Αφιέρωμα στον Γιάννη Σκαρίμπα




Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος.



Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η Κυρά μου η Τρέλα

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά, όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει, κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή. Κι η νύχτα έφτασε.

Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη, τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική; Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί; Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί— όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή, κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι, αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί... (Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952]). Από το μπλογκ Κύκλος ποιητών δυτικής ακτής.



Γιάννης Σκαρίμπας: «Γεμίσαμε αλλουβρέχηδες!»

(Συνέντευξη από τον Δημήτρη Γκιώνη, στην Ελευθεροτυπία)


«Ναν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος / κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη! / να μην ξέρω αν είμαι / μέσα στην ασβόλη / ένας λυπημένος πιερότος!».

Κυριακή βράδυ στη Χαλκίδα, με κρύο και ψιχάλα, οδεύουμε στο σπίτι του μπαρμπα-Γιάννη του Σκαρίμπα, του «καλού δαίμονα» της ευβοϊκής πρωτεύουσας και των γραμμάτων μας, αναμασώντας τους στίχους από το ποίημα που της έχει αφιερώσει. Και με ένα ερωτηματικό: θα 'ναι στα κέφια του ή θα μας αποπέμψει με το ευγενικό «Χάρηκα που σας είδα και να σας βλέπουμε σπανίως».

Είχε προηγηθεί ένα μελαγχολικό βραδινό -την προηγούμενη- σ' έναν κινηματογράφο γεμάτο μοναχικό κόσμο. Παρέες παρέες χωριστά οι σερνικοί, παρέες παρέες χωριστά τα θηλυκά και πού και πού μερικά μνηστευμένα ή παντρεμένα ζευγάρια.

Φιλολογικό πρωινό την άλλη -Κυριακή- ακόμα πιο μελαγχολικό. Ο ποιητής Κωστής Κοκόροβιτς να μιλάει στην αίθουσα του δημαρχείου για τον Σολωμό, μπροστά σ' ένα αραιό ακροατήριο: ο δήμαρχος, το δημοτικό συμβούλιο, τα παιδιά του Ευβοϊκού Θεάτρου, κάποιοι συγγενείς και φίλοι - και νέοι ούτε για δείγμα. «Και όμως, το ανακοινώσαμε σε όλα τα σχολεία», μας βεβαιώνουν.

Οι νέοι της Χαλκίδας παθιάζονται -το βλέπεις- για το ποδόσφαιρο, τις ντισκοτέκ, το μοντέρνο ντύσιμο. Πώς όμως να τους καταδικάσεις χωρίς να κουβεντιάσεις μαζί τους;

Ο σκοπός όμως που ήρθαμε εδώ δεν είναι αυτός. Αρπαχτές φωτογραφίες παίρνουμε και βολευόμαστε στη χειμωνιάτικη νηνεμία της πόλης, στη θέα των νερών του Ευρίπου, που συνεχίζουν με θαυμαστή συνέπεια το εξάωρο πηγαινέλα τους, και στη σκέψη ότι μπορούμε να βρούμε τον μπαρμπα-Γιάννη στις καλές του.

Ο Νίκος και η Μαρία Χατζηγιάννη -ψυχή της πνευματικής και καλλιτεχνικής Χαλκδίας και φίλοι του μπαρμπα-Γιάννη- που μας συνοδεύουν, μα δίνουν ελπίδες. Και όντως, παρά το κρύο, μας υποδέχεται με χαρά. Στη συντροφιά ένας ακόμη Χαλκιδαίος φίλος του και μια όμορφη κοπέλα που συμβάλλει στη ζεστασιά της ατμόσφαιρας, καθώς ο μπαρμπα-Γιάννης παραμένει αθεράπευτος θαυμαστής του ωραίου φύλου.

Χιούμορ και αυτοσαρκασμός

Είναι η τέταρτη φορά που τον βλέπω τα τελευταία χρόνια και κάθε φορά χρειάζεται να του θυμίσω ποιος είμαι. Κάτι που λίγο-πολύ γίνεται με όσους τον επισκέπτονται. Είτε γιατί πραγματικά δεν θυμάται είτε γιατί το κάνει χάζι. Με τον μπαρμπα-Γιάννη ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Γιατί εκεί, ας πούμε, που πλησιάζεις το αυτί του να τον ρωτήσεις κάτι, αντιλαμβάνεσαι ότι πιάνει και την κουβέντα κάποιου που κάθεται μακρύτερά του. Κι εκεί που νομίζεις ότι δεν βλέπει πιο πέρα από τη μύτη του τον ακούς να φωνάζει: «Μην το πειράζεις αυτό!».

Ο ίδιος ωστόσο, επιμένει αυτοσαρκαζόμενος:
-Κουφός είμαι, στραβός είμαι, μια χάρη μού άφησε ο Θεός: εκτός από 29 δόντια, τα υπόλοιπα τα έχω όλα! Και μας δείχνει τα 3-4 που του έχουν απομείνει.
-Πόσο χρόνων είσαι τώρα μπαρμπα-Γιάννη;
-Ογδόντα οχτώμισι ακριβώς. Το 1893 γεννημένος. Λογάριασε και βγάλτα!

Στριμωχνόμαστε στο μπροστινό δωμάτιο του ταπεινού σπιτιού του. Ο ίδιος κάθεται στη μόνιμη θέση του στο κρεβάτι, δίπλα στο παράθυρο και στο τραπεζάκι, πότε φορώντας και πότε βγάζοντας τα γυαλιά του. Από το αριστερό μάτι σχεδόν δεν βλέπει, αλλά κι αυτό το διασκεδάζει. Σ' ένα από τα γυαλιά του έχει ζωγραφίσει ένα γαλάζιο μάτι. «Από μικρός μού άρεσαν τα γαλάζια μάτια!», λέει.

Φαίνεται κουρασμένος, τα ρούχα του πλέουν πάνω του, αλλά παραμένει ακμαίος και με ατέρμονο το χιούμορ του. Η μίζερη ωστόσο αυτή με πρώτη ματιά εικόνα δεν σημαίνει και οικονομική αθλιότητα.

Οπως μας πληροφορεί το ζεύγος Χατζηγιάννη, ο μπαρμπα-Γιάννης απολαμβάνει δύο συντάξεων: μία ως εκτελωνιστή, κι άλλη μία ως λογοτέχνη, ενώ ο Δήμος Χαλκιδέων τού πληρώνει το νοίκι, τη θέρμανση, το νερό και το ηλεκτρικό του σπιτιού του. Και φυσικά έχει και τα ποσοστά από τα βιβλία του.

Στο κρεβάτι, στο τραπέζι, σε μια μικρή βιβλιοθήκη πίσω του, βιβλία. Παντού βιβλία. Ακόμα και μέσα στην κατάψυξη! - όπου για πολύ καιρό είχε κλείσει τα βιβλία του Καζαντζάκη και του Λουντέμη για να τους τιμωρήσει, άγνωστο για ποιον λόγο!

Ούζο και μηνύσεις!

Η Μάχη, η κόρη του που τον συντροφεύει, θέλει να μας περιποιηθεί. Της λέμε να μην ανησυχεί.
-Εγώ είμαι η χελώνα του σπιτιού και η Μάχη το παγώνι της ταράτσας! Λέει ο μπαρμπα-Γιάννης ρουφώντας σιγανά ούζο από ένα φλιτζάνι.
-Στο ούζο οφείλω την υγειά μου! Εξηγεί.
Και η Μάχη συμπληρώνει:
-Μπορεί να πιει ίσαμε ένα μπουκάλι την ημέρα!
-Και από φαγητά;
-Τρώει απ' όλα!
-Βγαίνει καθόλου έξω;
-Πού να πάει μ' αυτό το κρύο;
Στο ερώτημα πώς περνάει τον καιρό του, έχει απαντήσει νωρίτερα, καθώς ανεβαίνουμε τον θεοσκότεινο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του, το ζεύγος Χατζηγιάννη:
-Γράφοντας, διαβάζοντας, πίνοντας, καπνίζοντας, βρίζοντας τη Μάχη και κάνοντας μηνύσεις!
-Σε ποιους;
-Στους πάντες! Οποιος και ό,τι δεν του αρέσει, του κοπανάει μια μήνυση.
-Δεν θ' αφήσω κανέναν κερατά! λέει στην κουβέντα μας ο ίδιος. Με μετέβαλαν σε Αχιλλέα χωρίς αχίλλειο πτέρνα. Θα τους αλλάξω τον αδόξαστο!

Ο λόγος του μπαρμπα-Γιάννη σκοτώνεται όταν δεν μεταφέρεται ατόφιος. Δύο είναι οι λόγοι που τον δίνουμε εδώ κουτσουρεμένο: ο πρώτος γιατί αρνήθηκε να βάλουμε μαγνητόφωνο. Ο δεύτερος γιατί ακόμη και με μαγνητόφωνο, πάλι οι αθυροστομίες του είναι αδύνατον να μεταφερθούν σε μια εφημερίδα.

-Τι γράφετε αυτόν τον καιρό;
-Εχω στοίβες καινούργια.
-Σαν τι δηλαδή;
-Εχω γράψει το «Το μηδέν και το άπειρο», το δικό μου μηδέν και το άπειρο. Θα το δείτε όταν βγει.
-Αλλο;
-Τους «Γαλατάδες» σε θεατρικό έργο, την ποιητική συλλογή «Μυωπία βαθμού 4» και άλλα πολλά. Και ανέκδοτα γράφω!».

Ανέκδοτα και πολιτική

Με ανέκδοτα απαντάει και στις περισσότερες ερωτήσεις που του κάνουμε.
-Πώς βλέπετε την πολιτική κατάσταση;
-Θα σας πω ένα ανέκδοτο ιατρικό, γιατί έχω σπουδάσει και ιατρική! Είχαμε κάποτε έναν οικογενειακό γιατρό, Βλαχούλια τον λέγανε, Θεός σχωρές τον. Ταξιδεύαμε λοιπόν από την Αθήνα στη Χαλκίδα με τρένο. Εγώ εδώ, ο γιατρός απέναντί μου, δίπλα μου μια κυρία και άλλοι. Κουβεντιάζαμε γόνα με γόνα με την κυρία, που κάποια στιγμή σκύβει και με ρωτάει: «Κυρ Γιάννη, ο κύριος είναι γιατρός;». «Ναι», της λέω. «Και είναι καλός;». «Θαύμα είναι. Μου έχει σώσει τη ζωή. Κάποτε αρρώστησα βαριά, αλλά έλειπε στο Παρίσι, κι έτσι σώθηκα!». Εβαλε τα γέλια η γυναίκα και γέλαγε σ' όλο το ταξίδι.

Γελάει κι ο μπαρμπα-Γιάννης καθώς το θυμάται. Η προφορική του αφήγηση συναγωνίζεται τον δαιμονικό γραφτό του λόγο. Κάτι περισσότερο: είναι ακόμη πιο ζωντανός, καθώς χρωματίζεται από τον ίδιο με χειρονομίες. Θα μπορούσε να είναι ένας θαυμάσιος ηθοποιός.

-Ναι, αλλά δεν μας είπατε πώς βλέπετε την πολιτική κατάσταση. Θα πάρει τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ; Τι λέτε;
-Πολύ πιθανόν να τις πάρει το ΠΑΣΟΚ.
-Και το ΚΚΕ;
-Θα βγει πρώτο!
-Μα σοβαρολογείτε;
-Θα βγει, σας λέω!
-Βάζουμε στοίχημα δέκα μπουκάλια ούζο; τον προκαλεί ο κ. Χατζηγιάννης.
-Και πού να τα βρω εγώ δέκα μπουκάλια ούζο; Και γελάει.
Επειτα σοβαρεύεται και ζητάει από τη Μάχη να του φέρει ένα άρθρο του που είχε δημοσιευτεί στον «Ριζοσπάστη» στις προηγούμενες εκλογές. Ξέρει πού βρίσκεται το κάθε τι σε τούτο το σπίτι, που κατοικεί κοντά 30 χρόνια.
-Πάω με την τοπογραφία γιατί είμαι στραβός, εξηγεί. Ετσι και μου βάλουν κάτι αλλού, το 'χασα.

-Θέλουμε να μας πείτε πώς βλέπετε τα πολιτικά πράγματα σήμερα, επιμένουμε.
-Μα, δεν σας είπα; επιμένει κι αυτός. Θα σας πω τότε ένα άλλο ανέκδοτο, με γιατρό κι αυτό: Ετοίμαζε ένας γιατρός μια γυναίκα να την εγχειρήσει. «Γιατρέ μου», του λέει, «να μου κρατάς το χέρι όταν μ' εγχειρήσεις, για να παίρνω κουράγιο». Γίνεται η εγχείρηση, ξυπνάει κάποτε αυτή, βλέπει έναν με γένια να της κρατάει το χέρι. «Γιατρέ μου, πότε έβγαλες γένια;», τον ρωτάει. «Δεν είμαι ο γιατρός, είμαι ο Αγιος Πέτρος!», της απαντάει εκείνος.
Πάλι γέλια.
-Μα είστε τόσο άθρησκος όπως σας λένε;
-Δεν είμαι άθρησκος κι ας έχω γράψει τόσα πράγματα κατά της θρησκείας. Είμαι θρησκευόμενος με την έννοια ότι ψάχνω να βρω το ανεύρετο.
-Δηλαδή;
-Να σας πω ένα άλλο ανέκδοτο;
Και μας λέει.

Είμαστε κάπου δύο ώρες μαζί και θα πρέπει να ‘χει κουραστεί.
-Θα μας πείτε πώς βλέπετε και τα πνευματικά μας πράγματα; Πάμε καλά-άσχημα; Βλέπετε άξιους ανάμεσα στους νεότερους;
-Να μην σας πω άλλο ένα ανέκδοτο;
-Δεν υπάρχει απάντηση;
-Πάρα πολλοί είναι μακριά νυχτωμένοι και αλλουβρέχηδες, και ελάχιστοι εκείνοι που θα 'λεγα πως είμαστε αδέλφια.
-Δεν είναι αρκετή μαγιά για κάτι καλύτερο αυτοί οι ελάχιστοι;
-Είναι, πώς δεν είναι.

Καθόμαστε λίγο ακόμη, λέμε κι άλλα. Μας απαγγέλλει ένα ποίημά του για μια όμορφη κοπέλα που έγραψε πριν από πολλά χρόνια. «Ηταν καλλονή και χάθηκε στα τριάντα της». Κι ύστερα κι άλλα ανέκδοτα. Αθάνατε μπαρμπα-Γιάννη.
-Να φύγουμε τώρα;!
-Αν θέλετε.
Που σημαίνει περίπου, γι' αυτούς που τον ξέρουν, «πάρτε δρόμο».
-Τι άλλο θέλετε από εμάς;
-Να μ' αγαπάτε, τι άλλο;

eviaportal

Σχόλια