Ο Ποντικοβασίλης. Ένα υπέροχο παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά

Ένα υπέροχο παραμύθι του Γεώργιου Μπάμπαλη.

Ο ΠΟΝΤΙΚΟΒΑΣΙΛΗΣ
Για όσους δεν το γνωρίζετε, ο Ποντικοβασίλης είναι κάτι σαν τον δικό μας Αγιοβασίλη, όχι όμως για τους ανθρώπους, αλλά για τα ποντίκια.




Είναι ενας καλοκαγαθος γερο-ποντικος με μεγαλη φουσκωμενη κοιλια, που μολις μετα βιας καταφερνουν να την χαιδεψουν ολοκληρη τα δυο μικρα μπροστινα του ποδαρακια. Η ουρα του όμως είναι πολύ μεγαλη, πολύ μακρια και του χρησιμευε  για πολλα πραγματα, όπως για να ξυνει την πλατη του, όταν τον πιανει φαγουρα από τις μερμηγκοφωλιες. Το στομα του είναι παντα ανοιχτο γιατι συνεχεια χαμογελαει και του φαινονται τα δυο μεγαλα μπροστινα του, τοσο μεγαλα που δεν χωρουν πια μεσα στο στομα του. Τα πισω ποδια του είναι μεγαλα και δυνατα και πολλες φορες στηριζεται σε αυτά και στεκεται ορθιος και  φτανει το κεφαλι του μεχρι τον ποντικοκαθρεφτη οπου βλεπει τα μουστακια του και τα γενια του. Γιατι ο Ποντικοβασιλης προσεχει πολύ να είναι περιποιημενα τα μουστακια του, που είναι ολες κι ολες εικοσι   μακριες τριχες , δεκα στο κάθε του μαγουλο. Είναι ο μοναδικος ποντικος που εχει ασπρα γενια κατω από τη μυτερη μουσουδα του και ξεχωριζει ευκολα από τους αλλους ποντικους. Στους ωμους του φοραει ένα κοκκινο παλτο, πολύ μακριο, που φτανει μεχρι κατω στα ποδια του, δεν φοραει κανενα άλλο ρουχο εκτος από ένα κοκκινο σκουφι  που εχει δυο τρυπες στην κορυφη και από εκει βγαινουν εξω από το σκουφι δυο μεγαλα  αυτια.

Κανενας δεν ξερει που είναι η φωλια του. Κανενας δεν τον βλεπει ολο το χρονο, παρα μονο το βραδυ της πρωτοχρονιας και παλι είναι πολύ τυχερος  καποιος ποντικος αν καταφερει να τον δει. Οι περισσοτεροι τον φανταζονται μοναχα από τις διηγησεις των γεροποντικων, αλλα και εκει υπαρχουν πολλες διαφωνιες. Μερικοι λενε ότι κουβαλα ένα μεγαλο σακουλι στην πλατη του γεματο ποντικοδωρα. Αλλοι λενε ότι οδηγει ένα αμαξι που είναι μια νεροκολοκυθα, μια κολοκυθαμαξα δηλαδη  που τη σερνουν δωδεκα  τεραστιες πεταλουδες. Αλλοι λενε ότι τρεχει με μεγαλη ταχυτητα πανω και κατω από τη γη και αλλοι ότι πεταει στον  ουρανο, πισω από τις πεταλουδες.


Ελαχιστοι  παραδεχονται ότι τον εχει δει από κοντα. Εξαλλου πολλοι λιγοι είναι οι ποντικοι που τον εχουν δει πανω από δυο φορες στη ζωη τους. Μην ξεχναμε ότι σπανια τα ποντικια ζουν πανω από δυο χρονια και ο Ποντικοβασιλης ερχεται μονο κάθε πρωτοχρονια. Όμως ερχεται σιγουρα. Αυτό το καταλαβαινουν από τα δωρα που τους φερνει. Το καταλαβαινουν όμως και από κατι άλλο. Το βραδυ της πρωτοχρονιας κάθε ποντικινα αφηνει μεσα στη φωλια της, πανω στο ποντικοτραπεζι ένα μικρο κομματι κομματι ψωμι, εστω και ένα ψιχουλακι.

Είναι το ποντικοβασιλοψωμο και δεν επιτρεπεται να το πειραξει κανεις ουτε μικρος ουτε μεγαλος, παρα μονο την επομενη μερα. Γιατι τοτε αν εχει περασει ο Ποντικοβασιλης από τη φωλια, αυτό το ψιχουλακι γινεται ένα μεγαλο καρβελι ψωμι, που φθανει να χορτασει ολη η ποντικοοικογενεια. Είναι η ποντικοβασιλοπιτα, ένα ολακερο καρβελι και μονο στη μια ακρουλα του φαινεται να είναι λιγο δαγκωμενο από τα δυο μεγαλα δοντια του Ποντικοβασιλη. Ολοι θεωρουν ότι είναι ευλογια η δαγκωμενη ποντικοβασιλοπιτα και καμμια ποντικινα δεν ξεχναει να αφησει το ποντικοβασιλοψωμο το βραδυ της πρωτοχρονιας. Μαλιστα μια που το ειχε ξεχασει περισυ, δεν βρηκε κανενα ποντικοδωρο στη φωλια, ασε που ολο το χρονο δυσκολα ευρισκαν κατι να φανε και εμεναν συνεχεια νηστικοι. Α! όλα και όλα, αλλα  ο Ποντικοβασιλης θυμωνει πολύ αν δεν βρει το ποντικοβασιλοψωμο.

Ενας από αυτους που τον εχει δει δυο φορες τον Ποντικοβασιλη και που περιμενει να τον δει και τριτη φορα ηταν και ο ποντικοπαππους στην οικογενεια που θα γνωρισουμε.
 Κακως  όμως λεει ότι τον εχει δει δυο φορες. Την πρωτη φορα που ηταν πολύ μικρος,  λιγων ημερων μοναχα, τον ειχε παρει βαθυς υπνος και μονο από το δωρο του την άλλη μερα καταλαβε ότι ειχε ελθει. Την δευτερη φορα μολις που καταφερε να δει την σακκουλα του και το κοκκινο παλτο του καθως εφευγε ο Ποντικοβασιλης.

Η ποντικογιαγια φαινεται να τον ειχε δει καλυτερα, γιατι θυμοταν το χαμογελαστο του προσωπο, αλλα και το δαγκωμα του στο ψιχουλο που εγινε μονομιας ολακερο καρβελι. Αυτή η σκηνη εκανε πολύ μεγαλη εντυπωση της γιαγιας και όταν εφευγε ο Ποντικοβασιλης ακομα κοιταζε το καρβελι και δεν πιστευε στα ματια της. Ηταν όμως πολύ χαρουμενη. Ο ποντικομπαμπας και η ποντικομαμα δεν ειχαν καταφερει να δουν τον Ποντικοβασιλη, την μια και μοναδικη φορα που τους επισκεφθηκε, περισυ σαν τετοιο καιρο. Ηλπιζαν ονως να τον δουν εφετος.

Οσο για τα ποντικακια εδώ και μερες άλλο τιποτα δεν συζητουσαν παρα μονο τον ερχομο του Ποντικοβασιλη και αναγκαζαν και τους μεγαλους, ιδιως τον παππου που ηξερε πολλα πραγματα να τους μιλαει γιαυτον.

 Επταδυμα ηταν τα ποντικακια που ζουσαν με την οικογενεια τους  στην ευρυχωρη ποντικοφωλια. Αυτή ηταν μια μεγαλη τρυπα κατω από το κελαρι  ενός χωριατοσπιτου. Στο κελαρι οι νοικοκυραιοι αποθηκευαν τα πραγματα τους .  Ευκολα ο ποντικομπαμπας και η ποντικομαμα εβγαιναν το βραδυ από την ποντικοπορτα, μια τρυπουλα που δυσκολα την εβλεπε ανθρωπου ματι, και επαιρναν από το κελαρι ότι ευρισκαν από τυρι, ελιες μεχρι και βιβλια.
Ο μεγαλος φοβος τους ηταν βεβαια ο γατος του σπιτιου, γιατι αμα τους επιανε στα κοφτερα του δοντια τοτε αλλοιμονο τους. Από μακρια που τον εβλεπαν ετρεχαν και εμπαιναν στην φωλια τους από την ποντικοπορτα. Ο γατος τα κυνηγουσε αλλα δεν μπορουσε να μπει στην ποντικοπορτα. Ηταν πολύ μικρη γιαυτον.

Τα βιβλια αρεσουν πολύ στους ποντικους, ιδιως οταν τα ροκανιζουν με τα κοφτερα δοντακια τους. Μαλιστα ο ποντικοπαππους ειχε κατάβροχθισει στα νιατα του ένα ολοκληρο βιβλιο με παραμυθια, το ειχε χωνεψει καλα και από εκει ειχαν ανεβει στο κεφαλι του τα παραμυθια που εφαγε και τα ελεγε κάθε τοσο στα ποντικακια. Αυτά εμεναν με το στομα ανοιχτο στα παραμυθια του παππου.

 
Από τα επταδυμα μονο ένα ηταν κοριτσι, πολύ ομορφο και χαριτωμενο και πραγμα σπανιο για ποντικο ηταν καταλευκο. Το φωναζαν ποντικομορφουλα και δεν ειχαν αδικο αν την βλεπατε. Τα ποδαρακια της, η μυτουλα της και τα αυτακια της ηταν ροζ, τα ματακια της κοκκινα και τα μουστακια της μακρια. Ηταν το καμαρι της ποντικογιαγιας.

Τα υπολοιπα εξι ηταν όλα αγορια. Πρωτος και καλυτερος  ο ποντικομαυρουλης.  Ηταν εντελως το αντιθετο από τη ποντικοαδελφουλα του.  Ασχημουλικος και καταμαυρος, τοσο που τα αλλα αδελφακια του, του ελεγαν  ότι ειχε πεσει στα καρβουνα και ειχε μουτζουρωθει και τον κοροιδευαν «ο ποντικομουτζουρης». Ειχε μεγαλη μουσουδα, μαυρα ματια και κοντη ουρα, για την οποια δεν ηταν υπερηφανος, γιατι πρεπει να γνωριζετε  ότι  στα ποντικακια η μακρια ουρα δινει χαρη και ομορφια. Ο παππους όμως τον αγαπουσε πολύ, γιατι ειχε καλη καρδια!


Ο ποντικοφαγουλης ηταν το πιο παχουλο από τα αδελφακια του. Του αρεσε συνεχεια να τρωει ότι ευρισκε μπροστα του. Μαλιστα μια φορα εκτος από το φαγητο του εφαγε και το χαρτονενιο πιατο του. Ευτυχως που η ποντικομαμα ειχε και τσιγγινα πιατακια, αλλιως θα αναγκαζονταν να τρωει το φαγητο του μαζι με το χωμα.

Η μαμα του όμως το αγαπουσε πολύ, γιατι ξερετε σε ολες τις μαμαδες αρεσει να τρωνε τα παιδακια τους ολο το φαγητο τους. Τα αδελφακια του όμως επειδη ηταν χοντρος τον κοροιδευαν και τον φωναζαν «ο ποντικοχοντρουλης».
Ο ποντικοφοβουλης συνεχεια φοβοτανε, ιδιως αν κατι του θυμιζε την παρουσια του φοβερου θηριου,  της γατας. Και δεν ειχε αδικο. Ο ποντικομπαμπας καποτε ειχει βγαλει τα ποντικακια στο κελαρι για να τα μαθει πώς να τρωνε το γαλα από το πιατακι του γατου, την ωρα που εκεινος ελειπε. Τους μαθαινε πώς να προσεχουν μηπως και ελθει ο γατος και πώς να τρυπωνουν γρηγορα στην ποντικοτρυπα για να μην τα πιασει. Ο ποντικοφοβουλης στην αρχη δεν φοβοτανε. Μαλιστα μια μερα ξεθαρρεψε και πηγε μονος του στο κελαρι να πιει γαλα από το πιατακι του γατου. Όμως το τι τρομαρα  πηρε όταν σηκωσε το κεφαλι του και ειδε το γατο  να τον κοιταει  δεν περιγραφεται.




Όμως και ο γατος  απορησε με το θρασος του ποντικουλη και πριν προλαβει να τον αρπαξει  καταφερε να τρυπωσει στη φωλια του, με την καρδια του να χτυπαει σαν τρελλη από το φοβο που ειχε παρει. Από τοτε για να τον πειραξουν τα αδελφακια του, φωναζαν «νιαου» σαν το γατο και ο ποντικοφοβουλης πεταγοταν μεχρι το ταβανι, οπου χτυπουσε το κεφαλι του, που γιαυτο το λογο ηταν γεματο καρουμπαλα!

Το άλλο ποντικακι εκανε συνεχως φασαρια. Ο ποντικομπαμπας ειχε καποτε κουβαλησει στην ποντικοφωλια ένα σπασμενο τροπονι – παιχνιδι, γιατι νομιζε πως τρωγοτανε. Όταν όμως διαπιστωσε πως δεν ηταν καθολου νοστιμο το πεταξε μακρια. Ένα από τα ποντικακια ετρεξε και το πηρε, το καπαρωσε για δικο του και προσπαθουσε να σφυριξει με αυτό. Τα καταφερε μετα από πολλες προσπαθειες και από τοτε ξεσηκωνε τη ποντικοφωλια με τη φασαρια που εκανε, ιδιως όταν πηγαιναν οι γονεις του για κηνυγι. Ο παππους και η γιαγια  ηταν λιγο κουφοι και δεν τους πειραζε η φασαρια που εκανε.  Ο μπαμπας και η μαμα τον ελεγαν ο Ποντικομουσικος, αλλα τα αδελφακια του τον φωναζαν « ο Ποντικοφασαριας».




Το πιο περιεργο όμως από τα αδελφακια ηταν ο ποντικοαυτιας.
Αυτό ηταν ένα πολύ ομορφο και χαριτωμενο ποντικακι, αν εξαιρουσες τα αυτια του. Αλλα τι αυτια ητα αυτά! Το καθενα ηταν μεγαλυτερο από το σωμα του. Μπορουσε μαλιστα να τα κουναει πανω κατω σαν να ηταν φτερα. Προσπαθησε μαλιστα να πεταξει. Δεν τα καταφερε βεβαια, τον βοηθουσαν όμως να κανει πολύ μεγαλα πηδηματα. Ακουγε και τον παραμικρο θορυβο. Αλλωστε τι τα ειχε τοσο μεγαλα αυτια! Ο ποντικομπαμπας τον αγαπουσε πολύ, γιατι τον εβαζε να ακουσει αν ερχοταν η γατα από μακρια. Ηταν ο μονος που μπορουσε να την ακουσει, γιατι η γατα περπαταει εντελως αθορυβα. Πολλες φορες ειχαν γλυτωσει τα ποντικακια  από την ακοη του Ποντικοαυτια. Ολοι τον αγαπουσαν πολύ. Αν και τα αδελφακια τον φωναζαν περιπαικτικα « ο ποντικοαυταρας».

Το τελευταιο ποντικακι ηταν το πιο μικρο από όλα. Όχι στην ηλικια γιατι όλα ειχαν γεννηθει την ιδια μερα. Ηταν επταδυμα όπως ειπαμε. Ηταν όμως μικροκαμωμενο γιατι δεν ετρωγε ολο το φαγητο του. Ουτε καν το τυρι για το οποιο τρελλαινονται ολοι οι ποντικοι. Μονο τα φυστικια και τα φουντουκια του αρεσαν. Όμως δυσκολα τα ευρισκε  ο ποντικομπαμπας και το ποντικακι σπανια ετρωγε καλα και δεν μεγαλωνε γρηγορα, όπως τα αδελφακια του. Τον φωναζαν ποντικομικρουλη και του πηγαινε γαντι ετσι μικρος που ητανε.

Τα αδελφακια του συνεχως τον πειραζανε , τον σκουντουσανε και τον τσιμπαγανε, αρκει να μην τους εβλεπε η γιαγια, που του ειχε αδυναμια, ετσι αδυνατουλικο που ητανε.  Όταν όμως βρισκονταν μαζι με αλλα ποντικακια από άλλες φωλιες, τον υπερασπιζοντουσαν γενναια και κανεις δεν τολμουσε να τον πειραξει εκτος από αυτά.

Το βραδυ της πρωτοχρονιας ολη η ποντικοοικογενεια ηταν μαζεμενη στην ποντικοφωλια και περιμεναν τον Ποντικοβασιλη. Η ποντικομαμα ειχε τοποθετησει το ποντικοβασιλοψωμο σε σημειο που να φαινεται ευκολα.  Ο Ποντικοβασιλης σιγουρα θα το εβλεπε μολις ερχοτανε θα το εβλεπε και θα το ευλογουσε. Τα ποντικακια ειχαν κανει το καθενα την ευχη τους  για το δωρο που ηθελαν να τους φερει ο Ποντικοβασιλης. Δεν εγραφαν γραμμα, αλλα μονο με την σκεψη εκαναν την ευχη και αυτος το καταλαβαινε.  Ο ποντικοπαππους τους ελεγε ότι πολύ παλια ειχαν αποφασισει να στειλουν γραμματα στον Ποντικοβασιλη.


Εγινε όμως το εξης τραγικο. Οι ποντικοταχυδρομοι περπατουσαν τρεις μερες για να στην φωλια του και ακομα δεν ειχαν φτασει.  Ηταν κατακοποι  και νηστικοι. Πεινασμενοι όπως ηταν αποφασισαν να φανε μερικα  γραμματα, γιατι όπως ειπαμε στους ποντικους αρεσει πολύ να τρωνε το χαρτι. Εφαγαν σχεδον τα μισα γραμματα μαζι με τους φακελλους τους. Όταν γυρισαν δεν ειπαν τιποτα  στους υπολοιπους. Ο Ποντικοβασιλης  μοιρασε  τα δωρα του μονο σε αυτους που πηρε το γραμμα τους.  Και εβλεπες τοτε το ένα ποντικακι να εχει παρει δωρο, όχι όμως  και το αδελφακι του, γιατι ειχε φαγωθει το γραμμα του. Ο Ποντικοβασιλης  όταν εμαθε τι εγινε πολύ στενοχωρεθηκε, όπως και εκεινοι που δεν πηραν δωρα, αλλα και ολοι οι ποντικοι. Τιμωρησαν τους ταχυδρομους και από τοτε αποφασισαν οι ευχες να γινονται μονο νοερα. Ετσι και αλλιως ο Ποντικοβασιλης θα επαιρνε το μηνυμα.
Τα ποντικακια όλα ειχαν ξαπλωσει το ένα διπλα στο άλλο στο κρεββατακι τους, που δεν ηταν τιποτε άλλο από μια μεγαλη παλια μαλλινη καλτσα, που τη ειχε βρει η ποντικομαμα πεταμενη στο κελαρι και με δυσκολια την ειχε κουβαλησει στην ποντικοφωλια.  Η καλτσα χρησιμευε και για στρωμα και για  παπλωμα και τα ποντικακια κοιμοντουσαν πολύ ζεστα μεσα της. Η ποντικογιαγια επλεκε με τις βελονες πλεξιματος, δυο καρφιτσες  ολες και ολες, ενα ποντικοπουλοβερ για τον παππου για να μην κρυωνει, τωρα που ηταν χειμωνας. Δεν εβλεπε όμως καλα και πολλες φορες εκανε λαθος στο πλεξιμο. Ο παππους για να περασει η ωρα μεχρι να ελθει ο Ποντικοβασιλης ελεγε στα εγγονακια του τα παραμυθια που τους αρεσαν. Τους ελεγε για το διασημο ποντικο το Μικυ και τη γυναικα του τη Μινι, που εκανε καριερα ως αστυνομικος  και επιανε ολους τους κλεφτες. Τα χριστουγεννα μαλιστα για να διασκεδασουν τα παιδια ντυνοντουσαν και οι δυο σαν Ποντικοβασιληδες.

Τα παιδια πολύ τους αγαπουσαν και ηθελαν να τους δουν από κοντα.
Τους ελεγε όμως και για το τρομερο τερας τον εχθρο των ποντικων, το γατο που όλα τα ποντικια τρεμανε όταν τον εβλεπαν από μακρια. Ο ποντικοφοβουλης ετρεμε  ακομα και όταν ακουγε το παραμυθι και οι τριχες του σηκωνονταν ορθιες. Τοσο μεγαλο φοβο ειχε παρει όταν τον συναντησε δεν ηθελε όμως και να χασει το παραμυθι. Ο γατος μπορουσε να κανει ακομα και τους μεγαλους ποντικους μια χαψια.

Κανενας ποντικος δεν τολμουσε να τα βαλει μαζι του. Ολοι μολις τον εβλεπαν ετρεχαν να κρυφτουν στη φωλια τους. Αλλοιμονο αν επιανε κανεναν με τα σουβλερα του δοντια. Πηγαινε χαμενος, γιατι ουτε από παρακαλια καταλαβαινε ο γατος.
Τους ελεγε και για τον Ποντικοβασιλη, που εκανε σκι στο χιονισμενο βουνο εξω από τη φωλια του, για να κραταει τη φορμα του, να μπορει να τρεχει γρηγορα και ετσι να μπορει να προλαβαινει να φερνει τα δωρα σε όλα τα ποντικακια το βραδυ της
πρωτοχρονιας.
                           

Τους ελεγε και για το γαμο του μπαμπα και της μαμας τους , για το γλεντι που ειχαν κανει στο κελαρι, για τα κολονατα ποτηρια που αντι για κρασι τα ειχαν γεμισει με ξηρους καρπους, για το χορο που ειχαν χορεψει πανω στο τραπεζι.


Το γλεντι διακοπηκε αποτομα όταν το ποντικι που φυλαγε σκοπος ειδε από μακρια το γατο να ερχεται, εβγαλε μια ποντικοκραυγη και όλα τα ποντικακια ετρεξαν να χωθουν στη φωλια τους. Ειχαν προλαβει όμως να φανε και να χορεψουνε με τη ψυχη τους.
Από αρκετη ωρα τα επταδυμα ποντικακια ειχαν αποκοιμηθει ακουγοντας τα παραμυθια. Ηταν μαλιστα πολύ κουρασμενα, γιατι ολη τη μερα ειχαν τρελλαθει στο κυνηγητο και το κρυφτο και τωρα τους ηταν αδυνατον να κρατησουν τα ματια τους ανοιχτα. Ακομα και ο παππους αποκοιμηθηκε λεγοντας το τελευταιο παραμυθι του.
Και εκει γυρω στα μεσανυχτα ελαφρυς θορυβος ακουστηκε, δωδεκα μεγαλες πεταλουδες πετουσαν γυρω γυρω στην ποντικοφωλια και παρουσιαστηκε ο Ποντικοβασιλης χαμογελαστος, επιβλητικος, με το γεματο σακκουλι του. Ολη η ποντικοφωλια απεκτησε μια λαμψη και εγινε αμεσως ζεστη και χαρουμενη. Πηγε κατευθειαν στο τραπεζι με το ποντικοβασιλοψωμο το δαγκωσε ελαφρα και εκεινο μεγαλωσε αμεσως και εγινε μια ωραια και μεγαλη  ποντικοβασιλοπιτα. Αφησε πολλα δωρα πανω στο τραπεζι. Κοιταξε τα ποντικακια που κοιμοντουσαν, τον παππου που ροχαλιζε, τους χαμογελασε, εκλεισε χαρουμενα το ματι στη γιαγια, χαιρετησε με μια κινηση του κεφαλιου του το μπαμπα και τη μαμα και εφυγε στο λεπτο από την ποντικοπορτα, ενώ οι πεταλουδες πετουσαν μπροστα  του.

Οσοι κοιμοντουσαν χαμογελουσαν στον υπνο τους ευχαριστημενοι. Δεν τουν ξυπνησαν. Οσοι ηταν ξυπνιοι τον κοιταζαν μαγεμενοι. Δεν ξυπνησαν τους υπολοιπους. Κοιμηθηκαν ολοι εχαριστημενοι που ειχε ελθει ο Ποντικοβασιλης. Το άλλο πρωι θα ανοιγαν ολοι μαζι τα δωρα τους.

Τα ποντικακια ξυπνησαν πρωι πρωι. Ειδαν τα δωρα και καταχαρηκαν. Ηταν όμως και λιγο στενοχωρημενα, που κοιμηθηκαν και δεν καταφεραν να δουν τον Ποντικοβασιλη, όμως θα τον περιμεναν και του χρονου. Από τις χαρουμενες φωνες τους ξυπνησε ολη η ποντικοοικογενεια και ολοι μαζι αρχισαν να ανοιγουν τα δωρα τους. Η ποντικομορφουλα ηταν ευτυχισμενη γιατι της εφερε μια κορδελλα για τα μαλλια της που την εκανε ακομα πιο ομορφη και οπωσδηποτε θα την ζηλευαν ολες οι ποντικοξαδελφες της το μεσημερι, που θα τους εκαναν επισκεψη για την καλη χρονια στην άλλη ποντικοφωλια του κελαριου.


Το δωρο του Ποντικομαυρουλη ηταν ένα μικρο μπουκαλακι σαμπουαν. Αυτό ειχε ζητησει γιατι ειχε βαρεθει να είναι μουτζουρης και νομιζε ότι αν πλενοτανε τακτικα θα εφευγε το μαυρο χρωμα του για το οποιο τον κοροιδευαν.

Τις επομενες μερες πλυθηκε πολλες φορες. Δεν του εφυγε το μαυρο χρωμα. Με το πλυσιμο όμως απεκτησε ένα καθαρο, λειο και στιλπνο τριχωμα, που μοσχομυριζε και σε όλα τα αδελφακια του αρεσε να το χαιδευουν με τη μουσουδα τους. Δεν τον ξαναφωναξαν ποτε ποντικομουτζουρη.

Ο ποντικοφαγουλης ειχε πια ένα κεφαλι τυρι ολο δικο του. Θα μπορουσε να τρωει με τη ψυχη του. Μαλιστα σκεπτοτανε να φιαξει τον κρυψωνα του μεσα στο τυρι και εκει κρυμμενος να τρωει ανενοχλητος.




Στον ποντικοφοβουλη ο Ποντικοβασιλης  εφερε ένα κρανος. Ένα αληθινο κρανος για να φοραει στο κεφαλι του καμωμενο από ένα καπακι εμφιαλωμενου νερου  που εδενε στο λαιμο του με μια κλωστη. Ο ποντικοφοβουλης τωρα θα μπορουσε αριστα να προστατευσει το κεφαλι του από τα καρουμπαλα όταν χτυπουσε στο ταβανι. Μαλιστα τοσο πολύ ξεθαρρεψε που σκεπτοταν να αρπαξει και το τυρι από το δοκανο, πραγμα που κανενας λογικος ποντικος δεν μπορουσε να το κανει.


Το δωρο του Ποντικοφασαρια δεν αρεσε καθολου στην ποντικο μαμα και στον ποντικομπαμπα. Δεν τους εφτανε που τους  ξεκουφαινε με το ποντικοτρομπονι του, τωρα θα εκανε διπλη φασαρια με την ποντικοφλογερα που του εφερε ο Ποντικοβασιλης.


Ο ποντικομουσικος μας όμως ηταν πολύ ευχαριστημενος. Αυτό ηταν το δωρο που ηθελε και δεν τον πειραζε, που ηταν λιγο σπασμενο.
Ο ποντικοαυτιας κοιταζε το σκουφακι που του εφερε ο Ποντικοβασιλης. Ηταν κοκκινο όπως το ηθελε και μαλιστα ειχε επανω του την αγαπημενη του ποντικινα τη Μινι. Τωρα θα το φορουσε συνεχεια και ετσι ουτε τα μεγαλα του αυτια θα κρυωνανε , ουτε και οι αλλοι θα βλεπανε ποσο μεγαλα αυτια ειχε για να τον φωναζουνε ποντικοαυταρα.


Ο Ποντικομικρουλης δεν ζητησε παιχνιδι από τον Ποντικοβασιλη. Το προβλημα του είναι ότι δεν μεγαλωνε. Και δεν μεγαλωνε επειδη δεν ετρωγε. Και δεν ετρωγε επειδη δεν ειχε ορεξη. Ακομα και το τυρι για το οποιο τρελλαινονταν οι αλλοι ποντικοι δεν μπορουσε να το φαει. Ο Ποντικοβασιλης όμως  του εφερε την ορεξη. Και από τοτε ο Ποντικομικρουλης ετρωγε τα παντα. Από τυρι μεχρι και ξυλα. Και ετσι γρηγορα μεγαλωσε και εφτασε τα αδελφακια του. Μονο τον Ποντικοφαγουλη δεν καταφερε να ξεπερασει.

Δωρα, όμως πηραν και οι μεγαλοι. Ο παππους πηρε ένα κουρελι από πανι για να το δενει γυρω από τη μεση του, γιατι τελευταια τον πονουσε. Στη γιαγια εφερε  γυαλια για τα ματια της για να βλεπει να πλεκει τα ποντικοπουλοβερ και να μην κανει λαθος στος βελονες της.  Στην ποντικομαμα εφερε ένα κοκκινο φουστανι. Εμοιαζε να ηταν πεταμενο φουστανι παιδικης κουκλας. Αυτό όμως δεν την απασχολουσε. Θα το φορουσε όταν πηγαιναν επισκεψη στη διπλανη ποντικοφωλια στην άλλη ακρη του κελαριου. Θα ηταν πολύ ομορφη φορωντας το και θα το εδειχνε με καμαρι στην ξαδελφη της. Θα εμοιαζε με τη Μινι τη γυναικα του Μικυ, που της αρεσε.


Ο ποντικομπαμπας ηταν ενθουσιασμενος με το δωρο του.  Ηταν ένα ξυλο λεπτο και μακρυ. Εμοιαζε σαν ξυλακι από σουβλακι. Του χρειαζοτανε όμως για να αρπαζει το τυρι από το δοκανο. Θα κρατουσε γερα την μια του ακρη με τα δοντια του και με την άλλη ακρη τη μυτερη θα καρφωνε το τυρι και θα το επαιρνε από το δοκανο. Ακομα και αν αυτό εκλεινε, δεν κινδυνευε. Θα ηταν πολύ μακρια για να τον παγιδευσει  και το πολύ πολύ το δοκανο να επιανε το ξυλακι. Τωρα πια θα μπορουσε να παιρνει αφοβα το τυρι από το δοκανο, να το παει στα ποντικακια του.



Αφου χορτασαν ολοι να βλεπουν τα δωρα τους και τα εδειξαν και ο ενας στον αλλον, καθησαν να φανε την ποντικοβασιλοπιτα τους. Αυτή ηταν πολύ μεγαλη και εφτανε για να χορτασουν ολοι τους. Στο τελος μαλιστα τα ποντικακια μπηκαν μεσα στην ποντικοβασιλοπιτα και επαιζαν κρυφτο .
Και τωρα ειπε η γιαγια, αφου χορτασαν και επαιξαν ελατε να πουμε το τραγουδακι για να ευχαριστησουμε τον  Ποντικοβασιλη.   Ολη η οικογενεια ακομα και ο παππους τραγουδουσε.

Ποντικοβασιλη πολύ σε αγαπαμε,
τα δωρα που μας εφερες πολύ τα εκτιμαμε.
Την ποντικοφωλια μας την γεμισες στολιδια,
Εμεις τωρα θα παιζουμε με ομορφα παιχνιδια.
του χρονου να ξαναλθεις χαρα για να μας φερεις,
και θα σε περιμενουμε με αγαπη να το ξερεις.
Παραμονη Πρωτοχρονιας εδώ να εισαι παλι,
στην κολοκυθοαμαξα γεματο το τσουβαλι.
Καλη χρονια να εχουμε όλα τα ποντικακια,
τιμη μας και καμαρι μας τα ωραια σου δωρακια.
Παππουδες όταν γινουμε με ασπρα μαλλια και γνωση
η θυμηση σου μας αρκει για να μας ξανανιωσει.
Χρονια πολλα ευχομαστε σ’ όλα τα ποντικακια,
στον Ποντικοβασιλη μας, απειρα τα χρονακια.
ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΠΟΝΤΙΚΟΒΑΣΙΛΗ, ΣΤΟ ΚΑΛΟ!





ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

Σχόλια