Αρτάκη μνήμες
Αρτάκη (Erdek στα τουρκικά)
Γενικά
Η Αρτάκη είναι μια παραλιακή πόλη στο νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της Κυζικηνής χερσονήσου, 16 χλμ. ΒΔ της Πανόρμου, 110 χλμ. Δ-ΒΔ της Προύσας και 120 χλμ. ΝΔ της Κωνσταντινούπολης. H ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Αρτάκη (στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Υρτάκη ή Υρτάκιον και ήταν μάλλον αποικία των Μιλησίων), έτσι ήταν καταχωρισμένη στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Η επίσημη ονομασία του οικισμού και η αναγραφή του στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα ήταν Ερντέκ (Erdek).Το υλικό που υπάρχει σ’ αυτό το κείμενο αποτελεί μέρος του βιβλίου με τίτλο “ΣΗΜΑΝΤΡΑ” των Σωτήριο Κων. Σαπουντζή, Γεωλόγο – Εκπαιδευτικό και Ευανθία Φωτ. Ζουμπουρλή, Ερευνήτρια, Πτυχιούχος Κοινωνικής Διοίκησης Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, έκδοση 2009. Η συλλογή υλικού υποβλήθηκε το 2009 στο Κέντρο Έρεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και βραβεύθηκε το 2010.
- Για τη βράβευση του βιβλίου και τη συλλογή του υλικού κάντε κλικ εδώ
- Για την εισαγωγή και τα περιεχόμενα του βιβλίου “ΣΗΜΑΝΤΡΑ” κάντε κλικ εδώ.
- Για τον κατάλογο φωτογραφιών και αφηγητών της συλλογής κάντε κλικ εδώ.
- Για τον κατάλογο των οικογενειών των Προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Καρκάρα κάντε κλικ εδώ.
- Για το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, μαρτυρίες Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη (μέρος 1) κάντε κλικ εδώ.
- Για το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, μαρτυρίες Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη (μέρος 2) κάντε κλικ εδώ.
Η ζωή στην Αρτάκη
(Από τη συνέντευξη της αείμνηστης γιαγιάς Θωμαΐς Μπαλή.)Η Κυζικινή χερσόνησος ψαρότοπος στην Προποντίδα
Από τη αφήγηση της γιαγιάς Θωμαΐς μαθαίνουμε ότι μια από τις πιο σημαντικές ασχολίες των κατοίκων της Αρτάκης και γενικότερα της Κυζικινής χερσονήσου ήταν η αλιεία.Ο πατέρας της Ζηνόβιος είχε σαντάλα. Έτσι η αφήγηση για την ψαρική στη γύρω περιοχή και τα σχετικά με τη θάλασσα τραγούδια παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Ήταν ψαράς, καραβοκύρς. Είχε γρύπους, είχε καΐκια.»
…………………………………………………………………………………………………………….
«Είναι μεγάλ’ η σαντάλα, έχει όλα τα παλικάρια που τραβούν το κουπί και έχουν όλα τα τρόφιμα τς, τα αυτά μέσα, και πίσω ακολουθούσαν τα ψαροκάικα που φορτώνουν τα ψάρια.
Και μια φορά θυμάμαι, που με έβαλαν μέσα στη σαντάλα, παιδάκι, από την Αρτάκη να με πάν’ στη Γωνιά. Αρτάκη και Γωνιά ήταν κοντά, με τα πόδια για να πας τώρα από την Αρτάκη στη Γωνιά ήταν μισή ώρα με τα πόδια.
Ο μπαμπάς μ’ επειδή ήταν καραβοκύρης ψαράς κι επειδής η Γωνιά ήταν μικρό χωριαδάκι αλλά ήταν ο τόπος που ήταν η θάλασσα κι έβγαινε ψάρι πολύ, κι ο μπαμπάς μ’ στη Γωνιά εκεί είχε αγοράσ’ ένα ψαρομάγαζο μεγάλο. Αλλά σπίτ’ νοίκιαζε και καθόμαστε στη Γωνιά.
Εκεί στη Γωνιά τα ‘χε απλωμένα στην παραλία (τα δίχτυα).»
…………………………………………………………………………………………………………….
«Είναι μεγάλ’ η σαντάλα, έχει όλα τα παλικάρια που τραβούν το κουπί και έχουν όλα τα τρόφιμα τς, τα αυτά μέσα, και πίσω ακολουθούσαν τα ψαροκάικα που φορτώνουν τα ψάρια.
Και μια φορά θυμάμαι, που με έβαλαν μέσα στη σαντάλα, παιδάκι, από την Αρτάκη να με πάν’ στη Γωνιά. Αρτάκη και Γωνιά ήταν κοντά, με τα πόδια για να πας τώρα από την Αρτάκη στη Γωνιά ήταν μισή ώρα με τα πόδια.
Ο μπαμπάς μ’ επειδή ήταν καραβοκύρης ψαράς κι επειδής η Γωνιά ήταν μικρό χωριαδάκι αλλά ήταν ο τόπος που ήταν η θάλασσα κι έβγαινε ψάρι πολύ, κι ο μπαμπάς μ’ στη Γωνιά εκεί είχε αγοράσ’ ένα ψαρομάγαζο μεγάλο. Αλλά σπίτ’ νοίκιαζε και καθόμαστε στη Γωνιά.
Εκεί στη Γωνιά τα ‘χε απλωμένα στην παραλία (τα δίχτυα).»
Η αφηγήτρια αναφέρει επίσης πως στη δούλεψη του πατέρα της υπήρχαν γυναίκες από την Κριθιά, «Κριθιώτισες», απ’ τα απέναντι παράλια, που ήξεραν και μερεμετούσαν τα δίχτυα.
«Κι ο
μπαμπάς μ’ είχε ψάρια πολλά και τα πάστωναν οι γυναίκες κι από κει
έρχοταν το μπαπόρ’ και τα φόρτωνε και τα πήγαινε στην Πόλη.
Κωνσταντινούπολη. (Έβαζαν σε) Βαρέλια ξύλινα, τα ψάρια, οι καλαφατάδες
τα καλαφατίζαν, τα κλούσαν κι από κει τα φόρτωναν απ’ τη Γωνιά.»
Για τους γκιμιρτζίδες «…πνίγεται εκείνος λέει αλλά έπεσαν οι γκιμιρτζίδες και τον γλίτωσαν.» Θυμάται ένα ποίημα για τον πατέρα της.
«Γιάλα – γιάλα, του Ζηνόβιου η σαντάλα, φέρνει ψάρια και μεγάλα
για να φαν’ τα παλληκάρια, φέρνει ψάρια και κολιοί για να φάνε οι
φτωχοί.»
«Άμα έβγαζε τότε ο σχωρεμένος ο μπαμπάς μ’ τα ψάρια, ένα καΐκι ψάρια, τα τραβούσε στην παραλία κι έβαζε τον τελάλη και φώναζε στην Αρτάκη:
Σήμιρα του Ζηνόβιου του Μπόρα τα καΐκια βουλιάξαν από το ψάρ’ κι έπεσε διαταγή να κατεβεί όλ’ η φτωχολογιά να φαν’ τα ψάρια.
Οι μούτσ’, τα παιδιά τα μικρά που πήγαιναν να μάθουν (ψαρική), τα ‘χε εκεί πέρα και με το τσαβέλ’, τσαβέλι λέγαν τα πανέρια αυτά που βάζαν τα ψάρια, κι όλοι στέκονταν να πάρ’ τα ψάρια.»
«Άμα έβγαζε τότε ο σχωρεμένος ο μπαμπάς μ’ τα ψάρια, ένα καΐκι ψάρια, τα τραβούσε στην παραλία κι έβαζε τον τελάλη και φώναζε στην Αρτάκη:
Σήμιρα του Ζηνόβιου του Μπόρα τα καΐκια βουλιάξαν από το ψάρ’ κι έπεσε διαταγή να κατεβεί όλ’ η φτωχολογιά να φαν’ τα ψάρια.
Οι μούτσ’, τα παιδιά τα μικρά που πήγαιναν να μάθουν (ψαρική), τα ‘χε εκεί πέρα και με το τσαβέλ’, τσαβέλι λέγαν τα πανέρια αυτά που βάζαν τα ψάρια, κι όλοι στέκονταν να πάρ’ τα ψάρια.»
Οι φορεσιές στην Αρτάκη
Λίγα στοιχεία έχουμε για τις φορεσιές στην Αρτάκη. Οι άντρες φορούσαν φέσι στο κεφάλι και πολύχρωμο ζωνάρι στη μέση.
«Τον μπαμπάμ’, που ‘μνα ‘γω εφτά χρονού, τον θυμούμαν φέσ’
φορούσε, φέσ’(φέσι). Απαγορεύονταν ελληνική τραγιάσκα και τέτοια. Μας
είχαν οι τούρκ’ στη κατοχή τς.
Και θυμούμε μ’ έδινε το φέσι τ’ να πάω στο σιδερωτήριο παρακάτ’ στο ελληνικό, εκεί να το σιδερώσ’. Και θυμάμαι πως ήταν. Ήταν ένας πάγκος κι ήταν, πώς είναι το φέσ’ το καλούπ’ κι από κάτ’ είχε φωτιά. Έβαζε το φέσ’ στο καλούπ’ κι από πάνω είχε άλλο καλούπ’ με δυο αυτό και το ‘βαζε το φέσ’ (και) το σιδέρωνε.»
«Εγώ τον θυμάμαι τον μπαμπάμ’ φορούσε ένα κοστούμ’ γκρι με κάτι κριθαράκια έτσι μέσα ήταν, τον θυμάμαι και ζωνάρ’,το ζωνάρ’. Το ζωνάρ’ αυτό το πολύχρωμο. Πώς είν’ το ουράνιο τόξο; Είμαν παιδάκι ύστερα όταν ήρθα εδώ κι έβλεπα το ουράνιο τόξο, … κι έλεγα, αχ, σαν του μπαμπά μ’ το ζωνάρ’.» (Αφήγηση Θωμαή Μπαλλή.)
Και θυμούμε μ’ έδινε το φέσι τ’ να πάω στο σιδερωτήριο παρακάτ’ στο ελληνικό, εκεί να το σιδερώσ’. Και θυμάμαι πως ήταν. Ήταν ένας πάγκος κι ήταν, πώς είναι το φέσ’ το καλούπ’ κι από κάτ’ είχε φωτιά. Έβαζε το φέσ’ στο καλούπ’ κι από πάνω είχε άλλο καλούπ’ με δυο αυτό και το ‘βαζε το φέσ’ (και) το σιδέρωνε.»
«Εγώ τον θυμάμαι τον μπαμπάμ’ φορούσε ένα κοστούμ’ γκρι με κάτι κριθαράκια έτσι μέσα ήταν, τον θυμάμαι και ζωνάρ’,το ζωνάρ’. Το ζωνάρ’ αυτό το πολύχρωμο. Πώς είν’ το ουράνιο τόξο; Είμαν παιδάκι ύστερα όταν ήρθα εδώ κι έβλεπα το ουράνιο τόξο, … κι έλεγα, αχ, σαν του μπαμπά μ’ το ζωνάρ’.» (Αφήγηση Θωμαή Μπαλλή.)
Οι γυναίκες φορούσαν μακριά φορέματα επηρεασμένα από την ευρωπαϊκή μόδα. Οι πιο ηλικιωμένες όμως φορούσαν βράκες.
«Οι
γιαγιάδες οι παλιές φορούσαν βράκες οι πιο πολλές. Εδώ καμπόσοι απ’
αυτές τς οικογένειες (που εγκαταστάθηκαν στην Καρκάρα) ήταν τρεις,
τέσσερεις, πέντε. Η Γκιτίνινα, η … , η Θεόκλητ’, η Θεόκλητ’ του
Κουτρόγλου. Αυτές με τσι βράκες εδώ, με τσι βράκες πέθαναν, εδώ στο
χωριό. Αυτές φορούσαν βράκες.» (Αφήγηση Θωμαή Μπαλλή.)
Η πέτρα τ’ Αη Σιμιού και το αγίασμα τ’ Αη Χαράλαμπου
Όλοι οι Aρτακιανοί αναφέρουν το ύψωμα τ’ Αη Σιμιού που βρισκόταν κοντά στην Αρτάκη. Η γιαγιά Θωμαή Μπαλή μας διηγείται γι αυτό καθώς και για το αγίασμα του Αγίου Χαραλάμπους που βρισκόταν εκεί κοντά.
«Τ’ Αη Σιμιού είχε (πανηγύρι).
Ο Άγιος Συμεών ανέβκε από κει (από την Αρτάκη). Κι όπου πάτσε το πόδι τ’ ήταν με τα δάχτυλα πατημασιά. Ανέβκε, ανέβκε απάν’.
Το ξέρω επειδή την ημέρα του Αη Σιμιού όλες οι έγκυες οι γυναίκες, εκείν’ την ημέρα δε δούλευε καμιά, κι όλες πατούσαν την πατημασιά αυτήν τ’ Αη Σιμιού και πήγαιναν απάν’.
Και πήγα και γω. Και τα παιδάκια που δε μιλούσαν τότε, που ήταν βαρύγλωσσα αυτά, εκεί απάνω, απάν’ ακριβώς στο dεπέ, είχε μια πέτρα από ‘δω, μια πέτρα από ‘κει, και μια από κάτ’. Οι πέτρες ήταν έτσ’ και πήγαναν τα παιδάκια αυτά τα βαρύγλωσσα, αυτά που δεν πορπατούσαν, τα περνούσαν οι γυναίκες από κάτ’.
Ήταν οι πατημασιές. Και πήγα κι εγώ παιδάκ’.
Αλλά προτού πάμ’ από κει, είχε κι ένα αγίασμα, ο Άγιος Χαράλμπος. Σε κείνον το δρόμο της Αρτάκης, προτού ανεβούμ’ το βουνό να πάμε (σ)τον Αη Σιμιό. Ο Αη Χαράλαμπος είχε σκαλιά. Τα σκαλοπάτια κατήβαινες κι εκεί ήταν κρεμασμένο ένα μαστραπαδάκ’ κι έπινες αγίασμα. Ανέβληζε το αγίασμα κι από ‘κει έφευγε, που πήγαιν’, χάν(ο)ταν.»
Ο Άγιος Συμεών ανέβκε από κει (από την Αρτάκη). Κι όπου πάτσε το πόδι τ’ ήταν με τα δάχτυλα πατημασιά. Ανέβκε, ανέβκε απάν’.
Το ξέρω επειδή την ημέρα του Αη Σιμιού όλες οι έγκυες οι γυναίκες, εκείν’ την ημέρα δε δούλευε καμιά, κι όλες πατούσαν την πατημασιά αυτήν τ’ Αη Σιμιού και πήγαιναν απάν’.
Και πήγα και γω. Και τα παιδάκια που δε μιλούσαν τότε, που ήταν βαρύγλωσσα αυτά, εκεί απάνω, απάν’ ακριβώς στο dεπέ, είχε μια πέτρα από ‘δω, μια πέτρα από ‘κει, και μια από κάτ’. Οι πέτρες ήταν έτσ’ και πήγαναν τα παιδάκια αυτά τα βαρύγλωσσα, αυτά που δεν πορπατούσαν, τα περνούσαν οι γυναίκες από κάτ’.
Ήταν οι πατημασιές. Και πήγα κι εγώ παιδάκ’.
Αλλά προτού πάμ’ από κει, είχε κι ένα αγίασμα, ο Άγιος Χαράλμπος. Σε κείνον το δρόμο της Αρτάκης, προτού ανεβούμ’ το βουνό να πάμε (σ)τον Αη Σιμιό. Ο Αη Χαράλαμπος είχε σκαλιά. Τα σκαλοπάτια κατήβαινες κι εκεί ήταν κρεμασμένο ένα μαστραπαδάκ’ κι έπινες αγίασμα. Ανέβληζε το αγίασμα κι από ‘κει έφευγε, που πήγαιν’, χάν(ο)ταν.»
_______________________________________________________
(1) Βλέπε φωτογραφία της οικογένειας Καρασούλη (εικ.32).
(2) Βλέπε φωτογραφία της οικογένειας Γαβριηλίδη (εικ.28)
(3) Ο Μιχ. Παναγιώτογλου αναφέρεται με το πλήρες όνομα «Αυξέντιος Μιχαήλ Παναγιώτ ογλούς, εκ Σεμένδερε» ως συνδρομητής του 1ου τόμου (σελ. 137) του βιβλίου με τίτλο ΠΛΑΝΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΛΑΝΩΜΕΝΟΙ (ΑΛΔΑΔΑΝΛΑΡ ΒΕ ΑΛΔΑΝΑΝΛΑΡ),1898, (βλέπε σελ. 5).
(4) Υπάρχει ομοιότητα στα τυπογραφικά στοιχεία. Οι
ημερομηνίες που αναγράφονται στους καταλόγους είναι όλες από το 1934 και
πριν (εικ.48).
αρχείο
Σωτηρίου Κων. Σαπουντζή,
και Ευανθίας Φωτ. Ζουμπουρλή
Σωτηρίου Κων. Σαπουντζή,
και Ευανθίας Φωτ. Ζουμπουρλή
http://diasporic.org/mnimes/archives/artaki
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου