ότι δεν δραστηριοποιούμαστε, δεν ερευνούμε, δεν επιδιώκουμε την ενημέρωση για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως θα οφείλαμε ως ενεργοί πολίτες. Με την απαθή και αδιάφορη στάση μας γινόμαστε πολλές φορές ασυνείδητα φορείς της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μέρος του προβλήματος. Σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουμε τη συγκατάβαση και τη σιωπή στις μικρές και μεγάλες καθημερινές περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες, στις οποίες τυχαίνει να είμαστε μάρτυρες. Άλλοτε πάλι γινόμαστε οι ίδιοι αυτουργοί της περιβαλλοντικής αυθαιρεσίας προς εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των αρμόδιων αρχών και τη χαλαρή εφαρμογή των νόμων. Δεν απαιτούμε με το προσήκον σθένος ένα καλύτερο περιβάλλον για μας και τις μελλοντικές γενιές. Αρκούμαστε στη δικαιολογία, ότι πρόκειται για μάταιες προσπάθειες που θα καταπνιγούν μέσα στην γενικότερη ασυδοσία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εκλέγουμε εκπροσώπους σε τοπικό και εθνικό επίπεδο με εφήμερα, ιδιοτελή και κοντόφθαλμα κριτήρια[157]. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα υστερεί σε ιστορία και ανάπτυξη. Παρά τη σχετική ενίσχυση του ρόλου των περιβαλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται ακόμα να γίνουν πολλά βήματα για τη συγκρότηση ενός συντονισμένου, συμπαγούς μετώπου ενεργών πολιτών με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος ως μοχλού πίεσης απέναντι στην αδράνεια της Πολιτείας[158].
Σε μια δημοκρατική κοινωνία όμως δε μπορεί να θεωρείται ως δικαιολογία της επανάπαυσης και αμέλειας των πολιτών η ανεπάρκεια του Κράτους. Και τούτο, διότι η περιβαλλοντική κρίση, που προκάλεσε ο άνθρωπος, έχει ως βαθύτερο αίτιο την εσφαλμένη στάση ζωής που τηρούμε απέναντι στη φύση είτε την ανθρώπινη είτε τη φύση των στοιχείων του περιβάλλοντος. Και η εσφαλμένη αυτή συμπεριφορά επηρεάζει τελικά όχι μόνο τη δική μας ζωή, αλλά κυρίως τη ζωή των συνανθρώπων μας και τη ζωή των μελλοντικών γενεών.
Οι πρώτες έμπρακτες ενέργειες, που επιδεικνύει η ελληνική Πολιτεία μετά τα καταστροφικά γεγονότα των πυρκαγιών του θέρους του 2007 απέναντι στα κρίσιμα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν φαίνεται να αποβλέπουν στην κατεύθυνση της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, ανεξάρτητα από την εύλογη κριτική που τους ασκήθηκε, ειναι κατ’ αρχήν σημαντική η εισαγωγή του πρώτου Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, αλλά και η εκπόνηση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, απαιτείται όμως γενική αφύπνιση και σκληρή δουλειά, ώστε τα αποτελέσματα αυτών να αποβούν θετικά για μια ισορροπημένη οικιστική και ενεργειακή ανάπτυξη με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και τις μελλοντικές γενιές. Συγχρόνως, η επ’ αόριστον μετάθεση της ίδρυσης αυτοτελούς Υπουργείου Περιβάλλοντος σε βάθος 2 ή 3 χρόνων βάσει των κυβερνητικών εξαγγελιών και εφόσον ολοκληρωθεί πρώτα η διάθεση των κονδυλίων του Δ΄ ΚΠΣ, αποτελεί υπεκφυγή ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος στoν πυρήνα του. Μεμονωμένες και αποσπασματικές ενέργειες, όπως η παραχώρηση δασικής έκτασης του δάσους της Πάρνηθας στο ομώνυμο καζίνο, η εκχώρηση για 75 χρόνια περίπου 2.500 στρεμμάτων καμμένου δάσους της λίμνης Καϊάφα από το Κράτος στην τοπική αυτοδίοικηση προς αξιοποίηση «ήπιας μορφής». Τα πρόχειρα έργα αποκατάστασης καμμένων περιοχών που αποδεικνύονται αποτελεσματικά στο να απακαταστήσουν τη φυσική και οικονομική ισορροπία των θιγόμενων περιοχών. H καθυστερημένη επιβολή «συμβολικών» διοικητικών προστίμων ύψους 1 εκατ. ευρώ σε κρατικές μονάδες ΑΗΣ της ΔΕΗ, ποσό που σημειωτέον αντιστοιχεί σε τζίρο μερικών ωρών λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων, ή σε άλλες βιομηχανικές μονάδες που ρυπαίνουν τον Ασωπό. Ο ευκαιριακός και μη ολοκληρωμένος καθαρισμός μερικών από τους πλέον μολυσμένους με βιομηχανικά και γεωργικά λύματα ποταμών της χώρας, όπως ο Ασωπός και ο Κηφισσός, χωρίς να εγγυάται όμως ούτε την οριστική απομάκρυνση των ρύπων, ούτε την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν στο συμπέρασμα, ότι τα πολυετή «παθήματα» στον τομέα του περιβάλλοντος έχουν γίνει επιτέλους «μαθήματα», και ότι μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα στην Πολιτεία και στους πολίτες για τη διαμόρφωση και άσκηση μιας πιο πρόσφορης και αποφασιστικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής αντιμετώπσης του περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα.
Οι επίσημες Αρχές δε φαίνεται να έχουν αντιληφθεί το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος. Έτσι, όπως διαφαίνεται και από τα ανωτέρω εκτεθειμένα παραδείγματα, αρκούνται συνήθως σε μια επιλεκτική ετεροχρονσμένη κατασταλτική δράση, σε μια προσπάθεια να κατευνάσουν επιφανεικά τις αντιδράσεις των πληγέντων και να αποφύγουν όσο είναι δυνατό το εφήμερο πολιτικό κόστος. Οι ελπιδες για μια πιο σοβαρη αντιμετώπιση των κρίσιμων περιβαλλοντικών προβλημάτων από την πλευρά της Πολιτείας μετατίθενται στους ενεργούς πολίτες. Οι Έλληνες πολίτες ιδιαίτερα μετά την ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή των πυρκαγιών του καλοκαιριού, όπου καήκαν μέσα σε δύο μήνες πάνω από 2,7 στρέμματα γής και χάθηκε η ζωή δεκάδων ανθρώπων δείχνουν πιο ευαισθητοποιημένοι και αφυπνισμένοι απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Εναπόκειται συνεπώς σε αυτούς να μην ανεχτούν πλέον την παθητική στάση της Πολιτείας, αλλά να απαιτήσουν συγκεκριμένες ενέργειες για μια ολοκληρωμένη και όχι ευκαιριακή προστασία του περιβάλλοντος και να διαμορφώσουν έτσι με τη στάση τους κατάλληλες προοπτικές για τη λήψη συντονισμένων μέτρων και συγκροτημένων πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση του περιβαλλοντικού ελλείμματος[159].
Προς
επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος,
ώστε να εξασφαλιστεί και η αξιοπρεπής διαβίωση της ανθρώπινης κοινωνίας
απαιτούνται από όλους τους φορείς της κοινωνίας και Πολιτείας,
κινήσεις και πρωτοβουλίες καλά σχεδιασμένες, τολμηρές, συνεπείς, με
διάρκεια χρόνου. Η άμεση ίδρυση αυτοτελούς Υπουργείου Περιβάλλοντος
θωρακισμένου με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο θα μπορούσε να
λειτουργήσει θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεδομένου του
προβλήματος της πολυδιάσπασης και σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ των
εμπλεκόμενων σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον και συχνά
ανταγωνιστικών μεταξύ τους Υπουργείων (κυρίως το ΥΠΕΧΩΔΕ, το Υπουργείο
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το ΥΠΑΝ, το Υπ. Οικονομίας και
Οικονομικών και το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης), ένα αυτόνομο Υπουργείο
Περιβάλλοντος με ξεκάθαρες αρμοδιότητες θα μπορούσε να συμβάλλει
σημαντικά στην άμβλυνση των συνεπειών του εν λόγω προβλήματος. Με αυτόν
τον τρόπο, θα επιταχυνόταν η υλοποίηση προστατευτικών για το περιβάλλον
κυβερνητικών αποφάσεων και δραστηριοτήτων. Θα βελτιωνόταν ο συντονισμός
του διοικητικού μηχανισμού, ο έλεγχος της εφαρμογής της περιβαλλοντικής
νομοθεσίας και η σχετική πληροφόρηση των πολιτών, ενώ θα αξιοποιούνταν
αποδοτικότερα και με περισσότερη διαφάνεια τα περιβαλλοντικά κονδύλια.
Εν ολίγοις η απαιτούμενη ίδρυση αυτοτελούς Υπουργείου Περιβάλλοντος θα
έδινε ώθηση στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης εθνικής περιβαλλοντικής
στρατηγικής[160].
Απολύτως απαραίτητη είναι επιπλέον και η άμεση λήψη σύγχρονων, εξορθολογισμένων, τεχνοκρατικών μέτρων σε επίπεδο νομοθετικό, κοινωνικοοικονομικό, παιδαγωγικό προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του φαινομένου της οικολογικής κρίσης. Η συγκρότηση υπεύθυνου εθνικού περιβαλλοντικού σχεδιασμου. Η άμεση προώθηση εθνικής ενεργειακής στρατηγικής σε βάθος χρόνου προς την κατεύθυνση της συστηματικής απεξάρτησης της οικονομίας από ρυπογόνες ενεργειακές πηγές και της εξοικονόμησης ενέργειας. Η θέσπιση θετικών κινήτρων (κυρίως οικονομικών), δομών και υποδομών προς ενθάρρυνση της περιβαλλοντικής δράσης και της αειφόρου οικονομίας. Η επαρκής στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών επιτήρησης και επιβολής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η ενίσχυση και πλήρης εφαρμογή των κανόνων πληροφόρησης, διαφάνειας και εν γένει συμμετοχής των πολιτών κατά τη διαδικασία λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων. Η εισαγωγή του μαθήματος της περιβαλλοντικής αγωγής σε όλα τα σχολεία της χώρας. Η συστηματική διεξαγωγή ενημερωτικής εκστρατείας από τις αρμόδιες Αρχές προς τον πολίτη για περιβαλλοντικά ζητήματα και σχετικές δράσεις[161], είναι ορισμένα από τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτίωσουν τη σημερινή δυσάρεστη πραγματικότητα[162].
Η
μονοδιάστατη εμμονή στην απαρέκκλητη εφαρμογή των ανωτέρω ή και άλλων
συναφών τεχνοκρατικών μέτρων, κατά το πρότυπο και το πνεύμα της Έκθεσης
του ΟΗΕ από την Επιτροπή Βrundtland[163] σε σχέση με την οικονομική
λογική της βιώσιμης ανάπτυξης του πλανήτη, η οποία αντιλήφθηκε το γήινο
οικοσύστημα ως αντικείμενο διαχειριστικής μέριμνας από ειδικούς
επιστήμονες και από οργανωμένους κρατικούς και διεθνείς οργανισμούς,
δεν αποτελεί την ιδανική θεραπεία απέναντι στο πρόβλημα της
περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η συνετή περιβαλλοντική διαχείριση του
πλανήτη δεν αποτελεί απλώς ένα τεχνικό και οργανωτικό ζήτημα, που
μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με λογικοκρατικές νομοθετικές,
κοινωνικοοικονομικές, τεχνολογικές αναπροσαρμογές, καινοτόμες
μεταρρυθμίσεις ή άλλες παρόμοιες διαχειριστικές μεθόδους. Για μια
αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος δεν πρέπει
να αγνοείται η οντολογική διάσταση του συγκεκριμένου προβλήματος και
κυρίως οι ηθικοκοινωνικές βάσεις, που το γέννησαν (Βλ. ανωτ. Ι.2.).
Θα ήταν συνεπώς άστοχο, η προσπάθεια αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης να βασίζεται αποκλειστικά στην υλοποίηση των ανωτέρω ορθολογικών μέτρων[164]. Οι οδυνηρές εμπειρίες δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ο Ψυχρός Πόλεμος, ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, η εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου σε συνάρτηση με την συνεχιζόμενη ανά τον κόσμο κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και εν τέλει η παγκόσμια οικολογική κρίση, που βίωσε ο 20ος και βιώνει ο 21ος αιώνας διεύψευσαν την αισιοδοξία των ιδεαλιστών οπαδών του ορθολογισμού και της λογικοκρατίας του 18ου και 19ου αιώνα, που θεώρησαν ότι με τη μονομερή καλλιέργεια της λογικής, την κατοχή και διάδοση της γνώσης του φυσικού κόσμου, η ανθρώπινη κοινωνία θα βελτιωνόταν πνευματικά και ηθικά και θα μετατρεπόταν σταδιακά σε πεδίο ειρηνικής ευημερίας και ανάπτυξης[165].
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα έχει αποδειχτεί έμπρακτα στη σημερινή κοινωνία, ότι η επιβαλλόμενη ηθική - εννοούμενη ως επιβαλλόμενη λογική προδιαγραφή της συμπεριφοράς – από την κρατική νομοθεσία δεν αρκεί από μόνη της, ώστε να συντελέσει αποτελεσματικά στο «σωφρονισμό» και την ευπραξία του ανθρώπου. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν εγκαταλείπει εύκολα τις ανέσεις και τις καταναλωτικές του συνήθειες, απλώς και μόνο, επειδή αυτό είναι «λογικό» ή «ηθικό». Στη σημερινή ατομοκρατική εποχή η ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς βάσει της επιταγής του νόμου, της λογικής ή της ηθικής φαίνεται να στερείται όλο και περισσότερο νοήματος και περιεχομένου. Ο σύγχρονος άνθρωπος συνήθως «ασφυκτιά» εγκλωβισμένος στη μονομερή λογικοφανή θεώρηση τέτοιων επιταγών και δεσμεύσεων[166]. Για να ριζώσουν συνεπώς και να καρποφορήσουν οι εν λόγω επιταγές τίθενται ως προϋποθέσεις βαθύτερα υπαρξιακά - οντολογικά κίνητρα, που δεν πρέπει να περιορίζονται στα στενά όρια της λογικοκρατίας, αλλά να τα υπερβαίνουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο άνθρωπος ως πρόσωπο πλέον να απελευθερώνεται τελικά από τα στενά πλαίσια της ανθρωποκεντρικής - εγωκεντρικής θεώρησης του κόσμου[167].
Μια τέτοια υπέρβαση θα μπορούσε να γίνει πράξη, αν ο άνθρωπος αντιληφθεί, ότι η υπεροχή του σε σύγκριση με την υπόλοιπη δημιουργία δε συνίσταται βασικά στην κατά τα φαινόμενα ορθολογική του ικανότητα, αλλά στη δυνατότητα του να υπερβαίνει τα φαινομενικά όρια αυτής και να αναφέρεται στο υπέρλογο. Να γίνεται δηλ. κοινωνός μιας πραγματικότητας, ενός «επέκεινα», που βρίσκεται πέρα από τον εαυτό του και αναλόγως της υποκειμενικής του προσέγγισης μπορεί να είναι είτε το περιβάλλον είτε ο Θεός, στο πρόσωπο του οποίου συγκεφαλαιώνεται και η υλική φύση. Με το «άνοιγμα» του ανθρώπου σε μια υπερλογική, υπερβατική σχέση με τη φύση ή το Θεό, ο άνθρωπος θα ανακάλυπτε την ιδιαίτερη ταυτότητα του όχι στην αντιπαράθεση με το φυσικό κόσμο, αλλά στη συνεργασία μαζί του, και ο φυσικός κόσμος θα ανυψωνόταναρμονικά στο επίπεδο της ανθρώπινης συνύπαρξης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να συντελεστεί μια ουσιαστική ανακαίνιση και μεταμόρφωση της στάσης ζωής του ανθρώπου. Είναι ανάγκη, συνεπώς, η κρατούσα κακώς νοούμενη ανθρωποκεντρική θεώρηση (Βλ. ανωτ. Ι.2.) να επαναπροσδιοριστεί. Απαιτείται η εξέλιξη της από τη στενή χρησιμοθηρία στη συνετή, ήπια χρήση του φυσικού πλούτου, έτσι ώστε οι ανθρώπινες αξίες να μην αντιμετωπίζονται μονόπλευρα ως στενά χρηστικές[168].
Με βάση τα προηγούμενα, υποστηρίζεται η άποψη ότι η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων ως αποτέλεσμα ορθολογικών διεργασιών, θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο και μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα απέναντι στο πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον, αν αυτή συνοδευόταν με ένα νέο ήθος και μια αναγεννημένη στάση ζωής του απλού πολίτη και των πολιτειακών φορέων, που ούτως ή άλλως είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την υλοπόιηση των προτεινόμενων μέτρων[169]. Οι διαχρονικές θέσεις της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας ως προς τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, όπως θεμελιώνονται βιωματικά στη μακραίωνη πνευματική της παράδοση, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη ζητούμενη μεταβολή στάσης ζωής και νοοτροπίας του ανθρώπου. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο να κατανοήσει ο άνθρωπος βαθύτερα τη σχέση αλληλεξάρτησης που διέπει τον ίδιο και τη φύση, αλλά και τη λειτουργική του αποστολή απέναντι στο φυσικό κόσμο προς υπέρβαση της σύγχρονης οικολογικής κρίσης και αντιμετώπιση του υφιστάμενου περιβαλλοντικού ελλείμματος[170].
Αν δεχτούμε την άποψη, ότι το φυσικό περιβάλλον δεν περιήλθε από μόνο του στη σημερινή κρίση, αλλά εξαιτίας των άστοχων στο πέρασμα της ιστορίας[171] ενεργειών και παραλείψεων του ανθρώπου, γίνεται σαφές ότι η κρίση αυτή είναι προ πάντων κρίση οντολογική, με την έννοια ότι αφορά κατεξοχήν την υπαρξιακή ταυτότητα, το ρόλο και την αποστολή του ανθρώπου στον κόσμο. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων λαμβάνει πέρα από τη λογικοκρατική της διάσταση, μια ηθική, αλλά και θεολογική διάσταση – γεγονός που συνήθως παραθεωρείται κατά τη σύγχρονη αναζήτηση τρόπων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης[172].
Κατά το χριστιανικό δόγμα, μόνος ο άνθρωπος από όλα τα έμβια όντα είναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» του Θεού. Συνιστά δε ψυχοσωματική οντότητα που χαρακτηρίζεται από οργανική ενότητα σώματος και ψυχής ή πνεύματος[173]. Αυτό όμως δε συνεπάγεται, όπως έχει παρερμηνευτεί επανειλημμένα[174], ότι η χριστιανική ηθική επιδοκιμάζει το σύγχρονο ωφελιμιστικό ανθρωποκεντρικό μοντέλο, κατά το οποίο ο άνθρωπος νομιμοποιείται να εκμεταλλεύεται τον φύσικό πλούτο προς ικανοποίηση των ιδιοτελών σκοπών και αναγκών του[175].
Η ανθρώπινη ύπαρξη κατά την ορθόδοξη διδασκαλία - σε αντίθεση με το δυτικό φιλοσοφικό και εν μέρει θεολογικό ρεύμα του δυϊσμού (Dualism) - δε διαχωρίζεται ούτε ως ξένο σώμα αυτονομείται από τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, των φυτών, της ύλης και εν γένει των φυσικών φαινομένων[176]. Συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης εκτός από την ψυχή ή το πνεύμα[177] είναι και η γήινη ύλη, το χώμα, και μάλιστα σε οργανική ενότητα με το πνεύμα[178]. Η ίδια η φυσιολογία του ανθρώπου μαρτυρεί, ότι ο άνθρωπος και το περιβάλλον συνδέονται από τη φύση τους με μια άρρηκτη σχέση και αποτελούν μια οργανική ενότητα. Αν και τα συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ποιοτικά ανώτερα από αυτά των ζώων, των φυτών και εν γένει των υλικών του σύμπαντος, πλην όμως δε νοείται ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς υλική υπόσταση. Κατα συνέπεια, ο φυσικός κόσμος δεν πρέπει να υποτιμάται σε σχέση με τον άνθρωπο. Ενδεικτικό αυτής της αντίληψης στην ορθόδοξη παράδοση, αποτελεί το γεγονός, ότι σε πολλές περιπτώσεις η φύση υπό προϋποθέσεις είναι δυνατό να εξαγιάζει τον άνθρωπο, χρησιμοποιούμενη ως αγιαστικό όργανο μετάδοσης της Θείας Χάριτος, οπως για παράδειγμα στη Θεία Κοινωνία και στον Αγιασμό[179].
Ο άνθρωπος βρίσκεται τελικά μεθόριος ανάμεσα στον υλικό και πνευματικό κόσμο. Επειδή ακριβώς μετέχει ταυτόχρονα και στις δύο υποστάσεις (υλική και πνευματική) αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στον υλικό και άϋλο - πνευματικό κόσμο, ανάμεσα στην αισθητή και νοητή κτίση. Επιγραμματικά, δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελέι το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον φυσικό κόσμο και τον ζωοποιό αυτού Λόγο: «Ο άνθρωπος τοίνυν μικρόκοσμος ἐστίν, ἒχει γάρ καί ψυχήν καί σῶμα, καί μέσον ἓστηκε καί νοῦ καί ὓλης, σύνδεσμος γάρ ἐστί ὁρατῆς καί ἀοράτου ἣτοι αἰσθητῆς τέ καί νοητῆς κτίσεως»[180]. Κατά συνέπεια, ανατίθεται στον άνθρωπο κορυφαίος ρόλος ως προς τη χρήση του κόσμου και εν γένει της δημιουργίας, αλλά και συγχρόνως μέγιστη ευθύνη ως προς την διαχείριση της δημιουργίας[181]. Ο καθοριστικός ρόλος του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο απόσπασμα της Γενέσεως, όπου ο Θεός παραχωρεί ως δωρεά αγάπης στον άνθρωπο την εξουσία να κυριεύσει τη γη και να άρχει σε όλα τα ζώα της θάλασσας και της ξηράς[182].
Η ανωτέρω εξουσία που δόθηκε στον άνθρωπο ως θεία, αγαπητική δωρεά, δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαχωρίζει την ύπαρξη του από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αντίθετα, ο άνθρωπος πρέπει να θεωρείται ως θεμελιώδες, αλλά ωστόσο οργανικό μέρος του φυσικού κόσμου. Η εν λόγω εξουσία, κάθε άλλο παρά νομιμοποιεί τον άνθρωπο στο να καταχράται το φυσικό κόσμο εγωκεντρικά και καταδυναστευτικά. Η κυρίαρχη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση τον καθιστά υπεύθυνο για τον τρόπο που ζει και συμπεριφέρεται σε αυτή. Η πατερική σκέψη αντιλαμβάνεται την επιταγή της Π. Διαθήκης «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν»[183] ως επισήμανση στον άνθρωπο, ότι η συνετή αξιοποίηση της κτίσης, δηλαδή το «ἐργάζεσθαι», περικλείει το καθήκον και την μεγαλειώδη ευθύνη του σεβασμού των φυσικών αγαθών, έτσι ώστε να διαφυλάσσεται η ισορροπία τους από ασύδοτες καταχρήσεις, δηλαδή το «φυλάσσειν». Ένα καθήκον και μια ευθύνη, των οποίων η ανάληψη και εκτέλεση εναπόκειται πάντως αβίαστα στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου[184].
Η παραχώρηση στον άνθρωπο της εξουσίας διακυβέρνησης της κτίσης και η συνεπαγόμενη ευθύνη απέναντι σε αυτή, αποσκοπεί στη αμοιβαία ολοκλήρωση ανθρώπου και κτίσης σε πνεύμα θείας αγάπης και ελευθερίας. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως ύπαρξη μέσω της ενάρετης, χαριτωμένης δράσης του μέσα στον κόσμο όπου καλείται να ζήσει. Μέρος και έκφραση της ενάρετης αυτής δράσης αποτελεί και η συνετή διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος. Η δράση αυτή συντελεί στην κατά Θεόν ολοκλήρωση του ανθρώπου και οδηγεί τελικά στην ενωτική, μεταμορφωτική, ανακεφαλαιωτική πορεία της φύσης (ανθρώπινης και μη) στο πρόσωπο του ζωοποιού της Λόγου. Έτσι, συνολοκληρώνεται μαζί με τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον διατηρώντας τη φυσική του ισορροπία και αειφορία. Αντίθετα, η αμιγώς ανθρωποκεντρική, ατομοκεντρική στάση ζωής απέναντι στη φύση, όπου απουσιάζει η διαλεκτική σχέση μεταξύ ατόμου και φυσης, αποτελεί γνώρισμα της αυτονόμησης του ανθρώπου από το φυσική Δημιουργία, η οποία έχει ως βαθύτερο αίτιο την αυτονόμηση του από τον Δημιουργό και τη συνειδητή ή ασυνείδητη θεοποίηση του ίδιου[185].
Κατά συνέπεια, η φύση αναλόγως της στάσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο συμπαρασύρεται προς την πορεία, που ο ανθρώπος επιλέγει στη σχέση του με τον Δημιουργό[186]. Ο άνθρωπος αναλόγως της θέσης που τηρεί απέναντι στη χρήση της Δημιουργίας, προβάλλει αντίστοιχα την αρετή ή τη φαυλότητα του: «...ἐκ γάρ τοῦ εὐλόγως ἣ παραλόγως τοῖς πράγμασι χρήσασθαι, ἣ ενάρετοι ἣ φαύλοι γινόμεθα».[187]. Το φυσικό περιβάλλον γίνεται αποδέκτης είτε της θεόπνευστης σύνεσης είτε του εμπαθούς παραλογισμού του ανθρώπου, με τις γνωστές συνέπειες που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στην εποχή μας. Με τη συνετή στάση απέναντι στη φύση, που διέπεται από σεβασμό και αυτοσυγκράτηση απέναντι στο φυσικό κόσμο και όχι από υπερκαταναλωτικό πάθος υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ο άνθρωπος εξαγιάζει τη φύση, διότι διαφυλάσσει και διατηρεί την ισορροπία της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φύση τον «ανταμείβει» με την αειφορία της και γίνεται πολύτιμος συνεργός στην υλική και πνευματική ευημερία του ανθρώπου και όχι παράγοντας καταστροφής.
Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος επιλέγει μια εμπαθή, ευδαιμονική στάση ζωής, αυτονομημένη από τις συνιστώσες του φυσικού κόσμου, επιτίθεται βάναυσα στη φύση και ανατρέπει τη φυσική ισορροπία. Στην ουσία όμως επιτίθεται εναντίον του εαυτού του, διότι ο άνθρωπός είναι αναπόσπαστο και θεμελιώδες τμήμα της φύσης. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον εξαιτίας των άστοχων ανθρώπινων δράσεων ή παραλείψεων μετατρέπεται σε παράγοντα καταστροφής του ανθρώπου. Οι φυσικές συνθήκες που συντηρούν τη ζωή στον πλανήτη διαταράσσονται και τελικά μέσα σε συνθήκες φυσικής ανισορροπίας ο βίος του ανθρώπου γίνεται αβίωτος, ως συνέπεια της αυτονομημένης πορείας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που ο ίδιος επιλέγει ιστορικά να ακολουθήσει[188].
Δεδομένης της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, αλλά και της σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, ο άνθρωπος καλείται να διαμορφώσει εναν ανακαινισμένο πολιτισμό που δε θα θεωρεί τον άνθρωπο αυτονομημένο από τη φύση, αλλά συνετό εργάτη και φύλακα του φύσικού περιβάλλοντος. Έναν πολιτισμό που δε θα στηρίζεται στην ωφελιμιστική υποταγή της φύσης στις ορμέμφυτες επιθυμίες ενός θεοποιημένου ανθρώπου, ούτε αντιστρόφως θα διδάσκει τη δουλική υποταγή του ανθρώπου σε μια θεοποιημένη φύση. Καλείται επομένως ο άνθρωπος, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, να διαπλάσει έναν πολιτισμό που θα προωθεί την ισορροπημένη αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος ως συνέπεια της αλληλοπεριχωρητικής αγάπης και ελευθερίας των προσώπων[189].
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω θεώρηση του φυσικού κόσμου δεν απαγορεύει ή αποκλείει την οικονομική - υλική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ούτε απορρίπτει τον ορθολογισμό. Αντιθέτως, περικλείει και τα δύο αυτά στοιχεία, προσδιορίζοντας σε αυτά βιώσιμα όρια[190]. Έτσι ασφαλώς είναι θεμιτή η οικονομική ανάπτυξη και η λήψη ορθολογικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι βασικό κίνητρο αυτών δεν αποτελεί η μονοδιάστατα εγωκεντρική επιθυμία του ανθρώπου να εξουσιάσει ή να υποτάξει με κάθε κόστος τον φυσικό κόσμο με γνώμονα το στενό προσωπικό, οικονομικό του ώφελος, αλλά η συνετή αξιοποίηση της φύσης με απώτερο σκοπό να την καταστήσει αρωγό και συνεργό του σε μια πορεία ένωσης και κοινωνίας με τον Δημιουργό .
Συνιστάται έτσι, μια ήπια υλική ανάπτυξη, που δεν θα παραθεωρεί το μεγαλείο της υπόστασης του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος και η οποία θα διέπεται από βαθιά επίγνωση ευθύνης και σεβασμό τόσο στις σύγχρονες και μελλοντικές γενεές, όσο και στην αειφορία του φυσικού περιβάλλοντος. Υπό αυτό το πρίσμα, μια βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία θα βασίζεται μονομερώς σε μια μεσοπρόθεσμη λογιστική θεώρηση οικονομικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων ως προς την εκμετάλλευση της φύσης, θα πρέπει να απορρίπτεται. Το δρόμο της ήπιας οικονομικής ανάπτυξης με την ανωτέρω έννοια αποδέχονται σήμερα άλλωστε και σημαντικοί εκπρόσωποι της σύγχρονης ηθικής φιλοσφίας[191].
Ως προς τα πνευματικά μέσα που η ορθόδοξη, χριστιανική διδασκαλία προσφέρει ως απάντηση στην ανθρωπογενή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αποφεύγοντας διεξοδικές αναλύσεις, εστιάζουμε την προσοχή μας στα εξής βασικά: την αγαπητική άσκηση και την ευχαριστιακή εμπειρία.
Η έμπρακτη εφαρμογή της αγαπητικής άσκησης ως τρόπος συνεπούς, ανιδιοτελούς προσφοράς που αποτελεί βασικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας, απεγκλωβίζει σταδιακά τον άνθρωπο από τη φίλαυτη θεώρηση του σύμπαντος κόσμου και τον απελευθερώνει από τις συχνά τεχνητά υποβαλλόμενες, πλασματικές, αλλά όχι πραγματικές ανάγκες του. Ο υπερκαταναλωτισμός που έχει ώς συνέπεια την εξάντληση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την επικίνδυνη συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και γενικά τη διατάραξη των φυσικών νόμων, δίνει τη θέση του στην υπεύθυνη αξιοποίηση των υλικών αγαθών από τον άνθρωπο προς κάλυψη των πραγματικών του αναγκών και σε συνάρτηση με τις ανάγκες των συνανθρώπων του και τα όρια αειφόρου βιωσιμότητας της φύσης. Έτσι, ο άνθρωπος με πνεύμα ελευθερίας και υπευθυνότητας ασκείται στον ένθεο σεβασμό απέναντι στο συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί, διότι σε κάθε έμψυχο ή άψυχο δημιούργημα βλέπει ότι αντανακλάται η αγαπητική δωρεά του Δημιουργού[192].
Η ένθεη αγαπητική άσκηση οδηγεί στην ευχαριστιακή εμπειρία η οποία μπορεί να ανακαινίσει τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, καθώς αποτελεί μέσο κοινωνίας με τον Δημιουργό. Προσεγγίζοντας ο άνθρωπος το σύμπαν ευχαριστιακά καλείται να γίνει «ιερουργός» της φύσης, φορέας δηλ. της δημιουργικής αναμόρφωσης της σε σχέση με τον ζωοποιό της Λόγο. Υπό το πρίσμα αυτό, με την ευχαριστιακή χρήση των αγαθών της δημιουργίας ο αισθητός κόσμος γίνεται στα χέρια του ανθρώπου δώρο ευχαριστήριο που προσφέρεται στο Δημιουργό. Ο άνθρωπος ζώντας ευχαριστιακά, αγωνιζόμενος για μετοχή στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, δέχεται από τον Θεό τον φυσικό κόσμο ως ευλογία και τον αντιπροσφέρει ως ευχαριστία. Αυτό άλλωστε εκφράζεται στη Θεία Λειτουργία με τη χαρακτηριστική εκφώνηση πριν από τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν». Διαλύοντας ατομικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες η γνήσια ευχαριστιακή εμπειρία κατά τη χριστιανική οντολογική διδασκαλία καθαίρει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε ουσιαστική κοινωνία με το περιβάλλον, τα πρόσωπα και τελικά τον Θεό[193].
Τηρώντας ο άνθρωπος μια συνειδητή στάση ζωής που θα διέπεται από αγαπητική άσκηση και ευχαριστιακή εμπειρία μεταμορφώνει και τη σχέση του με τον συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση με το φυσικό περιβάλλον. Υπο αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον άνθρωπο να καταστρέφει τη φύση, να κατασπαταλά αλόγιστα τους φυσικούς πόρους, να ρυπαίνει το φυσικό περιβάλλον η εν γένει να διαταράσσει το οικοσύστημα[194].
ΙV. Επίλογος
Με βάση τα προηγούμενα καταδεικνύονται συγκεκριμένες ελλείψεις στην περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας και επισημαίνονται οι διαχρονικές ευθύνες της ελληνικής Πολιτείας και των Ελλήνων πολιτών εξαιτίας της ασύνετης και ασυνεπούς στάσης τους απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Διαπιστώνεται ότι για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος είναι μεν απαραίτητη η λήψη ορθολογιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, πλήν όμως τα μέτρα αυτά από μόνα τους δεν επαρκούν για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Η εξορθολογισμένη λήψη μέτρων δεν μπορεί να αποφέρει απτά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αν δε συνοδεύεται όμως από μια αναθεώρηση της υπερκαταναλωτικής, ωφελιμιστικής στάσης ζωής, η οποία αποτελεί τη ρίζα της σύγχρονης οντολογικής και τελικά οικολογικής κρίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα εκάστοτε περιβαλλοντικά μέτρα πρέπει να αποβλέπουν στην ισορροπημένη συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, έτσι ώστε ο άνθρωπος αφενός μεν να αξιοποιεί τη φύση για να καλύπτει τις ιεραρχημένες ανάγκες του, αφετέρου δε να διαφυλάσσει με συνέπεια την διαχρονική αειφορία της για τις μέλλουσες γενιές. Η λήψη μέτρων που θα εξυπηρετούσε τη λογική της στάθμισης αμιγώς οικονομικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων θα πρέπει να απορρίπτεται ως απόρροια του κακώς νοούμενου ανθρωποκεντρισμού. H λήψη ορθολογιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, εντασσόμενη στο ανωτέρω πλαίσιο αναθεώρησης της στάσης ζωής του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό κόσμο, αλλά και τον συνάνθρωπο θα μπορούσε να συμβάλλει καταλυτικά στην ουσιαστική αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών ζητημάτων και βεβαίως να περιορίσει την καταχρηστική εκμετάλλευσή του φυσικού περιβάλλοντος. Προς αυτή την κατεύθυνση η γνώση και έμπρακτη εφαρμογή της διδασκαλίας της γνήσιας χριστιανορθόδοξης παράδοσης θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.
Κατά την κρατούσα άποψη της επιστήμης, απαιτείται άμεση αντίδραση συλλογική και ατομική, προκειμένου να αποτραπούν μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες στο οικοσύστημα που θα επηρεάσουν καταλυτικά τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Και στο κρίσιμο ζήτημα του σύγχρονου περιβαλλοντικού προβλήματος εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση κάθε ανθρώπου και κάθε επίσημης Πολιτείας, το αν θα ακολουθήσει το δρόμο της ευθύνης ή της αυτοκαταστροφής. Όσο όμως ο άνθρωπος επιλέγει να τηρεί μια εσωστρεφή στάση ζωής, αυτονομημένη από τον φυσικό κόσμο και τον ζωοποιό αυτού Λόγο και επικεντρωμένη στο άτομο του, τόσο περισσότερο θα διογκώνει το περιβαλλοντικό έλλειμμα και τόσό περισσότερο θα δρα προς την κατεύθυνση της διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας του τόπου του και συνολικά του πλανήτη. Όπως και να έχει πάντως, ο άνθρωπος, με την έννοια του ανεπανάληπτου ελεύθερου προσώπου και όχι αυτή του υποδουλωμένου στις άκριτες επιθυμίες του απρόσωπου στατιστικού αριθμού, δεν παύει να αποτελεί την ελπίδα της Δημιουργίας.
* Δικηγόρος, LL.M., Υποψ. Δ.Ν., (Universitaet Bayreuth).
[1] Οικολογικό αποτύπωμα: θεωρείται το μέτρο, σύμφωνα με το οποίο προσδιορίζονται οι απαιτήσεις της ανθρωπότητας στη βιόσφαιρα, δηλαδή την έκταση παραγωγικής γης, πόσιμου νερού και θάλασσας που είναι απαραίτητη για την κάλυψη των καθημερινών ανθρώπινων αναγκών σε ενέργεια και νερό, συνυπολογίζοντας τις εκπομπές ρύπων ανά άτομο και την έκταση που χρειάζεται για την απόθεση των απορριμμάτων του.
[2] WWF, Living Planet Report 2008, σ. 2 επ., http://www.wwf.gr/images/stories/docs/lpr_2008.pdf .
[3] Βλ. ενδεικτ. Hansen/Sato/Pushker/Russel/Lea/Sidall, Climate change and trace gases, Phil. Trans. R. Soc. A 2007, σ. 1925 επ., Ν. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006 http://www.hm- treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm, WBGU, Welt im Wandel: Sicherheitsrisiko Klimawandel, Berli-Heidelberg, Mai 2007, Intergovernmental Panel on climate change 2007: The physical science basis, Summary of policymakers. Contribution of working group I to the 4 th assessment Report, February 2007, www.who.int/features/2003/04.fr, The European environment - State and Οutlook 2005 (http://www.eea.europa.eu/highlights/20051122115248 ), S. Rahmstorf/H.-J. Schellnhuber, Der Klimawandel 2006, Βerlin – Heidelberg, Α. Gore, An Inconvenient Truth, New York 2006, σ. 28 επ., J. Bruges, To μικρό βιβλίο για τη Γη (Μτφρ. Θ. Αθανασίου), 1η έκδ. 2004, σ. 15 επ., Θ. Γκαβός, Στα πρόθυρα του τέλους του πολιτισμού , ιστοσ. Καθημερινής, 19.06.07.
[4] Βλ. ενδεικτ. συνεντευξη του κατόχου του εναλλακτικού Βραβείου Nobel (1999) H. Scheer, Οι μεγάλοι αμαρτωλοί , Ν+Φ, Φεβρουάριος 2007, αναδημοσίευση από την εφημ.. Το Βήμα 18.02.2007, σ. Α60-61., www.nomosphysis.org.gr, Süddeutsche Zeitung, Aφιέρωμα στις κλιματικές αλλαγές, Die größte Umweltsünder lehnen Auflagen ab, 5.2.2007, http://www.sueddeutsche.de/wissen/artikel/753/100653/.
[5] Βλ. ενδεικτ. Ε. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική πολιτική και οικολογική κρίση, Αθήνα 2006, σ. 19 επ., 32 επ., Κ. Σταμάτης, Βιώσιμη ανάπτυξη και οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη, ΝκΦ 1995, σ. 10, 20, Γ. Καραμπελιάς, Στα μονοπάτια της ουτοπίας, Αθήνα, 1995, σ. 80 επ., K. Ott/R. Döring, Theorie und Praxis starker Nachhaltigkeit, Marburg, 2004, σ. 15 επ.
[6] WWF, The living Planet Report 2008, σ. 2 επ., J. Jowit, World is facing a natural resources crisis worse than financial crunch, The Guardian, 29.10.2008, http://www.guardian.co.uk/environment/2008/oct/29/climatechange-endangeredhabitats .
[7] Bλ. ενδεικτ. L. White, Jr.: The Historical Roots of our Ecologic Crisis, Science, 1967, σ. 1203 επ. Ι. Ζηζιούλας, Η κτίση ως ευχαριστία 1992, Αθήνα, σ. 46 επ., J. Reiche/G. Fülgraff, Eigenrechte der Natur und praktische Umweltpolitik – Ein Diskurs über antropozentrische und ökozentrische Umweltethik, ZfU 1987, σ. 231 επ.
[8] Πρβλ. ενδεικτ. Π. Σούρλας, Φιλοσοφία του Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σ. 145 επ.
[9] J. Zizioulas, Preserving God’s Creation. Three lectures in Theology and Ecology, King’s Theological Review, Spring 1989, σ. 3, o ίδιος, Η φύση ως Ευχαριστία, 1998, σ. 53 επ.. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι ο Ωριγένης δεν θεωρούσε τη συγκεκριμένη διδασκαλία ως τελικό συμπέρασμα ή θέσφατο δόγμα. Η διδασκαλία αυτή παρερμηνεύτηκε στη συνέχεια από θεολόγους ως στενό φιλοσοφικό σύστημα και θεολογικό δόγμα, γεγονός που οδήγησε στην καταδίκη αυτής. Πρβλ. γενικά: J. W. Trigg , Origen, Early Church Fathers, Routledge, New York, 1998.
[10] Βλ. σχετ. Ο. Κimminich, Umweltschutz: Prüfstein der Rechtsstaatlichkeit, Linz, 1987, σ. 41 επ., 49, J. Metz, Christliche Anthropozentrik. Über die Denkform des Thomas von Acquin, München 1962, σ. 59 επ. G. Picht, Der Begriff der Natur und seine Geschichte, Stuttgart, 1989, σ. 58 επ., P. Κοndylis, Die Aufklärung im Rahmen des neuzeitlichen Rationalismus, 1. έκδ., Stuttgart,1981, σ. 43.
[11] Βλ. γενικά: K. Gloy, Das Verständnis der Natur, 1. Bd., Die Geschichte des wissenschaftlichen Denkens, München, 1995, S. Rappel, „Macht euch die Erde Untertan“. Die ökologische Krise als Folge des Christentums?, Abhandlungen zur Sozialethik, Bd. 39, Paderborn – München u.a., 1996, U. Krolzik, Säkularisierung der Natur. Providentia-Dei-Lehre und Naturverständnis der Frühaufklärung, 1984, Neukirchen – Vluyn, 1988, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992., G. Hager, Naturverständnis und Umweltrecht, JZ 1998, σ. 223 επ., F. Nietzsche, Die fröhliche Wissenschaft, 1886, 3. Buch, αρ. 125.
[12] „Homo igitur est finis totius generationis“, Thomas von Aquin, summae contra gentiles libri quattuor, III, 22, 2030d,1996. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Ι. Κant συνάγει το συμπέρασμα:«... χωρίς τους ανθρώπους, ολόκληρη η δημιουργία θα ήταν μια έρημος άχρηστη και δίχως τελικό σκοπό...». στο έργο: Κritik der Urteilskraft, Leipzig, 1878, γαλλ. μετάφραση Critique de la facultè de juger, Methodologie du jugement téléologique, παρ. 86, Oeuvres, τομ. ΙΙ, Paris 1985, σ. 1247, Βλ. επίσης ενδεικτ. ο ίδιος, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, Riga 1785, επανέκδοση 1984, σ. 12 επ. – όπου θεμελιώνεται η θεωρία μέσου και σκοπού.
[13] Bλ. ενδεικτ.:R. Passet, L’ economie et le vivant, Paris 1979, σ. 50 επ., Γ. Καραμπελιάς, οπ.π., 1995, σ. 79 επ., G. Hager, JZ 1998, σ. 223 επ..
[14] Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο F. Bacon παρομοιάζει τη φύση ως «σκλάβα που ο άνθρωπος πρέπει να εξαναγκάσει σε υποταγή», F. Bacon, Novum Organum, πρωτότυπη έκδ. 1620, II, 3, C. Whitney, Francis Bacon. Die Begründung der Moderne, Frankfurt a.M., 1989, σ. 10 επ., S. Rappel, οπ.π., 1996,σ. 287 επ., άλλοτε δε παρομοιάζει τη διαδικασία διερεύνησης της με τη διαδικασία που εφαρμόζει ο ιεροεξεταστής για να πετύχει το σκοπό του και να ανακαλύψει τελικά την αλήθεια, δηλ. ακόμη και με τη χρήση βίας, K. Gloy, oπ.π., 1995, σ. 184 επ.., G. Hager, JZ 1998, σ. 226.
[15] Η περίφημη φράση του R. Descartes: «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» - «cogito, ergo sum» - συμπυκνώνει την ανθρωπολογική θεώρηση του ορθολογιστικού ρεύματος η οποία σε τελική ανάλυση αποδίδει αυταξία στο σκεπτόμενο άνθρωπο και κατά συνέπεια απαξιώνει την άλογη φύση, R. Descartes, Discours de la méthode, μέρος IV, Paris 1637,του ίδιου: Meditationes de Prima Philosophia (1641), Stuttgart 1994, II, 3, σ.78. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται κορυφαίοι φιλόσοφοι όπως ο Β. Spinoza, G. Leibniz, Ι. Κant κ.α.
[16] J. B. Say «...Οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι, γιατί διαφορετικά δε θα τους αποκτούσαμε δωρεάν...» στο έργο: Cours complet d’ economie pratique politique, 3η έκδ. Βrussels, 1844, σ. 36 επ.
[17] Βλ. Κ.- Μ. Μeyer-Abich, Wege zum Frieden mit der Natur, München – Wien, 1984, σ. 19 επ, σ. 69 επ. L. White, Jr.,, Science, 1967, σ. 1203 επ., F.Ekardt, Steuerungsdefizite im Umweltrecht 2001, Baden-Baden, § 14, σ. 239 επ., Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 46 επ., J. Reiche/G. Fülgraff, Eigenrechte der Natur und praktische Umweltpolitik – Ein Diskurs über antropozentrische und ökozentrische Umweltethik, ZfU 1987, σ. 231 επ., Η. Κempf, Comment les riches détruisent la planète, 1η έκδ., 2007 – Eλληνική έκδοση, (Μτφρ. Ε. Τσεζερόλε). Πώς οι πλούσιοι καταστρέφουν τον πλανήτη, 1η έκδ., 2008.
[18] Βλ. ενδεικτ.: Μ. Weber, Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, Archiv für Sozialwissenschaft u. Sozialpolitik, τ. 20 (1904), σ. 1-54, τ. 21 (1905) σ. 1-110, W. Sombart, Der moderne Kapitalismus. Historisch-systematische Darstellung des gesamteuropäischen Wirtschaftslebens von seinen Anfängen bis zur Gegenwart, τ. 3., Das Wirtschaftsleben im Zeitalter des Hochstkapitalismus, Leipzig – München, 1927, R.H. Tawney, Religion and the rise of capitalism, New York.,1977, F. Ekardt, Die protestantische Ethik und der Geist der Umweltzerstörung, ZfU 2004, σ. 277 επ με περαιτέρω παραπομπές.
[19] Βλ. ενδεικτ: C. Stone: Umwelt vor Gericht – Die Eigenrechte der Natur (μετφρ. Η. Blume), 1987, M. Χαϊνταρλής, Η φύση υποκείμενο δικαίου; ΝκΦ 1999, σ. 687 επ.
[20] Βλ. γενικά: J. Habermass. Aγώνες αναγνώρισης στο δημοκρατικό κράτος δικαίου, Αθήνα 1994, σ. 70, Κ.- Μ. Μeyer-Abich, οπ.π., σ. 52 επ., M. Χαϊνταρλής, Η φύση υποκείμενο δικαίου, ΝκΦ 1999, σ. 687 επ., R. Routley, Is there a need for a new environmental ethic?, Proceedings of the XVth World Congress of Philosophy τομ. Ι, Σόφια, 1973, H. Rolston, Is there an ecological ethic?, Ethics 1975, σ. 93 επ., L. White, Jr., Science 1967, σ. 1203 επ., J. Zizioulas, Preserving God’s Creation, Three Lectures on Theology and Ecology, King’s Theological Review, Spring 1989, σ. 1 επ., Αutumn 1989, σ. 41 επ., Spring 1990, σ. 41 επ., K. Λαρρέρ, Η φιλοσοφία του περιβάλλοντος, (Μτφρ. Ε. Γούναρη) Αθήνα 2001, 18 επ., Κ. Σταμάτης, ΝκΦ 1995, σ. 10, 20, Γ. Καραμπελιάς, οπ.π., 1995, σ. 71 επ., F. Ekardt, ZfU 2004, σ. 277 επ., Η. Κempf, οπ.π., 2007, σ. 11 επ., σ. 69 επ.
Aντιθ. γνώμη Ε. Ηardgrove, Weak anthropocentric value, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 183 επ.
[21] N. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006 (http://www.hm-treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm)
[22] C. Stone: Umwelt vor Gericht – Die Eigenrechte der Natur (μετφρ. Η. Blume), 1987, M.-A. Hermitte, Le concept de diversité biologique et la création d’ un statut de la nature, στο έργο: B. Edelman/M.-A. Hermitte, (επιμ.), L’ homme, la nature et le droit 1988, σ. 257 επ., Η. Rolston, Conserving natural value, N. York 1994, σ. 173, P. Taylor, Respect for nature: A theory of environmental ethics, Princeton - NJ, 1986, σ. 71 επ., Η θεωρία αυτή εκκινώντας από τη βάση μιας φιλοσοφίας σεβασμού προς τη ζωή πρεσβεύει σε γενικές γραμμές, ότι η ζωή κάθε πλάσματος αποτελεί μια αξία καθεαυτή (εγγενής αξία), αρά και ένα σκοπό καθεαυτό. Επομένως, στη φύση υπάρχουν και σκοποί πέραν του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί τη μοναδική αυταξία και το μοναδικό αυτοσκοπό, με βάση τον οποίο οφείλει να διαμορφώνεται η ηθική συμπεριφορά. Κάθε ζώσα οντότητα (ανθρώπου, ζώου, φυτού ή μικροοργανισμού) αξίζει μια ηθική θεώρηση και πρέπει να γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης ανεξαρτήτως αν έχει συνείδηση. Επομένως η φύση πρέπει να αναγνωριστεί ως υποκείμενο δικαίου.
[23] Β. Callicott, Beyond the land ethic, 1999 σ. 59. Goοdpaster, On being morally considerable, σ. 324, Journal of Philosophy, 1978, σ. 306 επ., Τ. Regan, Does environmental ethics rest on mistake?, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 161 επ., P. Singer, Practical ethics, Cambridge 1979, σ. 19 επ., Μ. Χαϊνταρλής, οπ.π., σ. 691 επ.
[24] Bλ. ενδεικτ: C. Kirchner, Ökonomische Analyse des Rechts. Ιnterdisziplinäre Zusammenarbeit von Ökonomie und Rechtswissenschaft στο έργο: H.-D. Αssmann / C. Kirchner / E. Schanze, (επιμ.), Ökonomische Analyse des Rechts, 1993, σ. 63 επ., Βλ. επίσης στο ίδιο έργο: R.H. Coase, Τhe Proble, of Sociql Cost, σ. 129 επ. R. Breuer, Grundprobleme des Umweltschutzes aus juristischer Sicht, στο έργο: Ε.Μ. Wenz / O. Issing / H. Hofmann, (επιμ.), Ökologie, Ökonomie und Jurisprudenz, 1987, σ. 21 επ., D. Frank, Umweltrecht und Wirtschaft – Zu den Anforderungen der Wirtschaft an das Umweltrecht, NordÖR 2000, σ. 487 επ.
[25]Βλ. ενδεικτ: Ε. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική πολιτική και οικολογική κρίσης, 2006, σ. 283 επ.
[26] WWF, Living Planet Report, 2008, σ. 14. Bλ. επίσης Υale Center for Environmental Law and Policy, Yale University / Center for International Earth Science Information, Columbia University / World Economic Forum, Geneva, Switzerland / Joint Research Centre of the European Commission, Ispra, Italy: Environmental Performance Index, 2008, (http://www.epi.yale.edu/Home,http://www.epi.yale.edu/Greece). Σε αυτή την έρευνα η Ελλάδα κατατάσσεται στην 44η θέση μεταξύ 149 χωρών ως προς το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, πίσω από χώρες όπως η Αλβανία, η Ουρουγουάη, η Λευκορωσία, ο Παναμάς κλπ.
[27] Βλ. σχετικα με την εξάντληση των ενεργειακών αποθεμάτων και τις επιπτώσεις της για την Ελλάδα: Γ. Λυπιρίδης, Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η εναλλακτική τεχνολογία για ένα αειφόρο μέλλον, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004, www.nomosphysis.org.gr Σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές στην Ελλαδα: Ε. Ακύλας, Σ. Λυκούδης, Δ. Λάλας, «Κλιματική αλλαγή στον ελλαδικό χώρο», Αστεροσκ. Αθηνών, 2007.
[28] Βλ. ενδεικτ. WWF-Ελλάς, Δεσμευσεις χωρίς εφαρμογή, Έκθεση Ιούλιος 2007, σ. 1 επ., IΣΤΑΜΕ, Η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Ετήσιος Απολογισμός, Απρ. 2007, σ. 1 επ.
[29] Βλ. ενδεικτ. Α. Τάχος, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 6η έκδ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σ. 216 επ., Ε. Παπαδημητρίου, oπ.π., 2006, σ. 284 επ.
[30] Βλ. ενδεικτ. D. Plessas, The social costs o fair pollution in the greater Athens region, Athens, 1980.
[31] Βλ. τη σχετική ΥΑ 84498/2579/13.12.1990, Κ Σπανού, Δημόσια Διοίκηση και Περιβάλλον στο έργο: Κ. Σκούρτος / Κ. Σοφούλης, Η Περιβαλλοντική Πολιτική στην Ελλαδα, Αθήνα, 1995, σ. 121.
[32] ΥΠΕΧΩΔΕ, Μάρτιος 2004 – Αύγουστος 2007, Απολογισμός του σημαντικότερου έργου μας, Αυγ. 2007, σ. 9, www.minenv.gr.
[33] Γ. Λιάλιος, Υψηλή απορροφητικότητα ΥΠΕΧΩΔΕ για έργα. Χαμηλή για το περιβάλλον, Οικονομικά νέα, στην ιστοσ. Καθημερινής 04.01.2007, www.kathimerini.gr.
[34] Μ. Ντάνου, Έγκλημα με τα κονδύλια του περιβάλλοντος, ιστοσ. Οίκο της Καθημερινής, 11.01.2007, Γ. Λιάλιος, οπ.π., ιστοσ. Καθημερινής 04.01.2007, Λ. Κατσώνης, Αθέατη όψη, Οικονομικά νέα στην ιστοσ. της Καθημερινής, 19.11.2006.
[35] Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, Ο χάρτης των οικολογικών εγκλημάτων, Καθημερινη, 29.07.2007, σ. 9.
[36] Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006 σ. 291 επ.
[37] Πρβλ. ενδεικτ. Α. Τάχος,οπ.π, 2006, σ. 53 επ.
[38] Βλ. ενδεικτ. WWF-Ελλάς, Δεσμευσεις χωρίς εφαρμογή: Η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα, Μάϊος 2005, σ. 35 επ., Γ. Γιαννακούρου. Η διαχείριση των στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα: Noμικά αιτήματα και θεσμικές προκλήσεις, στο έργο: Ν.-Κ. Χλέπας / Γ. Γιαννακούρου / Θ. Οικονόμου, (επιμ.), Διαχείριση απορριμμάτων 2004, σ. 49 επ. Βλ. επίσης και την παραδoχή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη σύγχυση που δημιουργεί η πολυπλοκότητα των δασικών νόμων στην επίσημη ιστοσελίδα του http://.www.minagric.gr//greek/2.5.3.5.html.
[39] Το φαινόμενο αυτό δε χαρακτηρίζει ασφαλώς μόνο την Ελλάδα. Πολλές προηγμένες χώρες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, όπως π.χ. η Γαλλία και η Γερμανία. Υφίστανται όμως διαφορές στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Συγκεκριμένα στη Γερμανία βρίσκεται σε εξέλιξη το εγχείρημα θέσπισης ενός ολοκληρωμένου Περιβαλλοντικού Κώδικα, ώστε να αμβλυνθεί το πρόβλημα της αποσπασματικότητας και υπερπληθώρας των περιβαλλοντικών νόμων. Βλ. σχετικά Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006,σ. 301 επ., J. Sanden, Umweltgesetzbuch – Da Capo al Fine ?, ZfU 2004, 473 επ., B. Leg, Herausforderung Umweltgesetzbuch, NuR 2007, σ. 257 επ.
[40] Ν.-Κ. Χλέπας / Ε. Μέρτζιου, Οδηγός του πολίτη για την προστασία του περιβάλλοντος, 1996, σ. 23.
[41] Σ. Ρίζος, Ελεγκτικοί μηχανισμοί στην Ελλάδα για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 27. Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον και Δίκαιο 2006, Αθήνα – Κομοτηνή, σ. 516 επ. Σημειώνεται, ότι ο εν λόγω νόμος εμπεριέχει πολλές αορίστίες και διατάξεις γενικού περιεχομένου, τη στιγμή που άλλες χώρες της Ευρώπης διαθέτουν σύγχρονη, συστηματοποιημένη και εξειδικευμένη περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως π.χ. η Γερμανία που διαθέτει ολοκληρωμένους νόμους για τις εκπομπές (ΒImSchG), την προστασία των υδάτων (WHG), του εδάφους (BodSchG), της φύσης (BNatSchG) κ.ο.κ.
[42] Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006 σ. 302 επ.
[43] Α. Τάχος, Η περιφρόνηση του Συντάγματος. Η περίπτωση της μη προστασίας του περιβάλλοντος, ΝκΦ 1998, σ. 283 επ., ο ίδιος, οπ.π.,2006, σ. 129 επ.
[44] Ειδικά για την προβληματική προστασίας του περιβάλλοντος στο ποινικό δίκαιο Βλ. Σ. Αλεξιάδης, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα αντεγκληματικής πολιτικής , Αθήνα 1981, Ν. Δημητράτος, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ΠΧρ. 1994, σ. 140 επ. Βλ. ενδεικτ. σε αντιπαραβολή με το ελληνικό δίκαιο την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων από τον γερμ. ΠΚ (StGB), Μ. Κloepfer, Umweltrecht 2004, Berlin, § 7, σ. 531 επ.
[45] Bλ. ενδεικτ. Σ. Ρίζος, οπ.π., 2007, σ. 27 επ.
[46] Γ. Κρεμλής, Η εφαρμογή και επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, Νόμος+Φύση, Μάιος 2006, Διοικητικοί μηχανισμοί ελέγχου εφαρμογής του δικαίου περιβάλλοντος, Νόμος+ Φύση, Μάρτιος 2006, Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π, 2006, σ. 291 επ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 1 επ., IΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007 σ. 1 επ.
[47] Βλ. ενδεικτ. τη σχετική συμβολή του Π.-Μ. Ευστρατίου, Η έλλειψη περιβαλλοντικής πληροφόρησης και αποτελεσματικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, 87 επ., Τ. Χαροκόπου, Ο θεσμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η διείσδυση του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, σ. 116 επ.
[48] Βλ. ενδεικτ., Σ. Ρίζος, οπ.π., 2007, σ. 28 επ.
[49] Γ. Παπαδημητρίου, Η διαδικασία προσαρμογής του Ελληνικού προς το Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η διείσδυση του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, σ. 74 επ.
[50] Βλ. ενδεικτ., Α. Τάχος, οπ.π., 2006, σ. 211 επ, ο ίδιος, ΝκΦ 1998, σ. 285 επ.
[51] π.χ. το άρθ. 29 περί αστικής περιβαλλοντικής ευθύνης του νόμου πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος 1650/86. Αλλά και εν γένει η εφαρμογή του εν λόγω νόμου κρίνεται δυσχερής. Βλ. Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 516 επ.
[52] Γ. Γιαννακούρου. οπ.π., 2004, σ. 49 επ.
[53] Π.- Μ. Ευστρατίου, Το θεσμικό πλαίσιο εναλλακτικής διαχείρισης συσκευασιών και άλλων προϊόντων, στο έργο: Γ. Γιαννακούρου/Θ. Οικονόμου/Ν.-Κ. Χλέπας, (επιμ.), Διαχείριση απορριμμάτων 2004, σ. 77, σ. 79 επ., F. Ekardt, οπ.π., 2001, σ. 79 επ., Α. Schink, Vollzugsdefizite im Kommunalen Umweltschutz, ZUR 1993, σ. 1 επ.
[54] Βλ. σχετικά, Κ. Ρέμελης, Περιβάλλον και Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αρμοδιότητες των ΟΤΑ σε θέματα χωροταξίας, πολεοδομίας και περιβάλλοντος, Αθήνα - Κομοτηνή, 1989.
[55] Βλ. ενδεικτ. Ε. Σπηλιωτόπουλος, Πρόλογος στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μακρυδημήτρης, «Ombudsman». Ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Αθήνα – Κομοτηνή 1996, σ. 9 επ., ο οποίος σημειώνει : «Η πολιτική ηγεσία ή δεν έχει αντιληφθεί τις συνέπειες του «ράβε – ξήλωνε» ή τις γνωρίζει και αδιφορεί.
[56] Βλ. Γ. Γιαννακούρου, oπ.π., 2004, σ. 43 επ.
[57] Βλ. ενδεικτ. Α. Μακρυδημήτρης,Το έλατο στην άμμο ή ο Οmbudsman στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μακρυδημήτρης, «Ombudsman». Ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη,1996, σ. 14 επ
[58] Α. Τάχος, οπ.π, 2006, σ. 216 επ.
[59] Βλ. Οργανισμός Διεθνούς Διαφάνειας, Ετήσια Έκθεση για τον δείκτη έκτασης της διαφθοράς στον δημόσιο βίο, 2007, σχολ. Φ. Καλλίρη, Μετεξεταστέα στη διαφθορα η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής, 27.09.2007. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε επίπεδο διαφθορας στο σύνολο της ΕΕ των 15 και στην 56η θέση επί συνόλου 179 χωρών. Διαφαίνεται η άμεση σχέση της πολυνομίας με τη διαφθορά κατά το διαχρονικό ρητό του Κορνήλιου Τάκιτου: «corruptissima republica plurimae leges» (όσο περισσότεροι νόμοι τόσο πιο διαφθαρμένη Πολιτεία), Κορνήλιος Τάκιτος (55-117 μ.Χ.) στο έργο: Χρονικά.
[60] Βλ. αποφ. ΣτΕ 4573, 6070/1996, που έκριναν εν τέλει αντισυνταγματικές τις διατάξεις ΜΣΔ του ν. 2300/1995. Δ. Καραβέλλας, Ισχυρή κοινωνία των πολιτών ως εγγυητής της περιβαλλοντικής νομιμότητας, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 15.
[61] Βλ. σχετική συγκριτική προσέγγιση, Θ. Παναγόπουλος, Δίκαιο Περιβάλλοντος 2004, 4η έκδ., Αθήνα, σ. 317 επ.
[62] Βλ., Α. Τάχος, οπ.π., 2006, σ. 216 επ., ο ίδιος, ΝκΦ 1998, σ. 283, Κ. Μενουδάκος, Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος μετά την αναθεώρηση, ΝοΒ 2002, σ. 45 επ., Γ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 24 επ., Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 95 επ.
[63] Βλ. σχετ. Κ. Μενουδάκος, Προστασία του περιβάλλοντος στο ελληνικό δημόσιο δίκαιο. Η συμβολή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΝκΦ 1997, σ. 9 επ.
[64] Κ. Μενουδάκος, Τα δικαστήρια ως ελεγκτικός μηχανισμός για την εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, (σ. 87) σ. 111 επ., Α. Τάχος, ΝκΦ 1998, σ. 283, ο ίδιος, , Σ. Ρίζος, Η περιπέτεια του άρθρου 24 του Συντάγματος και η ευθύνη των κρατικών εξουσιών, ΔτΑ, 2001, σ. 416 επ., ο ίδιος, οπ.π., 2007, σ. 27, Π.-Μ. Ευστρατίου, Ο ρόλος των δικαστών κατά τη διαμόρφωση του δημοσίου δικαίου, ακτιβισμός ή αυτοπεριορισμός;, ΝοΒ 1998, σ. 1212 επ., Α. Παπακωνσταντίνου, Δικαστικός ακτιβισμός και Σύνταγμα. Το παράδειγμα της περιβαλλοντικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΠερΔικ 2006, σ. 222 επ., Π. Λαζαράτος, Ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας διοικητικών πράξεων από τα διοικητικά δικαστήρια σε περιβαλλοντικές διαφορές, Δ 1996, σ. 91 επ.
[65] Βουλή των Ελλήνων, «Έγκριση του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης». Απόφαση 6876/4871/2008 (Α΄ 128/3.7.08).
[66] Μ. Χαϊνταρλής, Οι προσδοκίες που γεννά το νέο χωροταξικό θεσμικό πλαίσιο και θεσμική/νομική ιδιαιτερότητα του, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2008, Α. Βλαντού, Η εφαρμογή του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης: Οι νέες προκλήσεις για την παρακολούθηση της πορείας προς την αειφορία, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2008. Κ. Μενουδάκος, Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν+Φ, Μάϊος 2008. nomosphysis.org.gr, WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή. Ιούνιος 2008, σ. 8 επ.
[67] Βλ.Κοινές θέσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων επί του υπό συζήτηση ΕΧΠ για τον Τουρισμό, 23.10.2008.
[68] Χ. Τσόγκας, Εθνικό Κτηματολόγιο. Σκέψεις σχετικά με τη στάση που ακολουθεί το Δημόσιο στην κτηματολογική διαδικασία και ιδίως κατά τη διόρθωση εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, Συνήγορος 2004, σ. 485-487, Π. Ματθαίου, Κριτική θεώρηση του νέου θεσμικού πλαισίου για το Εθνικό Κτηματολόγιο, ΠερΔικ 1998, σ. 316–328.
Δ. Καραβέλλας, oπ.π., 2007, σ. 15, Χ. Τζαναβάρα, Περιβάλλον: Οι 5 μεγάλες πληγές, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[69] Α. Τάχος, Αυθαίρετα κτίσματα προ του έτους 1980 - Νομιμοποίηση, Αρμεν. 2003, σ. 151-166, ο ίδιος οπ.π., 2006, σ. 218 επ., Γ. Μιχαήλ, Ο σημερινός πολιτισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, N+Φ, Οκτώβριος 2007, Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ., Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 9 επ.
[70] Βλ. αποφ. ΣτΕ 2818/1997, η οποία ακυρώνει την παράλειψη της διοίκησης να προβεί στη σύνταξη δασικών χαρτών, Ν. Ρόζος, Η αντιμετώπιση από τη νομοθεσία και τη νομολογία ορισμένων ζητημάτων που αφορούν εκτάσεις με δασική βλάστηση, Ν+Φ, Ιούνιος 2006, A. Τάχος, οπ.π. 2006, σ. 218 επ., Δ. Καραβέλλας, oπ.π., 2007, σ. 15.
[71] Ο.E.C.D. (Organiztion for Economic Co-Operation and Development ), Environmental Performance Reviews, Greece 2000, σ. 187 επ., W. Burgbacher/P. Brasse, Der Umweltschutz in Griechenland vor dem Beitritt zur EG 1977, σ. 207 επ., Γ Φατούρος,(συνέντευξη. σε Τ. Επτακοίλη), Η γεωργία ρυπαίνει και εξαντλεί βάναυσα τις λίμνες, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 54, Μάρτιος 2007, σ. 16 επ..
[72] Βλ. ενδεικτ. «Αιτιολογική πρόταση της Κυβέρνησης για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος σύμφωνα με τα άρθ. 110 και 119 του Κανονισμού της Βουλής», Αθήνα 11.05.06, ΣτΕ. Η αποφ. Ολομ. ΣτΕ 4/2007 της 16/5/2007 εκφράζει την ανησυχία της για τις επιπτώσεις της προτεινόμενης αναθεώρησης, Σ. Δήμας, Όχι στην αλλαγή του αρθ. 24, Ν+Φ, Ιανουάριος. 2007, αναδημοσίευση από εφημ. Καθημερινή 21.01.2007, σ. 6, Κ. Μενουδάκος, Αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος μια οπισθοδρομική πρόταση, Ν+Φ, Ιανουάριος 2007, WWF-Ελλάς, oπ.π., 2007, σ. 15, το ίδιο, oπ.π., 2005, σ. 35 επ., Β. Αποστόλου, Το περιβάλλον στο στόχαστρο της αναθεώρησης, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 18.11.2007,www.enet.gr .
[73] Βλ. επίσης τις σχετικές αποφάσεις: Oλ.ΣτΕ 2753/1994 και ΣτΕ 4301/2001, Ν. Ρόζος, Ν+ Φ Ιούνιος 2006, Σ. Ντάλης, Τα τρία επίπεδα προστασίας των δασικών εκτάσεων, Ν+Φ, Ιούλιος 2007.
[74] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 28 επ., Γ. Κασιμάτης, Σκέψεις καμένης γης, Νόμος+Φύση, Ιούλιος 2007, αναδημοσίευση από: εφημ. Το Βήμα, 15.07.2007, σ. Α24., Θ. Νάντσου, Αποτίμηση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, (σ. 33) σ. 41 επ., Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9, Έρευνα του Ριζοσπάστη,Εμπρηστική «σκυταλοδρομία», ιστοσ. Ριζοσπάστη 01.07.2007, www.rizospastis.gr , Ι. Φωτιάδη, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 28 επ..
[75] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 26.
[76] Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 40 επ., Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9.
[77] Για το λόγο, ότι διαπιστώθηκε ανεπαρκής προστασία των Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Καθώς οι ΖΕΠ δεν είναι συνολικά θεσμοθετημένες στην Ελλάδα και δεν έχουν θεσπιστεί οριζόντια μέτρα προστασίας και διαχείρισής τους, η νομική τους προστασία δεν θεωρείται επαρκώς κατοχυρωμένη και δεν διασφαλίζεται η προστασία των ενδιαιτημάτων των πουλιών, η επιβίωση και η αναπαραγωγή τους. Το ΥΠΕΧΩΔΕ βρίσκεται στη διαδικασία προκήρυξης διαγωνισμού για την ανάπτυξη δράσεων προστασίας των ΖΕΠ, Βλ. WWF-Ελλάς, οπ.π, 2007, σ. 15 επ.
[78] Mετά από εξέταση του επιπέδου ενσωμάτωσης της Οδηγίας των Οικοτόπων (Οδ. 92/43/EOK), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να βελτιώσει τη σχετική νομοθεσία, ώστε να καλύπτει τα άρθρα 6.4 και 12 και την αναφορά στο Παράρτημα IV της Οδηγίας σχετικά με τη διαχείριση των περιοχών Natura και την προστασία των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος. Τον Ιούνιο του 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΚ. Βλ. WWF-Ελλάς, οπ.π. 2007, σ. 15 επ., IΣΤΑΜΕ, οπ.π.,2007, σ. 7. Πρβλ. επίσης απόφ. ΣτΕ 3595/2007 η οποία ακυρώνει ΚΥΑ οριοθέτησης της προστατευόμενης περιοχής της λίμνης Παμβώτιδας, διότι ο χαρακτηρισμός της λίμνης ως περιοχής οικοανάπτυξης θα έπρεπε να έχει γίνει με προεδρικό διάταγμα, έτσι ώστε να ελέγχεται επαρκώς ο καθορισμός ζωνών προστασίας της βιοποικιλότητας ή αντίστοιχων ρυθμίσεων.
[79] Το Δικαστήριο απαρίθμησε πολλές παραλείψεις – περιπτώσεις ανεπαρκούς ορισμού ζωνών – και ανέφερε δώδεκα είδη πτηνών που χρειάζονται ιδιαίτερα ενισχυμένη προστασία. Βλ. WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 26 επ.
[80] Φ. Στεφανοπούλου, Νεκρώνουν 5 υγροβιότοποι, Τα Νέα, 20.09.2007, www.tanea.gr .
[81] Στο πλάισιο αυτό, η Ελλάδα όρισε επιπροσθέτως 12 ΖΕΠ, έτσι ώστε στο σύνολο της χώρας ανέρχονται πλέον σε 163, και χαρακτήρισε επαρκείς περιοχές μόνο για ένα από τα είδη στα οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου.
[82] Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι περίπου 32 Σημαντικές Ζώνες πτηνών (ΣΖΠ) εξακολουθούν να μην καλύπτονται από το επιτασσόμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, ενώ η κάλυψη περαιτέρω 75 ΣΖΠ είναι ανεπαρκής και τα όρια θα πρέπει να επαναχαραχθούν, ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα προστατεύομενα είδη που ορίζει το κοινοτικό δίκαιο.
[83] Bλ. ενδεικτ. http://capital.gr/news.asp?Details=599805 .
[84] Βλ. ενδεικτ. Γ. Ζαβιτσάνου, Μ. Ντάνου, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 13 επ.
[85] Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ., Γ. Ζαβιτσάνου, Μ. Ντάνου, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 13 επ.
[86] Λ. Γιάνναρου, Πέντε δέντρα ανα στρέμμα είναι Μητροπολιτικό Πάρκο; Oίκο της Καθημερινής, τεύχ. 60 Σεπτέμβριος, 2007, σ. 14 επ.
[87] Συνήγορος του Πολίτη, «Ετήσια Έκθεση 2007», Μάρτος 2007, σ. 137 επ.
[88] Βλ. ενδεικτ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 5 επ. Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 37 επ., Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, Τα λατομεία λειτουργούν ακόμη, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 52, 11.01.07.
[89] Βλ. Υποθ. C-68/06 για μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ.
[90] Θ. Εκμετζόγλου-Newson, Η οδηγία 2001/42/ΕΚ σχετικά με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, ΠερΔικ 2006, σ. 73 επ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 5 επ.
[91]Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 37.
[92] Βλ. ενδεικτ. Ολ. ΣτΕ 4938/1995, ΔιοικΔικ 1996, σ. 1275 επ., ΣτΕ 2594/1998, ΣτΕ 2595/1999, ΠερΔικ 2000, σ. 89 επ., ΣτΕ 2499/1999, ΠερΔικ 2001, σ. 396 επ, ΣτΕ 1035/1993, ΝκΦ 1994, σ. 225 επ., Ολ. Στε 2300/1997, ΣτΕ 3478/2000, Ολ. ΣτΕ 1675/1999, Σχόλιο Ε.-Α. Μαριά, ΠερΔικ 1999, σ. 227 επ., ΠερΔικ 2731/1999, ΠερΔικ 1999, σ. 80 επ., A. Παπαπετρόπουλος, Οι γενικές αρχές του ακυρωτικού ελέγχου κατά τη διαδικάσια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριότητων, Νόμος+Φύση Ιουλ. 2003.
[93] Βλ. περισσοτ. Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ. Βλ. επίσης ενδεικτικά Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων προς του Υπουργούς της Ε.Ε. (7.2.2007) πάνω στην προσφυγή του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου (ΙΜΔΑ) υπ’ αριθμ. 30/2005 κατά Ελλάδας http://www.mfhr.gr/archive/jurisprudence/ECSR_IMDAvGreece.pdf, ΙΣΤΑΜΕ, οπ.π, 2007, σ. 5, Τ. Σταυρινάκη, Το περιβαλλοντικό μας δίκαιο σε δοκιμασία, Ν+Φ, Ιούλιος. 2007, Ι. Σωτήρχου, Ευρωχαστούκι για Μεγαλόπολη, Πτολεμαΐδα, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07, Ε. Στεργίου, Ο ενεργειακός χάρτης της Ελλάδας και η εξάρτηση από το πετρέλαιο, ιστοσ. Καθημερινής 17.09.07.
[94]A. Σαλαμαλίκη/Α. Φιλιάτουρα, Καθεστώς αδειοδότησης των ατμοηλεκτρικών σταθμών στην Καρδιά στον Άγιο Δημήτριο και στην Πτολεμαϊδα του νομού Κοζάνης, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 136.
[95] ΥΠΕΧΩΔΕ, Περιβαλλοντικές Επιθεωρήσεις 2006, Συνολική αποτίμηση 1/1/2004 – 19/10/2007. http://www.minenv.gr/eyep/apotesm/00/etisia.ekthesi.2006-7.pdf
[96] Βλ. ενδεικτ. IΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007, σ. 7, Μ. Καραβασίλη, Οίκο Καθημερινής, τ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 48, Ι. Σωτήρχου, οπ.π., ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 4., ΥΠΕΧΩΔΕ, οπ.π., Απολογισμός, Αύγουστος 2007, σ. 9, www.minenv.gr.
[97] Βλ. τη σχετική συμβολή του Β. Δωροβίνη, Τυπικές διαδικασίες και πρακτική. Παρατηρήσεις από την πλευρά των Μ.Κ.Ο., στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 87 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, οπ.π., 2003, σ. 81 επ.
[98] Βλ. ενδεικτ. αποφ. Ολ.ΣτΕ 2940/2000, (εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε Κυκλαδονήσια).
[99] Βλ. ενδεικτ. αποφ. ΣτΕ 1154/2007, (εγκατάσταση ΧΥΤΑ στην Κερατέα).
[100] Δ. Καραβέλλας, οπ.π., 2007, σ. 15 επ.
[101] Συνήγορος του Πολίτη, Ετήσια Έκθεση 2006, σ. 140 επ, Γ. Ζιάμος, Η πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και η συμμετοχή πολιτών σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον στην ελληνική έννομη τάξη, στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 15 επ., Β. Δωροβίνης, Τυπικές διαδικασίες και πρακτική. Παρατηρήσεις από την πλευρά των Μ.Κ.Ο., στο ίδιο έργο 2003, σ. 87 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, στο ίδιο έργο, 2003, σ. 81 επ.
[102] Βλ. Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 131.
[103] Βλ. περισσότερα: Συνήγορος του Πολίτη, Ετήσιος Απολογισμός 2006, σ. 140 επ., σ. 148,www.synigoros.gr, Β. Δωροβίνης, οπ.π., 2003, σ. 81 επ., Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2008, σ. 235 επ.
[104]WWF, Living Planet Report 2008, σ. 18.
[105] Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, Το νερό στη γεωργία, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007, Μ. Χαραλαμπάκης, Τα ψάρια πεθαίνουν από δίψα, ιστοσ. Τα Νέα, 01.11.2007, www.tanea.gr, Γ. Λιάλιος, Νερό. Γιατί πάλι δεν έχουμε αρκετό; Οίκο της Καθημερινής τ. 68, Μάϊος 2008, σ. 8 επ.,
[106] Ι. Mυλόπουλος, Νερό: O επόμενος εφιάλτης, Νόμος+Φύση Αυγ. 2007, αναδημοσίευση απο εφημ. Τα Νέα στις 08.08 2007, σ. 16, Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, οπ.π., Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007, Γ Φατούρος,(συνέντευξη σε Τ. Επτακοίλη), Η γεωργία ρυπαίνει και εξαντλεί βάναυσα τις λίμνες, Οίκο της Καθημερινής, τ. 54, Μάρτιος 2007, σ. 18.
[107] Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9, Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, οπ.π., Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007.
[108] Χ. Καρανίκας, Πληρώνουν 5.000 Ευρώ το έγκλημα του Ασωπού, ιστοσ. της εφημ. Τα Νεα, 27.09.2007.
[109] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 17 επ.
[110] Βλ. ΙΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007, σ. 4 επ., WWF-Eλλάς, οπ.π., 2007,σ. 13 επ., Λ. Γιάνναρου / Γ. Ελαφρός, Ασωπός, ο μεγάλος εμπαιγμός με τα απόβλητα, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 45 επ.
[111] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 15.
[112] Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 38 επ.
[113] WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 15.
[114] WWF-Ελλάς, οπ.π., 2008, σ. 16.
[115] απόφ. ΔΕΚ της 06.10.2005, C- 502/03, «Επιτροπή κατά Ελλάδας».
[116] ΥΠΕΧΩΔΕ, Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, Ιούνιος 2005, σ. 3 επ., http://www.tzampazi.gr/diaxeirisi_aporrimmatwn.pdf .
[117] WWF-Ελλάς, οπ.π. 2007, σ. 21 επ., ΥΠΕΧΩΔΕ, οπ.π., Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, Ιούνιος 2005, σ. 3 επ., Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[118] Βλ. Ψήφισμα της 1302.2007 της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την Οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα, που δίνει έμφαση στην πρόληψη των αποβλήτων μέσα και από τη δημιουργία εθνικών προγραμμάτων πρόληψης, Γ. Γιαννακούρου, οπ.π.,2004, σ. 43 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, οπ.π.,2003, σ. 79, Λ. Κουνιάδος, ΧΥΤΑ: Η πλέον περιβαλλοντοκτόνος επιλογή για την επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου, Oικολογική Επιθεώρηση, Μάρτιος 2006, Β. Γιόκαρης/Γ. Διπλάρη/Σ. Θεοδωρόπουλος/Σ. Κουνιάδος /Γ. Κουνιάδου-Σαραντέα/Π. Κουφαλάκος (Επιτροπή Πρωτοβουλίας Πολιτών Μεσσηνίας), Χ.Υ.Τ.Α., όχι Χ.Υ.Τ.Υ., Οικολογική Επιθεώρηση, τεύχ. Ιαν. 2006., Ν.-Κ. Χλέπας, Εικόνες από το μέλλον; επιτυχίες και αδιέξοδα των πολιτικών για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων στη Γερμανία, στο έργο: Γ. Γιαννακούρου/ Θ. Οικονόμου/ ο ίδιος, (επιμ), Διαχείριση απορριμμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ. 19 επ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στη Γερμανία ήδη από τον Μάιο του 2005 δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται μη επεξεργασμένα απορρίμματα στους ΧΥΤΑ, ενώ μέχρι το 2009 προβλέπεται, ότι θα έχουν κλείσει όλοι οι παράνομοι ΧΥΤΑ και θα έχουν αντικατασταθεί από ΧΥΤΥ.
[119] Γ. Μπάλιας, Το πρόβλημα των απορριμμάτων. Επισημάνσεις για την ειδικότερη περίπτωση της «προσωρινής αποθήκευσης», Νόμος+Φύση, Ιουλ. 2005, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[120] Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[121] Βλ. Υπηρεσία Διαχείρισης ΕΠΠΕΡ, ΥΠΕΧΩΔΕ, 5η Συνεδρίαση Επιτροπής Παρακολούθησης – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον 2000–2006 (Αθήνα ΥΠΕΧΩΔΕ 2004), Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών, Διαχειριστική Αρχή του ΚΠΣ, ειδική Υπηρεσία σχεδιασμού και αξιολόγησης αναπτυξιακών προγραμμάτων, επιστημονική Γραμματεία σχεδιασμού του εθνικού στρατηγικού πλαισίου αναφοράς και αναπτυξιακού προγραμματισμού 2007-2013, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007-2013, Δεκέμβριος 2005, σ. 35 επ., Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ.
[122] Βλ. ενδεικτ. ΠΑΚΟΕ, Μαϊμού διαχέιριση των νοσοκομειακών αποβλήτων, Οίκο Νέα, τεύχ. 54 Μαρτ. 2007, σ. 7 επ., στο ίδιο, Η Ευρώπη μειώνει τα απορρίμματα της σ. 14 επ.
[123] Έκθεση ΥΠΕΧΩΔΕ για τη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, με ημερομ. δημοσίευσης 28.02.07, Κριτ. Χ. Τζαναβάρα, 333.000 τόνοι θάνατος, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 01.03.07, Λ. Γιάνναρου/Γ. Ελαφρός, οπ.π, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 45 επ.
[124] ΝSCESD, Report of sustainable Development Indicators – Greece 2003, σ. 39, Εurostat, Municipal waste management in the European Union 15, 2003, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Βλ. και σχετική απάντηση του Επιτρόπου Περιβάλλοντος ΕΕ Σ. Δήμα σε ερώτηση του τ. ευρωβουλευτή K. Χατζηδάκη, Η Ελλάδα 22η στην ανακύκλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ιστοσ. Phantis, Ελληνικός Κυβερνοχώρος, 31.08.2006, http://www.phantis.gr/news/?newsID=2006083193553.
[125] Βλ., ΥΠΕΧΩΔΕ, ιστοσ. http://www.minenv.gr/anakyklosi/general/general.html, Γ. Ελαφρός, «Μάχη» γύρω από κάδους ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής 09.11.2007, Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ.
[126] Βλ. ΝSCESD, οπ.π, υπσημ. 87, σ. 39, Εurostat, Municipal waste management in the European Union 15, 2003, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/ .
[127] Γ. Ελαφρός, «Μάχη» γύρω από κάδους ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής 09.11.2007, Ε. Χατζηιωαννίδου, Υπανάπτυκτοι στον τομέα της ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής, 8.3.2007.
[128] Γ. Ελαφρός, οπ.π. 09.11.2007, Ε. Χατζηιωαννίδου, οπ.π., ιστοσ. Καθημερινής, 8.3.2007.
[129] Ν.-Κ. Χλέπας, οπ.π., 2004, σ. 19.
[130] Βλ. Υποθ. C-440/06 ΔΕΚ σχετικά με την παραβίαση υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελλάδας που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ «περί επεξεργασίας αστικών λυμάτων», Κ. Καλλέργης, Καταδίκη (και) για τα λύματα, ιστοσ. Καθημερινής, 26.10.2007 πρόκειται για τους δήμους και οικισμούς της Αρτέμιδας, της Χρυσούπολης, της Ηγουμενίτσας, του Ηρακλείου Κρήτης, της Κατερίνης, του Κορωπίου, της Λευκίμμης, του Λιτόχωρου Πιερίας, των Μαλίων, του Μαρκόπουλου, των Μεγάρων, της Νέας Κυδωνίας Κρήτης, της Ναυπάκτου, της Νέας Μάκρης, της Παροικίας Πάρου, του Πόρου-Γαλατά, της Ραφήνας, της Θεσσαλονίκης (τουριστική ζώνη), της Τρίπολης, της Ζακύνθου και της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, της Εδεσσας και, τέλος της Καλύμνου. Σημειωτέον δε, ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί εννέα φορές ως τώρα για την ανυπαρξία μέτρων διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων και εκκρεμεί η εκδίκαση πολλών ακόμα υποθέσεων από την ΕΕ., Βλ. γενικά για την επιβολή χρηματικής ποινής από το ΔΕΚ, Ι. Κουφάκη, Η επιβολή χρηματικής ποινής ως μέσο εκτέλεσης αποφάσεων του ΔΕΚ(Υπόθεση Κουρουπητός ΙΙ), ΠερΔικ 2000, 189 επ.
[131] Βλ. σχετικά, Γ. Ζαβιτσάνου/Λ. Ντιλσιζιάν, Όλα όσα θα θέλατε να ξέρατε για την ανακύκλωση, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοεμβρ. 2007, σ. 25 επ.
[132] Βλ. ΚΥΑ 8668/07.
[133] Γ. Παπαδημητρίου, Λιγνιτικοί σταθμοί. Η ώρα της αλήθειας, Ν+Φ, Νοεμβριος 2005. Ε. Στεργίου, Ο ενεργειακός χάρτης της Ελλάδας και η εξάρτηση από το πετρέλαιο, ιστοσ. Καθημερινής 17.09.07, Χ. Λιάγγου, Πρωταθλήτρια στη χρήση πετρελαίου η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής 26.10.2007, Βλ. Στοιχεία για την εξέλιξη του ενεργειακόυ ισοζυγίου σε: www.ypan.gr.
[134] Βλ. Σχετικό Πίνακα της Εurostat: Consumption of electricity by industry, transport activities and households/services, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Λυπιρίδης, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004.
[135] WWF-Ελλάς, Tρεις πλανήτες για τους Έλληνες (παρατηρήσεις στην έκθεση Living Planet 2008), http://www.wwf.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=678&Itemid=72
[136] Βλ. Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Εκπομπών 2007, το οποίο προβλέπει αύξηση των σχετικών εκπομπών μέχρι το 2010 κατα 37,2 %. Η στάση αυτή είναι προφανώς αντίθετη με τις δεσμεύσεις της χώρας μας απέναντι στη σχετική νομοθεσία της ΕΕ και ιδίως την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ για τη θέσπιση του 6ου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, που αναγνωρίζει την κλιματική αλλαγή ως πεδίο προτεραιότητας για δράση και προσδιορίζει μεταξύ άλλων και τη σταδιακή μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου κατά την περίοδο 2008 έως 2012 σε σχέση πάντα με τα επίπεδα του 1990. Βλ. επίσης σχετικά, Β. Καραγεώργου/Σ. Μανωλκίδης, Αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Η ευρωπαϊκή και η ελληνική προοπτική, Ενέργεια & Δίκαιο 2006, σ. 5 επ., Γ. Παπαδημητρίου, Η «άβολη αλήθεια» της κλιματικής μας πολιτικής, Ν+Φ, Ιούνιος 2007, Χ. Λιάγγου, Πρωταθλήτρια στη χρήση πετρελαίου η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής 26.10.2007.
[137] Βλ. τον σχετικό πίνακα της Εurostat,Consumption of electricity by industry, transport activities and households/services, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9.
[138] Βλ. ΠΑΚΟΕ, Ελληνικά περιβαλλοντικά φάουλ, Οικο Νέα, τεύχ, Μαρτίου 2007, σ. 33, European Environment Agency «Technical Report, Annual European Community greenhouse gas inventory 1990-2005, and inventory report 2007», Submission to the UNFCCC Sekretariat 27.4.2007, Εurostat: Total greenhouse emissions, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/.
[139] Bλ. σχετικό Πίνακα της Εurostat: Τable 6.4 a): Greenhouse emissions per capita, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Παπαδημητρίου, Η «άβολη αλήθεια» της κλιματκής πολιτικής μας, στο έργο: Μεταρρύθμιση, Αθήνα, τ. 16, σ. 42 επ.
[140] Βλ. ενδεικτ. Κ. Παπανικολάου, Ο προληπτικός περιβαλλοντικός έλεγχος της χωροθέτησης μεταλλείων και λατομείων μετά την απόφαση ΣΤΕ (Ολ.) 998/2005, Ν+Φ, Απρίλioς 2005,
ΠΑΚΟΕ, Κοινοτικές οδηγίες που δεν εφαρμόζονται, Οικο Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 26 επ.
[141] WWF-Ελλάς, Έκθεση Dirty thirty, Europe’s worst climate polluting power stations, 2007.
[142] Α. Μπουγάτσου/Μ. Καϊταντζίδης, Η ΔΕΗ, εκχωρεί χωρίς αντάλλαγμα το 20% της αγοράς, ιστοσ. Οικονομία Ελευθεροτυπίας, 10.11.2007.
[143] Γ. Ελαφρός, Όμηροι του λιγνίτη και του πετρελαίου, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.2007.
[144] Θ. Τσιγγανάς/Ζ. Κουταλιανού, Θέλουν και τη ΔΕΗ και τη ζωή τους, ιστοσ. Καθημερινής,, 27.10.2007.
[145] Βλ. ενδεικτ. έρευνα της Μονάδας Αιμοστατικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ (εφημερίδα Αγγελιοφόρος, 7.2.2007, www.agelioforos.gr) σε σχέση με τις επιπτώσεις των εκπομπών ατμοηλεκτρικών εργοστασίων στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, που διαπιστώνει μεταξύ άλλων ότι επτά στους δέκα θανάτους στην ευρύτερη περιοχή της Πτολεμαϊδας οφείλονται σήμερα σε καρκίνο ή σε θρομβοεμβολική νόσο (έμφραγμα, εγκεφαλικό, πνευμονική εμβολή), ενώ παρουσιάζεται αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου με γεωμετρική πρόοδο ανά δεκαετία από το 1950 έως σήμερα. Το 2006 το ποσοστό θανάτων με αιτία τον καρκίνο ανήλθε σε 30,5 %, Α. Καραλίγκας, Η ΔΕΗ σκοτώνει, Οικολογική Επιθεώρηση, τεύχ. Μάρτιος 2007 http://www.oikologos.gr, Ι. Σωτήρχου, οπ.π., ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07.
[146] Βλ. ενδεικτ. Γ. Ελαφρός, Μικροσωματίδια σκοτώνουν 5000 Έλληνες, ιστοσ. Καθημερινής, 23.01.2007, ο ίδιος, Ελλάδα, ο μεγάλος ρυπαντής, Τ. Γιωργιοπούλου, Περιβαλλοντική αναισθησία σε αριθμούς, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.07, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 6.
[147] Υπουργείο Ανάπτυξης, 1η Έκθεση για το μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας 2008-2020, Μέρος Ι, έκδ. 2007, Σ. Καλογερόπουλος/Ε. Γκίκα, Τα Αιολικά Πάρκα στην Ελλάδα και το παιχνίδι των ενεργειακών συμφερόντων, Hellenic Nexus, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2006, σ. 30 επ.
[148] απόφ. ΔΕΚ της 17.01.2008, C- 342/07.
[149] Βλ. Μ. Καραβασίλη, Μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, Ν+Φ, Οκτώβριος 2008, ΠΑΚΟΕ, Ενεργειακά σπάταλα σπίτια, Οικο Νεα, Μάρτιος 2007, σ. 23 επ.
[150] Εκκρεμεί η ενσωμάτωση της Οδ. 2003/91 «για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων» ΕΕ 1/65 της 4.1.2003.
[151] Βλ. N. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006, http://www.hm- treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm, WBGU, Welt im Wandel: Sicherheitsrisiko Klimawandel, Berlin, Heidelberg, Mai 2007. Iδίως στο πόρισμα ΙPCC της Επιτροπής Stern (Stern Review) επισημαίνεται, ότι η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 2°C, που εκτιμάται ότι θα συμβεί στα τέλη του αιώνα, αν δεν υπάρξει μεταβολή της διεθνούς κλιματικής πολιτικής θα προκαλέσει ανεξέλεγκτες κλιματικές μεταβολές οι οποίες θα επιφέρουν εκτός των άλλων ζημίες στην παγκόσμια οικονομία ισοδύναμες με το 5% έως 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Επίσης εκτιμάται, ότι η άμεση και συστηματική διάθεση του 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην αποτροπή του ανωτέρω προδιαγραφόμενου κινδύνου. Βλ. επίσης Δ. Ζενγκέλης , Ο Έλληνας της Έκθεσης Στερν, συνέντευξη στον Γ. Ελαφρό, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. Οκτωβρίου 2007, σ. 14 επ., Wissenschaftlicher Beirat der Bundesregierung Globale Veränderungen (WBGU), Keine Entwicklung ohne Umweltschutz: Empfehlungen zum 4. Millennium + 5-Gipfel, 2005, http://www.wbgu.de/wbgu_pp2005.pdf , WWF, The living Planet Report 2008, σ. 2 επ., J. Jowit, World is facing a natural resources crisis worse than financial crunch, The Guardian, 29.10.2008..
[152] Βλ. Περισσοτ. Information und Kommunikation für Erneuerbare Energien e.V. (IKEE), Daten+Falten, Deutschalnd hat unendlich viel Energie, 05.2007, www.unendlich-viel-energie.de, E. Δικαίος, Εβδομάδα Περιβάλλοντος στο Βερολίνο, (Μέρος Ι) Στάσεις και τάσεις στον αγώνα κατά των κλιματικών αλλαγών, Οικολογική Επιθεώρηση, Ιούλιος - Αύγουστος 2007, Γ. Λυπιρίδης, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004.
[153] ΠΑΚΟΕ, Ελληνικά περιβαλλοντικά φάουλ, Οίκο-Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 33.
[154] ΥΠΑΝ, Απολογισμός 2004-2006, 2006, σ. 12 επ., σ. 16 επ., www.ypan.gr, ΠΑΚΟΕ, Η χώρα αποκτά επιτέλους χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ , Οικο Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 34 επ., WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούλιος 2007, σ. 7, http://www.minenv.gr/4/42/00/sxedio.kya.ape.pdf.
[155] Βλ. ενδεικτ. Γ. Φαραγγιτάκης, Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πραγματικότητα και προοπτικές (ΠΕΕΚΠΕ), 2001, www.ekke.gr/estia/Cooper/Vena/Vena.htm, Ν. Μάργαρης, Απλά μαθήματα πατριδογνωσίας, ιστοσ. Το Βήμα, 12.11.2000, Ν.Κ.Χλέπας./ Ε. Μέρτζιου, Οδηγός του πολίτη για την προστασία του περιβάλλοντος, WWF- Ελλάς, (επιμ.), 1996.
[156] Bλ. ενδεικτ. Δ. Σωτηρόπουλος, Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: Aτροφική ή αφανής, στο έργο: Δ. Σωτηρόπουλος, (επιμ.), Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα, 2004, Αθήνα, σ. 117 επ., Γ. Μιχαήλ, N+Φ, Οκτώβριος 2007, Ε. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία 2η έκδ. Αθήνα, 1984, Χ. Τζαναβάρα, Πράσινη συνείδηση, μαύρη ζωή, Ελευθεροτυπία, 05.06.2007, σ. 3.
[157] Βλ. ενδεικτ. Δ. Νίκογλου, Η υπερκατανάλωση που έγινε ζωή, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.2007. Ι. Παλαιοκρασσάς, Τα αδιέξοδα του πολιτισμού μας, Ελευθεροτυπία, 11.7.2007, σ. 10, Σ. Τσαγκαράτος, Υποχρέωση των άλλων, περιοδ. Περιβάλλον της Εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 05.06 2007, σ. 6.
[158] Βλ. Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006, σ. 307 επ. , Δ. Σωτηρόπουλος, οπ.π., 2004, σ. 117 επ.
[159] Βλ. Σ. Ρίζος, ΔτΑ, 2001, 416 επ., Α. Τάχος, ΝκΦ 1998, σ. 281 επ., ο ίδιος, οπ.π. 2006, σ. 216 επ.
[160] Γ. Κρεμλής, Επτά επιτακτικοί λόγοι για τη δημιουργία Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2007, Δ. Χριστοφιλόπουλος, Γιατί χρειάζεται αυτοτελές Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ελευθεροτυπία, 11.07.2007, σ. 10.
[161] Βλ. ενδεικτ. ενημέρωση των πολιτών από ιστοσ. του ΥΠΑΝ, σχετικά με την: Εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση της ενέργειας, http://www.cres.gr/energy-saving/.
[162] Στο ίδιο μήκος κύματος, Βλ. ενδεικτ. Δ. Καραβέλλας, οπ.π., 2007, σ. 15, Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 50 επ.
[163] Παγκόσμια Επιτροπή του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, Έκθεση Βrundtland, Το κοινό μας μέλλον 1987. Η εκθεση αυτή θεωρείται σταθμός για τη σύγχρονη περιβαλλοντική προστασία, γιατί αποτύπωσε σαφώς την ανάγκη για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε συνάρτηση με το σεβασμό των ανθρώπινων όντων. Κριτ. απέναντι στην οικονομιστική λογική της βιώσιμης ανάπτυξης, Κ. Κρίμπας, Μια δαρβινική θεώρηση της οικολογικής κρίσης, Ν+Φ, Οκτώβριος 2007.
[164] Βλ. ενδεικτ. Κ. Σταμάτης,ΝκΦ 1995, σ. 14 επ.
[165] Βλ. ενδεικτ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ.
[166] Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 39, σ. 41 επ. –
[167] Βλ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ, σ. 112 επ., όπου επισημαίνεται, ότι ο άνθρωπος αποτελεί την κορωνίδα του φυσικού κόσμου όχι μόνο διότι είναι προικισμένος με τον υψηλότατο βαθμό λογικής όλων των έμβιων ζώων της Γης, αλλά κυρίως διότι διαθέτει σε μέγιστο βαθμό την ελευθερία να αντιταχθεί, ακόμα και στην έμφυτη λογική του φυσικού κόσμου, που τον περιβάλλει. Μπορεί συνεπώς, είναι ελέυθερος, ακόμα και να καταστρέψει τον κόσμο, σε αντίθεση με κάθε άλλο όν στον πλανήτη.
[168] Βλ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ., σ. 112 επ., o ίδιος, King’s Theological Review, Αutumn 1989, σ. 41 επ., Spring 1990, σ. 41 επ. Στο ίδιο συμπέρασμα αλλά από την σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας καταλήγουν επίσης μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, A Sand County Almanac, New York 1949, σ. 256 επ., ο ίδιος, For the health of the land, Washnington, 1999, σ. 278 επ., Ε. Ηardgrove, Weak anthropocentric value, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 183 επ., H. Rolston, Duties to ecosystem, στο έργο: B. Callicott, (επιμ.), Companion to a Sand County Almanac, Madison 1987, σ. 246 επ., J. Bentham, An introduction to the principles of morals and legislation, London, 1789, σ. 389 επ.
[169] Κ. Σταμάτης, ΝκΦ 1995, σ. 14 επ., Βαρθολομαίος, Οικουμενικός Πατριάρχης, Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα επί τη ημέρα της προσευχής υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος (01.09.2007), Αριθμ. Πρωτ. 935.
[170] Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ορθόδοξη διδασκαλία έχει το πλεονέκτημα σε αντίθεση με την καθολική και προτεσταντική χριστιανική θεώρηση της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος, ότι δεν επηρεάστηκε δογματικά και δεν περιχαρακώθηκε σε ανθρωποκεντρικές, λογικοκρατούμενες θεωρήσεις, όπως π.χ. αυτές των ρευμάτων του Σχολαστικισμού, του Πιετισμού, του Πουριτανισμού κ.α., που άσκησαν σημαντική επιρροή στην Καθολική και Προτεσταντική Εκκλησία, με αποτέλεσμα η Δυτική Εκκλησία να έλθει σε διαμάχη με τα σύγχρονα επιστημονικά πορίσματα της εξελικτικής δαρβινικής θεωρίας, αλλά και με τα πορίσματα της φυσικής σχετικά με τη φύση του χώρου και του χρόνου και της κβαντικής μηχανικής ως προς τη φύση των στοιχείων του σύμπαντος. Βλ. σχετικά με τη θέση της ορθόδοξης παράδοσης απέναντι στη σχέση θρησκείας και επιστήμης: Aγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Ὑπέρ τῶν ιερῶς ἡσυχαζόντων, MPG 150, 1101, 1118, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π.,1992, σ. 46 επ, σ. 56 επ., Ι. Βλάχος, Oρθόδοξη Θεολογία και επιστήμη, στο έργο: Μεταξύ δύο αιώνων, Λιβαδειά, 2000, σ. 121 επ., P. Gregorios, The Human Presence, An orthodox view of nature, Geneva, 1978, σ. 28 επ.
[171] Γεν. 2,16-17: «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῷ βρώσει φαγῄ, από δέ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε απ’ αὐτοῦ». Παρατηρείται δηλ., ότι ήδη από την αρχή της δημιουργίας με την παρακοή του απέναντι στο Θεο, που εκφράζεται με την παράβαση της ανωτέρω εντολής, ο άνθρωπος εμφανίζεται στην Π.Δ. να διαταράσσει την αρχική αρμονία των σχέσεων Θεού – Ανθρώπου – Κτίσεως. Με την παράβαση της εν λόγω εντολής, που όχι τυχαία σχετίζεται άμεσα με τη χρήση του φυσικού περιβάλλοντος, ο άνθρωπος διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και το Θεό και αυτονομείται. Βλ. Βαρθολομαίος,οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007).
[172] Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα, 01.09.2007, Ήδη από την αρχή της δημιουργίας ο άνθρωπος εμφανίζεται στην Π.Δ. να διαταράσσει με την παρακοή και του στην εντολή του Θεού (Γεν. 2,16-17) την αρχική αρμονία των σχέσεων Θεού – Ανθρώπου – Κτίσεως. Με την παράβαση της εν λόγω θείας εντολής, που όχι τυχαία σχετίζεται άμεσα με τη χρήση του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, ο άνθρωπος διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και το Θεό και αυτονομείται.
[173] Γεν. 1, 26, Ι. Ζηζιούλας, Ο άνθρωπος και το περιβάλλον: Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, Πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού ίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες, αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[174] Βλ. ενδεικτ. F. Ekardt, oπ.π., 2001, σ. 357 επ., L. White, Science 1967, σ. 1203.
[175] Βλ. ανωτ. Μέρος Ι.2.
[176] P. Gregorios, oπ.π., The Human Presence, 1978, σ. 63 επ., Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007), Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 57 επ., σ. 112 επ. Την οργανική θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση υποστηρίζει και η θεωρία του Δαρβινισμού. Παράλληλα, η σύγχρονη φυσική επιστήμη με αφετηρία τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν έρχεται να επισημάνει με επιστημονικά τεκμήρια το τέλος της διχοτόμησης ανάμεσα στη φύση ή την υλική της ουσία και το γεγονός (χρόνος). Τέλος, η κβαντική μηχανική συνηγορεί υπέρ της αδιάσπαστης ενότητας και αδιάκοπης αλληλεπίδρασης υποκειμένου και υλικού αντικειμένου. Επίσης, στο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος αποτελεί τμήμα της βιοτικής κοινότητας και αλληλεξαρτάται από αυτή, εξετάζοντας όμως το ζήτημα από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας υιοθετούν μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac,1949, σ. 90 επ., Ε., και Η. Οdum, Fundamentals of ecology, Philadelphia 1953.
[177] Γεν. 2. 7 εδ. 2, «...καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὑτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἴς ψυχήν ζῶσαν»
[178] Γεν. 2. 7 εδ. 1, «καί ἒπλασεν ὁ Θεός τὀν ἂνθρωπον χούν από τῆς γῆς», Α΄ Κορ. 15, 47. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες, αιχμής και Ορθοδοξία, 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[179] Α. Κεσελόπουλος, Ορθοδοξία και περιβάλλον, Νatura lapsa και Natura oeconomica, στο έργο: H περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα (Μ. Σκούρτος/Κ. Σοφούλης, (επιμ.), Αθήνα 1998, σ. 317.
[180] Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 28, 22, PG 36, 324A, Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων 15 PG 95, 144B., Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ. Γι’ αυτό άλλωστε και στην ορθόδοξη παράδοση η υλικότητα του σώματος δεν υποτιμάται σε σχέση με το πνεύμα. Αντίθετα, δέχεται ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα μια σχέση αμοιβαιότητας και αλληλοσεβασμού, καθώς η υλικότητα του ανθρώπου συγγενεύει με την κτιστή φύση, ενώ η πνευματικότητα του με το Θεό και τις άκτιστες ενέργειες Του. - Στο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος αποτελεί τμήμα της βιοτικής κοινότητας και αλληλεξαρτάται από αυτή, εξετάζοντας όμως το ζήτημα από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας υιοθετούν μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac,1949, σ. 90 επ., Ε., Η. Οdum, Fundamentals of ecology, Philadelphia 1953. την οργανική θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση υποστηρίζει και η θεωρία του Δαρβινισμού. Παράλληλα, η σύγχρονη φυσική επιστήμη με αφετηρία τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν έρχεται να επισημάνει με επιστημονικά τεκμήρια το τέλος της διχοτόμησης ανάμεσα στη φύση ή την υλική της ουσία και το γεγονός (χρόνος). Τέλος, η κβαντική μηχανική συνηγορεί υπέρ της αδιάσπαστης ενότητας και αδιάκοπης αλληλεπίδρασης υποκειμένου και υλικού αντικειμένου -.
[181]A. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 293 επ.
[182] Γεν. 1, 27-29, Γεν 3, 7. 3, 19, Ι. Γαλάνη, Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως κατά την Καινή Διαθήκη 1984, σ. 26.
[183] Γεν. 2, 15.
[184] Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Λόγοι Ηθικοί ΙΓ, SC 129, σ. 402.
[185] Βλ. Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικό Μήνυμα (01.09.2007), Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ., Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 315.
[186] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 111 επ.
[187] Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Κεφάλαια περί αγάπης 1, PG 90, 981B.
[188] Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007).
[189] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π.,1992, σ. 112 επ.
[190] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ., Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 293 επ., D. Staniloae, The World as gift and sacrament of God’s love, περιοδ. Sobomost 1969, σ. 671 επ., Στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά από τη σκοπιά του οικολογικού κινήματος καταλήγει ο Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac, 1949, σ. 228 επ., Κ. Λαρρέρ, Η φιλοσοφία του περιβάλλοντος, (Μτφρ. Ε. Γούναρη) 2001, σ. 84 επ.
[191] Βλ. ενδεικτικά τα έργα των : Κ. Οtt/R. Döring, oπ.π., Theorie und Praxis starker Nachhaltigkeit, 2004, σ. 15 επ., B. Callicott, oπ.π., Beyond the land ethic, 1999, σ. 321-380. Mε περαιτέρω παραπομπές.
[192] A. Aδαμαντιάδης, Oρθοδοξία και Oικολογία (από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου: «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002).
[193] Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 318 επ., A. Aδαμαντιάδης, οπ.π. Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[194] A. Aδαμαντιάδης, οπ.π., Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., Πρακτικά συνεδρίου: «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002, Αγ. Ισάακ Σύρος, Tα Eυρεθέντα Aσκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου 1997, Λόγος 81, Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων 1, PG 94, 1300 AB.
Ελευθέριος Π. Δικαίος*
Το
άρθρο αυτό επιχειρεί να σκιαγραφήσει το περιβαλλοντικό έλλειμμα στην
Ελλάδα. Εισαγωγικά (Μέρος I), γίνεται μια σύντομη αναφορά στην
παγκόσμια διάσταση της οικολογικης κρίσης, στις επιπτώσεις που αυτή
επιφέρει στο σύγχρονο αξιακό σύστημα, αλλά και στη σχέση της
οικολογικής κρίσης με την έμπρακτη εφαρμογή του κακώς εννοούμενου
ανθρωποκεντρισμού.
Στη συνέχεια
(Μέρος ΙΙ), η προσοχή εστιάζεται στην εξέταση των αδυναμιών της
ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, διοίκησης και πολιτικής. Με βάση
σύγχρονα δεδομένα, παρουσιάζονται εκφάνσεις του περιβαλλοντικού
προβλήματος στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως αυτές έμπρακτα καταγράφονται σε
βασικούς τομείς της περιβαλλοντικής προστασίας (όπως η διαχείριση των
δασών, οι διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου ΜΠΕ, η διαχείριση των υδάτων
και απορριμμάτων,
η
διαχείρση της ενέργειας σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση των κλιματκών
αλλαγών, η περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή, η περιβαλλοντική
εκπαίδευση), με απώτερο στόχο την κατάδειξη των βαθύτερων αιτίων του
προβλήματος, αλλά και του μεγέθους της ευθύνης που αναλογεί στην
Πολιτεία και τον πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό δεν παραλείπονται και
ορισμένες αναφορές σε θετικές ενέργειες της Πολιτείας, που θα μπορούσαν
να σηματοδοτήσουν μια νέα αφετηρία στην αντιμετώπιση των
περιβαλλοντικών ζητημάτων.
Συνακόλουθα (Μέρος ΙΙΙ), αναλύονται οι σημερινές προοπτικές βελτίωσης της περιβαλλοντικής κατάστασης στην Ελλάδα και απαριθμούνται επιγραμματικά τεχνοκρατικά μέτρα προς άμβλυνση του προβλήματος. Τέλος, επιχειρείται να απαντηθεί το ερώτημα, αν τελικά η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων επαρκεί από μόνη της για μια ουσιαστική μεταβολή στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Στο πλάισιο αυτό, δίδεται έμφαση στην οντολογική διάσταση της οικολογικής κρίσης, ιδιαίτερα όπως αυτή θεωρείται και αντιμετωπίζεται από τη χριστιανορθόδοξη θεολογική παράδοση.
Ι. Εισαγωγικές σκέψεις
1. Η παγκόσμια διάσταση της οικολογικής κρίσης
Η οικολογική κρίση δεν αποτελεί καινοφανές φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Ιδιαίτερα έντονα όμως τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση των φυσικών στοιχείων σημαίνει συναγερμό απέναντι στην υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1961 έως σήμερα το οικολογικό αποτύπωμα[1] του πλανήτη έχει υπερδιπλασιαστεί κυρίως εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της γης και της αύξησης της ατομικής κατανάλωσης. Εκτιμάται ακόμη ότι σήμερα η αλόγιστη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος υπερβαίνει την ικανότητα αναγέννησης του πλανήτη κατά 30% περίπου, ενώ τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της γης ζουν σε χώρες που είναι «οικολογικοί οφειλέτες», δηλαδή η εθνική τους κατανάλωση ξεπερνά τη βιολογική φέρουσα ικανότητα της χώρας[2]. Η εξαφάνιση σημαντικού ποσοστού ειδών της πανίδας και της χλωρίδας, η αλόγιστη σπατάλη ή εξάντληση φυσικών πόρων, όπως το νερό, το πετρέλαιο, κ.α. απαραίτητων για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής και του σύγχρονου βιοτικού επιπέδου, οι ραγδαίες κλιματικές αλλαγές εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου, η τήξη των πάγων τα έντονα καιρικά φαινόμενα (έξαρση καταιγίδων και καυσώνων), σταδιακή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας δεν αφήνουν αμφιβολίες για την κρισιμότητα τις κατάστασης.
Σήμερα κατά την κρατούσα άποψη της επιστήμης, η λεπτή και φθίνουσα ισορροπία του οικοσυστήματος κινδυνεύει μεσοπρόθεσμα με μη αναστρέψιμη ανατροπή και μαζί με αυτήν απειλούνται οι συνθήκες ανάπτυξης της ανθρώπινης ζωής, αν δεν ληφθούν εγκαίρως από την Παγκόσμια Κοινότητα και τους φορείς της αποτελεσματικά μέτρα[3]. Παρά ταύτα φαίνεται, ότι η «κραυγή» της φύσης απευθύνεται σε «ώτα μη ακουόντων», ή τουλάχιστον «μη επαρκώς ακουόντων». Και τούτο, διότι και σήμερα η Παγκόσμια Κοινότητα πολύ απέχει από το να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την αποφασιστική αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης[4].
Η οικολογική κρίση λόγω της παγκόσμιας διάστασης που λαμβάνουν οι επιπτώσεις της αποτελεί για πολλούς το κορυφαίο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η σύγχρονη ανθρωπότητα. Η οικολογική κρίση θέτει σε δοκιμασία τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ηθικές αξίες σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο. Η «δαμόκλειος σπάθη» της μη αναστρέψιμης ανατροπής του γήινου οικοσυστήματος ως αποτέλεσμα της άκριτης προσκώλησης της ανθρωπότητας στην υλιστική ηθική του υπερκταναλωτισμού και την αλόγιστη οικονομική ανάπτυξη, έρχεται να επισημάνει, ότι η εφαρμογή του σύγχρονου συστήματος αξιών ακολουθεί αδιέξοδη πορεία[5].
Ο άνθρωπος μπροστά στην ακόρεστη δίψα του για οικονομική ανάπτυξη παρέβλεψε ότι η μακροπρόθεσμη ευημερία της οικονομίας εξαρτάται από τη λελογισμένη χρήση των περιβαλλοντικών αγαθών, που αποτελούν αξάλλου την πηγή της οικονομίας, αλλά και την αειφόρο διαφύλαξη των φυσικών πόρων, την διατήρηση δηλαδή των ορίων της ικανότητας της φύσης να αποκαθιστά τους φυσικούς πόρους που χάνει εξαιτίας ανθρωπογενών ή φυσικών παραγόντων. Οι οικονομικές συνέπειες της αλόγιστης εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος εκτιμάται ότι ανέρχονται συνολικά σε «οικολογικό χρέος-έλλειμμα» που υπερβαίνει ετησίως τα τέσσερα έως τεσσεράμισι τρισεκατομμύρια δολάρια, το διπλάσιο, δηλαδή, από τις υπολογιζόμενες απώλειες των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, κατά την παρούσα οικονομική κρίση[6].
Η προβληματική που γεννά η άμετρη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος επιτάσσει στο σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά και σε κάθε πολίτη ατομικά να αναθεωρήσουν την παρούσα στάση τους και εν γένει το σύστημα αξιών τους σε ό,τι αφορα τη σχέση τους με το περιβάλλον. Είναι ανάγκη να τεθεί φρένο στην πολιτική και κρατούσα καθημερινή πρακτική τής με κάθε κόστος υλικής ευδαιμονίας και του άμετρου οικονομικού και κοινωνικού ανταγωνισμού χωρίς σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και εν τέλει χωρίς σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Εξάλλου, πέραν της περιβαλλοντικής κρίσης, η ενσκήψασα παγκόσμια οικονομική κρίση επιβεβαιώνει την ανάγκη για λελογισμένη και όχι άμετρη οικονομική ανάπτυξη.
Η πρόχειρη όμως διακήρυξη της ανάγκης για αναθεώρηση των κυρίαρχων αξιών που διέπουν το σύγχρονο τρόπο ζωής και την πολιτική των αναπτυγμένως χωρών ως ευχερές ρητορικό ευχολόγιο θα ήταν αβάσιμη και κενή περιεχομένου, αν δεν επιχειρηθεί κατ’ αρχήν να εντοπιστούν οι ρίζες του προβλήματος και να προσδιοριστούν οι εκφάνσεις του.
2. Ο ανθρωποκεντρισμός και η σύγχρονη οικολογική κρίση
Η κακώς εννοούμενη αρχή του ανθρωποκεντρισμού, ιδίως δε ο τρόπος που αυτή εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται σε παγκόσμια κλίμακα από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης στη Δύση ώς τις μέρες μας, αποτελεί, κατά την άποψη πολλών επιιστημόνων[7], αν όχι αφετηρία, βασικό τουλάχιστον αίτιο της περιβαλλοντικής κρίσης. Οι πηγές της αρχής του ανθρωποκεντρισμού συναντώνται ήδη στην αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστική η φράση του αβδηρίτη σοφιστή Πρωταγόρα (490-411 π.Χ.): «πάντων χρημάτων μέτρον ἂνθρωπος» που εκφράζει την άποψη, ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρο της αλήθειας και της γνώσης όλων των πραγμάτων. Επομένως, κάθε υποκειμενική θεώρηση έχει άξια ως μέρος της αλήθειας και της γνώσης των πραγμάτων. Ψήγματα του ανθρωποκεντρισμού συναντώνται στην ηθική του ελληνιστικού φιλοσοφικού ρεύματος των Σκεπτικιστών που επιδιώκουν την ευδαιμονία («αταραξία») του εκάστοτε υποκειμένου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα γνώσης και επομένως διερεύνησης της αλήθειας από τον άνθρωπο. Σε συναφές πλαίσιο, οι Επικούρειοι θέτουν ως σκοπό της ζωής του ανθρώπου την κατάκτηση της ευδαιμονίας, η οποία συνίσταται στην ηδονή, την απόλαυση δηλ. των πραγμάτων που τον ευχαριστούν και η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία σωματικού ή ψυχικού πόνου[8].
Άξιοσημείωτη είναι κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες υπό την επίδραση του νεοπλατωνισμού η διδασκαλία ρευμάτων του γνωστικισμού (όπως ο μανιχαϊσμός) που υποστήριζαν έναν αυστηρό δυϊσμό μεταξύ πνεύματος και ύλης. Είναι επίσης χαρακτηριστική η διδασκαλία του χριστιανού φιλοσόφου Ωριγένους του Αλεξανδρινού (185-254 μ.Χ.) ο οποίος θεωρούσε την υλική φύση υποδεέστερη από την έμψυχη φύση, διότι ως άψυχη είναι άνευ σημασίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η διδασκαλία αυτή που είχε βρει απήχηση στον πρωτοχριστιανικό κόσμο καταδικάστηκε τελικά το 553 μ.Χ. ως αιρετική κατά την 5η Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη.[9]
Ο ανθρωποκεντρισμός όμως, όπως γίνεται αντιληπτός στη σύγχρονη εποχή, άρχισε να εγκαθιδρύεται ως θεολογικό και τελικά κοινωνικό δόγμα την εποχή του Μεσαίωνα από το θεολογικό - φιλοσοφικό κίνημα του Σχολαστικισμού, με κύριο εκπρόσωπο τον ρωμαιοκαθολικό Άγιο Θωμά τον Ακινάτη (St. Τhomas von Aquin - 1225-1274). Oι εκπρόσωποι του Σχολαστικισμού ερμηνεύοντας βιβλικά χωρία της Γενέσεως (αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τη φράση «...πληρώσατε τήν γην καί κατακυριεύσατε αὐτῆς... , Γεν. 1,28») δεν έμειναν απλώς στο συμπέρασμα, ότι ο Θεός τοποθετεί τον άνθρωπο ως κορωνίδα των όντων στο κέντρο της δημιουργίας, αλλά έθεσαν τις βάσεις της μετέπειτα και έως τις μέρες μας κρατούσας αντίληψης ενός σαφούς διαχωρισμού του ανθρώπου από την υπόλοιπη φύση. Και τούτο, διότι στο ρεύμα του Σχολαστικισμού συναντώνται τα πρώτα σπέρματα της ορθολογικής διάκρισης του «κατ’ εἰκόνα και ὁμοίωσιν» έλλογου, έμψυχου και άρα «ἐλέω Θεοῦ» υπερέχοντος ανθρώπου απέναντι στην άλογη φύση (επονομαζόμενος δυϊσμός)[10].
Μέσα στην ιστορική δίνη των ραγδαίων πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων, αλλά και επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων της εποχής της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι οποίες αποτυπώθηκαν στη σκέψη κυρίαρχων ιδεολογικών - φιλοσοφικών ρευμάτων της Δύσης (όπως π.χ. ο ορθολογισμός, ο φιλελευθερισμός, ο ωφελιμισμός, ο οικονομικός υλισμός, ο ατομισμός, ο καπιταλισμός κ.α.), η ανθρωποκεντρική θεώρηση λαμβάνει νέες διαστάσεις. Μέσα στο κλίμα ευφορίας για τις δυνατότητες του ανθρώπου που δημιούργησαν τα πρωτοφανή πνευματικά, επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα από την εποχή της Αναγέννησης και ύστερα, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποχώρηση της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσιαστικής αυθεντίας και την ανάδειξη του ατομισμού και του φιλελευθερισμού στις δυτικές κοινωνίες, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του ως κέντρο του σύμπαντος, αυτονομημένο από τη φύση.[11]
Με αφετηρία την ορθολογική παραδοχή της εκ Θεού ανωτερότητας του ανθρώπου απέναντι στα υπόλοιπα όντα, συνάγεται ότι ο άνθρωπος αποτελεί τον σκοπό ολόκληρης της δημιουργίας[12]. Ο άνθρωπος ως έλλογο ον που έχει την ικανότητα να αποδίδει αξία στα αντικείμενα, αποτελεί αυταξία, αυτονομημένη από το φυσικό περιβάλλον[13]. Eπομένως, ο άνθρωπος διαθέτει απεριόριστο δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το φυσικό περιβάλλον, προκειμένου να ικανοποιεί επαρκώς τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους σκοπούς του. Σύμφωνα με την εν λόγω θεώρηση που απορρέει από το ρεύμα του εμπειρισμού και του ορθολογισμού, με κύριους εκπροσώπους τους Francis Bacon[14] (1561-1626 μ.Χ.) και René Descartes[15] (1596-1650 μ.Χ.) αντίστοιχα, ο φυσικός κόσμος είναι ένα ανυπότακτο τμήμα της δημιουργίας, που παρέχει στον άνθρωπο την πρώτη ύλη για την οικονομική ανάπτυξη και υλική ευημερία του και την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αποκαλύψει και να υποτάξει με όλα τα μέσα που διαθέτει. Ο φυσικός κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποθήκη αναλώσιμων υλικών που εξυπηρετεί τον άνθρωπο[16]. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο της ανθρωποκεντρικής θεώρησης, το οποίο όχι τυχαία εναρμονίζεται με τα κρατούντα οικονομικά συμφέροντα, εγκαθιδρύεται και τελικά νομιμοποιείται η χρησιμοθηρική ηθική της απεριόριστης εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο προς εξυπηρέτηση των επιθυμιών και αναγκών του, ανεξάρτητα από το είδος και την ποιότητά τους[17].
Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, που κατά κύριο λόγο στηρίζεται στον άκρατο καταναλωτισμό, διέπεται - έστω και ασυνείδητα - από την εφαρμογή της ηθικής του κακώς εννοούμενου ανθρωποκεντρισμού[18]. Είναι σαφές ότι σε γενικές γραμμές οι έννομες τάξεις του αναπτυγμένου κόσμου ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό δίδουν απόλυτο προβάδισμα στα δικαιώματα των ατομικών έννομων αγαθών. Από την άλλη πλευρά, δεν αναγνωρίζεται καμία μορφή δικαιώματος στη φύση και τα στοιχεία της, παρά μόνο εμμέσως και μόνο όταν αυτό εξυπηρετεί ατομικά συμφέροντα[19]. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση η αναγνώριση δικαιωμάτων σε φυσικά στοιχεία πέραν των νομικών ζητημάτων που θα δημιουργούσε, θα έπληττε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, διότι θα περιόριζε την παραγωγή και την κατανάλωση. Η λειτουργία όμως του ισχύοντος σαφώς ανθρωποκεντρικού οικονομικού και δικαιϊκού συστήματος αποδεικνύεται πλέον εκ του αποτελέσματος απρόσφορη και επικίνδυνη για τη διατήρηση του ανθρώπινου γένους σε συνθήκες οικολογικής ισορροπίας[20]. Τα διστακτικά βήματα, που έστω και καθυστερημένα έχουν αρχίσει να γίνονται διεθνώς προς την ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος σε διάφορα επίπεδα, έχουν κατά κανόνα κατασταλτικό χαρακτήρα και δεν υπηρετούν οπωσδήποτε την ανάγκη βαθύτερης αναθεώρησης της κακώς νοούμενης ανθρωποκεντρικής πρακτικής. Σε γενικές γραμμές τα μέτρα αυτά δεν κρίνονται ικανά να αντιστρέψουν ουσιαστικά την προδιαγραφόμενη κατάσταση[21].
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι και στην αντίπερα όχθη, η θεωρία του βιοκεντρισμού ή οικοκεντρισμού[22], που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες με διάφορες εκφάνσεις ως μια προσπάθεια υπέρβασης του κακώς νοούμενου ανθρωποκεντρισμού, δεν κρίνεται σε γενικές γραμμές ικανοποιητκή στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής περιβαλλοντικής ήθικής και γενικότερα πολοτοκής. Η εν λόγω θεωρία αποδεικνύεται στην πράξη δυσεφάρμοστη και μη πειστική, αφού αποδίδει σε γενικές γραμμές ίση αξία και ιδιότητες σε όλα τα έμβια φυσικά όντα, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να παραμερίζεται από το κέντρο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων και τη θέση του να καταλαμβάνει άτακτα ένας αόριστος αριθμός ίσότιμων φυσικών αξιών[23].
3. Η οικολογική κρίση και η Ελλάδα
Η Ελλάδα δεν μένει ανεπηρέαστη ούτε από την αλόγιστη εφαρμογή της ανθρωποκεντρικής θεώρησης, ούτε ασφαλώς από την παγκόσμια περιβάλλοντική κρίση. Η χώρα μας από τη σύσταση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και ύστερα ακολουθή σε γενικές γραμμές μια συνεπή πορεία που συναρτάται άρρηκτα με την πολιτική και αξιολογική θεώρηση των κρατών του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου. Η σύγχρονη Ελλάδα δεμένη στο άρμα της Δύσης εύλογα δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από την υιοθέτηση του κρατούντος κεφαλαιοκρατικού συστήματος η εφαρμογή του οποίου εξ ορισμού δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομίας, αλλά διέπει καθοριστικά το δίκαιο και τις κοινωνικές δομές[24].
Έτσι και η ελληνική έννομη τάξη δίδει σαφή προτεραιότητα στην έννομη προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων έναντι των δικαιωμάτων των συλλογικών έννομων αγαθών. Σε αρκετές περιπτώσεις η εφαρμογή αυτής της πρακτικής αγγίζει τα όρια της κατάχρησης, π.χ. στον τομέα της πολεοδομίας, της εκτέλεσης δημοσίων έργων ή της προστασίας της βιοποικιλότητας. Σήμερα πλέον, το εν λόγω σύστημα θεωρείται απόλυτα παγιωμένο στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη. Η σύγχρονη ιστορία της χώρας, ιδιαίτερα μετά τον Εμφύλιο έως τις μέρες μας, επιβεβαιώνει το απόλυτο προβάδισμα του κοντόφθαλμου ατομικού συμφέροντος έναντι του μακροπρόθεσμου συλλογικού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Αναμφισβήτητα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη, συχνά ανεξέλεγκτη πολεοδομική δραστηριότητα και ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, με ανυπολόγιστο κόστος ως προς το φυσικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής του πολίτη[25].
Εξετάζοντας τους περιβαλλοντικούς δείκτες της ΕΕ, αλλά και παγκοσμίως αντιλαμβανόματε, ότι η Ελλάδα έχει θέση ουραγού στις περιβαλλοντικές επιδόσεις και κατ’ επέκταση στην περιβαλλοντική πολιτική. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 11η χειρότερη θέση ανάμεσα στις 148 χώρες που εξετάστηκαν όσον αφορά το οικολογικό της αποτύπωμα σε σχέση με τους φυσικούς όρους που καταναλώνει κατά μέσο όρο. Το οικολογικό αποτύπωμα των Ελλήνων είναι υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής και το φυσικό περιβάλλον[26].
Η ίδια η καθημερινότητα του μέσου Έλληνα πολίτη στα αστικά κέντρα, αλλά ακόμα και στην αγροτική ύπαιθρο προδίδει το έλλειμμα και την πολιτική ένδεια στον περιβαλλοντικό τομέα της χώρας. Από τη μια πλευρά, οι μεγαλουπόλεις μαστίζονται από υπερβολικές εκπομπές καυσαερίων και άλλων ρύπων, άναρχη δόμηση, έλλειψη πρασίνου, ανεξέλεγκτη διαχείριση αποβλήτων, αλόγιστη ενεργειακή σπατάλη. Από την άλλη πλευρά, η αγροτική ύπαιθρος πάσχει από ερημοποίηση εδαφών λόγω υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων, επιλογής ακατάλληλων καλλιεργειών, υπερεξάντληση ή μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα και γενικότερη παραμέληση στην εφαρμογή εξορθολογισμένης γεωργικής πολιτικής. Η πρωτοφανής οικολογική καταστροφή που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του Ιουλιού και Αυγούστου 2007, αλλά και τα παρεπόμενα αυτής, όπως ο οικονομικός μαρασμός των πληττόμενων περιοχών, η διάβρωση του εδάφους, οι πλημμύρες, υπενθύμισαν ως ένα βαθμό το ξεχασμένο από μεγάλο τμήμα της αρμόδιας διοίκησης και των πολιτών, αλλά διαχρονικό έλλειμμα της ελληνικής περιβαλλοντικής πολιτικής.
Αλλά και πέρα από τα εγχώρια προβλήματα, οι παγκόσμιες διαστάσεις της οικολογικής κρίσης πλήττουν ήδη καίρια την οικονομία της χώρας. Αφενός, η μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων των ενεργειακών και άλλων πρώτων υλών, όπως π.χ. το πετρέλαιο κ.α., λόγω της υπερεκμετάλλευσης τους, που συνοδεύεται με καλπάζουσα αύξηση των αγοραίων τιμών τους, επιβαρύνει την οικονομία της χώρας, αφού η Ελλάδα εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από τη χρήση τους. Αφετέρου, οι κλιματικές αλλαγές ως απόρροια του φαινομένου του θερμοκηπίου επηρεάζουν, όπως είναι ευνόητο έντονα τη χώρα. Ήδη έχει παρατηρηθεί ασυνήθιστη αύξηση της έντασης και της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες, και οι τοπικές καταιγίδες, αλλά και αύξηση της μέσης θερμοκρασίας των ελληνικών θαλασσών και της ατμόσφαιρας. Αναμένεται δε στο μέλλον οι παγκόσμιες κλιματικές μεταβολές να την επηρεάσουν ακόμα πιο έντονα, καθώς βρίσκεται στη κλιματικά ιδιαίτερα ευαίσθητη μεθόριο της Εύκρατης Ζώνης της μεσογειακής λεκάνης, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε τέτοιες αλλαγές. Μερίδα επιστημόνων υποστηρίζει μάλιστα, ότι πιθανότατα στα τέλη του αιώνα οι κλιματικές συνθήκες στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα, θα εξομοιωθούν με το σημερινό κλίμα της Β. Αφρικής με καταστροφικές συνέπειες για τον τουρισμό τη γεωργία και γενικά την εθνική οικονομία[27].
Παρά τα ήδη δυσάρεστα αποτέλεσματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και τις δυσοίωνες επιστημονικές προβλέψεις για το μέλλον, η ελληνική Πολιτεία και ο Έλληνας πολίτης δε δείχνουν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος και να αναλαμβάνουν με πράξεις τις ευθύνες, που τους αναλογούν έναντι του προβλήματος. Η περιβαλλοντική πολιτική της χώρας φαίνεται να πάσχει από έλλειψη μακροπρόθεσμου συστηματικού σχεδιασμού και οράματος[28].
Σε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι ευθύνες της ελληνικής Πολιτείας και του Έλληνα πολίτη απέναντι στην περιβαλλοντική κρίση, αλλά και να «φωτιστούν» πιθανά μονοπάτια διεξόδου από αυτή επιχειρείται η καταγραφή ορισμένων βασικών εκφάνσεων του περιβαλλοντικού ελλείμματος της Ελλάδας, οι οποίες οδηγούν τελικά στα βαθύτερα αίτια αυτού, δηλ. στην ασυνεπή στάση της Πολιτείας και του πολίτη απέναντι στο πρόβλημα της οικολογικής κρίσης. Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη, καθώς τα αίτια του περιβαλλοντικού ελλείμματος στη χώρα δεν είναι μεμονωμένα ούτε απόλυτα σαφή, αφού συνήθως συμπλέκονται αναπόσπαστα με τις εκφάνσεις τους. Αποτελούν, συνεπώς, ένα συνδυασμό πολυσχιδών, αλληλοσυμπλεκόμενων παραγόντων, οι οποίοι μπορούν να γίνουν ευχερέστερα κατανοητοί, εξετάζοντας τους μέσα από ορισμένες βασικές εκφάνσεις του πολυεπίπεδου περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα.
ΙΙ. Εκφάνσεις και Αίτια του περιβαλλοντικού ελλείμματος
1. Το ζήτημα του περιβάλλοντος, ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας για την κρατική διοίκηση
Οι δυσχερείς ιστορικές και οικονομικές συνθήκες που βίωσε η ελληνική κοινωνία και Πολιτεία ιδίως στα μέσα του 20ου αιώνα, συντέλεσαν στο να αναδειχθεί ευκαιριακά η οικονομική ανάπτυξη σε εθνικό όραμα και αυτοσκοπό, δίχως όμως να συνοδεύεται από ην εφαρμογή ποιοτικών κριτηρίων και χωρίς συστηματική μελέτη για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των τυχόν δυσμενών επιπτώσεων της αναπτυξιακής πολιτικής. Στο πλάισιο αυτό, οι οικολογικές και κοινωνικές παρενέργειες της οικονομικής ανάπτυξης νομιμοποιήθηκαν άκριτα στη συνειδηση του πολίτη και της Πολιτείας. Εν ονόματι της αλόγιστης οικονομικής ανάπτυξης και της αναίμακτης αποφυγής του εξαιρετικά δυσάρεστου και επαχθούς πολιτικού κόστους το έννομο αγαθό περιβάλλον θυσιάστηκε και συνεχίζει να θυσιάζεται ασυνειδητα[29].
Αν και στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, τα περιβαλλοντικά προβλήματα είχαν αρχίσει να διογκώνονται, το ζήτημα του περιβάλλοντος για το ελληνικό κράτος συνέχισε να αποτελεί ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας[30]. Είναι χαρακτηριστική για την περίπτωση της Ελλάδας σε σύγκριση με τα 15 κράτη-μέλη της ΕΕ - πριν τη διεύρυνση - η καθυστέρηση με την οποία το κοινό αγαθό «περιβάλλον» εγγράφηκε στην ημερήσια πολιτική και διοικητική διάταξη της χώρας ως πρόβλημα προς διευθέτηση. Μόλις στις αρχές τις δεκαετίας του ΄90, παρατηρείται με διστακτικά βήματα κάποια πρόοδος προς την ανάδειξη του περιβάλλοντος ως πολιτικού ζητήματος. Η εν λόγω πρόοδος - ασχέτως της περιορισμένης αναποτελσεματικότητας της - σηματοδοτείται σε γενικές γραμμές με την αναδιοργάνωση των τοπικών υπηρεσιών περιβάλλοντος σε νομαρχιακό επίπεδο και τη θεσμοθέτηση της παρουσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ στους ΟΤΑ δια της σύστασης Γραφείων Περιβάλλοντος σε κάθε Νομαρχία[31].
Ενδεικτικό της παραμέλησης και παραγκωνισμού του τομέα του περιβάλλοντος από την πλευρά της δίοικησης αποτελεί και η χαμηλή απορρόφηση των σχετικών κοινοτικών πόρων του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον» (ΕΠΠΕΡ). Ναι μεν η υποαπορρόφηση των περιβαλλοντικών κονδυλίων ακολουθεί τα τελευταία χρόνια τάση συρρίκνωσης, πλην όμως ακόμα δεν έχει προσεγγίσει τα επιθυμητά όρια, δεδομένων των οξύτατων περιβαλλοντικών προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα και την παγκόσμια κοινότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ την τελευταία τετραετία σημειώθηκε αύξηση στην απορρόφηση των σχετικών κονδυλίων από το 14% στο 58%[32]. Κατά άλλα στοιχεία η εν λόγω απορροφηση ανέρχεται σε 46,6%, ενώ η αντίστοιχη απορρόφηση για έργα περιβαλλοντικής προστασίας και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής κυμαίνεται στο 36%, τη στιγμή που ο τομέας των δημόσιων έργων για την αστική ανάπτυξη απορροφάει το 64,4% της κοινοτικής συνδρομής[33].
Αποτέλεσμα την εν λόγω κακοδιαχείρισης είναι η διακοπή και συχνά η ματαίωση κρίσιμων περιβαλλοντικών έργων, όπως η προστασία των υπόγειων υδροφορέων από υφαλμύρωση στην αργολική πεδιάδα, στο Λαύριο κ.α., το δίκτυο αποχέτευσης αστικών κέντρων και η σύνδεσή του με εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού. Σημειωτέον, ότι η χρηματοδότηση για την ολοκλήρωση αυτών των έργων από το Δ΄ ΚΠΣ απορρίφθηκε από την ΕΕ, διότι θεωρήθηκαν ως έργα ιδιαίτερα χαμηλής απορρόφησης κοινοτικών πόρων[34].
Είναι αξιοσημείωτο ότι η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα σε πείσμα των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων ουδέποτε αυτονομήθηκε. Αρκεί να σημειωθεί, ότι από τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ, τουλάχιστον 19 διαθέτουν αυτόνομο Υπουργείο Περιβάλλοντος, ενω σε καμία χώρα της ΕΕ δε συναντάται η αντιφατική συνύπαρξη στην ίδια υπουργική στέγη του περιβάλλοντος με τα δημόσια έργα[35]. Το περιβάλλον στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει κατά κύριο λόγο δευτερεύουσα συνιστώσα - λειτουργώντας συχνά ως εφήμερος κατευνασμός αντιδράσεων - ανομοιογενών πολιτικών που στοχεύουν κατ εξοχήν στην μονόπλευρη εκμετάλλευση αυτού. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του ελληνικού διοικητικού συστήματος, η κακοδιοίκηση, ο κατακαερματισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης, η διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων στην κρατική λειτουργία δεν ευνόησαν την εκδήλωση μιας αποφασιστικής προσπάθειας για τη δημιουργία της απαραίτητης για την αποτελεσατική προστασία του περιβάλλοντος διοικητικής υποδομής. Η ανετοιμότητα της κρατικής διοίκησης να προχωρήσει έγκαιρα στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για αποτελεσματική εφαρμογή και έλεγχο της περιβαλλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας, αλλά και η αδυναμία του εγχώριου οικολογικού μη κυβερνητικού κινήματος να συμμετέχει αποφασιστικά, ενωτικά, μαζικά και συντονισμένα σε στρατηγικές δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να ασκήσει στις αρχές την ανάλογη πολιτική πίεση, εξηγούν ως ένα βαθμό την μη ένταξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων σε θέση προτεραιότητας στην ατζέντα της κρατικής διοίκησης[36].
2. «Συμβολική» εφαρμογή των περιβαλλοντικών νόμων -
Είναι γεγονός στις μέρες μας, ότι ο θεσμικός τομέας του περιβάλλοντος λόγω της παγκόσμιας κρισιμότητας του, διέπεται από ταχύτατες εξελίξεις. Αυτό επιτάσσει την ανάγκη για θέσπιση σαφούς, ευέλικτης και προσαρμοσμένης στη σύγχρονη πραγματικότητα νομοθεσίας. Δε θα μπορούσαμε όμως να ισχυριστούμε, ότι η ελληνική νομοθεσία ικανοποιεί τις ανωτέρω επιταγές.
Η αποσπασματική και ευκαιριακη θέσπιση δυσεφάρμοστων ή πρακτικά ανεφάρμοστων νόμων, με περισσότερο «συμβολικό» παρά ουσιαστικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα στο σύνθετο τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, χαρακτηρίζει την ελληνική νομοθεσία. Ο Έλληνας νομοθέτης, συχνά εγκλωβισμένος στη διοικητική γραφειοκρατία και σε διαμάχες αντίπαλων συμφερόντων, αποδεικνύεται δυσκίνητος στην παραγωγή αποτελεσματικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αλλά και στην ενσωμάτωση της σύγχρονης διεθνούς και κοινοτικής νομοθεσίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Παρατηρείται ότι στην Ελλάδα οι ενέργειες του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος βασίζονται σε πολλές περιπτώσεις σε νομικούς κανόνες που είναι είτε αόριστοι είτε φαινομενικά άσχετοι με το ειδικό περιβαλλοντικό ζήτημα που καλούνται να ρυθμίσουν, είτε συνάγονται από άλλους νομικούς κανόνες.[37]
Απόρροια της εν λόγω κατάστασης είναι η πολυνομία, που χαρακτηρίζει εκτός των άλλων και τον περιβαλλοντικό τομέα και η οποία δημιουργεί συχνά σύγχυση και αντιφάσεις στην περιβαλλοντική νομοθεσία και τη διοικητική εφαρμογή της[38]. Πλήθος περιβαλλοντικών διατάξεων περιλαμβάνονται διάσπαρτες, ασύνεκτες και αποσπασματικές σε ποικίλους νόμους. Αυτό αναπόφευκτα καθιστά την εποπτεία εφαρμογής τους ιδιαίτερα δύσκολη[39]. Ο μοναδικός ίσως νόμος που επιχειρεί να αντιμετωπίσει περιβαλλοντικά ζητήματα από συνολική άποψη, έστω και με θέσπιση γενικών διατάξεων, είναι ο «νόμος-πλάισιο για την προστασία του περιβάλλοντος 1650/86». Ενδεικτικό όμως της μη ικανοποιητικής υλοποίησης του αποτελεί το γεγονός, ότι ενώ για την πρόσφορη εξειδίκευση και αποτελεσματική εφαρμογή του εκτιμάται ότι απαιτείται η έκδοση περίπου 14 Προεδρικών Διαταγμάτων, 4 Πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου και 50 Υπουργικών Αποφάσεων, μέχρι σήμερα ελάχιστος αριθμός αυτών έχει τεθεί σε ισχύ.[40] Στις μέρες μας όμως, πάνω από 2 δεκαετίες από τη θέσπιση του, και παρά τις αποσπασματικές τροποποιήσεις που έχει υποστεί, ιδίως με έκδοση διάφορων ΚΥΑ, δικαιολογημένα θεωρείται παρωχημένος και απαιτείται ο εκ βάθρων εκσυγχρονισμός του[41].
Ένα ακόμα προβληματικό στοιχείο είναι, ότι σημαντικός αριθμός διατάξεων της ισχύουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας περιλαμβάνονται συγκεχυμένα σε Υπουργικές Αποφάσεις (ΥΑ) - σε κατώτερους δηλ. ιεραρχικά νόμους - και όχι σε κοινοβουλευτικούς νόμους ή προεδρικά διατάγματα. Αυτό βέβαια συνεπάγεται και την ποιοτική έκπτωση τους, αφού με την έκδοση ΥΑ παρακάμπτεται η κοινοβουλευτική συζήτηση και γενικότερα η διαδικασία νομοθετικής επεξεργασίας αυτών από το ΣτΕ πριν την έκδοση τους, αλλά και ο έλεγχος της νομιμότητας τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας[42].
Παράλληλα, η ελληνική περιβαλλοντική νομοθεσία πάσχει και από έλλειψη πρόσφορων, αποτελεσματικών, διοικητικών και κυρίως ποινικών κυρώσεων σε βάρος του εκάστοτε περιβαλλοντικού παραβάτη. Το ελληνικό δίκαιο κυρώσεων δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα των σύγχρονων περιβαλλοντικών κινδύνων[43]. Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα είναι συνήθως πολύ μικρά σε σχέση με τη βλάβη, που προκαλούν οι ρυπαίνουσες εγκαταστασεις και ο έλεγχος εφαρμογής των περιβαλλοντικών νόμων μη ικανοποιητικός. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και σήμερα ο ελληνικός ΠΚ περιλαμβάνει απαρχαιωμένες διατάξεις, που δεν ανταποκρίνονται στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών εγκλημάτων[44].
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το ελληνικό περιβαλλοντικό δίκαιο δε δρα και δεν αναπτύσσεται αυτοτελώς. Αντιθετα, επηρεάζεται και προσδιορίζεται στο μεγαλύτερο βαθμό εξωγενώς από τη νομοθεσία του κοινοτικού δικαίου, η οποία συνήθως είναι πιο εξελιγμένη από το έγχώριο δίκαιο. Υπο αυτές τις συνθήκες, ο Έλληνας νομοθέτης αποδεικνύεται συχνά ανέτοιμος να εφαρμόσει ουσιαστικά τους νεοσύστατους για την ελληνική κοινωνία περιβαλλοντικούς θεσμούς που εισάγει το κοινοτικό δίκαιο. Ο Έλληνας νομοθέτης, λόγω έλλειψης της απαραίτητης περιβαλλοντικής συνείδησης και κατάλληλων μέσων και υποδομών για την εφαρμογή της ιδιαίτερα απαιτητητικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αδυνατεί να παρακολουθήσει και πολύ περισσότερο να επηρεάσει τις τρέχουσες πραγματικές και θεσμικές εξελίξεις και να τις ενσωματώσει κατάλληλα στο εσωτερικό δίκαιο[45].
Σε πολλές περιπτώσεις, υπό την απειλή παραπομπής της χώρας στο ΔΕΚ, προβαίνει βεβιασμένα, χωρίς επαρκή επεξεργασία στη θέσπιση νόμων, που αρκούνται απλώς σε μια τυπική ενσωμάτωση της κοινοτικής περοβαλλοντικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο[46]. Σε άλλες δε περιπτώσεις, επιχειρείται απλώς περιγραφική και στρεβλή προσαρμογή των κοινοτικών κανόνων στο εθνικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό πάραδειγμα αποτελεί η Οδηγία 85/337 ΕΟΚ για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ)[47]. Υπό αυτές τις συνθήκες, εισάγονται σε πολλές περιπτώσεις στην ελληνική έννομη τάξη κανόνες δικαίου ατελώς μεταφρασμένοι, με χαρακτήρα τεχνητό και ασύνδετοι με τους εγχώριους θεσμούς, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί επακώς από την ελληνική έννομη τάξη[48]. Άλλοτε πάλι η προσαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας δε συντελείται με τη θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων που εξυπηρετούν σαφώς τον ειδικότερο σκοπό της εκάστοτε Οδηγίας. Αποτελεί συχνό φαινόμενο, υπό ενσωμάτωση κοινοτικές διατάξεις να εντάσσονται διάσπαρτα στο πλαίσιο διάφορων εθνικών νόμων, γεγονός που προκαλεί σύγχυση σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής τους, κυρίως διότι δεν καθίσταται σαφής η προέλευση τους («νόθα προσαρμογή»)[49].
Συμβαίνει συχνά στην ελληνική έννομη τάξη, οι περιβαλλοντικές διατάξεις να κατοχυρώνουν επαρκώς την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά μόνο από την πλευρά της γραμματικής του διατύπωσης και όχι στην πράξη[50]. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός η Ελλάδα δείχνει να συμμορφώνεται με τις κοινοτικές επιταγές αποκομίζοτας πρόσκαιρα οφέλη σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, αφετέρου η πρακτική αυτή λειτουργεί μεσοπρόθεσμα και ως ένα βαθμό κατευναστικά απέναντι στο μέσο κοινωνικό και δικαιϊκό αίσθημα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια επίπλαστη συμμόρφωση σε επιταγές περιβαλλοντικού δικαίου, που περιορίζεται σε στενά τυπικά πλαίσια. Έτσι, στην πράξη, πλήθος περιβαλλοντικών διατάξεων αδυνατούν να υλοποιηθούν ή εφαρμόζονται πλημμελώς, εξαιτίας της ανετοιμότητας της αρμόδιας διοίκησης[51].
Είναι π.χ. ενδεικτική η πολυπλοκότητα και ασάφεια της διαδικασίας περιφερειακού σχεδιασμού διαχείρισης αποβλήτων (ΚΥΑ 69728/834/16.5.1996), η οποία προβλέπει πολλαπλές φάσεις για την κατάρτιση και έγκριση του από διαφορετικούς φορείς - και μάλιστα διαζευκτικώς -. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εισάγονται επικαλύψεις ως προς τις αρμοδιότητες των υπεύθυνων φορέων να εφαρμόσουν τις διαδικασίες χωροθέτησης χώρων διαχείρισης αποβλήτων. Έτσι ευνοούνται οι διοικητικές έριδες, οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις και η αλόγιστη διόγκωση του οικονομκού κόστους[52].
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, νομοθετικές διατάξεις πρόχειρα θεσπισμένες παραγνωρίζουν τις πραγματικές δυνατότητες των υφιστάμενων υποδομών - ιδίως σε ειδικευμένο προσωπικό και οικονομικά μέσα - των αρμόδιων για την υλοποίηση τους φορέων[53]. Ενώ π.χ. η φύλαξη των δασών, η υγειονομική ταφή, η διαχείριση των απορριμμάτων, ο τακτικός έλεγχος της ποιότητας των υδάτινων πόρων και σε μεγάλο βαθμό η εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής εμπίπτει στην αρμοδιότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης[54], στην πράξη δεν εξασφαλίζεται από την Πολιτεία η οικονομική ευρωστία των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να ανταποκρίνονται επιτυχώς στα σχετικά τους καθήκοντα. Είναι γεγονός, ότι μεγάλος αριθμός Υπουργικών Αποφάσεων και άλλων νομοθετημάτων που αφορούν στο περιβάλλον αντιμετωπίζονται πρόχειρα. Συχνά εκπονούνται χωρίς επαρκή επιστημονική διερεύνηση από τη γραφειοκρατία των Υπουργείων, η οποία απέχει από την ισχύουσα πραγματικότητα ή εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα ακολουθώντας χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική την ασυνεπή πρακτική του «ράβε - ξήλωνε»[55]. Αποτέλεσμα αυτού είναι, ότι οι διατάξεις αυτές αποδεικνύονται στην πράξη απρόσφορες και ακατάλληλες για τη δημιουργία ενός ορθολογικού συστήματος περιβαλλοντικής προστασίας[56]. Την ανωτέρω προβληματική επιτείνει και η μη επαρκής επιστημονική διερεύνηση των ζητημάτων της κακοδιοίκησης και εν γένει των διοικητικών αδυναμιών στον περιβαλλοντικό τομέα από την αρμόδια διοίκηση, αλλά κυρίως η απουσία αποτελεσματικού ελέγχου της αδρανούς διοίκησης από ανεξάρτητους και κατάλληλα εξοπλισμένους με θεσμικά και υλικά εχέγγυα προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού[57].
Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις απουσιάζει η πολιτική βούληση εφαρμογής και επιβολής των σχετικών νόμων. Συχνά ο διοικητικός μηχανισμός εμφανίζεται απρόθυμος και δίχως την απαραίτητη υποδομή και στελέχωση να επιβάλλει του κανόνες, που ο νομοθέτης έχει θεσπίσει. Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί συχνό φαινόμενο, οι ίδιοι οι λειτουργοί της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας να προβαίνουν σε αντισυνταγματικές, αντικοινοτικές και εν γένει παράνομες πράξεις και παραλείψεις σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος[58]. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το φαινόμενο της πολύνομης και αποσπασματικης νομοθεσίας αποτελεί συχνά «άλλοθι» στις επίσημες αρχές, ώστε να παρακάμπτουν το νόμο, υποχωρώντας μπροστά σε οικονομικά κυρίως συμφέροντα, με συνέπεια την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς[59].
Ενδεικτικό παράδειγμα, που προδίδει την αδυναμία της πολιτικής βούλησης για επιβολή των νόμων αλλά και τη δύναμη των συμφερόντων που επηρεάζουν προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί η περίπτωση του π.δ. 267/98 (ΦΕΚ Α'195 21.8.98, Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών...). Ο νόμος αυτός και άλλοι συναφείς με αυτόν έχει υποπέσει σε σχετική αχρησία. Οι εκάστοτε Κυβερνήσεις από το 1974 έως σήμερα έχουν ψηφίσει τουλάχιστον 16 νομοσχέδια σχετικά με νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων κτισμάτων, με πρόσφατο παράδειγμα το ν. 3127/2003 «...για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο...», που θέτει εντός σχεδίου πόλεως χίλιάδες στρέμματα καταπατημένων εκτάσεων. Ελληνική νομοθετική «πρωτοτυπία» αποτελεί και η εισαγωγή νόμου, που επιτρέπει, υπό όρους, την εκτός σχεδίου δόμηση, αλλά και οι νόμοι που επιτρέπουν τη μεταφορά συντελεστή δόμησης (ν. 880/1979, ν. 2145/1993, ν. 2300/1995), οι οποίοι απροκάλυπτα καταστρατηγούν την προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος[60].
Στο ανωτέρω έλλειμμα της ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι θετικές «εκλάμψεις» του νομοθέτη. Το ελληνικό Σύνταγμα βάσει του άρθρου 24 Συντ. θεμελιώνει κατά την κρατούσα άποψη ένα ολοκληρωμένο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα του πολίτη για ένα υγιές περιβάλλον, αλλά και αντίστοιχες υποχρεώσεις στο Κράτος για την προστασία του περιβάλλοντος. Βρίσκεται ομολογουμένως στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων στον τομέα αυτό[61]. Στην πράξη όμως το δικαίωμα αυτό αποδυναμώνεται εξαιτίας της γενικής νομοθετικής και διοικητικής ανεπάρκειας. Η άμεση εφαρμογή του άρθρου 24 Συντ. δε είναι δυνατό να αναπληρώσει το κενό αποτελεσματικών, εκτελεστικών, κυρωτικών νόμων. Και τούτο διότι χωρίς την ύπαρξη εκτελεστικών νόμων που θα εξειδικεύουν ικανοποιητικά την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, οι διατάξεις του άρθρου 24 καθίστανται ατελείς. Σημειώνεται δε ότι ακόμη ότι σημαντικό τμήμα των εκδοθέντων εκτελεστικών νόμων αποτελούν στην πλειοψηφία τους εξαγγελία μέτρων που δεν μπορούν να υλοποιηθούν, αν δεν εκδοθούν άλλοι νόμοι και διοικητικές αποφάσεις[62]. Είναι προφανές ότι η νομοθετική ατολμία οδηγεί στην αδυναμία υλοποίησης των επαρκών σε γενικές γραμμές για την έννομη προστασία του περιβάλλοντος συνταγματικών διατάξεων.
Παράλληλα, ο πρωτοποριακός ρόλος της νομολογίας του ΣτΕ[63] στην προστασία του περιβάλλοντος εκ των πραγμάτων δεν είναι ικανός για την εξασφάλιση της πλήρους προστασίας του. Και τούτο, διότι το ΣτΕ ως δικαστικός οργανισμός δρα εκ των πραγμάτων αποσπασματικά. Το ΣτΕ αρκείται τελικά σε μια περιπτωσιολογική, κατασταλτική αντιμετώπιση του προβλήματος, εφόσον τού ζητηθεί και εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες και τα όρια των αρμοδιοτήτων του[64].
Ως εκ τούτων συμπεραίνουμε, ότι οι εν λόγω «φωτεινές» εξαιρέσεις δεν είναι δυνατό να υποκαταστήσουν την έλλειψη επαρκών, εξειδικευμένων εκτελεστικών νόμων και το διοικητικό έλλειμμα στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Για την ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη περιβαλλοντική προστασία, επιβάλλεται προσεκτική, συνολική και εμπεριστατωμένη μελέτη των αδυναμιών του ισχύοντος συστήματος της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και διοίκησης, ώστε με την εισαγωγή των κατάλληλων θεσμικών μέσων, ανταποκρινόμενων στα πραγματικά δεδομένα, αλλά και με την εξυγίανση του περιβαλλοντικού διοικητικού μηχανισμού, να αποφευχθούν, όσο είναι δυνατό, τα σημερινά λάθη και οι επιπτώσεις τους.
3. Ανεπαρκής οικιστική και δασική πολιτική – Έλλειμμα στην προστασία της βιοποικιλότητας
Αποφεύγοντας τις εξαντλητικές αναλύσεις θεωρούμε, ότι τα σύγχρονα δεδομένα της ελληνικής οικιστικής πραγματικότητας δίνουν πλήρη εικόνα της ελλειματικής οικιστικής πολιτικής που εδώ και δεκαετίες ακολουθεί η χώρα. Ύστερα από πολυετή καθυστέρηση στις 24 Ιουνίου του 2008 εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό (Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης- ΓΠΧΣΑΑ) και τελικά η Πολιτεία συμμορφώθηκε προς τη νομική υποχρέωση χωροταξικής οργάνωσης του εθνικού χώρου, που ευθέως επιβάλλεται από το Σύνταγμα του 1975[65]. Αν και θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί σε σχέση με τις προσδοκίες που γεννά το εν λόγω πλαίσιο ως προς την ορθολογικότερη οικιστική ανάπτυξη της χώρας, δεδομένου ότι αυτό δεν αποτελεί τυπικό νόμο που συντίθεται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι παράγουν άμεσες δεσμεύσεις έναντι πάντων, αλλά μάλλον πρόκειται για ένα στρατηγικό πρόγραμμα με στόχο την αειφόρο χωρική ανάπτυξη, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κάλυψη αυτού του χρόνιου θεσμικού ελλείμματος ίσως να αποτελέσει σταθμό για την υιοθέτηση νέων ρευμάτων προγραμματισμού, δράσεων, μέτρων και μέσων προς την κατεύθυνση της αειφόρου χωροταξικής οργάνωσης του ελληνικού χώρου[66]. Εξίσου σημαντική είναι και η βούληση του ΥΠΕΧΩΔΕ για την ψήφιση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό (ΕΧΠΤ), το οποίο κατατέθηκε ως πρόταση προς συζήτηση στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, αλλά ωστόσο υπό την παρούσα μορφή του δεν ικανοποιεί τις περιβαλλοντικές οργανώσεις[67].
Η εδώ και δεκαετίες ανυπαρξία σχετικού θεσμικού πλαισίου είχε ως αποτέλεσμα την απροκάλυπτη έξαρση παράνομων καταπάτησεων δημοσίων ή και ιδιωτικών κτημάτων, την παράνομη μεταβολή χρήσεων γης και εν γένει την εμπορευματοποίηση της δημόσιας γης[68]. Σήμερα, εκτιμάται ότι κατά ετήσιο μέσο όρο χτίζονται στην Ελλάδα περίπου 20.000 νέα αυθαίρετα κτίσματα. Υπολογίζεται δε, ότι πάνω από το 1/3 του συνόλου των κατοικιών στον ελλαδικό χώρο είναι αυθαίρετες ή έχουν υποπέσει σε σοβαρές πολεοδομικές παραβάσεις[69]. Το αν η εισαγωγή του ΓΠΧΣΑΑ είναι ικανή να αναστείλει αυτά τα φαινόμενα θα κριθεί στην πράξη από την μελλοντική εφαρμογή του.
Είναι επίσης γνωστό, ότι η Ελλαδα και η γειτονική Αλβανία αποτελούν τις μοναδικές χώρες της Ευρώπη, που δε διαθέτουν ακόμη δασολόγιο και κτηματολόγιο. Η εδώ και δεκαετίες εκκρεμής ολοκλήρωση της κατάρτισης εθνικού κτηματολογίου και δασολογίου αποτυπώνει την ανεκτική στάση της Πολιτείας απέναντι στην οικιστική αυθαιρεσία, που αγγίζει τα όρια της εγκληματικής σύμπραξης. Η συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας για την κατάρτιση δασολογίου, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 εδ. δ΄ Συντ. κατά τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, αθετείται στην πράξη από την κωλισιεργεία της Πολιτείας[70].
Είναι γεγονός, ότι τα κονδύλια που διέθεσε η ΕΕ με το Β΄ Κοινοτικό Πλάισιο για τη χρηματοδότηση κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου κατασπαταλήθηκαν προκλητικά από την ελληνική αρμόδια διοίκηση, δίχως μάλιστα να έχουν αποδοθεί ευθύνες. Μέσα σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει ούτε καν τα πιλοτικά προγράμματα, που αφορούσαν την κτηματογράφηση της χώρας. Η αδυναμία συνενόησης και συντονισμού της Δασικής Υπηρεσίας και της Κτηματολόγιο Α.Ε επέτεινε αυτήν την προβληματική. Αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων, ήταν ότι η ΕΕ απαίτησε να επιστραφεί το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων, που δόθηκαν στη χώρα για το εν λόγω έργο, δηλ. περίπου 59 εκατ. ευρώ από τα περίπου 100 εκατ. ευρώ που η χώρα έλαβε ως εποχορήγηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπολογίζεται ότι το συνολικό κόστος του έργου, που καλείται να καλύψει ο Έλληνας φορολογούμενος ανέρχεται σε 1,150 δισ. ευρώ.
Ένα ακόμα αποτέλεσμα της αυθαίρετης οικιστικής ανάπτυξης είναι η συρρίκνωση της εγχώριας βιοποικιλότητας, η οποία σημειωτέον θεωρείται από τις πλουσιότερες στον κόσμο, ειδικότερα σε ο,τι αφορά την ελληνική χλωρίδα. Εκτιμάται, ότι μόνο τα τελευταία 100 χρόνια έχουν εξαφανιστεί εντελώς πάνω από 150 είδη φυτών, ενώ περίπου το 40% των θηλαστικών, το 13% των πτηνών και το 25% των ψαριών της χώρας απειλούνται σοβαρά με εξαφάνιση. Επίσης, μόνο τα τελευταία 40 χρόνια εκτιμάται ότι το 60% των υγροτόπων της Β. Ελλάδας έχουν χαθεί, ενώ σήμερα περίπου 50% των ελληνικών υγροτόπων αργοπεθαίνει. Διεθνούς σημασίας προστατευόμενοι από τη συνθήκη Ramsar υγρότοποι, όπώς ο Αμβρακικός, ο Στρυμόνας, ο Νέστος, το Δέλτα του Έβρου, οι λίμνες Βιστωνίδα, Μικρή Πρέσπα, Βόλβη-Koρώνεια, η λιμνοθάλασσα του Μεσολογίου, το Κοτύχι κ.α. είναι υποβαθμισμένες σε ανησυχητικό βαθμό[71]. Παρολ’ αυτά το Κράτος και ο πολίτης δε φαίνεται να έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους ούτε το μέγεθος του προβλήματος, ούτε τη σημασία του σπάνιου εγχώριου φυσικού πλούτου, που καλούνται να διαχειριστούν. Η συστηματική επιστημονική έρευνα εξάλλου της ελληνικής βιοποικιλότητας είναι πολύ περιορισμένη.
Παράλληλα, η ισχύουσα δασική νομοθεσία διακρίνεται για τις περίπλοκες, αποσπασματικές και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους διατάξεις ως προς το θεσμικό καθεστώς που διέπει το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αυτό συντελεί τη μη ικανοποιητική προστασία του δασικού χώρου. Η δασική πολιτική των τελευταίων χρόνων γεννά έντονες ανησυχίες. Η ψήφιση της πρότασης αναθεώρησης του άρθρου 24 Συντ., αλλά και του άρθρου 117 § 3 Συντ. σε συνθήκες αδιαφάνειας, χωρίς πλήρη ενημέρωση των πολιτών για τις ακριβείς κυβερνητικές προθέσεις ως προς τη δασική προστασία, επιβεβαιώνει αυτή την τάση[72].
Είναι αξιοσημείωτο ότι από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα επιχειρήθηκε αλλεπάλληλες φορές να αποχαρακτηριστεί ένα σημαντικό μέρος δάσους και δασικών εκτάσεων της χώρας, χωρίς όμως να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό ο εν λόγω στόχος. Η νομολογία του ΣτΕ σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσε τροχοπέδη του ανωτέρω εγχειρήματος. Αναφέρονται ενδεικτικά: O νόμος 998/79 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», το πεδίο εφαρμογής του οποίου περιορίστηκε και εξειδικέυτηκε με τις σημαντικές αποφάσεις του ΣτΕ 2619/1982, Ολ.ΣτΕ 2753/1994. Ο ν. 1734/87 «Βοσκότοποι και ρύθμιση ζητημάτων σχετικών με κτηνοτροφική αποκατάσταση και με άλλες παραχωρήσεις καθώς και θεμάτων που αφορούν δασικές εκτάσεις», που κρίθηκε αντισυνταγματικός με την απόφαση ΣτΕ 664/1990. O ν. 3208/2003 «προστασία δασικών συστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις», η εφαρμογή του οποίου έχει ανασταλεί με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ 202/2005 (24.03.2005)[73].
Παρά τους δικαστικούς αγώνες για την προστασία του δάσους είναι γεγονός, ότι σήμερα η καταπατημένη δημόσια γη, μεγάλο μέρος της οποίας είναι δασική, υπολογίζεται στα 3,5 εκατ. στρέμματα. Η υποβάθμιση της προστασίας των δασών από την Πολιτεία αντανακλάται και στην πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων σε σχέση με το συντονισμό της δασικής προστασίας, αλλά και στις σοβαρές ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και επαρκή εξοπλισμό. Οι ελλείψεις αυτές έγιναν εξάλλου αντιληπτές στις πρωτοφανείς πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2007, όταν δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 2,5 εκατομ. στρέμματα από τα οποία περίπου 300.000 ανήκουν σε προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 κάηκαν. Το γεγονός, ότι η Ελλάδα κατέχει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους κατασβεστικών αεροσκαφών στην Ευρώπη, δεν είναι ικανό να αντισταθμίσει τις ανωτέρω οργανωτικές ελλείψεις[74].
Η απουσία ολοκληρωμένου περιβαλλοντικού σχεδιασμού σε σχέση με την οριοθέτηση, προστασία, διαχείριση και ανάδειξη των Εθνικών Δρυμών και βιοτόπων του δικτύου Natura 2000 και των υδροβιοτόπων που υπάγονται στη συνθήκη Ramsar, εκθέτει τη χώρα απέναντι στη διεθνή και ευρωπαϊκή κοινότητα. Το σχετικό θεσμικό πλαίσιο δεν εφαρμόζεται ικανοποιητικά. Παρά την πρόβλεψη του άρθρου 15 ν. 2742/99 «χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» για σύσταση Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ), οι περισσότερες (13) από τις 27 προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Νatura 2000 δε διαθέτουν ακόμη ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, καθώς δεν έχει συσταθεί ο Φορέας Διαχείρισης τους. Αλλά και οι υφιστάμενοι Φορείς Διαχείρισης δεν είναι άμοιροι προβλημάτων. Σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζουν σοβαρά οργάνωτικά προβλήματα, καθώς μεταξύ άλλων εκκρεμεί η στελέχωση τους με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δε διαθέτουν την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, ώστε να επιτελέσουν αποτελεσματικά το έργο τους[75].
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εγκληματική υποβάθμιση πολλών προστατευόμενων χερσαίων και υδρόβιων βιοτόπων της χώρας[76]. Οι διαδοχικές παραπομπές της χώρας στο ΔΕΚ απο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: τον Μάρτιο του 2007 για παραβίαση της Οδηγίας για τα άγρια πτηνά 79/409/ΕΟΚ[77] και τον Ιούνιο του 2007 για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας στα ζητήματα διαχείρισης και προστασίας των βιοτόπων του συστήματος Νatura 2000 και συγκεκριμένα της Οδηγίας των Οικοτόπων 92/43/EOK[78] επιβεβαιώνουν την ανεπαρκή άσκηση πολιτικής στο ζήτημα προστασίας της βιοποικιλότητας και των βιοτόπων. Επισφράγισμα των ανωτέρω αποτελεί η καταδίκη της Ελλάδας με την απόφαση της 25.10.2007, C- 334/04[79] από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), επειδή παρέλειψε να ορίσει επαρκώς Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για τα άγρια πτηνά σε αντίθεση με διατάξεις των σχετικών προστατευτικών Οδηγιών (79/409/EΟΚ και 97/49/EΚ), ενώ επέκρινε την πλημμελή προστασία υδροβιοτόπων διεθνούς οικολογικής σημασίας[80]. Μετά την καταδικαστική αυτή απόφαση η Ελλάδα έκανε ορισμένα βήματα με στόχο τη συμμόρφωση της στην εν λόγω απόφαση[81]. Παρά ταύτα τον Οκτώβριο του 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελλάδα απέχει ακόμη μακράν των απαιτήσεων του ΔΕΚ[82]. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελλάδα πρώτη γραπτή προειδοποίηση σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης με την απόφαση, οι οποίες θα μπορούσαν καταλήξουν σε επιβολή προστίμου[83].
4. Έλλειψη πρασίνου στα μεγάλα αστικά κέντρα
Η ευκαιρία που παρείχε η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 για αύξηση του πρασίνου στα μεγάλα αστικά κέντρα παραμένει αναξιοποίητη. To σχέδιο μετατροπής μέρους του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού σε Μητροπολιτικό πάρκο, δε φαίνεται να ικανοποιεί, αφού δεν προβλέπει παρά περιορισμένους χώρους πρασίνου, ενώ περιλαμβάνει την οικοπεδοποίηση περίπου 1.000 στρεμμάτων για οικιστικούς και εμπορικούς σκοπούς[86]. Υπό αυτές τις συνθήκες, δε φαίνεται να υπάρχει σοβαρή πολιτική βούληση για ενίσχυση του πρασίνου στα αστικά κέντρα της Ελλάδας.
5. Παραλείψεις κατά την εκτίμηση και εφαρμογή περιβαλλοντικών επιπτώσεων – Αδυναμία τακτικών ελέγχων
Σοβαρό έλλειμμα εντοπίζεται στη διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών όρων κατά την εγκατάσταση βιομηχανικών και άλλων συναφών μονάδων, την ανέγερση δημόσιων έργων κ.α. Η αδυναμία αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με την προβληματική εφαρμογή των περιβαλλοντικών όρων από τους υπεύθυνους φορείς, που ενισχύεται από τη μη διεξαγωγή εντατικών ελέγχων από πλευράς της Διοίκησης ως προς τη νομιμότητα λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων.
Σε γενικές γραμμές η διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων υποτιμάται στην Ελλάδα. Η εν λόγω διαδικασία δε λειτουργεί, όπως οφείλει, ως ουσιαστικό εργαλείο περιβαλλοντικού σχεδιασμού και εκ των προτέρων εκτίμησης των επιπτώσεων των εκάστοτε εγκαταστάσεων στο περιβάλλον, αλλά συχνά τηρείται μόνο σε τυπικό και όχι σε ουσιαστικό πλαίσιο, προκειμένου να νομιμοποιείται η υλοποίηση μεγάλων έργων με όσο το δυνατό μικρότερο κόστος, αλλά χωρίς επαρκή μέριμνα για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και τον άνθρωπο. Αποτελεί συχνό φαινόμενο η ελλιπής τεχνική περιγραφή του έργου, αλλά και η τακτική της Διοίκησης να παραλείπει ή να παρακάμπτει την τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης[87].
Είναι επίσης γεγονός ότι η Διοίκηση εμφανίζεται αδύναμη να ελέγξει τη «διαπλοκή» στο σύστημα σύνταξης Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Συνήθως, οι εκάστοτε συντάκτες της μελέτης αμοίβονται από τον εργολάβο-ανάδοχο του έργου. Σε πολλές περιπτώσεις ο προϋπολογισμός για τη σύνταξη ΜΠΕ είναι περιορισμένος, με αποτέλεσμα η σύνταξη των ΜΠΕ να είναι ελλιπείς και πρόχειρες. Επιπλέον, παρατηρείται ότι κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων το ενδεχόμενο εξέτασης εναλλακτικών, λιγότερο ζημιογόνων λύσεων είναι ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Εξίσου αρνητικά στοιχεία θεωρείται και η απουσία υποχρέωσης σύνταξης ΜΠΕ για έργα Β΄κατηγορίας, αλλά και η ανάθεση του ελέγχου περιβαλλοντικών όρων για έργα Γ΄κατηγορίας στους ΟΤΑ, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δε διαθέτουν κατάλληλα εξειδικευμένα στελέχη και επαρκείς οικονομικούς πόρους, ώστε να προβούν σε ικανοποιητικό έλεγχο των εν λόγω όρων. Στο πλαίσιο αυτό, παρατυπίες που σχετίζονται με την πλημμελή εκπόνηση ΜΠΕ, όπως η αυθαιρεσία στη χωροθετηση κατασκευών ή άλλων δραστηριοτήτων, οι αυθαίρετες εκπομπές βιομηχανικών μονάδων και συναφών εγκαταστάσεων, η ελλιπής έως ανύπαρκτη επεξεργασία επικίνδυνων αποβλήτων και η παράνομη απόρριψη τους στο περιβάλλον, η παράνομη αδειοδότηση ρυπογόνων εγκαταστάσεων υπό την ανοχή της διοίκησης, αποτελούν συνήθη φαινόμενα στην ελληνική πραγματικότητα[88].
Υπό αυτό το καθεστώς, η Ελλάδα αναγκάστηκε με καθυστέρηση και αφού μεσολάβησε η παραπομπή της στο ΔΕΚ[89] να ενσωματώσει την Οδηγία 2001/42/ΕΚ «σχετικά με τη στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» (ΣΠΕ), με την ΚΥΑ 107017 ΦΕΚ Β΄ 1225/5.9.2006 «Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/42//ΕΚ». Πρόκειται όμως για μια τυπική ενσωμάτωση της εν λόγω Οδηγίας. Κατ’ αρχήν το πεδίο εφαρμογής της είναι περιορισμένο αντίθετα με το πνεύμα της Οδηγίας, ενώ υπάρχει ασαφής σχέση ανάμεσα στις διατάξεις της Οδηγίας ΣΠΕ με την παλαιότερη εθνική νομοθεσία ως προς τους όρους των ΜΠΕ, που προκαλούν σύγχυση[90]. Παράλληλα, ο ν. 3010/2002 «περί εναρμόνισης του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11 και 96/61 ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα και άλλες διατάξεις» αποδεικνύεται στην πράξη ασαφής και δυσεφάρμοστος, καθώς παραπέμπει τη ρύθμιση ουσιωδών ζητημάτων της διαδικασίας έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, όπως ο τρόπος δημοσιοποίησης, η κατάταξη και οι προδιαγραφές έργων, οι αμοιβές, σε έκδοση ΚΥΑ και όχι σε διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος [91].
Παραλείψεις των αρμόδιων αρχών κατα την εφαρμογή των εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων καταγράφονται μεταξύ άλλων από την πλούσια νομολογία του ΣτΕ[92], αλλά προ πάντων οι συνέπειες τους γίνονται αισθητές από τους κατοίκους βιομηχανικών περιοχών, όπως η Θήβα, τα Οινόφυτα, τα Λιόσια ο Ωρωπός, το Μαρκόπουλο, το Κορωπί, η Πτολεμαΐδα, η Μεγαλόπολη, η Κορώνεια, η Σίνδος, οι Ταγαράδες, το Ηράκλειο, ο κόλπος του Θερμαϊκού, του Αμβρακικού κ.α[93]. Ενδεικτικά αναφέρουμε στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας ύστερα από έρευνα για μεγάλους Ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ) της ΔΕΗ στο νομό Κοζάνης (Καρδιά, Αγ. Δημήτριος Πτολεμαΐδα), που καταδεικνύουν, ότι λειτουργούσαν με την ανοχή των επίσημων αρχών για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, χωρίς να έχει ανανεωθεί η άδεια λειτουργίας τους, ενώ υπερέβαιναν συστηματικά σε καθημερινή βάση τα όρια εκπομπής αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ)[94].
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και η ύπαρξη αδυναμίας εντατικών ελέγχων σε ρυπογόνες εγκαταστάσεις δυσχεραίνει την κατάσταση. Η νομοθεσία στον τομέα αυτό παραμένει ανολοκλήρωτη, καθώς δεν προβλέπονται σαφώς διαδικάσίες συντονισμού και διαστάυρωσης στοιχείων των ελεγκτικών υπηρεσιών. Είναι γεγονός, ότι ο έλεγχος της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας είναι εξαιρετικά περιορισμένος και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις ανεπαρκείς. Η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ) υπολειτουργεί. Υπολογίζεται, ότι διενεργεί κατά μέσο όρο περίπου 150 ελέγχους το χρόνο, αν και μόνο οι ετήσιες καταγγελίες που δέχεται υπερβαίνουν τις 500[95]. Οι ελλείψεις σε προσωπικό επιθεωρητών περιβάλλοντος και περιβαλλοντολόγων στα αρμόδια Υπουργεία, αλλά και στους Δήμους και τις Νομαρχίες είναι αισθητές. Αρκεί να αναφερθεί, ότι σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία το καλοκαίρι του 2007 στην ΕΥΕΠ υπηρετούσαν μόλις 45 στελέχη αντί 78, όπως προέβλεπε το ιδρυτικό διάταγμα της ΕΥΕΠ. Από αυτούς οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια της Αττικής, ενώ σύμωνα με αυτά η Β. Ελλάδα το 2007 διέθετε μόλις 2 επιθεωρητές περιβάλλοντος. Ως προς τις ελλείψεις αρμόδιων υπαλλήλων στην τοπική αυτοδιοίκηση, σημειώνεται ότι η Νομαρχία Βοιωτίας διαθέτει μόλις δύο αρμόδιους υπαλλήλους για τον έλεγχο περίπου 600 βιομηχανιών του νομού[96].
6. Αδιαφανείς περιβαλλοντικές διαδικασίες
Η αδιαφάνεια, που χαρακτηρίζει την ανάθεση έργων που θίγουν το περιβάλλον, σε συνδυασμό με το ανεπαρκές σύστημα πληροφόρησης των ενδιαφερομένων πολιτών από τους αρμόδιους φορείς, τροφοδοτούν συχνά την καχυποψία κατοίκων ή τοπικών φορέων, στην περιοχή των οποίων πρόκειται να ανεγερθούν[97]. Κατά συνέπεια, συχνά υφίστανται έντονες αντιδράσεις από τον τοπικό πληθυσμό ακόμα και απέναντι σε έργα που σε τελική ανάλυση μπορεί να ωφελούν τους ίδιους και το περιβάλλον (π.χ. κατασκευή αιολικών πάρκων[98], χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων - ΧΥΤΑ[99] κ.ο.κ.)[100].
Εναπόκειται στην πολιτική βούληση του Κράτους να ενισχύσει τις συνθήκες πληροφόρησης και συμμετοχής του κοινού στο πλαίσιο έγκρισης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που ορίζονται κυρίως με την ΚΥΑ ΗΠ 37111/2021/2003[101]. Στην πράξη πάντως η εν λόγω διαδικασία πάσχει, διότι συχνά η δημοσιοποίηση του φακέλου της ΜΠΕ από το αρμόδιο νομαρχιακό συμβούλιο γίνεται απλώς νομοτυπικά και δε διασφαλίζει προϋποθέσεις διαφάνειας για τη διεξαγωγή ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων της περιοχής όπου πρόκειται να εκτελεστεί το έργο. Επίσης προβληματικό είναι και το γεγονός, ότι το κοινό δεν εμπλέκεται καθόλου κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) του έργου[102]. Επιπλέον, οι αρχές πέρα από τα οργανωτικά προβλήματα δε διαθέτουν επαρκείς βάσεις δεδομένων προς άμεση ενημέρωση και κατά κανόνα καθυστερούν σημαντικά στην παροχή περιβαλλοντικών στοιχείων σε τυχόν αιτήματα των πολιτών[103].
7. Ανεπαρκής σχεδιασμός στη διαχείριση των υδάτινων πόρων και στη χάραξη φιλικής προς το περιβάλλον γεωργικής πολιτικής.
Αν και η ελληνική επικράτεια σε σχέση με τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης διαθέτει επαρκείς, αν και άνισα κατανεμημένους υδάτινους πόρους, δεν φροντίζει επαρκώς για τη διατήρηση και ορθολογική εξοικονόμηση τους, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές να πλήττονται σοβαρά από λειψυδρία. Η έλλειψη συστηματικής ενημέρωσης του κοινού για το πρόβλημα και τη σημασία του, η έλλειψη οργανωμένου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στον τομέα διαχέιρισης των υδάτινων πόρων, αλλά και στον συγγενή τομέα της γεωργίας έχει οδηγήσει σε αλόγιστη κατασπατάληση των υδάτινων πόρων της χώρας, κυρίως στον τομέα της γεωργίας. Είναι γεγονός ότι η μέση ετήσια κατανάλωση νερού στην Ελλάδα ανέρχεται σε 2.389 κυβικά μέτρα ανά κάτοικο. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε κατανάλωση υδάτων μετά τις ΗΠΑ, ενώ είναι σχεδόν διπλάσια του παγκόσμιου μέσου όρου (ετησίως 1.243 κυβικά μέτρα ανά κάτοικο)[104]. Το πεπαλαιωμένο υδρευτικό και αρδευτικό δίκτυο της χώρας, η ανεπάρκεια υπεύθυνης πληροφόρησης και εκπαίδευσης των πολιτών, η απουσία κινήτρων για την εξοικονόμηση του ύδατος, η χωρίς στρατηγική κρατική ενίσχυση υδροβόρων και μη ανταγωνιστικών γεωργικών καλλιεργειών (π.χ. βαμβάκι, καπνός κλπ.) συνεπάγεται την εμμονή πολλών αγροτών σε καλλιέργειες μη ενδεδειγμένων για το τοπικό περιβάλλον και μη ανταγγωνιστικών για την αγορά φυτών, όπως το βαμβάκι, ο καπνός κ.α.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις η ελληνική γεωργία καταναλώνει ποσοστό 87 % της συνολικής κατανάλωσης νερού. Η διαχείριση αυτού όμως δεν είναι καθολου ικανοποιητικλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η απώλεια νερού εξαιτίας της άγνοιας, της έλλειψης κινήτρων και αντικινήτρων για συνετή χρήση του νερού, αλλά και της ανεπάρκειας κατάλληλων έργων άρδευσης και αποταμίευσης υδάτων, μπορεί να προσεγγίσει το 80 %. Αν μάλιστα προσθέσουμε στα προηγούμενα και την κακή συντήρηση του δικτύου ύδρευσης που έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΥΔΑΠ, μόνο στην Αττική να χάνονται ημερησίως περίπου 100.000 κυβικά μέτρα νερου (ισοδυναμούν με 12% - 15% της ημερήσιας παραγωγής νερού) εξαιτίας διαρροών, η κατασπατάλησης των υδάτινων πόρων αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Κυριότερες συνέπειες της κακοδιαχείρησης των υδάτινων πόρων και της μη συνετής καλλιέργειας εδαφών από τη γεωργία είναι η αποστράγγιση του υδροφόρου ορίζοντα από ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις, η υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους και της απόδοσης των καλλιεργειών, η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού αλλά και η σταδιακή εξαφάνιση βιοτόπων και γενικά της βιοποικιλότητας σε περιοχές που γειτνιάζουν με γεωργικές εκτάσεις που καλλιεργούνται υπερεντατικά[105].
Υπό αυτές τις συνθήκες εκτιμάται σήμερα, ότι το 35% των εδαφών της χώρας παρουσιάζει σημάδια ερημοποίησης, ενώ ο υδροφόρος ορίζοντας σε πολλές περιοχές έχει υποχωρήσει επικίνδυνα. Περιοχές όπως η Αργολίδα, η Θεσσαλία κ.α. πλήττονται ιδιαίτερα από υφαλμύρωση και διάβρωση εδαφών. Συγχρόνως, εξαιτίας της υπερεντατικής χρήσης φυτοφαρμάκων στη γεωργία η καλλιεργήσιμη γη, το υπέδαφος και ο υδροφόρος ορίζοντας πολλών αγροτικών περιοχών έχει υποβαθμιστεί σημαντικά από επικίνδυνες για την υγεία νιτρικές ουσίες, ενώ λόγω του λανθασμένου τρόπου άρωσης των καλλιεργειών που συχνά, αντί να γίνεται κάθετα προς την κλίση του εδάφους γίνεται παράλληλα, συντελεί σε ελαττωμένη απορρόφηση των νερών της βροχής και των αρδεύσεων. Έτσι αυτά τα νερά καταλήγουν μέσω των αποστραγγιστικών δικτύων σε γειτονικές λίμνες, ποτάμια και ρέματα παρασύροντας λιπάσματα και φυτοφάρμακα με συνέπεια τη ρύπανση των υδάτων, αλλά και την ενίσχυση των φαινομένων ευτορφισμού που οδηγεί στην εξαφάναση της υδάτινης πανίδας.[106]
Επιπλέον, σοβαρό πρόβλημα στην ποιότητα των υδάτων θαλάσσιων, λιμναίων και παραποτάμιων δημιουργεί η ανεξέλεγκτη ρύπανση τους από ανεπεξέργαστα βιομηχανικά ή αστικά απόβλητα. Φυσικοί κόλποι όπως ο Ευβοϊκός, ο Θερμαϊκός, ο Αμβρακικός κ.ά., αλλά και ποτάμια, όπως ο Κηφισσός, ο Ασωπός, ο Πηνειός, ο Αξιός, ο Στρυμόνας, ο Αλιάκμονας κ.α., που βρίσκονται κοντά σε βιομηχανικές περιοχές, γίνονται αποδέκτες λυμάτων των γειτονικών βιομηχανικών μονάδων με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την ανθρώπινη υγεία και την επιβίωση των τοπικών οικοσυστημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα υπόγεια ύδατα πολλών βιομηχανικών περιοχών είναι δηλητηριασμένα από βαρέα μέταλλα και τοξικά εξαιτίας της ασύδοτης βιομηχανικής δραστηριότητας με πιο πρόσφατο παράδειγμα την περίπτωση μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα της λεκάνης του Ασωπού με εξασθενές χρώμιο (CrVI) [107].
Η περίπτωση του Ασωπού αποτελεί υποδειγματική περίπτωση κρατικής αυθαιρεσίας. Η ίδια η Πολιτεία αρχικά με το π.δ. της 07.03.1969 χαρακτήρισε τμήμα του Ασωπού από τις πηγές του ως το αντλιοστάσιο του Αγ. Θωμά ως αποδέκτη βιομηχανικών αποβλήτων. Εν συνεχεία το 1979 με νέο π.δ. το σύνολο του Ασωπού πλέον χαρακτηρίστηκε ως αγωγός λυμάτων των βιομηχανιών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Ευβοίας νομιμοποιώντας έτσι το σημερινό περιβαλλοντικό έγκλημα[108]. Το εν λόγω πρόβλημα που εξακολουθεί με αμειώτη ένταση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των κατοίκων. Ενεδέχεται δε να οδηγήσει σε καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση των σχετικών κοινοτικών Οδηγιών (2006/11/ΕΚ, 80/68/ΕΟΚ, 91/689/ΕΟΚ), καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει τη διαδικασία ερευνας[109].
Στο επίπεδο της κοινοτικής νομοθεσίας, οι ελλείψεις στη θέσπιση και εφαρμογή επαρκών προγραμμάτων παρακολούθησης των υδάτων και προστασίας και διαχείρισης των λεκανών απορροής των υδάτων με βάση την Οδηγία-Πλαίσιο για το νερό 2000/60 ΕΚ «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» είναι εμφανείς. Η Ελλάδα χρειάστηκε πρώτα να παραπεμφθεί στο ΔΕΚ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω μη έγκαιρης ενσωμάτωσης της ανωτέρω Οδηγίας, προκειμένου να εκδοθεί το π.δ. 51/2007 (ΦΕΚ 54 Α/8-3-2007) για την ενσωμάτωση των διατάξεων και των ρυθμίσεων των Παραρτημάτων της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Η ενσωμάτωση της εν λόγω Οδηγίας, που αποβλέπει στην βιώσιμη διαχείριση των υδάτων καταργεί αυτόματα τα π.δ. διατάγματα που νομιμοποιούν τη ρίψη αποβλήτων σε ποταμούς, ρέματα ή θάλασσες, ομοίως δηλ. και στην περίπτωση του Ασωπού[110].
Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτελεί η κατάρτιση του Εθνικού Προγράμματος Προστασίας και Διαχείρισης Υδατικών Πόρων (04.03.2008) σε συνάρτηση με τη διεκπεραίωση των μελετών που αφορούν τις λεκάνες απορροής ποταμών στο πλαίσιο της συμμόρφωσης της Ελλάδας με την καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ[111]. Η αποτελεσματικότητά του όμως θα κριθεί από την εφαρμογή του στην πράξη. Ως θετικό βήμα κρίνεται και η εφαρμογή του προγράμματος εγκατάστασης υδρομετρητών στα αγροτικά τεμάχια, αν και εκφράζονται φόβοι ότι δε θα τηρηθεί το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα το εν λόγω χρονοδιάγραμμα[112].
Μια άλλη ενδεικτική περίπτωση της προχειρότητας με την οποία η Πολιτεία αντιμετωπίζει τους υδάτινους πόρους της χώρας, αποτελεί η δια νόμου έγκριση των έργων εκτροπής του ποταμού Αχελώου με την τροπολογία «Τροποποιήσεις στη νομοθεσία για το Εθνικό Κτηματολόγιο, την ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων έργων και μελετών και άλλες διατάξεις», που κυρώθηκε με το ν. 3481/2006 την 06/07/2006. Στην περίπτωση αυτή το Κράτος βασιζόμενο στην αρχή ότι οι νόμοι αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως ο συγκεκριμένος, δεν υπόκεινται ευθέως σε δικαστικό έλεγχο θέλησε στην ουσία να παρακάμψει το ΣτΕ, το οποίο επί σειρά ετών με δικαστικές αποφάσεις από το 1994 και μετά έχει επανειλημμένα ακυρώσει τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των έργων εκτροπής του Αχελώου[113]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά πάντως καταγγελία σχετικά με την εκτροπή του Αχελώου για παραβίαση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αλλά και μη συμμόρφωση με την Οδηγία 2001/42/ΕΚ «περί Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης» μέσω της έκδοσης του ανωτέρω νόμου[114].
8. Προβληματική διαχείριση απορριμμάτων
Στην Ελλάδα σήμερα υφίστανται σοβαρότατες ελλείψεις στο χωροταξικό σχεδιασμό Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) και γενικά στη διαχείριση των αποβλήτων. Αυτό συμβαίνει κατά προφανή παράβαση των Οδηγιών της ΕΚ, ιδίως των Οδηγιών 75/442/ΕΚ (περί στερεών αποβλήτων), 99/31/ΕΚ (περί υγειονομικής ταφής αποβλήτων) και του σχετικού Κανονισμού 2037/2000/ΕΚ. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι την τελευταία δεκαετία έγιναν σοβαρές προσπάθειες σφράγισης παράνομων χωματερών, που οδήγησαν στο κλείσιμο πάνω από 2.600 από αυτές. Παρόλ’ αυτά όμως η ανάπλαση και αποκατάσταση των περισσοτέρων εκκρεμεί και πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα, αν η Ελλάδα επιδιώκει ουσιαστική εναρμόνιση με τις κοινοτικές οδηγίες. Ένα ακόμα πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν διάσπαρτοι περίπου 1.400 Χώροι Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) χωρίς οι οποίοι βρίσκονται σε χρήση, χωρίς να υπολογίζονται ακόμα 1.170 ανενεργοί ΧΑΔΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΧΑΔΑ εκτός του ότι είναι παράνομη έπρεπε να έχει παύσει από το έτος 1999 βάσει της Οδηγίας 1999/31/ΕΚ. Η Ελλάδα βάσει απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ)[115] υποχρεούται να κλείσει όλους τους ΧΑΔΑ έως την 31.12.2008, διαφορετικά θα επιβληθεί στη χώρα υψηλό ημερήσιο πρόστιμο. Όπως δέιχνουν οι έως τώρα περιστάσεις η Ελλάδα δε θα μπορέσει να έχει συμμορφωθεί στο χρονικό διάστημα που έχει επιβληθεί.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι περίπου το 45% του πληθυσμού της χώρας δεν εξυπηρετείται από ΧΥΤΑ. Σε ΧΥΤΑ καταλήγει περίπου το 55% των εγχώριων αποβλήτων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καταλήγει κυρίως σε ΧΑΔΑ[116]. Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των μικρών παράνομων σκουπιδοτόπων σε ρέματα αγγίζει τους 10.000, αν και η λειτουργία τους θα έπρεπε θεωρητικά να έχει ήδη παύσει, βάσει της κοινοτικής Οδηγίας 99/31/ΕΚ. Σημειωτέον, ότι οι παράνομες χωματέρες και οι ανεξέλεγκτοι σκουπιδότοποι αποτελούν εστίες παραγωγής εξαιρετικά επιβλαβών για την την υγεία και το περιβάλλον ουσιών, όπως π.χ. μεθάνιο, διοξίνες κ.α.[117].
Σήμερα πολλοί ΧΥΤΑ βρίσκονται στα όρια της ασφυξίας, ενώ η εγκατάσταση σε πολλές περιπτώσεις αποτυγχάνει λόγω ανεπαρκούς χωροθετικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Συγχρόνως, η κρατούσα μέθοδος διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα, η οποία στην πράξη δίδει προτεραιότητα στη διάθεση και υγειονομική ταφή τους, κρίνεται πλέον παρωχημένη και θεωρείται ότι αντίκειται στους στόχους και τη νομοθεσία της ΕΕ. Είναι γνωστό, ότι η πολιτική της ΕΕ δίδει προτεραιότητα αρχικά στην πρόληψη, δηλ. την αποφυγή παραγωγής αποβλήτων, κατά δεύτερο λόγο στη μείωση και αξιοποίηση τους με τον πιο πρόσφορο τρόπο (π.χ. μέ κομποστοποίηση, ανακύκλωση, παραγωγή ενέργειας μέσω της καύσης αυτών κ.ο.κ.) και τέλος ως ύστατατη λύση προτείνεται η υγειονομική ταφή των υπολειμμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία των αποβλήτων και μόνο εφόσον δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθούν με άλλο τρόπο. Έτσι, οι ΕΕ επιτάσσει στα κράτη-μέλης τη μεσοπρόθεσμη μετατροπή των ΧΥΤΑ σε ΧΥΤΥ (Χώροι Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων) που θα πληρούν όλους τους σύγχρονους τεχνολογικούς όρους[118].
Η Ελλάδα από την πλευρά της αδυνατεί να ακολουθήσει την ανωτέρω πολιτική ιεράρχησης στη διαχείριση των απορριμμάτων. Η αντικατάσταση των ΧΥΤΑ με ΧΥΤΥ στην ισχύουσα πραγματικότητα μοιάζει με ουτοπία. Ουσιαστικά δεν υπάρχει στην Ελλάδα ορθολογική πολιτική που να στοχεύει στην πρόληψη παραγωγής αποβλήτων ή έστω στη μείωση του όγκου τους ή τη συστηματική και εκτεταμένη αξιοποίηση τους, η οποία θα απέβαινε εξάλλου προς ώφελος της οικονομίας και του περιβάλλοντος.
Η διογκούμενη αύξηση των αποβλήτων εκτός του ότι επιδεινώνει τα υφιστάμενα χωροταξικά και υγειονομικά προβλημάτων σε ΧΥΤΑ και ΧΑΔΑ, επιβαρύνει καίρια και τον κρατικό προϋπολογισμό της χώρας, διότι το ετήσιο κόστος συγκέντρωσης των απορριμμάτων υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ και συνεχώς αυξάνεται[119]. Η Ελλάδα εξάλλου παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό αύξησης της ποσότητας των αστικών απορριμμμάτων στην ΕΕ. Το 1997 αναλογούσαν ημερησίως 900 γραμμάρια απορριμμάτων ανά κάτοικο, ενώ το 2006 η ποσότητα προσέγγισε τα 1.400 γραμμάρια ανά κάτοικο[120].
Άλλη μια ένδειξη των ευθυνών της ελληνικής Πολιτείας στο μείζον αυτό θέμα αποτελεί, ότι η διαχείριση στερεών μη επικίνδυνων αποβλήτων του Επιχειρησιακού Προγράμματος για το Περιβάλλον, που χρηματοδοτείται από το Γ΄ ΚΠΣ με συνολικό προϋπολογισμό 10.600.000 € εμφανίζει αδικαιολόγητη υποαπορρόφηση κονδυλίων[121].
Εκτός τούτων, ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη δημόσια υγεία είναι το γεγονός, ότι περίπου το 60% της ετήσιας παραγωγής των βιομηχανικών, αλλά και σημαντικό ποσοστό επικίνδυνων νοσοκομειακών αποβλήτων θάβονται παράνομα σε ΧΑΔΑ ή διοχετεύονται χωρίς επεξεργασία σε ΧΥΤΑ μαζί με αστικά απορρίμματα[122]. Εκτιμάται επίσης, με βάση στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, ότι περίπου 660.000 τόνοι επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων βρίσκονται εδώ και δεκαετίες θαμμένοι στον περίχωρο βιομηχανικών εγκαταστάσεων - προφανώς για λόγους εξοικονόμησης δαπανών - χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προδιαγραφές[123]. Στο πλαίσιο αυτό, εκκρεμεί καταγγελία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (της 31.01.2008) σε βάρος της Ελλάδας, ώστε να συμμορφωθεί με την Οδηγία 91/156/ΕΟΚ.
Το ΥΠΕΧΩΔΕ καθιστά υπεύθυνες τις ρυπαίνουσες βιομηχανίες για την ορθολογική επεξεργασία των επικίνδυνων αποβλήτων, για τη διαμόρφωση κατάλληλων χώρων εδαφικής εναπόθεσης με αυστηρές προδιαγραφές (Χώροι Υγειονομικής Ταφής Επικίνδυνων Αποβλήτων), καθώς και την απορρύπανση των μολυσμένων εκτάσεων. Ωστόσο η εν λόγω στρατηγική κινδυνεύει να μείνει χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δίοτι το κράτος δεν παρέχει κίνητρα στις ρυπαίνουσες εγκαταστάσεις, ώστε να προβούν στην άμεση επίλυση του σοβαρού αυτού προβλήματος, ενώ αδυνατεί να τις ελέγξει επαρκώς.
Η εφαρμογή της πολιτικής αξιοποίησης των αποβλήτων θεωρείται εκ του αποτελέσματος μη ικανοποιητική. Αν και στον τομέα αυτό έχει σημειωθεί την τελευταία 5ετία σημαντική πρόοδος, ιδιαίτερα στον τομέα της ανακύκλωσης, όπου σημειώνεται σταθερή αύξηση του ποσοστου της, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός στην Ευρώπαϊκη Ένωση. Κατά μία άποψη, σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία της ΕΕ εκτιμάται, ότι ανακυκλώνεται περίπου το 8% του συνόλου των αστικών αποβλήτων[124]. Κατά άλλη δε άποψη, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, ανακυκλώνεται περίπου το 14% των αστικών αποβλήτων[125], τη στιγμή που στην ΕΕ των 15 η αξιοποίηση των αστικών αποβλήτων υπερβαίνει το 60%[126]. Η αξιοποίηση των βιοαποδομήσιμων αποβλήτων, που αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των αστικών αποβλήτων, με τη μέθοδο κομποστοποίησης είναι ελάχιστη, ενώ η χώρα μας δεν προβαίνει σε αξιοποίηση αποβλήτων με την αμφιλεγόμενη μέθοδο της θερμικής καύσης, η οποία είναι μεν αμφιλεγόμενη, μπορεί όμως να είναι αποτελεσματική και ταυτόχρονα ακίνδυνη για το περιβάλλον με τη συνεπή χρήση των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται, υπό προϋποθέσεις, σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των 15 εκτός της Ελλάδας.
Αν και το άρθρο 10 ν. 2939/2001 «περί συσκευασιών και εναλλακτικής διαχείρισης των συσκευασιών και άλλων προϊόντων» προέβλεπε μέχρι την 31.12.2005 αξιοποίηση του 50% κατά βάρος των αποβλήτων συσκευασίας, το ποσοστό αξιοποίησης τους σε εθνικό επίπεδο δεν υπερβαίνει το 35%. Η αδυναμία στην επίτευξη του θεσμοθετημένου στόχου οφείλεται και στο ότι ήδη από το 2001 εκκρεμεί η σύσταση του Εθνικού Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασίων και Αλλων Προϊόντων (ΕΟΣΔΝΑΠ), όπως ορίζει ο ν. 2939/2001. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη απο το κοινοτικό δίκαιο έως το 2011 να ανακυκλώνει τουλάχιστον το 60% του γυαλιού, το 60% του χαρτιού, το 50% των μετάλλων, το 22,5% των πλαστικών και το 15% του ξύλου που απορρίπτεται. Σήμερα, η ανακύκλωση χαρτιού και γυαλιού δεν υπερβαίνει το 30%. Απαιτείται επομένως εντατική προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί ο αντέρω στόχος[127].
Είναι επίσης ενδεικτικό, ότι από τους περίπου 7.500 κάδους ανακύκλωσης που απαιτούνται στον Δήμο Αθηναίων για να καλυφθούν οι ανάγκες των κατοίκων έχουν τοποθετηθεί μόλις 1.600, ενω στην ελληνική επαρχία οι ελλείψεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Προβληματικό είναι και το ζήτημα της εύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης και βελτίωσης του εθνικού συστήματος ανακύκλωσης[128].
Υπό αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι η ελληνική Πολιτεία δεν αγνοεί μόνο τα περιβαλλοντικά ωφέλη, αλλά και τα οικονομικά ωφέλη που θα μπορούσε να αποφέρει στη χώρα η ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων και η στρατηγική ανάπτυξη του κλάδου της αξιοποίησης αποβλήτων. Αξίζει να αναφερθεί αναφερθεί ως παράδειγμα, ότι στη Γερμανία στον κλάδο διαχείρισης και αξιοποίησης αποβλήτων αναπτύσσουν δραστηριότητα πάνω από 1000 επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών ύψους περίπου 40 δισεκατ. ευρώ και εργατικό δυναμικό που υπερβαίνει τα 200.000 άτομα[129].
Όσον αφορά τον τομέα αστικών λυμάτων, σημειώνονται σοβαρές τεχνικές ελλείψεις στην υποδομή και λειτουργία του εγχώριου σύστηματος διαχείρισης αστικών λυμάτων σε αντίθεση με τις κοινοτικές υποχρεώσεις της Ελλάδας της χώρας με βάση τις Οδηγίες της ΕΕ αποτέλεσε η πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας στο ΔΕΚ για μη εξασφάλιση επαρκούς συστήματος επεξεργασίας των αστικών λυμάτων σε 23 πόλεις της Επικράτειας, μερικές από τις οποίες, όπως π.χ. η τουριστική ζώνη Θεσσαλονικής, η Παροικιά Πάρου, το Ηράκλειο Κρήτης, η Ηγουμενίτσα, τα Μάλια, η Λευκίμμη, το Λιτόχωρο, ανήκουν στις πιο τουριστικές της χώρας[130]. .
Στην ομολογουμένως απογοητευτική κατάσταση που παρουσιάζει ο τομέας διαχείρισης αποβλήτων στη χώρα μας αναφέρονται ως θετικά στοιχεία: Η εντυπωσιακή υπέρβαση των στόχων στην ανακύκλωση μπαταριών, συσσωρευτών και ελαστικών[131], αλλά προ πάντων η έστω και με καθυστέρηση έγκριση του πρώτου Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), που ευελπιστούμε να αποτελέσει βάση για την άσκηση αποτελεσματικότερης πολιτικής στο κρίσιμο θέμα της διαχείρισης αποβλήτων[132].
9. Ενεργειακή και κλιματική πολιτική χωρίς όραμα
Στη σύγχρονη περίοδο έντονων παγκόσμιων κλιματικών αλλαγών η ενεργειακή πολιτική για να είναι αποτελεσματική οφείλει να σχεδιάζεται σε συνάρτηση με την πολιτική αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών. Από τα έως τώρα δεδομένα δεν ην Ελλάδα δεν υπάρχει ολοκληρωμένη κλιματική πολιτική, έτσι ώστε να εντάσσεται στο περιεχόμενο της ενεργειακής πολιτικής. Επιπλέον, παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα στην ανάπτυξη ολοκληρωμένης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής απέναντι στα σύγχρονα και οξύτατα περιβαλλοντικά προβλήματα που η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει, όπως άλλωστε καταδεικνύουν βασικοί ενεργειακοί δείκτες της χώρας.
Αν και η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικά ευνοϊκές κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες για την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), εξαρτάται παρολ’ αυτά ενεργειακά κατά 86 % από ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο λιγνίτης. Στην τελική κατανάλωση ενέργειας, τα πετρελαιοειδή καλύπτουν το 68,5%, ενώ άλλα ρυπογόνα ορυκτα καύσιμα, όπως ο λιγνίτης, ο λιθάνθρακας κ.ο.κ. το 21,1% (εκ του οποίου 58% από λιγνίτη). Μικρότερα τέλος ποσοστά καλύπτουν τα στερεά καύσιμα 2% -, οι ΑΠΕ 5,6% και το φυσικό αέριο 2,8%[133]. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία αναδεικνύεται σε ιδιαίτερα ενεργοβόρα και ρυπογόνα, ενώ χαρακτηρίζεται από σοβαρή ανεπάρκεια στην εφαρμογή και τον έλεγχο της σχετικής νομοθεσίας[134]. Είναι ενδεικτικό ότι οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας αυξάνονται συνεχώς (ετήσια αύξηση 2,4% κατά την περίοδο 1990-2004) σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο[135].
Το 2005 η συνολική Διάθεση Πρωτογενούς Ενέργειας (ΔΠΕ) στην Ελλάδα έφτασε ετα 31.1 Mtoe (μετρικούς τόνους ισοδύναμου πετρελαίου), ενώ το 1990 η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας προσέγγιζε τους 22.2 Mtoe. Πρόκειται για αύξηση η οποία προβλέπται ότι θα συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα η ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ήταν 22.2 Mtoe[136]. Επιπλέον, η Ελλάδα αποδεικνύεται ιδιαίτερα σπάταλη στην κατανάλωση ενέργειας και στις εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων που ευνοούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Με βάση πρόσφατα στοιχεία: για κάθε εκατομμύριο ευρώ του ΑΕΠ εκπέμπονται περίπου 1.145 τόνοι CO2, ποσότητα η οποία είναι υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο των 15 της ΕΕ. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων πολλές ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να εξαργυρώνουν τις κοινοτικές τους υποχρεώσεις για προστασία του περιβάλλοντος καταφεύγοντας στην αγορά δικαιωμάτων ρύπων από το Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων. Ειναι χαρακτηρισικό ότι η ΔΕΗ το 2006 δαπάνησε στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων για την εξαγορά δικαιώματων ρύπων περίπου 80 εκατ. ευρώ[137].
Φαινομενικά ενθαρρυντικό είναι το γεγονός, ότι η Ελλάδα ως χώρα σχετικά μικρή σε πληθυσμό και έκταση και η οποία δε διαθέτει σημαντική βαριά βιομηχανία, δεν κατέχει υψηλό ποσοστό στην παγκόσμια εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Στην πραγματικότητα όμως η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην τέταρτη θέση παγκοσμίως ως προς το ποσοστό αύξησης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (μαζί με τον Καναδά), πίσω από χώρες υπερπολλαπλάσιες σε μέγεθος και πληθυσμό[138].
Ως προς την κατηγορία εκπομπών CO2 σε τόνους ανά κάτοικο, η Ελλάδα έχει αυξήσει τα επίπεδα, σε σχέση με το 1990 από 10,8 τόνους ανά κάτοικο σε 12,5 τόνους (15,7%) ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ των 25 έχει μειωθεί από το 11,9 τόνους το 1990 σε 10,8 τόνους (9,3%). Εκτιμάται ακόμά ότι η Ελλάδα έχει αυξήσει αντίθετα από τις κοινοτικές της υποχρεώσεις τις εκπομπές ρύπων θερμοκηπίου κατά περίπου 23,9% σε σχέση με το 1990. Το Εθνικό Πρόγραμμα του 2003 για την καταπολέμηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η αναθεώρησή του, στερούνται οεριβαλλοντικού οράματος και δεν επέφεραν βελτιώσεις στον τομέα των εκπομπών. Το εν λόγω πρόγραμμα δείχνει να αγνοεί την κρισιμότητα του φιανομένου των κλιματικών αλλαγών, αφού προβλέπει την αύξηση των εν λόγω εκπομπών κατά 25% ως το 2012, ποσοστό που μέχρι τότε αναμένεται να έχει ξεπεραστεί. Δεδομένης της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αυτοδέσμευση των μελών της ΕΕ να μειώσουν περαιτέρω τις εκπομπές του θερμοκηπίου κατά 20% ώς το 2020, η Ελλάδα θα βρεθεί σοβαρά εκτεθειμένη απέναντι στην ΕΕ. Αν δεν αλλάξει ριζικά την κλιματική της πολιτική και δεν επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, η χώρα στη νέα κατανομή, που θα αποφασιστεί το 2020, θα υποχρεωθεί σε αυστηρότερη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που μπορεί να κυμαίνεται σε 40% με 35%, αναλόγως και των τότε επιδόσεων της κλιματικής της πολιτικής[139].
Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή της Οδηγίας IPPC 96/61 EK «για ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης από βιομηχανικές και γεωργικές δραστηριότητες» είναι ελλιπής. Ο Έλληνας νομοθέτης αρκέστηκε μάλλον στην τυπική ενσωμάτωση αυτής στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 3010/2002 «εναρμόνιση του ν. 1650/1986 με τις Οδηγίες 97/11/ΕΕ και 96/61/ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων». Αν και η προθεσμία ενσώμάτωσης της στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει ήδη από τα τέλη Οκτώβρη του 1999, στη σημερινή Ελλάδα λίγες μόνο εγκαταστάσεις λειτουργούν στην πράξη σε πλήρη συμφωνία με τις απαιτούμενες περιβαλλοντικές προδιαγραφές της Οδηγίας[140].
Με βάση στοιχεία ερευνών αναφέρουμε ενδεικτικά, ότι οι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί (AHΣ) της ΔΕΗ στον Άγιο Δημήτριο και στην Καρδιά Κοζάνης καταλαμβάνουν την πρώτη και τέταρτη αντίστοιχα θέση ανάμεσα στις 30 πιο ρυπογόνες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειεας της ΕΕ[141]. Παρά ταύτα, συνεχίζεται αμείωτα η πολιτική εγκατάστασης ατμοηλεκτρικών μονάδων στη χώρα. Έτσι, σχεδιάζονται λιγνιτικές και λιθανθρακικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες προς αντικατάσταση παλαιότερων π.χ. στη Φλώρινα, την Εύβοια, τη Μεγαλόπολη, την Πτολεμαΐδα[142], ενώ έχει δρομολογηθεί η εγκατάσταση νέων δημόσιων και ιδιωτικών λιγνιτικών ΑΗΣ σε περιοχές, όπως η Ελασσόνα, η Δράμα, η Βεύη[143].
Η συγκεχυμένη και δίχως σαφή στρατηγική πολιτική του κράτους σε αυτά τα ζητήματα συνεπάγεται ακόμα και την αποδυνάμωση προσπαθειών που σε ορισμένες περιπτώσεις κάνει η Πολιτεία για το σταδιακό περιορισμό της λειτουργίας λιγνιτικών μονάδων, αφού οι εν λόγω προτάσεις της Πολιτείας δε συνοδεύονται από πειστικές εναλλακτικές λύσεις για αξιοποίηση του υπάρχοντος εργατικού δύναμικού. Για παράδειγμα: δημοσιοποίηση της πρόθεσης της ΔΕΗ να ελαττώσει την παραγωγή των ΑΗΣ Κοζάνης συναντά έντονες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους και τους τοπικούς φορείς, οι οποίοι παρά τη ρύπανση της περιοχής δυσπιστούν απέναντι στην Πολιτεία[144].
Επιπλέον, η προβληματική πολιτική του Κράτους στον τομέα αυτό μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι στα 45 χρόνια εγχώριας εκμετάλλευσης του λιγνίτη δεν έχει πραγματοποιηθεί από το επίσημο Κράτος καμία ολοκληρωμένη, επιστημονική μελέτη σχετικά με τη νοσηρότητα του πληθυσμού στις ευαίσθητες περιοχές, όπου λειτουργούν οι εν λόγω σταθμοί. Αποσπασματικά πάντως στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα από μεμονωμένες μελέτες είναι ιδιαίτερα ανσηχυτικά ως προς τις επιπτώσεις της λειτουργίας ΑΗΣ στην υγεία του τοπικού πληθυσμού[145].
Εκτός τούτων οι ελληνικές μαγαλουπόλεις, κυρίως η Αθήνα και η Θεσσαλονική παρουσιάζουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό εκπομπών αιωρούμενων μικροσωματιδίων (ΑΣ) και όζοντος, με συγκεντρώσεις πολύ πάνω από τα επιτρεπόμενα όρια, με σοβαρές. Οι συστηματικές υπερβάσεις των οριακών τιμών αυτών των εκπομπών έχει αποδειχτεί ότι επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του εκτεθειμένου πληθυσμού, αν και δεν είναι άμεσα ορατές. Σε πρόσφατη έρευνα, η Αθήνα μεταξύ 22 ευρωπαϊκών μεγάλων αστικών κέντρων καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε εκπομπές PM μετά το Βουκουρέστι. Επίσης, έρευνα του Παν/ιου Αθηνών κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι υπερβάσεις στις επιτρεπόμενες οριακές τιμώς των αιωρούμενων μικροσωματιδίων PM κατά 10 μg/m3 και άνω στην περιοχή της Αθήνας αποτελούν βασικό παράγοντα που συντελεί στην ετήσια αύξηση των θανάτων από καρδιοαναπνευστικά προβλήματα κατά περίπου 5.000 άτομα[146].
Μια ακόμα σοβαρή αδυναμία της ενεργειακής πολιτικής αποτελεί και το γεγονός, ότι δεν έχουν θεσμοθετηθεί αποτελεσματικά κίνητρα για την ενθάρρυνση χρήσης «καθαρότερων», πιο οικολογικών πηγών ενέργειας. Ενώ ο λιγνίτης και σε ορισμένες περιπτώσεις πετρελαιοειδή καύσιμα είναι αφορολόγητα, η Πολιτεία επιβάλλει για τη χρήση ΑΠΕ, ΦΠΑ 19%, όταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ο αντίστοιχος φόρος κυμαίνεται στο 9% (Ιταλία, Γαλλία) και 5% (Μ. Βρετανία). Επιπλέον, η ελληνική ναυσιπλοΐα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως καύσιμο σε σημαντικό ποσοστό πετρελαιοειδή, που περιέχουν 1.000 φορές περισσότερο θείο από το πετρέλαιο κίνησης, μη παρέχοντας ανάλογα κίνητρα στους φορείς της, ώστε να στραφούν στην κατανάλωση φιλικότερων προς το περιβάλλον καυσίμων[147]. Παρόμοια έλλειψη κινήτρων συναντάται και στα καύσιμα της αεροπλοΐας. Εξαίρεση αποτελεί η προώθηση και εφαρμογη της υβριδικής τεχνολογίας στα αυτοκίνητα, η σχετική αγορά των οποίων διέπεται από ορισμένες φοροαπαλλαγές.
Παράλληλα, απαιτείται η θέσπιση ισχυρών κινήτρων για την ενθάρρυνση της αντικατάστασης του εξοπλισμού παλαιών κτιρίων με σύγχρονο οικολογικό εξοπλισμό ή της κατασκευής νέων κτιρίων με φιλοπεριβαλλοντικές προδιαγραφές, με στόχο τη μείωση κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας σε κτίρια, όπως κατοικίες, γραφεία και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Τούτο θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο για την προστασία της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, την εξοικονόμηση ενέργειας και γενικά για την ανιμετώπιση κλιματικών αλλαγών. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς, ότι τα εν λόγω κτίρια εκπέμπουν το 45% του CO2 της χώρας και καταναλώνουν το 45% της εγχώριας παραγόμενης ενέργειας.
Η Οδηγία 2002/91 ΕΚ «για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων» ενσωματώθηκε με καθυστέρηση στην ελληνική έννομη τάξη (ν.3661/2008, ΦΕΚ 89 Α΄/ 19.05.2008 «μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων και άλλες διατάξεις), αφού προηγήθηκε η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο[148].Η Οδηγία αυτή αναμένεται να δώσει ώθηση στην ανοικοδόμηση φιλικών προς το περιβάλλον κτιρίων με χαμηλή ενεργειακή απόδοση, γεγονός που θα τερματίσει τη μακροχρόνια αδράνεια της Πολιτείας σε ζητήματα ελέγχου και βελτίωσης της ενεργειακής ταυτότητας των κτιρίων. Η Πολιτεία οφείλει να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση της Οδηγίας, διότι μόνο την τελεύταία πεναταετία το ποσοστό ενέργειας για ψύξη, θέρμανση και ηλεκτροδότηση κτιρίων αυξήθηκε κατά 25%, ποσοστό που θεωρείται το υψηλότερο της ΕΕ των 15 μαζί με αυτό της Ισπανίας[149]. Αν πάντως η Πολιτεία στοχεύει σε μια αποτελεσματική ενεργειακή και κλιματική πολιτική πρέπει να αυξήσει σημαντικά και τις δαπάνες του προϋπολογισμού προς την κατεύθυνση της περιβαλλοντικής τεχνολογίας και έρευνας, οι οποίες έως τώρα αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό επί του εθνικού προϋπολογισμού[150].
Η ελληνική ενεργειακή και κλιματική πολιτική δείχνει προς το παρόν, ότι δεν έχει κατανοήσει την άμεση σύνδεση της προστασίας του περιβάλλοντος με τον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό επισημαίνεται εξάλλου από σύγχρονα επιστημονικά πόρισματα, όπως η επιτροπή Stern (ΙPCC) κ.α.[151]. Φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί μεταξύ άλλων και τα αναμφισβήτητα οικονομικά ωφέλη, που θα επέφερε μεσοπρόθεσμα στη χώρα η ανάπτυξη μιας εθνικής ενεργειακής και κλιματικής στρατηγικής προσανατολισμένης στην προστασία του περιβάλλοντος. Αναφέρουμε ενδεικτικά το παράδειγμα της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο υπολογίζεται, ότι ο τομέας των ΑΠΕ απασχολεί πάνω από 230.000 εργαζόμενους με προοπτική το 2020 ο αριθμός τους να ανέλθει σε 500.000. Συνολικά μάλιστα στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας και τεχνολογίας απασχολούνται 1,5 εκατ. εργαζόμενοι με προοπτική το 2020 να προσεγγίσουν τα 2,5 εκατομμύρια. Έτσι, εξοικονομούνται ετησίως 103 εκατ. τόνοι CΟ2, ενώ οι εξαγωγές που αφορούν στον τομέα των ΑΠΕ άγγιξαν το 2006 τα 6 δισ. Ευρώ και οι αντίστοιχες επενδύσεις τα 11,3 δισ. ευρώ με προοπτική να υπερπολλαπλασιαστούν έως το 2020[152].
Θετικά αλλά ωστόσο μη επαρκή δείγματα καλής θέλησης της Πολιτείας στην προώθηση «καθαρότερης» ενέργειας στα πλαίσια του αγώνα κατά των κλιματικών αλλαγών, αποτελεί η έστω και με καθυστέρηση έναρξη υλοποίησης σημαντικών έργων για την προώθηση της χρήσης φυσικού αερίου, όπως ο ελληνοτουρκικός και ελληννοβουλγαρικός αγωγός φυσικού αερίου. Άξια αναφοράς αποτελεί και η σημαντική αύξηση των τελευταίων ετών στα έργα υποδομής για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ όπως ο άνεμος, ο ήλιος, το νερό, η γεωθερμία, τα οργανικά απόβλητα. Παρολ’ αυτά όμως, αν και σήμερα η χώρα καλύπτει περίπου το 5,6% των ενεργειακών της αναγκών από ΑΠΕ δε φαίνεται ικανή με βάση τα σύγχρονα δεδομένα να εκπληρώσει ως το 2010 τον κοινοτικό της στόχο κάλυψης του 20,1% των εγχώριων ενεργειακών αναγκών με ΑΠΕ[153].
Επίσης θετικά βήματα αποτελούν η ψήφιση στη Βουλή του ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Α 129 27.6.2006) «για την Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από ΑΠΕ και τη Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης» με τον οποίο επιχειρείται να απλοποιηθεί η αδειοδοτική διαδικασία για την κατασκευή και λειτουργία μονάδων ΑΠΕ και ιδίως η διεκπεραίωση του σχεδίου ΚΥΑ σε σχέση με το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μαζί με τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΧΣΑΑ- ΑΠΕ), που επιχειρούν να αποσαφηνίσουν το θολό τοπίο χωροθέτησης εγκαταστάσεων ΑΠΕ[154]. Οι ανωτέρω θετικές πρωτοβουλίες, εφόσον εξελιχθούν και προωθηθούν κατάλληλα στην πράξη, θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν το δρόμο προς έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό οικολογικής ενεργειακής ανάπτυξης και να αποτελέσουν αφετηρία για την άσκηση μιας πιο πρόσφορης ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής.
10. Μη ικανοποιητική προώθηση της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
Η αδυναμία του Κράτους ως προς την εφαρμογή ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής πολιτικής αντανακλάται και στον τομέα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Ναι μεν τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (ΚΠΕ) στην ελληνική επικράτεια, πλην όμως δε δίδεται η δέουσα σημασία στην εκπαιδευτική τους αποστολή. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση δεν αποτελεί υποχρεωτικό μάθημα, ενώ η υλοποίηση της επαφίεται κυρίως στην ευαίσθησία των εκάστοτε εκπαιδευτικών που συχνά δεν έχουν την απαιτούμενη ενημέρωση και κατάρτιση[155].
Πέραν τούτων, η επίσημη Πολιτεία δεν πληροφορεί επαρκώς τον πολίτη για τα καίρια περιβαλλοντικά ζητήματα που τον αφορούν, καθώς και για τις δυνατότητες δράσης που έχει ο ίδιος για την αντμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική Πολιτεία δεν έχει έως τώρα επιχειρήσει συστηματικά ενημερωτικές εκστρατείες π.χ. για την εξοικονόμηση του νερού, για την μείωση κατανάλωσης ενέργειας, για την ανακύκλωση, ή για τις επιπτώσεις της ρύπανσης στα αστικά κέντρα και τους τρόπους αντιμετώπισής της.
11. Η ανεύθυνη στάση του πολίτη
Ανεξάρτητα από τις ευθύνες της Πολιτείας φέρει και ο πολίτης το δικό του μερίδιο ευθύνης ως συνυπαίτιος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Αν και πρόσφατες έρευνες καταγράφουν, ότι οι Έλληνες πολίτες δείχνουν ενδιαφέρον για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και είναι εν γένει πρόθυμοι να προβούν στην υιοθέτηση καινοτόμων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το ενδιαφέρον τους όμως παραμένει τις περισσότερες φορές θεωρητικό, καθώς ο μέσος πολίτης αδυνατεί να το υλοποιήσει στην πράξη. Από τη μια πλευρά, η Πολιτεία δε δίνει επαρκή κίνητρα στον πολίτη να αναλάβει δράση για την προστασία του περιβάλλοντος, από την άλλη πλευρά ο πολίτης επηρεάζεται από το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας, ηθικής χαλάρωσης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία και περιγράφει τη σύγχρονη αξιακή και θεσμική κρίση[156].
Τα ίδια τα δεδομένα της κρατούσας πραγματικότητας αποδεικνύουν ότι δεν δραστηριοποιούμαστε, δεν ερευνούμε, δεν επιδιώκουμε την ενημέρωση για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως θα οφείλαμε ως ενεργοί πολίτες. Με την απαθή και αδιάφορη στάση μας γινόμαστε πολλές φορές ασυνείδητα φορείς της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μέρος του προβλήματος. Σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουμε τη συγκατάβαση και τη σιωπή στις μικρές και μεγάλες καθημερινές περιβαλλοντικές αυθαιρεσίες, στις οποίες τυχαίνει να είμαστε μάρτυρες. Άλλοτε πάλι γινόμαστε οι ίδιοι αυτουργοί της περιβαλλοντικής αυθαιρεσίας προς εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των αρμόδιων αρχών και τη χαλαρή εφαρμογή των νόμων. Δεν απαιτούμε με το προσήκον σθένος ένα καλύτερο περιβάλλον για μας και τις μελλοντικές γενιές. Αρκούμαστε στη δικαιολογία, ότι πρόκειται για μάταιες προσπάθειες που θα καταπνιγούν μέσα στην γενικότερη ασυδοσία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εκλέγουμε εκπροσώπους σε τοπικό και εθνικό επίπεδο με εφήμερα, ιδιοτελή και κοντόφθαλμα κριτήρια[157]. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα υστερεί σε ιστορία και ανάπτυξη. Παρά τη σχετική ενίσχυση του ρόλου των περιβαλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται ακόμα να γίνουν πολλά βήματα για τη συγκρότηση ενός συντονισμένου, συμπαγούς μετώπου ενεργών πολιτών με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος ως μοχλού πίεσης απέναντι στην αδράνεια της Πολιτείας[158].
Σε μια δημοκρατική κοινωνία όμως δε μπορεί να θεωρείται ως δικαιολογία της επανάπαυσης και αμέλειας των πολιτών η ανεπάρκεια του Κράτους. Και τούτο, διότι η περιβαλλοντική κρίση, που προκάλεσε ο άνθρωπος, έχει ως βαθύτερο αίτιο την εσφαλμένη στάση ζωής που τηρούμε απέναντι στη φύση είτε την ανθρώπινη είτε τη φύση των στοιχείων του περιβάλλοντος. Και η εσφαλμένη αυτή συμπεριφορά επηρεάζει τελικά όχι μόνο τη δική μας ζωή, αλλά κυρίως τη ζωή των συνανθρώπων μας και τη ζωή των μελλοντικών γενεών.
ΙΙΙ. Διέξοδος ;
1. Διαφαινόμενες προοπτικές αντιμετώπισης του περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα
Οι πρώτες έμπρακτες ενέργειες, που επιδεικνύει η ελληνική Πολιτεία μετά τα καταστροφικά γεγονότα των πυρκαγιών του θέρους του 2007 απέναντι στα κρίσιμα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν φαίνεται να αποβλέπουν στην κατεύθυνση της αποτελεσματικής προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, ανεξάρτητα από την εύλογη κριτική που τους ασκήθηκε, ειναι κατ’ αρχήν σημαντική η εισαγωγή του πρώτου Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, αλλά και η εκπόνηση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, απαιτείται όμως γενική αφύπνιση και σκληρή δουλειά, ώστε τα αποτελέσματα αυτών να αποβούν θετικά για μια ισορροπημένη οικιστική και ενεργειακή ανάπτυξη με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και τις μελλοντικές γενιές. Συγχρόνως, η επ’ αόριστον μετάθεση της ίδρυσης αυτοτελούς Υπουργείου Περιβάλλοντος σε βάθος 2 ή 3 χρόνων βάσει των κυβερνητικών εξαγγελιών και εφόσον ολοκληρωθεί πρώτα η διάθεση των κονδυλίων του Δ΄ ΚΠΣ, αποτελεί υπεκφυγή ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος στoν πυρήνα του. Μεμονωμένες και αποσπασματικές ενέργειες, όπως η παραχώρηση δασικής έκτασης του δάσους της Πάρνηθας στο ομώνυμο καζίνο, η εκχώρηση για 75 χρόνια περίπου 2.500 στρεμμάτων καμμένου δάσους της λίμνης Καϊάφα από το Κράτος στην τοπική αυτοδίοικηση προς αξιοποίηση «ήπιας μορφής». Τα πρόχειρα έργα αποκατάστασης καμμένων περιοχών που αποδεικνύονται αποτελεσματικά στο να απακαταστήσουν τη φυσική και οικονομική ισορροπία των θιγόμενων περιοχών. H καθυστερημένη επιβολή «συμβολικών» διοικητικών προστίμων ύψους 1 εκατ. ευρώ σε κρατικές μονάδες ΑΗΣ της ΔΕΗ, ποσό που σημειωτέον αντιστοιχεί σε τζίρο μερικών ωρών λειτουργίας των εν λόγω εγκαταστάσεων, ή σε άλλες βιομηχανικές μονάδες που ρυπαίνουν τον Ασωπό. Ο ευκαιριακός και μη ολοκληρωμένος καθαρισμός μερικών από τους πλέον μολυσμένους με βιομηχανικά και γεωργικά λύματα ποταμών της χώρας, όπως ο Ασωπός και ο Κηφισσός, χωρίς να εγγυάται όμως ούτε την οριστική απομάκρυνση των ρύπων, ούτε την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν στο συμπέρασμα, ότι τα πολυετή «παθήματα» στον τομέα του περιβάλλοντος έχουν γίνει επιτέλους «μαθήματα», και ότι μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα στην Πολιτεία και στους πολίτες για τη διαμόρφωση και άσκηση μιας πιο πρόσφορης και αποφασιστικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής αντιμετώπσης του περιβαλλοντικού ελλείμματος στην Ελλάδα.
Οι επίσημες Αρχές δε φαίνεται να έχουν αντιληφθεί το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος. Έτσι, όπως διαφαίνεται και από τα ανωτέρω εκτεθειμένα παραδείγματα, αρκούνται συνήθως σε μια επιλεκτική ετεροχρονσμένη κατασταλτική δράση, σε μια προσπάθεια να κατευνάσουν επιφανεικά τις αντιδράσεις των πληγέντων και να αποφύγουν όσο είναι δυνατό το εφήμερο πολιτικό κόστος. Οι ελπιδες για μια πιο σοβαρη αντιμετώπιση των κρίσιμων περιβαλλοντικών προβλημάτων από την πλευρά της Πολιτείας μετατίθενται στους ενεργούς πολίτες. Οι Έλληνες πολίτες ιδιαίτερα μετά την ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή των πυρκαγιών του καλοκαιριού, όπου καήκαν μέσα σε δύο μήνες πάνω από 2,7 στρέμματα γής και χάθηκε η ζωή δεκάδων ανθρώπων δείχνουν πιο ευαισθητοποιημένοι και αφυπνισμένοι απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα. Εναπόκειται συνεπώς σε αυτούς να μην ανεχτούν πλέον την παθητική στάση της Πολιτείας, αλλά να απαιτήσουν συγκεκριμένες ενέργειες για μια ολοκληρωμένη και όχι ευκαιριακή προστασία του περιβάλλοντος και να διαμορφώσουν έτσι με τη στάση τους κατάλληλες προοπτικές για τη λήψη συντονισμένων μέτρων και συγκροτημένων πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση του περιβαλλοντικού ελλείμματος[159].
2. Ορθολογιστική αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος
Απολύτως απαραίτητη είναι επιπλέον και η άμεση λήψη σύγχρονων, εξορθολογισμένων, τεχνοκρατικών μέτρων σε επίπεδο νομοθετικό, κοινωνικοοικονομικό, παιδαγωγικό προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης του φαινομένου της οικολογικής κρίσης. Η συγκρότηση υπεύθυνου εθνικού περιβαλλοντικού σχεδιασμου. Η άμεση προώθηση εθνικής ενεργειακής στρατηγικής σε βάθος χρόνου προς την κατεύθυνση της συστηματικής απεξάρτησης της οικονομίας από ρυπογόνες ενεργειακές πηγές και της εξοικονόμησης ενέργειας. Η θέσπιση θετικών κινήτρων (κυρίως οικονομικών), δομών και υποδομών προς ενθάρρυνση της περιβαλλοντικής δράσης και της αειφόρου οικονομίας. Η επαρκής στελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών επιτήρησης και επιβολής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η ενίσχυση και πλήρης εφαρμογή των κανόνων πληροφόρησης, διαφάνειας και εν γένει συμμετοχής των πολιτών κατά τη διαδικασία λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων. Η εισαγωγή του μαθήματος της περιβαλλοντικής αγωγής σε όλα τα σχολεία της χώρας. Η συστηματική διεξαγωγή ενημερωτικής εκστρατείας από τις αρμόδιες Αρχές προς τον πολίτη για περιβαλλοντικά ζητήματα και σχετικές δράσεις[161], είναι ορισμένα από τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτίωσουν τη σημερινή δυσάρεστη πραγματικότητα[162].
3. Επαρκεί η λήψη ορθολογικών μέτρων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης;
Θα ήταν συνεπώς άστοχο, η προσπάθεια αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης να βασίζεται αποκλειστικά στην υλοποίηση των ανωτέρω ορθολογικών μέτρων[164]. Οι οδυνηρές εμπειρίες δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ο Ψυχρός Πόλεμος, ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας, η εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου σε συνάρτηση με την συνεχιζόμενη ανά τον κόσμο κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και εν τέλει η παγκόσμια οικολογική κρίση, που βίωσε ο 20ος και βιώνει ο 21ος αιώνας διεύψευσαν την αισιοδοξία των ιδεαλιστών οπαδών του ορθολογισμού και της λογικοκρατίας του 18ου και 19ου αιώνα, που θεώρησαν ότι με τη μονομερή καλλιέργεια της λογικής, την κατοχή και διάδοση της γνώσης του φυσικού κόσμου, η ανθρώπινη κοινωνία θα βελτιωνόταν πνευματικά και ηθικά και θα μετατρεπόταν σταδιακά σε πεδίο ειρηνικής ευημερίας και ανάπτυξης[165].
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα έχει αποδειχτεί έμπρακτα στη σημερινή κοινωνία, ότι η επιβαλλόμενη ηθική - εννοούμενη ως επιβαλλόμενη λογική προδιαγραφή της συμπεριφοράς – από την κρατική νομοθεσία δεν αρκεί από μόνη της, ώστε να συντελέσει αποτελεσματικά στο «σωφρονισμό» και την ευπραξία του ανθρώπου. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν εγκαταλείπει εύκολα τις ανέσεις και τις καταναλωτικές του συνήθειες, απλώς και μόνο, επειδή αυτό είναι «λογικό» ή «ηθικό». Στη σημερινή ατομοκρατική εποχή η ρύθμιση της κοινωνικής συμπεριφοράς βάσει της επιταγής του νόμου, της λογικής ή της ηθικής φαίνεται να στερείται όλο και περισσότερο νοήματος και περιεχομένου. Ο σύγχρονος άνθρωπος συνήθως «ασφυκτιά» εγκλωβισμένος στη μονομερή λογικοφανή θεώρηση τέτοιων επιταγών και δεσμεύσεων[166]. Για να ριζώσουν συνεπώς και να καρποφορήσουν οι εν λόγω επιταγές τίθενται ως προϋποθέσεις βαθύτερα υπαρξιακά - οντολογικά κίνητρα, που δεν πρέπει να περιορίζονται στα στενά όρια της λογικοκρατίας, αλλά να τα υπερβαίνουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο άνθρωπος ως πρόσωπο πλέον να απελευθερώνεται τελικά από τα στενά πλαίσια της ανθρωποκεντρικής - εγωκεντρικής θεώρησης του κόσμου[167].
Μια τέτοια υπέρβαση θα μπορούσε να γίνει πράξη, αν ο άνθρωπος αντιληφθεί, ότι η υπεροχή του σε σύγκριση με την υπόλοιπη δημιουργία δε συνίσταται βασικά στην κατά τα φαινόμενα ορθολογική του ικανότητα, αλλά στη δυνατότητα του να υπερβαίνει τα φαινομενικά όρια αυτής και να αναφέρεται στο υπέρλογο. Να γίνεται δηλ. κοινωνός μιας πραγματικότητας, ενός «επέκεινα», που βρίσκεται πέρα από τον εαυτό του και αναλόγως της υποκειμενικής του προσέγγισης μπορεί να είναι είτε το περιβάλλον είτε ο Θεός, στο πρόσωπο του οποίου συγκεφαλαιώνεται και η υλική φύση. Με το «άνοιγμα» του ανθρώπου σε μια υπερλογική, υπερβατική σχέση με τη φύση ή το Θεό, ο άνθρωπος θα ανακάλυπτε την ιδιαίτερη ταυτότητα του όχι στην αντιπαράθεση με το φυσικό κόσμο, αλλά στη συνεργασία μαζί του, και ο φυσικός κόσμος θα ανυψωνόταναρμονικά στο επίπεδο της ανθρώπινης συνύπαρξης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να συντελεστεί μια ουσιαστική ανακαίνιση και μεταμόρφωση της στάσης ζωής του ανθρώπου. Είναι ανάγκη, συνεπώς, η κρατούσα κακώς νοούμενη ανθρωποκεντρική θεώρηση (Βλ. ανωτ. Ι.2.) να επαναπροσδιοριστεί. Απαιτείται η εξέλιξη της από τη στενή χρησιμοθηρία στη συνετή, ήπια χρήση του φυσικού πλούτου, έτσι ώστε οι ανθρώπινες αξίες να μην αντιμετωπίζονται μονόπλευρα ως στενά χρηστικές[168].
3. Η χριστιανορθόδοξη διδασκαλία απέναντι στην οικολογική κρίση
Με βάση τα προηγούμενα, υποστηρίζεται η άποψη ότι η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων ως αποτέλεσμα ορθολογικών διεργασιών, θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο και μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα απέναντι στο πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον, αν αυτή συνοδευόταν με ένα νέο ήθος και μια αναγεννημένη στάση ζωής του απλού πολίτη και των πολιτειακών φορέων, που ούτως ή άλλως είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την υλοπόιηση των προτεινόμενων μέτρων[169]. Οι διαχρονικές θέσεις της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας ως προς τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, όπως θεμελιώνονται βιωματικά στη μακραίωνη πνευματική της παράδοση, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στη ζητούμενη μεταβολή στάσης ζωής και νοοτροπίας του ανθρώπου. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο να κατανοήσει ο άνθρωπος βαθύτερα τη σχέση αλληλεξάρτησης που διέπει τον ίδιο και τη φύση, αλλά και τη λειτουργική του αποστολή απέναντι στο φυσικό κόσμο προς υπέρβαση της σύγχρονης οικολογικής κρίσης και αντιμετώπιση του υφιστάμενου περιβαλλοντικού ελλείμματος[170].
Αν δεχτούμε την άποψη, ότι το φυσικό περιβάλλον δεν περιήλθε από μόνο του στη σημερινή κρίση, αλλά εξαιτίας των άστοχων στο πέρασμα της ιστορίας[171] ενεργειών και παραλείψεων του ανθρώπου, γίνεται σαφές ότι η κρίση αυτή είναι προ πάντων κρίση οντολογική, με την έννοια ότι αφορά κατεξοχήν την υπαρξιακή ταυτότητα, το ρόλο και την αποστολή του ανθρώπου στον κόσμο. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων λαμβάνει πέρα από τη λογικοκρατική της διάσταση, μια ηθική, αλλά και θεολογική διάσταση – γεγονός που συνήθως παραθεωρείται κατά τη σύγχρονη αναζήτηση τρόπων για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης[172].
Κατά το χριστιανικό δόγμα, μόνος ο άνθρωπος από όλα τα έμβια όντα είναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» του Θεού. Συνιστά δε ψυχοσωματική οντότητα που χαρακτηρίζεται από οργανική ενότητα σώματος και ψυχής ή πνεύματος[173]. Αυτό όμως δε συνεπάγεται, όπως έχει παρερμηνευτεί επανειλημμένα[174], ότι η χριστιανική ηθική επιδοκιμάζει το σύγχρονο ωφελιμιστικό ανθρωποκεντρικό μοντέλο, κατά το οποίο ο άνθρωπος νομιμοποιείται να εκμεταλλεύεται τον φύσικό πλούτο προς ικανοποίηση των ιδιοτελών σκοπών και αναγκών του[175].
Η ανθρώπινη ύπαρξη κατά την ορθόδοξη διδασκαλία - σε αντίθεση με το δυτικό φιλοσοφικό και εν μέρει θεολογικό ρεύμα του δυϊσμού (Dualism) - δε διαχωρίζεται ούτε ως ξένο σώμα αυτονομείται από τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, των φυτών, της ύλης και εν γένει των φυσικών φαινομένων[176]. Συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης εκτός από την ψυχή ή το πνεύμα[177] είναι και η γήινη ύλη, το χώμα, και μάλιστα σε οργανική ενότητα με το πνεύμα[178]. Η ίδια η φυσιολογία του ανθρώπου μαρτυρεί, ότι ο άνθρωπος και το περιβάλλον συνδέονται από τη φύση τους με μια άρρηκτη σχέση και αποτελούν μια οργανική ενότητα. Αν και τα συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης είναι ποιοτικά ανώτερα από αυτά των ζώων, των φυτών και εν γένει των υλικών του σύμπαντος, πλην όμως δε νοείται ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς υλική υπόσταση. Κατα συνέπεια, ο φυσικός κόσμος δεν πρέπει να υποτιμάται σε σχέση με τον άνθρωπο. Ενδεικτικό αυτής της αντίληψης στην ορθόδοξη παράδοση, αποτελεί το γεγονός, ότι σε πολλές περιπτώσεις η φύση υπό προϋποθέσεις είναι δυνατό να εξαγιάζει τον άνθρωπο, χρησιμοποιούμενη ως αγιαστικό όργανο μετάδοσης της Θείας Χάριτος, οπως για παράδειγμα στη Θεία Κοινωνία και στον Αγιασμό[179].
Ο άνθρωπος βρίσκεται τελικά μεθόριος ανάμεσα στον υλικό και πνευματικό κόσμο. Επειδή ακριβώς μετέχει ταυτόχρονα και στις δύο υποστάσεις (υλική και πνευματική) αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στον υλικό και άϋλο - πνευματικό κόσμο, ανάμεσα στην αισθητή και νοητή κτίση. Επιγραμματικά, δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελέι το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον φυσικό κόσμο και τον ζωοποιό αυτού Λόγο: «Ο άνθρωπος τοίνυν μικρόκοσμος ἐστίν, ἒχει γάρ καί ψυχήν καί σῶμα, καί μέσον ἓστηκε καί νοῦ καί ὓλης, σύνδεσμος γάρ ἐστί ὁρατῆς καί ἀοράτου ἣτοι αἰσθητῆς τέ καί νοητῆς κτίσεως»[180]. Κατά συνέπεια, ανατίθεται στον άνθρωπο κορυφαίος ρόλος ως προς τη χρήση του κόσμου και εν γένει της δημιουργίας, αλλά και συγχρόνως μέγιστη ευθύνη ως προς την διαχείριση της δημιουργίας[181]. Ο καθοριστικός ρόλος του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο απόσπασμα της Γενέσεως, όπου ο Θεός παραχωρεί ως δωρεά αγάπης στον άνθρωπο την εξουσία να κυριεύσει τη γη και να άρχει σε όλα τα ζώα της θάλασσας και της ξηράς[182].
Η ανωτέρω εξουσία που δόθηκε στον άνθρωπο ως θεία, αγαπητική δωρεά, δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαχωρίζει την ύπαρξη του από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αντίθετα, ο άνθρωπος πρέπει να θεωρείται ως θεμελιώδες, αλλά ωστόσο οργανικό μέρος του φυσικού κόσμου. Η εν λόγω εξουσία, κάθε άλλο παρά νομιμοποιεί τον άνθρωπο στο να καταχράται το φυσικό κόσμο εγωκεντρικά και καταδυναστευτικά. Η κυρίαρχη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση τον καθιστά υπεύθυνο για τον τρόπο που ζει και συμπεριφέρεται σε αυτή. Η πατερική σκέψη αντιλαμβάνεται την επιταγή της Π. Διαθήκης «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν»[183] ως επισήμανση στον άνθρωπο, ότι η συνετή αξιοποίηση της κτίσης, δηλαδή το «ἐργάζεσθαι», περικλείει το καθήκον και την μεγαλειώδη ευθύνη του σεβασμού των φυσικών αγαθών, έτσι ώστε να διαφυλάσσεται η ισορροπία τους από ασύδοτες καταχρήσεις, δηλαδή το «φυλάσσειν». Ένα καθήκον και μια ευθύνη, των οποίων η ανάληψη και εκτέλεση εναπόκειται πάντως αβίαστα στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου[184].
Η παραχώρηση στον άνθρωπο της εξουσίας διακυβέρνησης της κτίσης και η συνεπαγόμενη ευθύνη απέναντι σε αυτή, αποσκοπεί στη αμοιβαία ολοκλήρωση ανθρώπου και κτίσης σε πνεύμα θείας αγάπης και ελευθερίας. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως ύπαρξη μέσω της ενάρετης, χαριτωμένης δράσης του μέσα στον κόσμο όπου καλείται να ζήσει. Μέρος και έκφραση της ενάρετης αυτής δράσης αποτελεί και η συνετή διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος. Η δράση αυτή συντελεί στην κατά Θεόν ολοκλήρωση του ανθρώπου και οδηγεί τελικά στην ενωτική, μεταμορφωτική, ανακεφαλαιωτική πορεία της φύσης (ανθρώπινης και μη) στο πρόσωπο του ζωοποιού της Λόγου. Έτσι, συνολοκληρώνεται μαζί με τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον διατηρώντας τη φυσική του ισορροπία και αειφορία. Αντίθετα, η αμιγώς ανθρωποκεντρική, ατομοκεντρική στάση ζωής απέναντι στη φύση, όπου απουσιάζει η διαλεκτική σχέση μεταξύ ατόμου και φυσης, αποτελεί γνώρισμα της αυτονόμησης του ανθρώπου από το φυσική Δημιουργία, η οποία έχει ως βαθύτερο αίτιο την αυτονόμηση του από τον Δημιουργό και τη συνειδητή ή ασυνείδητη θεοποίηση του ίδιου[185].
Κατά συνέπεια, η φύση αναλόγως της στάσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο συμπαρασύρεται προς την πορεία, που ο ανθρώπος επιλέγει στη σχέση του με τον Δημιουργό[186]. Ο άνθρωπος αναλόγως της θέσης που τηρεί απέναντι στη χρήση της Δημιουργίας, προβάλλει αντίστοιχα την αρετή ή τη φαυλότητα του: «...ἐκ γάρ τοῦ εὐλόγως ἣ παραλόγως τοῖς πράγμασι χρήσασθαι, ἣ ενάρετοι ἣ φαύλοι γινόμεθα».[187]. Το φυσικό περιβάλλον γίνεται αποδέκτης είτε της θεόπνευστης σύνεσης είτε του εμπαθούς παραλογισμού του ανθρώπου, με τις γνωστές συνέπειες που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στην εποχή μας. Με τη συνετή στάση απέναντι στη φύση, που διέπεται από σεβασμό και αυτοσυγκράτηση απέναντι στο φυσικό κόσμο και όχι από υπερκαταναλωτικό πάθος υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ο άνθρωπος εξαγιάζει τη φύση, διότι διαφυλάσσει και διατηρεί την ισορροπία της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φύση τον «ανταμείβει» με την αειφορία της και γίνεται πολύτιμος συνεργός στην υλική και πνευματική ευημερία του ανθρώπου και όχι παράγοντας καταστροφής.
Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος επιλέγει μια εμπαθή, ευδαιμονική στάση ζωής, αυτονομημένη από τις συνιστώσες του φυσικού κόσμου, επιτίθεται βάναυσα στη φύση και ανατρέπει τη φυσική ισορροπία. Στην ουσία όμως επιτίθεται εναντίον του εαυτού του, διότι ο άνθρωπός είναι αναπόσπαστο και θεμελιώδες τμήμα της φύσης. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον εξαιτίας των άστοχων ανθρώπινων δράσεων ή παραλείψεων μετατρέπεται σε παράγοντα καταστροφής του ανθρώπου. Οι φυσικές συνθήκες που συντηρούν τη ζωή στον πλανήτη διαταράσσονται και τελικά μέσα σε συνθήκες φυσικής ανισορροπίας ο βίος του ανθρώπου γίνεται αβίωτος, ως συνέπεια της αυτονομημένης πορείας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που ο ίδιος επιλέγει ιστορικά να ακολουθήσει[188].
Δεδομένης της ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, αλλά και της σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, ο άνθρωπος καλείται να διαμορφώσει εναν ανακαινισμένο πολιτισμό που δε θα θεωρεί τον άνθρωπο αυτονομημένο από τη φύση, αλλά συνετό εργάτη και φύλακα του φύσικού περιβάλλοντος. Έναν πολιτισμό που δε θα στηρίζεται στην ωφελιμιστική υποταγή της φύσης στις ορμέμφυτες επιθυμίες ενός θεοποιημένου ανθρώπου, ούτε αντιστρόφως θα διδάσκει τη δουλική υποταγή του ανθρώπου σε μια θεοποιημένη φύση. Καλείται επομένως ο άνθρωπος, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, να διαπλάσει έναν πολιτισμό που θα προωθεί την ισορροπημένη αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος ως συνέπεια της αλληλοπεριχωρητικής αγάπης και ελευθερίας των προσώπων[189].
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω θεώρηση του φυσικού κόσμου δεν απαγορεύει ή αποκλείει την οικονομική - υλική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, ούτε απορρίπτει τον ορθολογισμό. Αντιθέτως, περικλείει και τα δύο αυτά στοιχεία, προσδιορίζοντας σε αυτά βιώσιμα όρια[190]. Έτσι ασφαλώς είναι θεμιτή η οικονομική ανάπτυξη και η λήψη ορθολογικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι βασικό κίνητρο αυτών δεν αποτελεί η μονοδιάστατα εγωκεντρική επιθυμία του ανθρώπου να εξουσιάσει ή να υποτάξει με κάθε κόστος τον φυσικό κόσμο με γνώμονα το στενό προσωπικό, οικονομικό του ώφελος, αλλά η συνετή αξιοποίηση της φύσης με απώτερο σκοπό να την καταστήσει αρωγό και συνεργό του σε μια πορεία ένωσης και κοινωνίας με τον Δημιουργό .
Συνιστάται έτσι, μια ήπια υλική ανάπτυξη, που δεν θα παραθεωρεί το μεγαλείο της υπόστασης του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος και η οποία θα διέπεται από βαθιά επίγνωση ευθύνης και σεβασμό τόσο στις σύγχρονες και μελλοντικές γενεές, όσο και στην αειφορία του φυσικού περιβάλλοντος. Υπό αυτό το πρίσμα, μια βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία θα βασίζεται μονομερώς σε μια μεσοπρόθεσμη λογιστική θεώρηση οικονομικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων ως προς την εκμετάλλευση της φύσης, θα πρέπει να απορρίπτεται. Το δρόμο της ήπιας οικονομικής ανάπτυξης με την ανωτέρω έννοια αποδέχονται σήμερα άλλωστε και σημαντικοί εκπρόσωποι της σύγχρονης ηθικής φιλοσφίας[191].
4. Πνευματικά μέσα για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης
Ως προς τα πνευματικά μέσα που η ορθόδοξη, χριστιανική διδασκαλία προσφέρει ως απάντηση στην ανθρωπογενή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αποφεύγοντας διεξοδικές αναλύσεις, εστιάζουμε την προσοχή μας στα εξής βασικά: την αγαπητική άσκηση και την ευχαριστιακή εμπειρία.
Η έμπρακτη εφαρμογή της αγαπητικής άσκησης ως τρόπος συνεπούς, ανιδιοτελούς προσφοράς που αποτελεί βασικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας, απεγκλωβίζει σταδιακά τον άνθρωπο από τη φίλαυτη θεώρηση του σύμπαντος κόσμου και τον απελευθερώνει από τις συχνά τεχνητά υποβαλλόμενες, πλασματικές, αλλά όχι πραγματικές ανάγκες του. Ο υπερκαταναλωτισμός που έχει ώς συνέπεια την εξάντληση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την επικίνδυνη συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και γενικά τη διατάραξη των φυσικών νόμων, δίνει τη θέση του στην υπεύθυνη αξιοποίηση των υλικών αγαθών από τον άνθρωπο προς κάλυψη των πραγματικών του αναγκών και σε συνάρτηση με τις ανάγκες των συνανθρώπων του και τα όρια αειφόρου βιωσιμότητας της φύσης. Έτσι, ο άνθρωπος με πνεύμα ελευθερίας και υπευθυνότητας ασκείται στον ένθεο σεβασμό απέναντι στο συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον που τον φιλοξενεί, διότι σε κάθε έμψυχο ή άψυχο δημιούργημα βλέπει ότι αντανακλάται η αγαπητική δωρεά του Δημιουργού[192].
Η ένθεη αγαπητική άσκηση οδηγεί στην ευχαριστιακή εμπειρία η οποία μπορεί να ανακαινίσει τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, καθώς αποτελεί μέσο κοινωνίας με τον Δημιουργό. Προσεγγίζοντας ο άνθρωπος το σύμπαν ευχαριστιακά καλείται να γίνει «ιερουργός» της φύσης, φορέας δηλ. της δημιουργικής αναμόρφωσης της σε σχέση με τον ζωοποιό της Λόγο. Υπό το πρίσμα αυτό, με την ευχαριστιακή χρήση των αγαθών της δημιουργίας ο αισθητός κόσμος γίνεται στα χέρια του ανθρώπου δώρο ευχαριστήριο που προσφέρεται στο Δημιουργό. Ο άνθρωπος ζώντας ευχαριστιακά, αγωνιζόμενος για μετοχή στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, δέχεται από τον Θεό τον φυσικό κόσμο ως ευλογία και τον αντιπροσφέρει ως ευχαριστία. Αυτό άλλωστε εκφράζεται στη Θεία Λειτουργία με τη χαρακτηριστική εκφώνηση πριν από τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν». Διαλύοντας ατομικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες η γνήσια ευχαριστιακή εμπειρία κατά τη χριστιανική οντολογική διδασκαλία καθαίρει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε ουσιαστική κοινωνία με το περιβάλλον, τα πρόσωπα και τελικά τον Θεό[193].
Τηρώντας ο άνθρωπος μια συνειδητή στάση ζωής που θα διέπεται από αγαπητική άσκηση και ευχαριστιακή εμπειρία μεταμορφώνει και τη σχέση του με τον συνάνθρωπο και κατ’ επέκταση με το φυσικό περιβάλλον. Υπο αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον άνθρωπο να καταστρέφει τη φύση, να κατασπαταλά αλόγιστα τους φυσικούς πόρους, να ρυπαίνει το φυσικό περιβάλλον η εν γένει να διαταράσσει το οικοσύστημα[194].
ΙV. Επίλογος
Με βάση τα προηγούμενα καταδεικνύονται συγκεκριμένες ελλείψεις στην περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας και επισημαίνονται οι διαχρονικές ευθύνες της ελληνικής Πολιτείας και των Ελλήνων πολιτών εξαιτίας της ασύνετης και ασυνεπούς στάσης τους απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Διαπιστώνεται ότι για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ελλείμματος είναι μεν απαραίτητη η λήψη ορθολογιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, πλήν όμως τα μέτρα αυτά από μόνα τους δεν επαρκούν για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Η εξορθολογισμένη λήψη μέτρων δεν μπορεί να αποφέρει απτά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αν δε συνοδεύεται όμως από μια αναθεώρηση της υπερκαταναλωτικής, ωφελιμιστικής στάσης ζωής, η οποία αποτελεί τη ρίζα της σύγχρονης οντολογικής και τελικά οικολογικής κρίσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα εκάστοτε περιβαλλοντικά μέτρα πρέπει να αποβλέπουν στην ισορροπημένη συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, έτσι ώστε ο άνθρωπος αφενός μεν να αξιοποιεί τη φύση για να καλύπτει τις ιεραρχημένες ανάγκες του, αφετέρου δε να διαφυλάσσει με συνέπεια την διαχρονική αειφορία της για τις μέλλουσες γενιές. Η λήψη μέτρων που θα εξυπηρετούσε τη λογική της στάθμισης αμιγώς οικονομικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων θα πρέπει να απορρίπτεται ως απόρροια του κακώς νοούμενου ανθρωποκεντρισμού. H λήψη ορθολογιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης, εντασσόμενη στο ανωτέρω πλαίσιο αναθεώρησης της στάσης ζωής του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό κόσμο, αλλά και τον συνάνθρωπο θα μπορούσε να συμβάλλει καταλυτικά στην ουσιαστική αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών ζητημάτων και βεβαίως να περιορίσει την καταχρηστική εκμετάλλευσή του φυσικού περιβάλλοντος. Προς αυτή την κατεύθυνση η γνώση και έμπρακτη εφαρμογή της διδασκαλίας της γνήσιας χριστιανορθόδοξης παράδοσης θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.
Κατά την κρατούσα άποψη της επιστήμης, απαιτείται άμεση αντίδραση συλλογική και ατομική, προκειμένου να αποτραπούν μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές βλάβες στο οικοσύστημα που θα επηρεάσουν καταλυτικά τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Και στο κρίσιμο ζήτημα του σύγχρονου περιβαλλοντικού προβλήματος εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση κάθε ανθρώπου και κάθε επίσημης Πολιτείας, το αν θα ακολουθήσει το δρόμο της ευθύνης ή της αυτοκαταστροφής. Όσο όμως ο άνθρωπος επιλέγει να τηρεί μια εσωστρεφή στάση ζωής, αυτονομημένη από τον φυσικό κόσμο και τον ζωοποιό αυτού Λόγο και επικεντρωμένη στο άτομο του, τόσο περισσότερο θα διογκώνει το περιβαλλοντικό έλλειμμα και τόσό περισσότερο θα δρα προς την κατεύθυνση της διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας του τόπου του και συνολικά του πλανήτη. Όπως και να έχει πάντως, ο άνθρωπος, με την έννοια του ανεπανάληπτου ελεύθερου προσώπου και όχι αυτή του υποδουλωμένου στις άκριτες επιθυμίες του απρόσωπου στατιστικού αριθμού, δεν παύει να αποτελεί την ελπίδα της Δημιουργίας.
* Δικηγόρος, LL.M., Υποψ. Δ.Ν., (Universitaet Bayreuth).
[1] Οικολογικό αποτύπωμα: θεωρείται το μέτρο, σύμφωνα με το οποίο προσδιορίζονται οι απαιτήσεις της ανθρωπότητας στη βιόσφαιρα, δηλαδή την έκταση παραγωγικής γης, πόσιμου νερού και θάλασσας που είναι απαραίτητη για την κάλυψη των καθημερινών ανθρώπινων αναγκών σε ενέργεια και νερό, συνυπολογίζοντας τις εκπομπές ρύπων ανά άτομο και την έκταση που χρειάζεται για την απόθεση των απορριμμάτων του.
[2] WWF, Living Planet Report 2008, σ. 2 επ., http://www.wwf.gr/images/stories/docs/lpr_2008.pdf .
[3] Βλ. ενδεικτ. Hansen/Sato/Pushker/Russel/Lea/Sidall, Climate change and trace gases, Phil. Trans. R. Soc. A 2007, σ. 1925 επ., Ν. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006 http://www.hm- treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm, WBGU, Welt im Wandel: Sicherheitsrisiko Klimawandel, Berli-Heidelberg, Mai 2007, Intergovernmental Panel on climate change 2007: The physical science basis, Summary of policymakers. Contribution of working group I to the 4 th assessment Report, February 2007, www.who.int/features/2003/04.fr, The European environment - State and Οutlook 2005 (http://www.eea.europa.eu/highlights/20051122115248 ), S. Rahmstorf/H.-J. Schellnhuber, Der Klimawandel 2006, Βerlin – Heidelberg, Α. Gore, An Inconvenient Truth, New York 2006, σ. 28 επ., J. Bruges, To μικρό βιβλίο για τη Γη (Μτφρ. Θ. Αθανασίου), 1η έκδ. 2004, σ. 15 επ., Θ. Γκαβός, Στα πρόθυρα του τέλους του πολιτισμού , ιστοσ. Καθημερινής, 19.06.07.
[4] Βλ. ενδεικτ. συνεντευξη του κατόχου του εναλλακτικού Βραβείου Nobel (1999) H. Scheer, Οι μεγάλοι αμαρτωλοί , Ν+Φ, Φεβρουάριος 2007, αναδημοσίευση από την εφημ.. Το Βήμα 18.02.2007, σ. Α60-61., www.nomosphysis.org.gr, Süddeutsche Zeitung, Aφιέρωμα στις κλιματικές αλλαγές, Die größte Umweltsünder lehnen Auflagen ab, 5.2.2007, http://www.sueddeutsche.de/wissen/artikel/753/100653/.
[5] Βλ. ενδεικτ. Ε. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική πολιτική και οικολογική κρίση, Αθήνα 2006, σ. 19 επ., 32 επ., Κ. Σταμάτης, Βιώσιμη ανάπτυξη και οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη, ΝκΦ 1995, σ. 10, 20, Γ. Καραμπελιάς, Στα μονοπάτια της ουτοπίας, Αθήνα, 1995, σ. 80 επ., K. Ott/R. Döring, Theorie und Praxis starker Nachhaltigkeit, Marburg, 2004, σ. 15 επ.
[6] WWF, The living Planet Report 2008, σ. 2 επ., J. Jowit, World is facing a natural resources crisis worse than financial crunch, The Guardian, 29.10.2008, http://www.guardian.co.uk/environment/2008/oct/29/climatechange-endangeredhabitats .
[7] Bλ. ενδεικτ. L. White, Jr.: The Historical Roots of our Ecologic Crisis, Science, 1967, σ. 1203 επ. Ι. Ζηζιούλας, Η κτίση ως ευχαριστία 1992, Αθήνα, σ. 46 επ., J. Reiche/G. Fülgraff, Eigenrechte der Natur und praktische Umweltpolitik – Ein Diskurs über antropozentrische und ökozentrische Umweltethik, ZfU 1987, σ. 231 επ.
[8] Πρβλ. ενδεικτ. Π. Σούρλας, Φιλοσοφία του Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, σ. 145 επ.
[9] J. Zizioulas, Preserving God’s Creation. Three lectures in Theology and Ecology, King’s Theological Review, Spring 1989, σ. 3, o ίδιος, Η φύση ως Ευχαριστία, 1998, σ. 53 επ.. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι ο Ωριγένης δεν θεωρούσε τη συγκεκριμένη διδασκαλία ως τελικό συμπέρασμα ή θέσφατο δόγμα. Η διδασκαλία αυτή παρερμηνεύτηκε στη συνέχεια από θεολόγους ως στενό φιλοσοφικό σύστημα και θεολογικό δόγμα, γεγονός που οδήγησε στην καταδίκη αυτής. Πρβλ. γενικά: J. W. Trigg , Origen, Early Church Fathers, Routledge, New York, 1998.
[10] Βλ. σχετ. Ο. Κimminich, Umweltschutz: Prüfstein der Rechtsstaatlichkeit, Linz, 1987, σ. 41 επ., 49, J. Metz, Christliche Anthropozentrik. Über die Denkform des Thomas von Acquin, München 1962, σ. 59 επ. G. Picht, Der Begriff der Natur und seine Geschichte, Stuttgart, 1989, σ. 58 επ., P. Κοndylis, Die Aufklärung im Rahmen des neuzeitlichen Rationalismus, 1. έκδ., Stuttgart,1981, σ. 43.
[11] Βλ. γενικά: K. Gloy, Das Verständnis der Natur, 1. Bd., Die Geschichte des wissenschaftlichen Denkens, München, 1995, S. Rappel, „Macht euch die Erde Untertan“. Die ökologische Krise als Folge des Christentums?, Abhandlungen zur Sozialethik, Bd. 39, Paderborn – München u.a., 1996, U. Krolzik, Säkularisierung der Natur. Providentia-Dei-Lehre und Naturverständnis der Frühaufklärung, 1984, Neukirchen – Vluyn, 1988, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992., G. Hager, Naturverständnis und Umweltrecht, JZ 1998, σ. 223 επ., F. Nietzsche, Die fröhliche Wissenschaft, 1886, 3. Buch, αρ. 125.
[12] „Homo igitur est finis totius generationis“, Thomas von Aquin, summae contra gentiles libri quattuor, III, 22, 2030d,1996. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Ι. Κant συνάγει το συμπέρασμα:«... χωρίς τους ανθρώπους, ολόκληρη η δημιουργία θα ήταν μια έρημος άχρηστη και δίχως τελικό σκοπό...». στο έργο: Κritik der Urteilskraft, Leipzig, 1878, γαλλ. μετάφραση Critique de la facultè de juger, Methodologie du jugement téléologique, παρ. 86, Oeuvres, τομ. ΙΙ, Paris 1985, σ. 1247, Βλ. επίσης ενδεικτ. ο ίδιος, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, Riga 1785, επανέκδοση 1984, σ. 12 επ. – όπου θεμελιώνεται η θεωρία μέσου και σκοπού.
[13] Bλ. ενδεικτ.:R. Passet, L’ economie et le vivant, Paris 1979, σ. 50 επ., Γ. Καραμπελιάς, οπ.π., 1995, σ. 79 επ., G. Hager, JZ 1998, σ. 223 επ..
[14] Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο F. Bacon παρομοιάζει τη φύση ως «σκλάβα που ο άνθρωπος πρέπει να εξαναγκάσει σε υποταγή», F. Bacon, Novum Organum, πρωτότυπη έκδ. 1620, II, 3, C. Whitney, Francis Bacon. Die Begründung der Moderne, Frankfurt a.M., 1989, σ. 10 επ., S. Rappel, οπ.π., 1996,σ. 287 επ., άλλοτε δε παρομοιάζει τη διαδικασία διερεύνησης της με τη διαδικασία που εφαρμόζει ο ιεροεξεταστής για να πετύχει το σκοπό του και να ανακαλύψει τελικά την αλήθεια, δηλ. ακόμη και με τη χρήση βίας, K. Gloy, oπ.π., 1995, σ. 184 επ.., G. Hager, JZ 1998, σ. 226.
[15] Η περίφημη φράση του R. Descartes: «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» - «cogito, ergo sum» - συμπυκνώνει την ανθρωπολογική θεώρηση του ορθολογιστικού ρεύματος η οποία σε τελική ανάλυση αποδίδει αυταξία στο σκεπτόμενο άνθρωπο και κατά συνέπεια απαξιώνει την άλογη φύση, R. Descartes, Discours de la méthode, μέρος IV, Paris 1637,του ίδιου: Meditationes de Prima Philosophia (1641), Stuttgart 1994, II, 3, σ.78. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται κορυφαίοι φιλόσοφοι όπως ο Β. Spinoza, G. Leibniz, Ι. Κant κ.α.
[16] J. B. Say «...Οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι, γιατί διαφορετικά δε θα τους αποκτούσαμε δωρεάν...» στο έργο: Cours complet d’ economie pratique politique, 3η έκδ. Βrussels, 1844, σ. 36 επ.
[17] Βλ. Κ.- Μ. Μeyer-Abich, Wege zum Frieden mit der Natur, München – Wien, 1984, σ. 19 επ, σ. 69 επ. L. White, Jr.,, Science, 1967, σ. 1203 επ., F.Ekardt, Steuerungsdefizite im Umweltrecht 2001, Baden-Baden, § 14, σ. 239 επ., Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 46 επ., J. Reiche/G. Fülgraff, Eigenrechte der Natur und praktische Umweltpolitik – Ein Diskurs über antropozentrische und ökozentrische Umweltethik, ZfU 1987, σ. 231 επ., Η. Κempf, Comment les riches détruisent la planète, 1η έκδ., 2007 – Eλληνική έκδοση, (Μτφρ. Ε. Τσεζερόλε). Πώς οι πλούσιοι καταστρέφουν τον πλανήτη, 1η έκδ., 2008.
[18] Βλ. ενδεικτ.: Μ. Weber, Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, Archiv für Sozialwissenschaft u. Sozialpolitik, τ. 20 (1904), σ. 1-54, τ. 21 (1905) σ. 1-110, W. Sombart, Der moderne Kapitalismus. Historisch-systematische Darstellung des gesamteuropäischen Wirtschaftslebens von seinen Anfängen bis zur Gegenwart, τ. 3., Das Wirtschaftsleben im Zeitalter des Hochstkapitalismus, Leipzig – München, 1927, R.H. Tawney, Religion and the rise of capitalism, New York.,1977, F. Ekardt, Die protestantische Ethik und der Geist der Umweltzerstörung, ZfU 2004, σ. 277 επ με περαιτέρω παραπομπές.
[19] Βλ. ενδεικτ: C. Stone: Umwelt vor Gericht – Die Eigenrechte der Natur (μετφρ. Η. Blume), 1987, M. Χαϊνταρλής, Η φύση υποκείμενο δικαίου; ΝκΦ 1999, σ. 687 επ.
[20] Βλ. γενικά: J. Habermass. Aγώνες αναγνώρισης στο δημοκρατικό κράτος δικαίου, Αθήνα 1994, σ. 70, Κ.- Μ. Μeyer-Abich, οπ.π., σ. 52 επ., M. Χαϊνταρλής, Η φύση υποκείμενο δικαίου, ΝκΦ 1999, σ. 687 επ., R. Routley, Is there a need for a new environmental ethic?, Proceedings of the XVth World Congress of Philosophy τομ. Ι, Σόφια, 1973, H. Rolston, Is there an ecological ethic?, Ethics 1975, σ. 93 επ., L. White, Jr., Science 1967, σ. 1203 επ., J. Zizioulas, Preserving God’s Creation, Three Lectures on Theology and Ecology, King’s Theological Review, Spring 1989, σ. 1 επ., Αutumn 1989, σ. 41 επ., Spring 1990, σ. 41 επ., K. Λαρρέρ, Η φιλοσοφία του περιβάλλοντος, (Μτφρ. Ε. Γούναρη) Αθήνα 2001, 18 επ., Κ. Σταμάτης, ΝκΦ 1995, σ. 10, 20, Γ. Καραμπελιάς, οπ.π., 1995, σ. 71 επ., F. Ekardt, ZfU 2004, σ. 277 επ., Η. Κempf, οπ.π., 2007, σ. 11 επ., σ. 69 επ.
Aντιθ. γνώμη Ε. Ηardgrove, Weak anthropocentric value, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 183 επ.
[21] N. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006 (http://www.hm-treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm)
[22] C. Stone: Umwelt vor Gericht – Die Eigenrechte der Natur (μετφρ. Η. Blume), 1987, M.-A. Hermitte, Le concept de diversité biologique et la création d’ un statut de la nature, στο έργο: B. Edelman/M.-A. Hermitte, (επιμ.), L’ homme, la nature et le droit 1988, σ. 257 επ., Η. Rolston, Conserving natural value, N. York 1994, σ. 173, P. Taylor, Respect for nature: A theory of environmental ethics, Princeton - NJ, 1986, σ. 71 επ., Η θεωρία αυτή εκκινώντας από τη βάση μιας φιλοσοφίας σεβασμού προς τη ζωή πρεσβεύει σε γενικές γραμμές, ότι η ζωή κάθε πλάσματος αποτελεί μια αξία καθεαυτή (εγγενής αξία), αρά και ένα σκοπό καθεαυτό. Επομένως, στη φύση υπάρχουν και σκοποί πέραν του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί τη μοναδική αυταξία και το μοναδικό αυτοσκοπό, με βάση τον οποίο οφείλει να διαμορφώνεται η ηθική συμπεριφορά. Κάθε ζώσα οντότητα (ανθρώπου, ζώου, φυτού ή μικροοργανισμού) αξίζει μια ηθική θεώρηση και πρέπει να γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης ανεξαρτήτως αν έχει συνείδηση. Επομένως η φύση πρέπει να αναγνωριστεί ως υποκείμενο δικαίου.
[23] Β. Callicott, Beyond the land ethic, 1999 σ. 59. Goοdpaster, On being morally considerable, σ. 324, Journal of Philosophy, 1978, σ. 306 επ., Τ. Regan, Does environmental ethics rest on mistake?, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 161 επ., P. Singer, Practical ethics, Cambridge 1979, σ. 19 επ., Μ. Χαϊνταρλής, οπ.π., σ. 691 επ.
[24] Bλ. ενδεικτ: C. Kirchner, Ökonomische Analyse des Rechts. Ιnterdisziplinäre Zusammenarbeit von Ökonomie und Rechtswissenschaft στο έργο: H.-D. Αssmann / C. Kirchner / E. Schanze, (επιμ.), Ökonomische Analyse des Rechts, 1993, σ. 63 επ., Βλ. επίσης στο ίδιο έργο: R.H. Coase, Τhe Proble, of Sociql Cost, σ. 129 επ. R. Breuer, Grundprobleme des Umweltschutzes aus juristischer Sicht, στο έργο: Ε.Μ. Wenz / O. Issing / H. Hofmann, (επιμ.), Ökologie, Ökonomie und Jurisprudenz, 1987, σ. 21 επ., D. Frank, Umweltrecht und Wirtschaft – Zu den Anforderungen der Wirtschaft an das Umweltrecht, NordÖR 2000, σ. 487 επ.
[25]Βλ. ενδεικτ: Ε. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική πολιτική και οικολογική κρίσης, 2006, σ. 283 επ.
[26] WWF, Living Planet Report, 2008, σ. 14. Bλ. επίσης Υale Center for Environmental Law and Policy, Yale University / Center for International Earth Science Information, Columbia University / World Economic Forum, Geneva, Switzerland / Joint Research Centre of the European Commission, Ispra, Italy: Environmental Performance Index, 2008, (http://www.epi.yale.edu/Home,http://www.epi.yale.edu/Greece). Σε αυτή την έρευνα η Ελλάδα κατατάσσεται στην 44η θέση μεταξύ 149 χωρών ως προς το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, πίσω από χώρες όπως η Αλβανία, η Ουρουγουάη, η Λευκορωσία, ο Παναμάς κλπ.
[27] Βλ. σχετικα με την εξάντληση των ενεργειακών αποθεμάτων και τις επιπτώσεις της για την Ελλάδα: Γ. Λυπιρίδης, Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η εναλλακτική τεχνολογία για ένα αειφόρο μέλλον, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004, www.nomosphysis.org.gr Σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές στην Ελλαδα: Ε. Ακύλας, Σ. Λυκούδης, Δ. Λάλας, «Κλιματική αλλαγή στον ελλαδικό χώρο», Αστεροσκ. Αθηνών, 2007.
[28] Βλ. ενδεικτ. WWF-Ελλάς, Δεσμευσεις χωρίς εφαρμογή, Έκθεση Ιούλιος 2007, σ. 1 επ., IΣΤΑΜΕ, Η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Ετήσιος Απολογισμός, Απρ. 2007, σ. 1 επ.
[29] Βλ. ενδεικτ. Α. Τάχος, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 6η έκδ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, σ. 216 επ., Ε. Παπαδημητρίου, oπ.π., 2006, σ. 284 επ.
[30] Βλ. ενδεικτ. D. Plessas, The social costs o fair pollution in the greater Athens region, Athens, 1980.
[31] Βλ. τη σχετική ΥΑ 84498/2579/13.12.1990, Κ Σπανού, Δημόσια Διοίκηση και Περιβάλλον στο έργο: Κ. Σκούρτος / Κ. Σοφούλης, Η Περιβαλλοντική Πολιτική στην Ελλαδα, Αθήνα, 1995, σ. 121.
[32] ΥΠΕΧΩΔΕ, Μάρτιος 2004 – Αύγουστος 2007, Απολογισμός του σημαντικότερου έργου μας, Αυγ. 2007, σ. 9, www.minenv.gr.
[33] Γ. Λιάλιος, Υψηλή απορροφητικότητα ΥΠΕΧΩΔΕ για έργα. Χαμηλή για το περιβάλλον, Οικονομικά νέα, στην ιστοσ. Καθημερινής 04.01.2007, www.kathimerini.gr.
[34] Μ. Ντάνου, Έγκλημα με τα κονδύλια του περιβάλλοντος, ιστοσ. Οίκο της Καθημερινής, 11.01.2007, Γ. Λιάλιος, οπ.π., ιστοσ. Καθημερινής 04.01.2007, Λ. Κατσώνης, Αθέατη όψη, Οικονομικά νέα στην ιστοσ. της Καθημερινής, 19.11.2006.
[35] Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, Ο χάρτης των οικολογικών εγκλημάτων, Καθημερινη, 29.07.2007, σ. 9.
[36] Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006 σ. 291 επ.
[37] Πρβλ. ενδεικτ. Α. Τάχος,οπ.π, 2006, σ. 53 επ.
[38] Βλ. ενδεικτ. WWF-Ελλάς, Δεσμευσεις χωρίς εφαρμογή: Η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα, Μάϊος 2005, σ. 35 επ., Γ. Γιαννακούρου. Η διαχείριση των στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα: Noμικά αιτήματα και θεσμικές προκλήσεις, στο έργο: Ν.-Κ. Χλέπας / Γ. Γιαννακούρου / Θ. Οικονόμου, (επιμ.), Διαχείριση απορριμμάτων 2004, σ. 49 επ. Βλ. επίσης και την παραδoχή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για τη σύγχυση που δημιουργεί η πολυπλοκότητα των δασικών νόμων στην επίσημη ιστοσελίδα του http://.www.minagric.gr//greek/2.5.3.5.html.
[39] Το φαινόμενο αυτό δε χαρακτηρίζει ασφαλώς μόνο την Ελλάδα. Πολλές προηγμένες χώρες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, όπως π.χ. η Γαλλία και η Γερμανία. Υφίστανται όμως διαφορές στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Συγκεκριμένα στη Γερμανία βρίσκεται σε εξέλιξη το εγχείρημα θέσπισης ενός ολοκληρωμένου Περιβαλλοντικού Κώδικα, ώστε να αμβλυνθεί το πρόβλημα της αποσπασματικότητας και υπερπληθώρας των περιβαλλοντικών νόμων. Βλ. σχετικά Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006,σ. 301 επ., J. Sanden, Umweltgesetzbuch – Da Capo al Fine ?, ZfU 2004, 473 επ., B. Leg, Herausforderung Umweltgesetzbuch, NuR 2007, σ. 257 επ.
[40] Ν.-Κ. Χλέπας / Ε. Μέρτζιου, Οδηγός του πολίτη για την προστασία του περιβάλλοντος, 1996, σ. 23.
[41] Σ. Ρίζος, Ελεγκτικοί μηχανισμοί στην Ελλάδα για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 27. Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον και Δίκαιο 2006, Αθήνα – Κομοτηνή, σ. 516 επ. Σημειώνεται, ότι ο εν λόγω νόμος εμπεριέχει πολλές αορίστίες και διατάξεις γενικού περιεχομένου, τη στιγμή που άλλες χώρες της Ευρώπης διαθέτουν σύγχρονη, συστηματοποιημένη και εξειδικευμένη περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως π.χ. η Γερμανία που διαθέτει ολοκληρωμένους νόμους για τις εκπομπές (ΒImSchG), την προστασία των υδάτων (WHG), του εδάφους (BodSchG), της φύσης (BNatSchG) κ.ο.κ.
[42] Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006 σ. 302 επ.
[43] Α. Τάχος, Η περιφρόνηση του Συντάγματος. Η περίπτωση της μη προστασίας του περιβάλλοντος, ΝκΦ 1998, σ. 283 επ., ο ίδιος, οπ.π.,2006, σ. 129 επ.
[44] Ειδικά για την προβληματική προστασίας του περιβάλλοντος στο ποινικό δίκαιο Βλ. Σ. Αλεξιάδης, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ως πρόβλημα αντεγκληματικής πολιτικής , Αθήνα 1981, Ν. Δημητράτος, Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος ΠΧρ. 1994, σ. 140 επ. Βλ. ενδεικτ. σε αντιπαραβολή με το ελληνικό δίκαιο την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων από τον γερμ. ΠΚ (StGB), Μ. Κloepfer, Umweltrecht 2004, Berlin, § 7, σ. 531 επ.
[45] Bλ. ενδεικτ. Σ. Ρίζος, οπ.π., 2007, σ. 27 επ.
[46] Γ. Κρεμλής, Η εφαρμογή και επιβολή της κοινοτικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, Νόμος+Φύση, Μάιος 2006, Διοικητικοί μηχανισμοί ελέγχου εφαρμογής του δικαίου περιβάλλοντος, Νόμος+ Φύση, Μάρτιος 2006, Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π, 2006, σ. 291 επ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 1 επ., IΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007 σ. 1 επ.
[47] Βλ. ενδεικτ. τη σχετική συμβολή του Π.-Μ. Ευστρατίου, Η έλλειψη περιβαλλοντικής πληροφόρησης και αποτελεσματικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, 87 επ., Τ. Χαροκόπου, Ο θεσμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η διείσδυση του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, σ. 116 επ.
[48] Βλ. ενδεικτ., Σ. Ρίζος, οπ.π., 2007, σ. 28 επ.
[49] Γ. Παπαδημητρίου, Η διαδικασία προσαρμογής του Ελληνικού προς το Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η διείσδυση του Κοινοτικού Δικαίου Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, σ. 74 επ.
[50] Βλ. ενδεικτ., Α. Τάχος, οπ.π., 2006, σ. 211 επ, ο ίδιος, ΝκΦ 1998, σ. 285 επ.
[51] π.χ. το άρθ. 29 περί αστικής περιβαλλοντικής ευθύνης του νόμου πλαισίου για την προστασία του περιβάλλοντος 1650/86. Αλλά και εν γένει η εφαρμογή του εν λόγω νόμου κρίνεται δυσχερής. Βλ. Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 516 επ.
[52] Γ. Γιαννακούρου. οπ.π., 2004, σ. 49 επ.
[53] Π.- Μ. Ευστρατίου, Το θεσμικό πλαίσιο εναλλακτικής διαχείρισης συσκευασιών και άλλων προϊόντων, στο έργο: Γ. Γιαννακούρου/Θ. Οικονόμου/Ν.-Κ. Χλέπας, (επιμ.), Διαχείριση απορριμμάτων 2004, σ. 77, σ. 79 επ., F. Ekardt, οπ.π., 2001, σ. 79 επ., Α. Schink, Vollzugsdefizite im Kommunalen Umweltschutz, ZUR 1993, σ. 1 επ.
[54] Βλ. σχετικά, Κ. Ρέμελης, Περιβάλλον και Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αρμοδιότητες των ΟΤΑ σε θέματα χωροταξίας, πολεοδομίας και περιβάλλοντος, Αθήνα - Κομοτηνή, 1989.
[55] Βλ. ενδεικτ. Ε. Σπηλιωτόπουλος, Πρόλογος στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μακρυδημήτρης, «Ombudsman». Ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Αθήνα – Κομοτηνή 1996, σ. 9 επ., ο οποίος σημειώνει : «Η πολιτική ηγεσία ή δεν έχει αντιληφθεί τις συνέπειες του «ράβε – ξήλωνε» ή τις γνωρίζει και αδιφορεί.
[56] Βλ. Γ. Γιαννακούρου, oπ.π., 2004, σ. 43 επ.
[57] Βλ. ενδεικτ. Α. Μακρυδημήτρης,Το έλατο στην άμμο ή ο Οmbudsman στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, Α. Μακρυδημήτρης, «Ombudsman». Ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη,1996, σ. 14 επ
[58] Α. Τάχος, οπ.π, 2006, σ. 216 επ.
[59] Βλ. Οργανισμός Διεθνούς Διαφάνειας, Ετήσια Έκθεση για τον δείκτη έκτασης της διαφθοράς στον δημόσιο βίο, 2007, σχολ. Φ. Καλλίρη, Μετεξεταστέα στη διαφθορα η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής, 27.09.2007. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε επίπεδο διαφθορας στο σύνολο της ΕΕ των 15 και στην 56η θέση επί συνόλου 179 χωρών. Διαφαίνεται η άμεση σχέση της πολυνομίας με τη διαφθορά κατά το διαχρονικό ρητό του Κορνήλιου Τάκιτου: «corruptissima republica plurimae leges» (όσο περισσότεροι νόμοι τόσο πιο διαφθαρμένη Πολιτεία), Κορνήλιος Τάκιτος (55-117 μ.Χ.) στο έργο: Χρονικά.
[60] Βλ. αποφ. ΣτΕ 4573, 6070/1996, που έκριναν εν τέλει αντισυνταγματικές τις διατάξεις ΜΣΔ του ν. 2300/1995. Δ. Καραβέλλας, Ισχυρή κοινωνία των πολιτών ως εγγυητής της περιβαλλοντικής νομιμότητας, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 15.
[61] Βλ. σχετική συγκριτική προσέγγιση, Θ. Παναγόπουλος, Δίκαιο Περιβάλλοντος 2004, 4η έκδ., Αθήνα, σ. 317 επ.
[62] Βλ., Α. Τάχος, οπ.π., 2006, σ. 216 επ., ο ίδιος, ΝκΦ 1998, σ. 283, Κ. Μενουδάκος, Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος μετά την αναθεώρηση, ΝοΒ 2002, σ. 45 επ., Γ. Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 24 επ., Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 95 επ.
[63] Βλ. σχετ. Κ. Μενουδάκος, Προστασία του περιβάλλοντος στο ελληνικό δημόσιο δίκαιο. Η συμβολή του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΝκΦ 1997, σ. 9 επ.
[64] Κ. Μενουδάκος, Τα δικαστήρια ως ελεγκτικός μηχανισμός για την εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, (σ. 87) σ. 111 επ., Α. Τάχος, ΝκΦ 1998, σ. 283, ο ίδιος, , Σ. Ρίζος, Η περιπέτεια του άρθρου 24 του Συντάγματος και η ευθύνη των κρατικών εξουσιών, ΔτΑ, 2001, σ. 416 επ., ο ίδιος, οπ.π., 2007, σ. 27, Π.-Μ. Ευστρατίου, Ο ρόλος των δικαστών κατά τη διαμόρφωση του δημοσίου δικαίου, ακτιβισμός ή αυτοπεριορισμός;, ΝοΒ 1998, σ. 1212 επ., Α. Παπακωνσταντίνου, Δικαστικός ακτιβισμός και Σύνταγμα. Το παράδειγμα της περιβαλλοντικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΠερΔικ 2006, σ. 222 επ., Π. Λαζαράτος, Ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας διοικητικών πράξεων από τα διοικητικά δικαστήρια σε περιβαλλοντικές διαφορές, Δ 1996, σ. 91 επ.
[65] Βουλή των Ελλήνων, «Έγκριση του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης». Απόφαση 6876/4871/2008 (Α΄ 128/3.7.08).
[66] Μ. Χαϊνταρλής, Οι προσδοκίες που γεννά το νέο χωροταξικό θεσμικό πλαίσιο και θεσμική/νομική ιδιαιτερότητα του, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2008, Α. Βλαντού, Η εφαρμογή του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης: Οι νέες προκλήσεις για την παρακολούθηση της πορείας προς την αειφορία, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2008. Κ. Μενουδάκος, Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν+Φ, Μάϊος 2008. nomosphysis.org.gr, WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή. Ιούνιος 2008, σ. 8 επ.
[67] Βλ.Κοινές θέσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων επί του υπό συζήτηση ΕΧΠ για τον Τουρισμό, 23.10.2008.
[68] Χ. Τσόγκας, Εθνικό Κτηματολόγιο. Σκέψεις σχετικά με τη στάση που ακολουθεί το Δημόσιο στην κτηματολογική διαδικασία και ιδίως κατά τη διόρθωση εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, Συνήγορος 2004, σ. 485-487, Π. Ματθαίου, Κριτική θεώρηση του νέου θεσμικού πλαισίου για το Εθνικό Κτηματολόγιο, ΠερΔικ 1998, σ. 316–328.
Δ. Καραβέλλας, oπ.π., 2007, σ. 15, Χ. Τζαναβάρα, Περιβάλλον: Οι 5 μεγάλες πληγές, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[69] Α. Τάχος, Αυθαίρετα κτίσματα προ του έτους 1980 - Νομιμοποίηση, Αρμεν. 2003, σ. 151-166, ο ίδιος οπ.π., 2006, σ. 218 επ., Γ. Μιχαήλ, Ο σημερινός πολιτισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, N+Φ, Οκτώβριος 2007, Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ., Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 9 επ.
[70] Βλ. αποφ. ΣτΕ 2818/1997, η οποία ακυρώνει την παράλειψη της διοίκησης να προβεί στη σύνταξη δασικών χαρτών, Ν. Ρόζος, Η αντιμετώπιση από τη νομοθεσία και τη νομολογία ορισμένων ζητημάτων που αφορούν εκτάσεις με δασική βλάστηση, Ν+Φ, Ιούνιος 2006, A. Τάχος, οπ.π. 2006, σ. 218 επ., Δ. Καραβέλλας, oπ.π., 2007, σ. 15.
[71] Ο.E.C.D. (Organiztion for Economic Co-Operation and Development ), Environmental Performance Reviews, Greece 2000, σ. 187 επ., W. Burgbacher/P. Brasse, Der Umweltschutz in Griechenland vor dem Beitritt zur EG 1977, σ. 207 επ., Γ Φατούρος,(συνέντευξη. σε Τ. Επτακοίλη), Η γεωργία ρυπαίνει και εξαντλεί βάναυσα τις λίμνες, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 54, Μάρτιος 2007, σ. 16 επ..
[72] Βλ. ενδεικτ. «Αιτιολογική πρόταση της Κυβέρνησης για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος σύμφωνα με τα άρθ. 110 και 119 του Κανονισμού της Βουλής», Αθήνα 11.05.06, ΣτΕ. Η αποφ. Ολομ. ΣτΕ 4/2007 της 16/5/2007 εκφράζει την ανησυχία της για τις επιπτώσεις της προτεινόμενης αναθεώρησης, Σ. Δήμας, Όχι στην αλλαγή του αρθ. 24, Ν+Φ, Ιανουάριος. 2007, αναδημοσίευση από εφημ. Καθημερινή 21.01.2007, σ. 6, Κ. Μενουδάκος, Αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος μια οπισθοδρομική πρόταση, Ν+Φ, Ιανουάριος 2007, WWF-Ελλάς, oπ.π., 2007, σ. 15, το ίδιο, oπ.π., 2005, σ. 35 επ., Β. Αποστόλου, Το περιβάλλον στο στόχαστρο της αναθεώρησης, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 18.11.2007,www.enet.gr .
[73] Βλ. επίσης τις σχετικές αποφάσεις: Oλ.ΣτΕ 2753/1994 και ΣτΕ 4301/2001, Ν. Ρόζος, Ν+ Φ Ιούνιος 2006, Σ. Ντάλης, Τα τρία επίπεδα προστασίας των δασικών εκτάσεων, Ν+Φ, Ιούλιος 2007.
[74] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 28 επ., Γ. Κασιμάτης, Σκέψεις καμένης γης, Νόμος+Φύση, Ιούλιος 2007, αναδημοσίευση από: εφημ. Το Βήμα, 15.07.2007, σ. Α24., Θ. Νάντσου, Αποτίμηση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, (σ. 33) σ. 41 επ., Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9, Έρευνα του Ριζοσπάστη,Εμπρηστική «σκυταλοδρομία», ιστοσ. Ριζοσπάστη 01.07.2007, www.rizospastis.gr , Ι. Φωτιάδη, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 28 επ..
[75] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 26.
[76] Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 40 επ., Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9.
[77] Για το λόγο, ότι διαπιστώθηκε ανεπαρκής προστασία των Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Καθώς οι ΖΕΠ δεν είναι συνολικά θεσμοθετημένες στην Ελλάδα και δεν έχουν θεσπιστεί οριζόντια μέτρα προστασίας και διαχείρισής τους, η νομική τους προστασία δεν θεωρείται επαρκώς κατοχυρωμένη και δεν διασφαλίζεται η προστασία των ενδιαιτημάτων των πουλιών, η επιβίωση και η αναπαραγωγή τους. Το ΥΠΕΧΩΔΕ βρίσκεται στη διαδικασία προκήρυξης διαγωνισμού για την ανάπτυξη δράσεων προστασίας των ΖΕΠ, Βλ. WWF-Ελλάς, οπ.π, 2007, σ. 15 επ.
[78] Mετά από εξέταση του επιπέδου ενσωμάτωσης της Οδηγίας των Οικοτόπων (Οδ. 92/43/EOK), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να βελτιώσει τη σχετική νομοθεσία, ώστε να καλύπτει τα άρθρα 6.4 και 12 και την αναφορά στο Παράρτημα IV της Οδηγίας σχετικά με τη διαχείριση των περιοχών Natura και την προστασία των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος. Τον Ιούνιο του 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΚ. Βλ. WWF-Ελλάς, οπ.π. 2007, σ. 15 επ., IΣΤΑΜΕ, οπ.π.,2007, σ. 7. Πρβλ. επίσης απόφ. ΣτΕ 3595/2007 η οποία ακυρώνει ΚΥΑ οριοθέτησης της προστατευόμενης περιοχής της λίμνης Παμβώτιδας, διότι ο χαρακτηρισμός της λίμνης ως περιοχής οικοανάπτυξης θα έπρεπε να έχει γίνει με προεδρικό διάταγμα, έτσι ώστε να ελέγχεται επαρκώς ο καθορισμός ζωνών προστασίας της βιοποικιλότητας ή αντίστοιχων ρυθμίσεων.
[79] Το Δικαστήριο απαρίθμησε πολλές παραλείψεις – περιπτώσεις ανεπαρκούς ορισμού ζωνών – και ανέφερε δώδεκα είδη πτηνών που χρειάζονται ιδιαίτερα ενισχυμένη προστασία. Βλ. WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 26 επ.
[80] Φ. Στεφανοπούλου, Νεκρώνουν 5 υγροβιότοποι, Τα Νέα, 20.09.2007, www.tanea.gr .
[81] Στο πλάισιο αυτό, η Ελλάδα όρισε επιπροσθέτως 12 ΖΕΠ, έτσι ώστε στο σύνολο της χώρας ανέρχονται πλέον σε 163, και χαρακτήρισε επαρκείς περιοχές μόνο για ένα από τα είδη στα οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου.
[82] Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι περίπου 32 Σημαντικές Ζώνες πτηνών (ΣΖΠ) εξακολουθούν να μην καλύπτονται από το επιτασσόμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, ενώ η κάλυψη περαιτέρω 75 ΣΖΠ είναι ανεπαρκής και τα όρια θα πρέπει να επαναχαραχθούν, ώστε να συμπεριληφθούν όλα τα προστατεύομενα είδη που ορίζει το κοινοτικό δίκαιο.
[83] Bλ. ενδεικτ. http://capital.gr/news.asp?Details=599805 .
[84] Βλ. ενδεικτ. Γ. Ζαβιτσάνου, Μ. Ντάνου, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 13 επ.
[85] Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ., Γ. Ζαβιτσάνου, Μ. Ντάνου, περιοδ. Οίκο της Καθημερινής, Μάϊος 2008, τ. 68 σ. 13 επ.
[86] Λ. Γιάνναρου, Πέντε δέντρα ανα στρέμμα είναι Μητροπολιτικό Πάρκο; Oίκο της Καθημερινής, τεύχ. 60 Σεπτέμβριος, 2007, σ. 14 επ.
[87] Συνήγορος του Πολίτη, «Ετήσια Έκθεση 2007», Μάρτος 2007, σ. 137 επ.
[88] Βλ. ενδεικτ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 5 επ. Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 37 επ., Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, Τα λατομεία λειτουργούν ακόμη, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 52, 11.01.07.
[89] Βλ. Υποθ. C-68/06 για μη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ.
[90] Θ. Εκμετζόγλου-Newson, Η οδηγία 2001/42/ΕΚ σχετικά με την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, ΠερΔικ 2006, σ. 73 επ., WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 5 επ.
[91]Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 37.
[92] Βλ. ενδεικτ. Ολ. ΣτΕ 4938/1995, ΔιοικΔικ 1996, σ. 1275 επ., ΣτΕ 2594/1998, ΣτΕ 2595/1999, ΠερΔικ 2000, σ. 89 επ., ΣτΕ 2499/1999, ΠερΔικ 2001, σ. 396 επ, ΣτΕ 1035/1993, ΝκΦ 1994, σ. 225 επ., Ολ. Στε 2300/1997, ΣτΕ 3478/2000, Ολ. ΣτΕ 1675/1999, Σχόλιο Ε.-Α. Μαριά, ΠερΔικ 1999, σ. 227 επ., ΠερΔικ 2731/1999, ΠερΔικ 1999, σ. 80 επ., A. Παπαπετρόπουλος, Οι γενικές αρχές του ακυρωτικού ελέγχου κατά τη διαδικάσια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριότητων, Νόμος+Φύση Ιουλ. 2003.
[93] Βλ. περισσοτ. Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ. Βλ. επίσης ενδεικτικά Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων προς του Υπουργούς της Ε.Ε. (7.2.2007) πάνω στην προσφυγή του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου (ΙΜΔΑ) υπ’ αριθμ. 30/2005 κατά Ελλάδας http://www.mfhr.gr/archive/jurisprudence/ECSR_IMDAvGreece.pdf, ΙΣΤΑΜΕ, οπ.π, 2007, σ. 5, Τ. Σταυρινάκη, Το περιβαλλοντικό μας δίκαιο σε δοκιμασία, Ν+Φ, Ιούλιος. 2007, Ι. Σωτήρχου, Ευρωχαστούκι για Μεγαλόπολη, Πτολεμαΐδα, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07, Ε. Στεργίου, Ο ενεργειακός χάρτης της Ελλάδας και η εξάρτηση από το πετρέλαιο, ιστοσ. Καθημερινής 17.09.07.
[94]A. Σαλαμαλίκη/Α. Φιλιάτουρα, Καθεστώς αδειοδότησης των ατμοηλεκτρικών σταθμών στην Καρδιά στον Άγιο Δημήτριο και στην Πτολεμαϊδα του νομού Κοζάνης, στο έργο: Γ. Παπαδημητρίου, (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 136.
[95] ΥΠΕΧΩΔΕ, Περιβαλλοντικές Επιθεωρήσεις 2006, Συνολική αποτίμηση 1/1/2004 – 19/10/2007. http://www.minenv.gr/eyep/apotesm/00/etisia.ekthesi.2006-7.pdf
[96] Βλ. ενδεικτ. IΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007, σ. 7, Μ. Καραβασίλη, Οίκο Καθημερινής, τ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 48, Ι. Σωτήρχου, οπ.π., ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 4., ΥΠΕΧΩΔΕ, οπ.π., Απολογισμός, Αύγουστος 2007, σ. 9, www.minenv.gr.
[97] Βλ. τη σχετική συμβολή του Β. Δωροβίνη, Τυπικές διαδικασίες και πρακτική. Παρατηρήσεις από την πλευρά των Μ.Κ.Ο., στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 87 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, οπ.π., 2003, σ. 81 επ.
[98] Βλ. ενδεικτ. αποφ. Ολ.ΣτΕ 2940/2000, (εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε Κυκλαδονήσια).
[99] Βλ. ενδεικτ. αποφ. ΣτΕ 1154/2007, (εγκατάσταση ΧΥΤΑ στην Κερατέα).
[100] Δ. Καραβέλλας, οπ.π., 2007, σ. 15 επ.
[101] Συνήγορος του Πολίτη, Ετήσια Έκθεση 2006, σ. 140 επ, Γ. Ζιάμος, Η πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και η συμμετοχή πολιτών σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον στην ελληνική έννομη τάξη, στο έργο: Γ. Ζιάμος / Π. Παναγιωτόπουλος / Β. Ρουμελιώτου, (επιμ.), Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 15 επ., Β. Δωροβίνης, Τυπικές διαδικασίες και πρακτική. Παρατηρήσεις από την πλευρά των Μ.Κ.Ο., στο ίδιο έργο 2003, σ. 87 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, στο ίδιο έργο, 2003, σ. 81 επ.
[102] Βλ. Ι. Καράκωστας, οπ.π., 2006, σ. 131.
[103] Βλ. περισσότερα: Συνήγορος του Πολίτη, Ετήσιος Απολογισμός 2006, σ. 140 επ., σ. 148,www.synigoros.gr, Β. Δωροβίνης, οπ.π., 2003, σ. 81 επ., Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2008, σ. 235 επ.
[104]WWF, Living Planet Report 2008, σ. 18.
[105] Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, Το νερό στη γεωργία, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007, Μ. Χαραλαμπάκης, Τα ψάρια πεθαίνουν από δίψα, ιστοσ. Τα Νέα, 01.11.2007, www.tanea.gr, Γ. Λιάλιος, Νερό. Γιατί πάλι δεν έχουμε αρκετό; Οίκο της Καθημερινής τ. 68, Μάϊος 2008, σ. 8 επ.,
[106] Ι. Mυλόπουλος, Νερό: O επόμενος εφιάλτης, Νόμος+Φύση Αυγ. 2007, αναδημοσίευση απο εφημ. Τα Νέα στις 08.08 2007, σ. 16, Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, οπ.π., Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007, Γ Φατούρος,(συνέντευξη σε Τ. Επτακοίλη), Η γεωργία ρυπαίνει και εξαντλεί βάναυσα τις λίμνες, Οίκο της Καθημερινής, τ. 54, Μάρτιος 2007, σ. 18.
[107] Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9, Τ. Γεωργιοπούλου/Η. Κάνταρος, οπ.π., Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 59, Αύγουστος 2007.
[108] Χ. Καρανίκας, Πληρώνουν 5.000 Ευρώ το έγκλημα του Ασωπού, ιστοσ. της εφημ. Τα Νεα, 27.09.2007.
[109] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 17 επ.
[110] Βλ. ΙΣΤΑΜΕ, οπ.π., 2007, σ. 4 επ., WWF-Eλλάς, οπ.π., 2007,σ. 13 επ., Λ. Γιάνναρου / Γ. Ελαφρός, Ασωπός, ο μεγάλος εμπαιγμός με τα απόβλητα, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 45 επ.
[111] WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούνιος 2008, σ. 15.
[112] Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 38 επ.
[113] WWF-Ελλάς, οπ.π., 2007, σ. 15.
[114] WWF-Ελλάς, οπ.π., 2008, σ. 16.
[115] απόφ. ΔΕΚ της 06.10.2005, C- 502/03, «Επιτροπή κατά Ελλάδας».
[116] ΥΠΕΧΩΔΕ, Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, Ιούνιος 2005, σ. 3 επ., http://www.tzampazi.gr/diaxeirisi_aporrimmatwn.pdf .
[117] WWF-Ελλάς, οπ.π. 2007, σ. 21 επ., ΥΠΕΧΩΔΕ, οπ.π., Η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, Ιούνιος 2005, σ. 3 επ., Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[118] Βλ. Ψήφισμα της 1302.2007 της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την Οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα, που δίνει έμφαση στην πρόληψη των αποβλήτων μέσα και από τη δημιουργία εθνικών προγραμμάτων πρόληψης, Γ. Γιαννακούρου, οπ.π.,2004, σ. 43 επ., Π.-Μ. Ευστρατίου, οπ.π.,2003, σ. 79, Λ. Κουνιάδος, ΧΥΤΑ: Η πλέον περιβαλλοντοκτόνος επιλογή για την επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου, Oικολογική Επιθεώρηση, Μάρτιος 2006, Β. Γιόκαρης/Γ. Διπλάρη/Σ. Θεοδωρόπουλος/Σ. Κουνιάδος /Γ. Κουνιάδου-Σαραντέα/Π. Κουφαλάκος (Επιτροπή Πρωτοβουλίας Πολιτών Μεσσηνίας), Χ.Υ.Τ.Α., όχι Χ.Υ.Τ.Υ., Οικολογική Επιθεώρηση, τεύχ. Ιαν. 2006., Ν.-Κ. Χλέπας, Εικόνες από το μέλλον; επιτυχίες και αδιέξοδα των πολιτικών για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων στη Γερμανία, στο έργο: Γ. Γιαννακούρου/ Θ. Οικονόμου/ ο ίδιος, (επιμ), Διαχείριση απορριμμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ. 19 επ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στη Γερμανία ήδη από τον Μάιο του 2005 δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται μη επεξεργασμένα απορρίμματα στους ΧΥΤΑ, ενώ μέχρι το 2009 προβλέπεται, ότι θα έχουν κλείσει όλοι οι παράνομοι ΧΥΤΑ και θα έχουν αντικατασταθεί από ΧΥΤΥ.
[119] Γ. Μπάλιας, Το πρόβλημα των απορριμμάτων. Επισημάνσεις για την ειδικότερη περίπτωση της «προσωρινής αποθήκευσης», Νόμος+Φύση, Ιουλ. 2005, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[120] Χ. Τζαναβάρα, οπ.π., Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5.
[121] Βλ. Υπηρεσία Διαχείρισης ΕΠΠΕΡ, ΥΠΕΧΩΔΕ, 5η Συνεδρίαση Επιτροπής Παρακολούθησης – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον 2000–2006 (Αθήνα ΥΠΕΧΩΔΕ 2004), Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών, Διαχειριστική Αρχή του ΚΠΣ, ειδική Υπηρεσία σχεδιασμού και αξιολόγησης αναπτυξιακών προγραμμάτων, επιστημονική Γραμματεία σχεδιασμού του εθνικού στρατηγικού πλαισίου αναφοράς και αναπτυξιακού προγραμματισμού 2007-2013, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007-2013, Δεκέμβριος 2005, σ. 35 επ., Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ.
[122] Βλ. ενδεικτ. ΠΑΚΟΕ, Μαϊμού διαχέιριση των νοσοκομειακών αποβλήτων, Οίκο Νέα, τεύχ. 54 Μαρτ. 2007, σ. 7 επ., στο ίδιο, Η Ευρώπη μειώνει τα απορρίμματα της σ. 14 επ.
[123] Έκθεση ΥΠΕΧΩΔΕ για τη διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων, με ημερομ. δημοσίευσης 28.02.07, Κριτ. Χ. Τζαναβάρα, 333.000 τόνοι θάνατος, ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 01.03.07, Λ. Γιάνναρου/Γ. Ελαφρός, οπ.π, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοέμβριος 2007, σ. 45 επ.
[124] ΝSCESD, Report of sustainable Development Indicators – Greece 2003, σ. 39, Εurostat, Municipal waste management in the European Union 15, 2003, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Βλ. και σχετική απάντηση του Επιτρόπου Περιβάλλοντος ΕΕ Σ. Δήμα σε ερώτηση του τ. ευρωβουλευτή K. Χατζηδάκη, Η Ελλάδα 22η στην ανακύκλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ιστοσ. Phantis, Ελληνικός Κυβερνοχώρος, 31.08.2006, http://www.phantis.gr/news/?newsID=2006083193553.
[125] Βλ., ΥΠΕΧΩΔΕ, ιστοσ. http://www.minenv.gr/anakyklosi/general/general.html, Γ. Ελαφρός, «Μάχη» γύρω από κάδους ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής 09.11.2007, Γ. Ελαφρός / Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ.
[126] Βλ. ΝSCESD, οπ.π, υπσημ. 87, σ. 39, Εurostat, Municipal waste management in the European Union 15, 2003, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/ .
[127] Γ. Ελαφρός, «Μάχη» γύρω από κάδους ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής 09.11.2007, Ε. Χατζηιωαννίδου, Υπανάπτυκτοι στον τομέα της ανακύκλωσης, ιστοσ. Καθημερινής, 8.3.2007.
[128] Γ. Ελαφρός, οπ.π. 09.11.2007, Ε. Χατζηιωαννίδου, οπ.π., ιστοσ. Καθημερινής, 8.3.2007.
[129] Ν.-Κ. Χλέπας, οπ.π., 2004, σ. 19.
[130] Βλ. Υποθ. C-440/06 ΔΕΚ σχετικά με την παραβίαση υποχρεώσεων εκ μέρους της Ελλάδας που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ «περί επεξεργασίας αστικών λυμάτων», Κ. Καλλέργης, Καταδίκη (και) για τα λύματα, ιστοσ. Καθημερινής, 26.10.2007 πρόκειται για τους δήμους και οικισμούς της Αρτέμιδας, της Χρυσούπολης, της Ηγουμενίτσας, του Ηρακλείου Κρήτης, της Κατερίνης, του Κορωπίου, της Λευκίμμης, του Λιτόχωρου Πιερίας, των Μαλίων, του Μαρκόπουλου, των Μεγάρων, της Νέας Κυδωνίας Κρήτης, της Ναυπάκτου, της Νέας Μάκρης, της Παροικίας Πάρου, του Πόρου-Γαλατά, της Ραφήνας, της Θεσσαλονίκης (τουριστική ζώνη), της Τρίπολης, της Ζακύνθου και της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, της Εδεσσας και, τέλος της Καλύμνου. Σημειωτέον δε, ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί εννέα φορές ως τώρα για την ανυπαρξία μέτρων διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων και εκκρεμεί η εκδίκαση πολλών ακόμα υποθέσεων από την ΕΕ., Βλ. γενικά για την επιβολή χρηματικής ποινής από το ΔΕΚ, Ι. Κουφάκη, Η επιβολή χρηματικής ποινής ως μέσο εκτέλεσης αποφάσεων του ΔΕΚ(Υπόθεση Κουρουπητός ΙΙ), ΠερΔικ 2000, 189 επ.
[131] Βλ. σχετικά, Γ. Ζαβιτσάνου/Λ. Ντιλσιζιάν, Όλα όσα θα θέλατε να ξέρατε για την ανακύκλωση, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. 62, Νοεμβρ. 2007, σ. 25 επ.
[132] Βλ. ΚΥΑ 8668/07.
[133] Γ. Παπαδημητρίου, Λιγνιτικοί σταθμοί. Η ώρα της αλήθειας, Ν+Φ, Νοεμβριος 2005. Ε. Στεργίου, Ο ενεργειακός χάρτης της Ελλάδας και η εξάρτηση από το πετρέλαιο, ιστοσ. Καθημερινής 17.09.07, Χ. Λιάγγου, Πρωταθλήτρια στη χρήση πετρελαίου η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής 26.10.2007, Βλ. Στοιχεία για την εξέλιξη του ενεργειακόυ ισοζυγίου σε: www.ypan.gr.
[134] Βλ. Σχετικό Πίνακα της Εurostat: Consumption of electricity by industry, transport activities and households/services, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Λυπιρίδης, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004.
[135] WWF-Ελλάς, Tρεις πλανήτες για τους Έλληνες (παρατηρήσεις στην έκθεση Living Planet 2008), http://www.wwf.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=678&Itemid=72
[136] Βλ. Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Εκπομπών 2007, το οποίο προβλέπει αύξηση των σχετικών εκπομπών μέχρι το 2010 κατα 37,2 %. Η στάση αυτή είναι προφανώς αντίθετη με τις δεσμεύσεις της χώρας μας απέναντι στη σχετική νομοθεσία της ΕΕ και ιδίως την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ για τη θέσπιση του 6ου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, που αναγνωρίζει την κλιματική αλλαγή ως πεδίο προτεραιότητας για δράση και προσδιορίζει μεταξύ άλλων και τη σταδιακή μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου κατά την περίοδο 2008 έως 2012 σε σχέση πάντα με τα επίπεδα του 1990. Βλ. επίσης σχετικά, Β. Καραγεώργου/Σ. Μανωλκίδης, Αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Η ευρωπαϊκή και η ελληνική προοπτική, Ενέργεια & Δίκαιο 2006, σ. 5 επ., Γ. Παπαδημητρίου, Η «άβολη αλήθεια» της κλιματικής μας πολιτικής, Ν+Φ, Ιούνιος 2007, Χ. Λιάγγου, Πρωταθλήτρια στη χρήση πετρελαίου η Ελλάδα, ιστοσ. Καθημερινής 26.10.2007.
[137] Βλ. τον σχετικό πίνακα της Εurostat,Consumption of electricity by industry, transport activities and households/services, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, οπ.π., Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9.
[138] Βλ. ΠΑΚΟΕ, Ελληνικά περιβαλλοντικά φάουλ, Οικο Νέα, τεύχ, Μαρτίου 2007, σ. 33, European Environment Agency «Technical Report, Annual European Community greenhouse gas inventory 1990-2005, and inventory report 2007», Submission to the UNFCCC Sekretariat 27.4.2007, Εurostat: Total greenhouse emissions, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/.
[139] Bλ. σχετικό Πίνακα της Εurostat: Τable 6.4 a): Greenhouse emissions per capita, http://epp.eurostat.ec.europa.eu/, Γ. Παπαδημητρίου, Η «άβολη αλήθεια» της κλιματκής πολιτικής μας, στο έργο: Μεταρρύθμιση, Αθήνα, τ. 16, σ. 42 επ.
[140] Βλ. ενδεικτ. Κ. Παπανικολάου, Ο προληπτικός περιβαλλοντικός έλεγχος της χωροθέτησης μεταλλείων και λατομείων μετά την απόφαση ΣΤΕ (Ολ.) 998/2005, Ν+Φ, Απρίλioς 2005,
ΠΑΚΟΕ, Κοινοτικές οδηγίες που δεν εφαρμόζονται, Οικο Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 26 επ.
[141] WWF-Ελλάς, Έκθεση Dirty thirty, Europe’s worst climate polluting power stations, 2007.
[142] Α. Μπουγάτσου/Μ. Καϊταντζίδης, Η ΔΕΗ, εκχωρεί χωρίς αντάλλαγμα το 20% της αγοράς, ιστοσ. Οικονομία Ελευθεροτυπίας, 10.11.2007.
[143] Γ. Ελαφρός, Όμηροι του λιγνίτη και του πετρελαίου, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.2007.
[144] Θ. Τσιγγανάς/Ζ. Κουταλιανού, Θέλουν και τη ΔΕΗ και τη ζωή τους, ιστοσ. Καθημερινής,, 27.10.2007.
[145] Βλ. ενδεικτ. έρευνα της Μονάδας Αιμοστατικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ (εφημερίδα Αγγελιοφόρος, 7.2.2007, www.agelioforos.gr) σε σχέση με τις επιπτώσεις των εκπομπών ατμοηλεκτρικών εργοστασίων στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, που διαπιστώνει μεταξύ άλλων ότι επτά στους δέκα θανάτους στην ευρύτερη περιοχή της Πτολεμαϊδας οφείλονται σήμερα σε καρκίνο ή σε θρομβοεμβολική νόσο (έμφραγμα, εγκεφαλικό, πνευμονική εμβολή), ενώ παρουσιάζεται αύξηση των κρουσμάτων καρκίνου με γεωμετρική πρόοδο ανά δεκαετία από το 1950 έως σήμερα. Το 2006 το ποσοστό θανάτων με αιτία τον καρκίνο ανήλθε σε 30,5 %, Α. Καραλίγκας, Η ΔΕΗ σκοτώνει, Οικολογική Επιθεώρηση, τεύχ. Μάρτιος 2007 http://www.oikologos.gr, Ι. Σωτήρχου, οπ.π., ιστοσ. Ελευθεροτυπίας 08.06.07.
[146] Βλ. ενδεικτ. Γ. Ελαφρός, Μικροσωματίδια σκοτώνουν 5000 Έλληνες, ιστοσ. Καθημερινής, 23.01.2007, ο ίδιος, Ελλάδα, ο μεγάλος ρυπαντής, Τ. Γιωργιοπούλου, Περιβαλλοντική αναισθησία σε αριθμούς, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.07, Χ. Τζαναβάρα, οπ.π, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 6.
[147] Υπουργείο Ανάπτυξης, 1η Έκθεση για το μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας 2008-2020, Μέρος Ι, έκδ. 2007, Σ. Καλογερόπουλος/Ε. Γκίκα, Τα Αιολικά Πάρκα στην Ελλάδα και το παιχνίδι των ενεργειακών συμφερόντων, Hellenic Nexus, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2006, σ. 30 επ.
[148] απόφ. ΔΕΚ της 17.01.2008, C- 342/07.
[149] Βλ. Μ. Καραβασίλη, Μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, Ν+Φ, Οκτώβριος 2008, ΠΑΚΟΕ, Ενεργειακά σπάταλα σπίτια, Οικο Νεα, Μάρτιος 2007, σ. 23 επ.
[150] Εκκρεμεί η ενσωμάτωση της Οδ. 2003/91 «για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων» ΕΕ 1/65 της 4.1.2003.
[151] Βλ. N. Stern, Review of the economics of climate change, 30.10.2006, http://www.hm- treasury.gov.uk/independent_reviews/stern_review_economics_climate_change/sternreview_index.cfm, WBGU, Welt im Wandel: Sicherheitsrisiko Klimawandel, Berlin, Heidelberg, Mai 2007. Iδίως στο πόρισμα ΙPCC της Επιτροπής Stern (Stern Review) επισημαίνεται, ότι η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 2°C, που εκτιμάται ότι θα συμβεί στα τέλη του αιώνα, αν δεν υπάρξει μεταβολή της διεθνούς κλιματικής πολιτικής θα προκαλέσει ανεξέλεγκτες κλιματικές μεταβολές οι οποίες θα επιφέρουν εκτός των άλλων ζημίες στην παγκόσμια οικονομία ισοδύναμες με το 5% έως 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Επίσης εκτιμάται, ότι η άμεση και συστηματική διάθεση του 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην αποτροπή του ανωτέρω προδιαγραφόμενου κινδύνου. Βλ. επίσης Δ. Ζενγκέλης , Ο Έλληνας της Έκθεσης Στερν, συνέντευξη στον Γ. Ελαφρό, Οίκο της Καθημερινής, τεύχ. Οκτωβρίου 2007, σ. 14 επ., Wissenschaftlicher Beirat der Bundesregierung Globale Veränderungen (WBGU), Keine Entwicklung ohne Umweltschutz: Empfehlungen zum 4. Millennium + 5-Gipfel, 2005, http://www.wbgu.de/wbgu_pp2005.pdf , WWF, The living Planet Report 2008, σ. 2 επ., J. Jowit, World is facing a natural resources crisis worse than financial crunch, The Guardian, 29.10.2008..
[152] Βλ. Περισσοτ. Information und Kommunikation für Erneuerbare Energien e.V. (IKEE), Daten+Falten, Deutschalnd hat unendlich viel Energie, 05.2007, www.unendlich-viel-energie.de, E. Δικαίος, Εβδομάδα Περιβάλλοντος στο Βερολίνο, (Μέρος Ι) Στάσεις και τάσεις στον αγώνα κατά των κλιματικών αλλαγών, Οικολογική Επιθεώρηση, Ιούλιος - Αύγουστος 2007, Γ. Λυπιρίδης, Ν+Φ, Νοέμβριος 2004.
[153] ΠΑΚΟΕ, Ελληνικά περιβαλλοντικά φάουλ, Οίκο-Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 33.
[154] ΥΠΑΝ, Απολογισμός 2004-2006, 2006, σ. 12 επ., σ. 16 επ., www.ypan.gr, ΠΑΚΟΕ, Η χώρα αποκτά επιτέλους χωροταξικό σχέδιο για τις ΑΠΕ , Οικο Νέα, τεύχ. Μαρτίου 2007, σ. 34 επ., WWF-Ελλάς, Δεσμεύσεις χωρίς εφαρμογή, Ιούλιος 2007, σ. 7, http://www.minenv.gr/4/42/00/sxedio.kya.ape.pdf.
[155] Βλ. ενδεικτ. Γ. Φαραγγιτάκης, Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πραγματικότητα και προοπτικές (ΠΕΕΚΠΕ), 2001, www.ekke.gr/estia/Cooper/Vena/Vena.htm, Ν. Μάργαρης, Απλά μαθήματα πατριδογνωσίας, ιστοσ. Το Βήμα, 12.11.2000, Ν.Κ.Χλέπας./ Ε. Μέρτζιου, Οδηγός του πολίτη για την προστασία του περιβάλλοντος, WWF- Ελλάς, (επιμ.), 1996.
[156] Bλ. ενδεικτ. Δ. Σωτηρόπουλος, Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: Aτροφική ή αφανής, στο έργο: Δ. Σωτηρόπουλος, (επιμ.), Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα, 2004, Αθήνα, σ. 117 επ., Γ. Μιχαήλ, N+Φ, Οκτώβριος 2007, Ε. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία 2η έκδ. Αθήνα, 1984, Χ. Τζαναβάρα, Πράσινη συνείδηση, μαύρη ζωή, Ελευθεροτυπία, 05.06.2007, σ. 3.
[157] Βλ. ενδεικτ. Δ. Νίκογλου, Η υπερκατανάλωση που έγινε ζωή, ιστοσ. Καθημερινής, 04.02.2007. Ι. Παλαιοκρασσάς, Τα αδιέξοδα του πολιτισμού μας, Ελευθεροτυπία, 11.7.2007, σ. 10, Σ. Τσαγκαράτος, Υποχρέωση των άλλων, περιοδ. Περιβάλλον της Εφημ. Ελεύθερος Τύπος, 05.06 2007, σ. 6.
[158] Βλ. Ε. Παπαδημητρίου, οπ.π., 2006, σ. 307 επ. , Δ. Σωτηρόπουλος, οπ.π., 2004, σ. 117 επ.
[159] Βλ. Σ. Ρίζος, ΔτΑ, 2001, 416 επ., Α. Τάχος, ΝκΦ 1998, σ. 281 επ., ο ίδιος, οπ.π. 2006, σ. 216 επ.
[160] Γ. Κρεμλής, Επτά επιτακτικοί λόγοι για τη δημιουργία Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ν+Φ, Σεπτέμβριος 2007, Δ. Χριστοφιλόπουλος, Γιατί χρειάζεται αυτοτελές Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ελευθεροτυπία, 11.07.2007, σ. 10.
[161] Βλ. ενδεικτ. ενημέρωση των πολιτών από ιστοσ. του ΥΠΑΝ, σχετικά με την: Εξοικονόμηση και ορθολογική χρήση της ενέργειας, http://www.cres.gr/energy-saving/.
[162] Στο ίδιο μήκος κύματος, Βλ. ενδεικτ. Δ. Καραβέλλας, οπ.π., 2007, σ. 15, Θ. Νάντσου, οπ.π., 2007, σ. 50 επ.
[163] Παγκόσμια Επιτροπή του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, Έκθεση Βrundtland, Το κοινό μας μέλλον 1987. Η εκθεση αυτή θεωρείται σταθμός για τη σύγχρονη περιβαλλοντική προστασία, γιατί αποτύπωσε σαφώς την ανάγκη για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε συνάρτηση με το σεβασμό των ανθρώπινων όντων. Κριτ. απέναντι στην οικονομιστική λογική της βιώσιμης ανάπτυξης, Κ. Κρίμπας, Μια δαρβινική θεώρηση της οικολογικής κρίσης, Ν+Φ, Οκτώβριος 2007.
[164] Βλ. ενδεικτ. Κ. Σταμάτης,ΝκΦ 1995, σ. 14 επ.
[165] Βλ. ενδεικτ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ.
[166] Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 39, σ. 41 επ. –
[167] Βλ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ, σ. 112 επ., όπου επισημαίνεται, ότι ο άνθρωπος αποτελεί την κορωνίδα του φυσικού κόσμου όχι μόνο διότι είναι προικισμένος με τον υψηλότατο βαθμό λογικής όλων των έμβιων ζώων της Γης, αλλά κυρίως διότι διαθέτει σε μέγιστο βαθμό την ελευθερία να αντιταχθεί, ακόμα και στην έμφυτη λογική του φυσικού κόσμου, που τον περιβάλλει. Μπορεί συνεπώς, είναι ελέυθερος, ακόμα και να καταστρέψει τον κόσμο, σε αντίθεση με κάθε άλλο όν στον πλανήτη.
[168] Βλ. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., 1992, σ. 41 επ., σ. 112 επ., o ίδιος, King’s Theological Review, Αutumn 1989, σ. 41 επ., Spring 1990, σ. 41 επ. Στο ίδιο συμπέρασμα αλλά από την σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας καταλήγουν επίσης μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, A Sand County Almanac, New York 1949, σ. 256 επ., ο ίδιος, For the health of the land, Washnington, 1999, σ. 278 επ., Ε. Ηardgrove, Weak anthropocentric value, The Monist, Τhe intrinsic value of nature 1992, σ. 183 επ., H. Rolston, Duties to ecosystem, στο έργο: B. Callicott, (επιμ.), Companion to a Sand County Almanac, Madison 1987, σ. 246 επ., J. Bentham, An introduction to the principles of morals and legislation, London, 1789, σ. 389 επ.
[169] Κ. Σταμάτης, ΝκΦ 1995, σ. 14 επ., Βαρθολομαίος, Οικουμενικός Πατριάρχης, Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα επί τη ημέρα της προσευχής υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος (01.09.2007), Αριθμ. Πρωτ. 935.
[170] Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ορθόδοξη διδασκαλία έχει το πλεονέκτημα σε αντίθεση με την καθολική και προτεσταντική χριστιανική θεώρηση της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος, ότι δεν επηρεάστηκε δογματικά και δεν περιχαρακώθηκε σε ανθρωποκεντρικές, λογικοκρατούμενες θεωρήσεις, όπως π.χ. αυτές των ρευμάτων του Σχολαστικισμού, του Πιετισμού, του Πουριτανισμού κ.α., που άσκησαν σημαντική επιρροή στην Καθολική και Προτεσταντική Εκκλησία, με αποτέλεσμα η Δυτική Εκκλησία να έλθει σε διαμάχη με τα σύγχρονα επιστημονικά πορίσματα της εξελικτικής δαρβινικής θεωρίας, αλλά και με τα πορίσματα της φυσικής σχετικά με τη φύση του χώρου και του χρόνου και της κβαντικής μηχανικής ως προς τη φύση των στοιχείων του σύμπαντος. Βλ. σχετικά με τη θέση της ορθόδοξης παράδοσης απέναντι στη σχέση θρησκείας και επιστήμης: Aγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Ὑπέρ τῶν ιερῶς ἡσυχαζόντων, MPG 150, 1101, 1118, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π.,1992, σ. 46 επ, σ. 56 επ., Ι. Βλάχος, Oρθόδοξη Θεολογία και επιστήμη, στο έργο: Μεταξύ δύο αιώνων, Λιβαδειά, 2000, σ. 121 επ., P. Gregorios, The Human Presence, An orthodox view of nature, Geneva, 1978, σ. 28 επ.
[171] Γεν. 2,16-17: «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῷ βρώσει φαγῄ, από δέ τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε απ’ αὐτοῦ». Παρατηρείται δηλ., ότι ήδη από την αρχή της δημιουργίας με την παρακοή του απέναντι στο Θεο, που εκφράζεται με την παράβαση της ανωτέρω εντολής, ο άνθρωπος εμφανίζεται στην Π.Δ. να διαταράσσει την αρχική αρμονία των σχέσεων Θεού – Ανθρώπου – Κτίσεως. Με την παράβαση της εν λόγω εντολής, που όχι τυχαία σχετίζεται άμεσα με τη χρήση του φυσικού περιβάλλοντος, ο άνθρωπος διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και το Θεό και αυτονομείται. Βλ. Βαρθολομαίος,οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007).
[172] Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα, 01.09.2007, Ήδη από την αρχή της δημιουργίας ο άνθρωπος εμφανίζεται στην Π.Δ. να διαταράσσει με την παρακοή και του στην εντολή του Θεού (Γεν. 2,16-17) την αρχική αρμονία των σχέσεων Θεού – Ανθρώπου – Κτίσεως. Με την παράβαση της εν λόγω θείας εντολής, που όχι τυχαία σχετίζεται άμεσα με τη χρήση του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, ο άνθρωπος διαφοροποιεί τη στάση του απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και το Θεό και αυτονομείται.
[173] Γεν. 1, 26, Ι. Ζηζιούλας, Ο άνθρωπος και το περιβάλλον: Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, Πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού ίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες, αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[174] Βλ. ενδεικτ. F. Ekardt, oπ.π., 2001, σ. 357 επ., L. White, Science 1967, σ. 1203.
[175] Βλ. ανωτ. Μέρος Ι.2.
[176] P. Gregorios, oπ.π., The Human Presence, 1978, σ. 63 επ., Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007), Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 57 επ., σ. 112 επ. Την οργανική θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση υποστηρίζει και η θεωρία του Δαρβινισμού. Παράλληλα, η σύγχρονη φυσική επιστήμη με αφετηρία τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν έρχεται να επισημάνει με επιστημονικά τεκμήρια το τέλος της διχοτόμησης ανάμεσα στη φύση ή την υλική της ουσία και το γεγονός (χρόνος). Τέλος, η κβαντική μηχανική συνηγορεί υπέρ της αδιάσπαστης ενότητας και αδιάκοπης αλληλεπίδρασης υποκειμένου και υλικού αντικειμένου. Επίσης, στο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος αποτελεί τμήμα της βιοτικής κοινότητας και αλληλεξαρτάται από αυτή, εξετάζοντας όμως το ζήτημα από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας υιοθετούν μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac,1949, σ. 90 επ., Ε., και Η. Οdum, Fundamentals of ecology, Philadelphia 1953.
[177] Γεν. 2. 7 εδ. 2, «...καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὑτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἴς ψυχήν ζῶσαν»
[178] Γεν. 2. 7 εδ. 1, «καί ἒπλασεν ὁ Θεός τὀν ἂνθρωπον χούν από τῆς γῆς», Α΄ Κορ. 15, 47. Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες, αιχμής και Ορθοδοξία, 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[179] Α. Κεσελόπουλος, Ορθοδοξία και περιβάλλον, Νatura lapsa και Natura oeconomica, στο έργο: H περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα (Μ. Σκούρτος/Κ. Σοφούλης, (επιμ.), Αθήνα 1998, σ. 317.
[180] Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 28, 22, PG 36, 324A, Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί των εν Χριστώ δύο θελημάτων 15 PG 95, 144B., Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ. Γι’ αυτό άλλωστε και στην ορθόδοξη παράδοση η υλικότητα του σώματος δεν υποτιμάται σε σχέση με το πνεύμα. Αντίθετα, δέχεται ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα μια σχέση αμοιβαιότητας και αλληλοσεβασμού, καθώς η υλικότητα του ανθρώπου συγγενεύει με την κτιστή φύση, ενώ η πνευματικότητα του με το Θεό και τις άκτιστες ενέργειες Του. - Στο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος αποτελεί τμήμα της βιοτικής κοινότητας και αλληλεξαρτάται από αυτή, εξετάζοντας όμως το ζήτημα από τη σκοπιά της ηθικής φιλοσοφίας υιοθετούν μεταξύ άλλων και οι: Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac,1949, σ. 90 επ., Ε., Η. Οdum, Fundamentals of ecology, Philadelphia 1953. την οργανική θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση υποστηρίζει και η θεωρία του Δαρβινισμού. Παράλληλα, η σύγχρονη φυσική επιστήμη με αφετηρία τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν έρχεται να επισημάνει με επιστημονικά τεκμήρια το τέλος της διχοτόμησης ανάμεσα στη φύση ή την υλική της ουσία και το γεγονός (χρόνος). Τέλος, η κβαντική μηχανική συνηγορεί υπέρ της αδιάσπαστης ενότητας και αδιάκοπης αλληλεπίδρασης υποκειμένου και υλικού αντικειμένου -.
[181]A. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 293 επ.
[182] Γεν. 1, 27-29, Γεν 3, 7. 3, 19, Ι. Γαλάνη, Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως κατά την Καινή Διαθήκη 1984, σ. 26.
[183] Γεν. 2, 15.
[184] Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Λόγοι Ηθικοί ΙΓ, SC 129, σ. 402.
[185] Βλ. Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικό Μήνυμα (01.09.2007), Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ., Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 315.
[186] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 111 επ.
[187] Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Κεφάλαια περί αγάπης 1, PG 90, 981B.
[188] Βαρθολομαίος, οπ.π., Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα (01.09.2007).
[189] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π.,1992, σ. 112 επ.
[190] Ι. Ζηζιούλας, όπ.π., 1992, σ. 112 επ., Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 293 επ., D. Staniloae, The World as gift and sacrament of God’s love, περιοδ. Sobomost 1969, σ. 671 επ., Στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά από τη σκοπιά του οικολογικού κινήματος καταλήγει ο Α. Leopold, οπ.π., A Sand County Almanac, 1949, σ. 228 επ., Κ. Λαρρέρ, Η φιλοσοφία του περιβάλλοντος, (Μτφρ. Ε. Γούναρη) 2001, σ. 84 επ.
[191] Βλ. ενδεικτικά τα έργα των : Κ. Οtt/R. Döring, oπ.π., Theorie und Praxis starker Nachhaltigkeit, 2004, σ. 15 επ., B. Callicott, oπ.π., Beyond the land ethic, 1999, σ. 321-380. Mε περαιτέρω παραπομπές.
[192] A. Aδαμαντιάδης, Oρθοδοξία και Oικολογία (από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου: «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002).
[193] Α. Κεσελόπουλος, οπ.π., Ορθοδοξία και περιβάλλον, 1998, σ. 318 επ., A. Aδαμαντιάδης, οπ.π. Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002.
[194] A. Aδαμαντιάδης, οπ.π., Πρακτικά του συνεδρίου: «Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002, Ι. Ζηζιούλας, οπ.π., Πρακτικά συνεδρίου: «Επιστήμες, Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002, Αγ. Ισάακ Σύρος, Tα Eυρεθέντα Aσκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου 1997, Λόγος 81, Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων 1, PG 94, 1300 AB.
Ελευθέριος Π. Δικαίος*
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου