Αφιέρωμα στον Χρόνη Μίσσιο


Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΙΝΟΥ

«Πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος».

(Χρόνης Μίσσιος)


Και κάπως έτσι... παρένθετος και ο θάνατος. Μίζερος πότης που δεν δέχεται κεράσματα. Ειδικά, όταν έχεις μάθει να μιλάς μαζί του καθημερινά και να τον περιμένεις 65 ολόκληρα χρόνια και αυτός να μην έρχεται. Στα 17 του ο Χρόνης Μίσσιος (το 1947) συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Για εννιά μήνες περιμένει το αναπόφευκτο. Μοιάζει με κακόσχημο αστείο, με γέννα που θα φέρει χαμό. Τον ξεγέλασαν οι βασανιστές του ή τους ξεγέλασε; Πάνω απ' όλα γέλασε με την ψυχή του για όλα τα ανθρώπινα: τα ταπεινά και τα υψιπετή, για τα θλιβερά αλλά και για τα ένδοξα, για τις «κόκκινες» ήττες αλλά για τις μικρές νίκες που η καθημερινότητα μπορεί να φέρει.



Αλλωστε, όπως έγραψε και εκείνος: «Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;» (εκδ. Γράμματα).

Τότε τη γλίτωσε από ένα τυχαίο γεγονός, χθες όμως ήρθε το τετελεσμένο: σε ηλικία 82 ετών, χτυπημένος από τον καρκίνο, ο συγγραφέας-αγωνιστής Χρόνης Μίσσιος άφησε την τελευταία του πνοή να ίπταται πάνω από τον βαρύ, συννεφιασμένο ουρανό του Μικροχωρίου στο Καπανδρίτι. Το μέρος που τον κράτησε τα τελευταία τριάντα χρόνια, παρέα με τη σύντροφο της ζωής του Ρηνιώ και τη Stormy, τη σκύλα του. Το μέρος που σήμερα στις δύο το μεσημέρι θα τον υποδεχθεί και θα τον κρατήσει στο χώμα του για πάντα.

Δασκαλεμένος από μικρός στο αμόνι, ο Μίσσιος, μαθημένος στις στερήσεις, τις εξορίες, τα βασανιστήρια αλλά και τους αγώνες για μια άλλη -δικαιότερη- κοινωνία. Συγγραφέας οξυδερκής και ευθύβολος, με πικρό χιούμορ, αλλά και καταγραφέας μιας ολόκληρης γενιάς που προσδοκούσε τη μεγάλη νίκη, φευ, όμως, κατέγραψε στο κορμί της τους μώλωπες μιας επονείδιστης ήττας.

Γεννήθηκε το 1930 στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και αυτός ο λαϊκός διάκοσμος ήταν το λίπασμα της ψυχής του: πρόσφυγες, εργάτες, κυνηγημένοι κομμουνιστές, το «σίδερο» της δικτατορίας του Μεταξά. Αυτά άνδρωσαν τον πιτσιρικά Χρόνη Μίσσιο στα Ποταμούδια.

Μετά η Θεσσαλονίκη, όπου δούλεψε μικροπωλητής στο λιμάνι, τα Γιαννιτσά μέσω του Ερυθρού Σταυρού για να γλιτώσει την πείνα της Κατοχής, κι έπειτα το αντάρτικο. Το σχολείο το σταμάτησε εκών άκων στη Β' Δημοτικού. Γράμματα έμαθε στην εξορία, το μεγάλο σχολείο της ζωής του, στο οποίο θήτευσε με καμάρι κάμποσες φορές.

Το 1947, ως μέλος του Δημοκρατικού Στρατού Πόλεων, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται, αλλά τελικά γλιτώνει. Οι «επισκέψεις» του, όμως, στα «ευαγή» ιδρύματα της αστυνομίας δεν θα σταματήσουν: Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης, Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και Κορυδαλλού. Είδε ξανά τον κόσμο χωρίς μπάρες τον Αύγουστο του '73 με την αμνηστία του Παπαδόπουλου.

Η παρακαταθήκη του είναι οι λέξεις του, ο βαθύς -σχεδόν σπαραξικάρδιος- ανθρωπισμός του, τα βιβλία του: «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (1985), «Χαμογέλα, ρε... τισου ζητάνε;» (1988), «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί κάτω από το γεράνι» (1996), «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001), όλα από τις εκδόσεις Γράμματα.

«Δώρο η ζωή που μας δίνεται άπαξ» έλεγε ο ίδιος, πικρό αντίδωρο ο θάνατος για τους αγωνιστές που μόνο τότε κατεβάζουν τα όπλα...

http://www.sentragoal.gr/article.asp?catid=10610&subid=2&pubid=129217241

Σχόλια