Περί του Μυστηρίου της Ενσαρκώσεως του Κυρίου του Αγίου Αμβροσίου των Μεδιολάνων. Δείτε όλο το κείμενο
Επειδή σήμερα είναι του Αγίου Αμβροσίου των Μεδιολάνων αποφάσισα να παραθέσω παρακάτω ΄να από τα κύρια έργα του το οποίο υπάρχει μεταφρασμένο στην Μυριόβιβλο. Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο:
Α.1. ΤΟ ΧΡΕΟΣ, ἀδελφοί, θέλω νὰ πληρωθεῖ, ἀλλὰ δὲν βρίσκω τοὺς χθεσινούς μου πιστωτές· ἐκτὸς κι ἂν ἴσως μὲ μιὰ αἰφνίδια συνάθροιση σκέφθηκαν πὼς θὰ μᾶς κλονίσουν.[1] Ὅμως ἡ ἀληθινὴ πίστη ποτὲ δὲν κλονίζεται.
2. Ὥστε, ὣς ἂν ἔλθουν ἴσως ἐκεῖνοι, ἂς στραφοῦμε στοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς, οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν,[2] καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, δηλαδὴ ὁ Κάιν, προσέφερε θυσία στὸν Κύριο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἐνῶ ὁ ἄλλος, δηλαδὴ ὁ Ἄβελ, ἀπὸ τὰ πρωτότοκα ζωντανά του.[3] Δὲν βρίσκω τίποτα στὸ εἶδος τῶν δώρων ποὺ νὰ τὸ κατακρίνω,{853b:} ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ ὁ Κάιν ἤξερε καλὰ πὼς τὰ δῶρα του θὰ δυσαρεστήσουν, καὶ ὁ Κύριος εἶπε: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[4]
3. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ ἔγκλημα; Ποῦ τὸ λάθος; Ὄχι στὴν προσφορὰ τοῦ δώρου, ἀλλὰ στὴν ψυχικὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ προσφορά. ῾Υπάρχουν κάποιοι ποὺ ὀρθῶς κρίνουν, ὅτι ὁ ἕνας αὐτὸ ποὺ θὰ προσέφερε, τὸ εἶχε ἐπιλέξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος προσέφερε τὰ χειρότερα ποὺ εἶχε. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μέσα μας αἴσθηση τόσο ἀμέτοχη στὰ πνευματικά, ὥστε νὰ ὑποθέτουμε πὼς ὁ Κύριος ζητοῦσε σωματικὴ καὶ ὄχι πνευματικὴ θυσία. Καὶ γι΄ αὐτὸ προσέθεσε, «ἡσύχαζε».[5] Γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι πιὸ ἀνεκτὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε, παρὰ νὰ προσφέρουμε δῶρο γρήγορα ἀλλὰ χωρὶς πίστη. Γιατὶ ὅποιος δὲν ξέρει νὰ διαχωρίζει, δὲν ξέρει νὰ κρίνει: ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς κρίνει τὰ πάντα.[6]{853c:} Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀβραὰμ τὴ θυσία ποὺ πρόσφερε, τὴν ξεχώρισε.[7]
4. Καὶ ἀκόμη ὁ Ἄβελ ἤξερε πάρα πολὺ καλὰ νὰ διακρίνει, ὁ ὁποῖος προσέφερε θυσία ἀπὸ τὰ πρωτότοκα ζωντανά του, διδάσκοντας, ὅτι δὲν θὰ ἀρέσουν στὸν Θεὸ τὰ δῶρα τῆς γῆς, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐκφυλισθεῖ στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἡ χάρις τοῦ θείου μυστηρίου ἀνέλαμπε. Ὥστε προφήτευσε, πὼς πρέπει νὰ ἀπολυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ λάθος διὰ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ: «῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ἴδε ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου».[8]{854a:} Γι΄ αὐτὸ καὶ πρόσφερε ἀπὸ τὰ πρωτότοκα, γιὰ νὰ ἀπεικονίσει τὸν πρωτότοκο. Φανερώνει, λοιπόν, ὅτι ἀληθινὴ θυσία θὰ εἴμαστε ἐμεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Προφήτης λέει: «προσφέρετε στὸν Κύριο τοὺς υἱοὺς τῶν κριῶν»,[9] καὶ ἀξίως ἐπιδοκιμάζεται ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
5. Ἀλλὰ σ΄ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδοκιμάστηκε λέγεται, ἡσύχαζε: ἀπόφαση τὴν ὁποία νομίζω πὼς ἔχει ὁρίσει γιὰ ὅλους γενικῶς, ὅσοι ἔχουν ἑδραιωθεῖ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας· γιατὶ ἐδῶ διακρίνω τὸν τύπο πολλῶν λαῶν, τοὺς ὁποίους περιλαμβάνει ἡ θεία ἀπόφαση καὶ τῶν ὁποίων τὰ δῶρα ἀρνήθηκε ἤδη τότε [ὁ Θεὸς] σ΄ ἐκεῖνον τὸν Κάιν.
Β.
{854b:} 6. ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ αὐτὴ εἶναι καθολικὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς. Ὥστε ἂν Ἰουδαῖος προσφέρει, ὁ ὁποῖος χωρίζει τὸν υἱὸ τῆς παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεό, λέγεται πρὸς αὐτόν: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε».[10]
7. Ἐὰν προσφέρει Εὐνομιανός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀρειανικῆς ἀσεβείας καὶ κυλάει στὴν παχειὰ λάσπη τῆς ἀπιστίας του, ἰσχυριζόμενος πὼς ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὰ πάντα, ἐξηγεῖται ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ βέβαια εἶναι ἄλλος ὁ λόγος τῶν πλασμάτων, καὶ ἄλλη ἡ δύναμη τῶν θείων μυστικῶν·{854c:} καὶ στὸν ἴδιο ἐπίσης λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε».[11]
8. Λέγεται αὐτὸ στὸν Σαβελλιανό, ποὺ συγχέει τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Λέγεται αὐτὸ στὸν Μαρκιωνίτη, ποὺ θεωρεῖ ἄλλον τὸν Θεὸ τῆς Καινῆς, ἄλλον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Λέγεται αὐτὸ στὸν Μανιχαῖο καὶ τὸν Βαλεντῖνο, ποὺ δὲν πίστεψαν πὼς ὁ Χριστὸς προσέλαβε γνήσια τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Ὁ Παῦλος, ἐπίσης, ὁ Σαμοσατεὺς καὶ ὁ Βασιλίδης ἀριθμοῦνται [μεταξὺ αὐτῶν ποὺ] ἔχουν κοινὸ μερίδιο σ᾽ [αὐτὴ] τὴν ἀπόφαση. {855a:}
9. Ὁμοίως καταδικάζονται ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῆς ἴδιας ἀπόφασης καὶ ὅσοι ἔχουν ἀρνηθεῖ τὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κάποιοι ἄλλοι δηλαδή, ποὺ εἴτε εἶναι ἐκ τῶν Ἀρειανῶν Ἰουδαῖοι, εἴτε Ἀρειανοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων· γιατὶ ὅπως ἐκεῖνοι χωρίζουν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ χωρίζουν τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Θεό.
10.Στὸν Νοβάτο, ἐπίσης, καὶ στὸν Ντονάτο καὶ σ΄ ὅλους, ὅσοι θέλησαν νὰ διασποῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[12] Διότι αὐτὴ ποὺ προσφέρεται στὸν Θεὸ εἶναι θυσία τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς τὴν ὁποία ὁ Παῦλος εἶπε: «Σᾶς ἱκετεύω λοιπόν, ἀδελφοί, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ νὰ παρέχετε τὰ σώματά σας θυσία ζῶσα, ἁγία, ἀρεστὴ στὸν Θεό».[13] Κακῶς ἄρα διαίρεσαν τὴ θυσία, κομματιάζοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
11.Ἐκείνους, ἐπίσης, πλήττει ἡ ἀπόφαση αὐτή, ὅσοι χωρίζουν τὴ λογικὴ ψυχὴ {855b:} ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου, θέλοντας νὰ χωρίζουν τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτοὶ ὀρθῶς, ἴσως, προσφέρουν στὴν Τριάδα: ἀλλὰ δὲν ξέρουν νὰ διακρίνουν τὸν λόγο τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τῆς θεϊκῆς· γιατὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλὴ ἡ φύση, [ἐνῶ] ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ λογικὴ καὶ σῶμα· ἂν ἀναιρεῖς τὸ ἕνα, ἀναίρεσες ὁλόκληρη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
12.Ἐναντίον ὅλων, λοιπόν, τῶν αἱρέσεων στρέφεται ἡ ἀπόφαση αὐτή, οἱ ὁποῖες στὸ ὄνομα τῆς ἀδελφοσύνης, ἀλλὰ χωρὶς ἀδελφοσύνη, κυνηγοῦν τὴν Ἐκκλησία {856a:}. Ἀφοῦ, βέβαια, [κρυβόμενοι] πίσω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστιανικοῦ ὀνόματος καὶ ἀπὸ κάποια κατ΄ ὄνομα ἀδελφοσύνη τῆς πίστης, θέλουν νὰ μᾶς πληγώνουν μὲ μιαρὰ ξίφη· γιατὶ ἡ ἀποστροφή μας εἶναι πρὸς αὐτοὺς[14] καὶ μᾶς ἐξουσιάζουν στὸν κόσμο οἱ ἁμαρτωλοί. Διότι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄρχει στὸν κόσμο, [ἐνῶ] ὁ δίκαιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
13. Ἂς φυλαγόμαστε, λοιπόν, κανεὶς νὰ μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ κατάλυμα τοῦ αἰώνιου βασιλέως καὶ ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μητέρας Ἐκκλησίας, ὅπου ἐκείνη ἡ ψυχὴ στὰ ἄσματα τῶν ἀσμάτων δείχνει πὼς εἰσήγαγε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.[15] Ἂς φυλαγόμαστε νὰ μὴ χωρίζουμε ἀπὸ τὸν κόλπο τοῦ Πατρός, καὶ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀκόμα κοιλία, τὴν ὑπόσταση[16] [substantiam] τῆς μυστικῆς φύσης τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, - καὶ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, στὰ ὁποῖα θεμελιώνεται ἡ ἀλήθεια τῆς ἐνσαρκώσεώς Του, ἂς προσπαθήσουμε νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ διατυπώσουμε τὶςἰδιότητες [praejudicia] τῆς θείας γεννήσεως· μὴ καὶ σὲ κανέναν ἀπὸ ΄μᾶς [συμβεῖ νὰ] λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν {856b:} διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε»·[17] αὐτὸ σημαίνει: ἂν δὲν ξέρουμε νὰ διακρίνουμε ποιά ἀνήκουν στὴν αἰώνια θεότητα καὶ ποιά στὴν ἐνσάρκωση, ἂν συγχέουμε τὸν δημιουργὸ μὲ τὰ ἔργα του, ἂν λέμε πὼς ὁ αὐθέντης τοῦ χρόνου ἄρχισε μετὰ τὸν χρόνο. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς διὰ τοῦ ὁποίου ὅλα ὑπάρχουν, νὰ εἶναι ἕνας μεταξὺ ὅλων.
* { Τοξοειδεῖς ἀγκῦλες }, ὡς ἐκθέτες, παραπέμπουν στὸ ἀντίστοιχο τμῆμα καὶ στήλη τοῦ 16ου τόμου τῆς Patrologia Latina, ὅπου μπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ βρεῖ τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο. [ Γωνιώδεις ἀγκῦλες ] παραθέτουν λατινικὴ ὁρολογία ἢ ἐπεξηγήσεις τοῦ μεταφραστοῦ.
[1] Πρόκειται γιὰ αἱρετικοὺς ἀξιωματούχους τοῦ αὐτοκράτορα· βλ. εισαγωγή.
[2] Ἡ διήγηση τῆς θυσίας τῶν δύο ἀδελφῶν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ προηγουμένως, στὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας, ὡς μάθημα.
[3] Γεν. 4.3,4.
[4] Γεν. 4.7.
[5] Ἔνθ. ἀν.
[6] Βλ. Α΄ Κορ. 2.15: «ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ΄ ούδενὸς ἀνακρίνεται».
[7] Βλ. Γεν. 15.10: «ἔλαβε δὲ αὐτῷ πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα οὐ διεῖλε».
[8] Ἰω. 1.29.
[9] Ψαλμ. 28.1.
[10] Γεν. 4.3,4,7.
[11] Γεν. 4.3,4,7.
[12] Γεν. 4.3,4.
[13] Ρωμ. 12.1.
[14] Βλ. Γέν. 4.7: «πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ«.
[15] Βλ. Ἆσμα 3.4: «ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με».
[16] Γιὰ τὸν ὅρο αὐτό, δὲς σχετικὴ επισήμανση του μεταφραστού.
[17] Γεν. 4.3,4,7.
Α.1. ΤΟ ΧΡΕΟΣ, ἀδελφοί, θέλω νὰ πληρωθεῖ, ἀλλὰ δὲν βρίσκω τοὺς χθεσινούς μου πιστωτές· ἐκτὸς κι ἂν ἴσως μὲ μιὰ αἰφνίδια συνάθροιση σκέφθηκαν πὼς θὰ μᾶς κλονίσουν.[1] Ὅμως ἡ ἀληθινὴ πίστη ποτὲ δὲν κλονίζεται.
2. Ὥστε, ὣς ἂν ἔλθουν ἴσως ἐκεῖνοι, ἂς στραφοῦμε στοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς, οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν,[2] καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, δηλαδὴ ὁ Κάιν, προσέφερε θυσία στὸν Κύριο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἐνῶ ὁ ἄλλος, δηλαδὴ ὁ Ἄβελ, ἀπὸ τὰ πρωτότοκα ζωντανά του.[3] Δὲν βρίσκω τίποτα στὸ εἶδος τῶν δώρων ποὺ νὰ τὸ κατακρίνω,{853b:} ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ ὁ Κάιν ἤξερε καλὰ πὼς τὰ δῶρα του θὰ δυσαρεστήσουν, καὶ ὁ Κύριος εἶπε: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[4]
3. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ ἔγκλημα; Ποῦ τὸ λάθος; Ὄχι στὴν προσφορὰ τοῦ δώρου, ἀλλὰ στὴν ψυχικὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ προσφορά. ῾Υπάρχουν κάποιοι ποὺ ὀρθῶς κρίνουν, ὅτι ὁ ἕνας αὐτὸ ποὺ θὰ προσέφερε, τὸ εἶχε ἐπιλέξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος προσέφερε τὰ χειρότερα ποὺ εἶχε. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μέσα μας αἴσθηση τόσο ἀμέτοχη στὰ πνευματικά, ὥστε νὰ ὑποθέτουμε πὼς ὁ Κύριος ζητοῦσε σωματικὴ καὶ ὄχι πνευματικὴ θυσία. Καὶ γι΄ αὐτὸ προσέθεσε, «ἡσύχαζε».[5] Γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι πιὸ ἀνεκτὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ δῶρα ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε, παρὰ νὰ προσφέρουμε δῶρο γρήγορα ἀλλὰ χωρὶς πίστη. Γιατὶ ὅποιος δὲν ξέρει νὰ διαχωρίζει, δὲν ξέρει νὰ κρίνει: ἀλλὰ ὁ πνευματικὸς κρίνει τὰ πάντα.[6]{853c:} Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀβραὰμ τὴ θυσία ποὺ πρόσφερε, τὴν ξεχώρισε.[7]
4. Καὶ ἀκόμη ὁ Ἄβελ ἤξερε πάρα πολὺ καλὰ νὰ διακρίνει, ὁ ὁποῖος προσέφερε θυσία ἀπὸ τὰ πρωτότοκα ζωντανά του, διδάσκοντας, ὅτι δὲν θὰ ἀρέσουν στὸν Θεὸ τὰ δῶρα τῆς γῆς, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐκφυλισθεῖ στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἡ χάρις τοῦ θείου μυστηρίου ἀνέλαμπε. Ὥστε προφήτευσε, πὼς πρέπει νὰ ἀπολυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ λάθος διὰ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ: «῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ἴδε ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου».[8]{854a:} Γι΄ αὐτὸ καὶ πρόσφερε ἀπὸ τὰ πρωτότοκα, γιὰ νὰ ἀπεικονίσει τὸν πρωτότοκο. Φανερώνει, λοιπόν, ὅτι ἀληθινὴ θυσία θὰ εἴμαστε ἐμεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Προφήτης λέει: «προσφέρετε στὸν Κύριο τοὺς υἱοὺς τῶν κριῶν»,[9] καὶ ἀξίως ἐπιδοκιμάζεται ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
5. Ἀλλὰ σ΄ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδοκιμάστηκε λέγεται, ἡσύχαζε: ἀπόφαση τὴν ὁποία νομίζω πὼς ἔχει ὁρίσει γιὰ ὅλους γενικῶς, ὅσοι ἔχουν ἑδραιωθεῖ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας· γιατὶ ἐδῶ διακρίνω τὸν τύπο πολλῶν λαῶν, τοὺς ὁποίους περιλαμβάνει ἡ θεία ἀπόφαση καὶ τῶν ὁποίων τὰ δῶρα ἀρνήθηκε ἤδη τότε [ὁ Θεὸς] σ΄ ἐκεῖνον τὸν Κάιν.
Β.
{854b:} 6. ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ αὐτὴ εἶναι καθολικὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς. Ὥστε ἂν Ἰουδαῖος προσφέρει, ὁ ὁποῖος χωρίζει τὸν υἱὸ τῆς παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεό, λέγεται πρὸς αὐτόν: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε».[10]
7. Ἐὰν προσφέρει Εὐνομιανός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀρειανικῆς ἀσεβείας καὶ κυλάει στὴν παχειὰ λάσπη τῆς ἀπιστίας του, ἰσχυριζόμενος πὼς ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὰ πάντα, ἐξηγεῖται ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ βέβαια εἶναι ἄλλος ὁ λόγος τῶν πλασμάτων, καὶ ἄλλη ἡ δύναμη τῶν θείων μυστικῶν·{854c:} καὶ στὸν ἴδιο ἐπίσης λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε».[11]
8. Λέγεται αὐτὸ στὸν Σαβελλιανό, ποὺ συγχέει τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Λέγεται αὐτὸ στὸν Μαρκιωνίτη, ποὺ θεωρεῖ ἄλλον τὸν Θεὸ τῆς Καινῆς, ἄλλον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Λέγεται αὐτὸ στὸν Μανιχαῖο καὶ τὸν Βαλεντῖνο, ποὺ δὲν πίστεψαν πὼς ὁ Χριστὸς προσέλαβε γνήσια τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Ὁ Παῦλος, ἐπίσης, ὁ Σαμοσατεὺς καὶ ὁ Βασιλίδης ἀριθμοῦνται [μεταξὺ αὐτῶν ποὺ] ἔχουν κοινὸ μερίδιο σ᾽ [αὐτὴ] τὴν ἀπόφαση. {855a:}
9. Ὁμοίως καταδικάζονται ἀπὸ τὴν αὐθεντία τῆς ἴδιας ἀπόφασης καὶ ὅσοι ἔχουν ἀρνηθεῖ τὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κάποιοι ἄλλοι δηλαδή, ποὺ εἴτε εἶναι ἐκ τῶν Ἀρειανῶν Ἰουδαῖοι, εἴτε Ἀρειανοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων· γιατὶ ὅπως ἐκεῖνοι χωρίζουν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ χωρίζουν τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Θεό.
10.Στὸν Νοβάτο, ἐπίσης, καὶ στὸν Ντονάτο καὶ σ΄ ὅλους, ὅσοι θέλησαν νὰ διασποῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[12] Διότι αὐτὴ ποὺ προσφέρεται στὸν Θεὸ εἶναι θυσία τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς τὴν ὁποία ὁ Παῦλος εἶπε: «Σᾶς ἱκετεύω λοιπόν, ἀδελφοί, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ νὰ παρέχετε τὰ σώματά σας θυσία ζῶσα, ἁγία, ἀρεστὴ στὸν Θεό».[13] Κακῶς ἄρα διαίρεσαν τὴ θυσία, κομματιάζοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
11.Ἐκείνους, ἐπίσης, πλήττει ἡ ἀπόφαση αὐτή, ὅσοι χωρίζουν τὴ λογικὴ ψυχὴ {855b:} ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου, θέλοντας νὰ χωρίζουν τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτοὶ ὀρθῶς, ἴσως, προσφέρουν στὴν Τριάδα: ἀλλὰ δὲν ξέρουν νὰ διακρίνουν τὸν λόγο τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τῆς θεϊκῆς· γιατὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλὴ ἡ φύση, [ἐνῶ] ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ λογικὴ καὶ σῶμα· ἂν ἀναιρεῖς τὸ ἕνα, ἀναίρεσες ὁλόκληρη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
12.Ἐναντίον ὅλων, λοιπόν, τῶν αἱρέσεων στρέφεται ἡ ἀπόφαση αὐτή, οἱ ὁποῖες στὸ ὄνομα τῆς ἀδελφοσύνης, ἀλλὰ χωρὶς ἀδελφοσύνη, κυνηγοῦν τὴν Ἐκκλησία {856a:}. Ἀφοῦ, βέβαια, [κρυβόμενοι] πίσω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστιανικοῦ ὀνόματος καὶ ἀπὸ κάποια κατ΄ ὄνομα ἀδελφοσύνη τῆς πίστης, θέλουν νὰ μᾶς πληγώνουν μὲ μιαρὰ ξίφη· γιατὶ ἡ ἀποστροφή μας εἶναι πρὸς αὐτοὺς[14] καὶ μᾶς ἐξουσιάζουν στὸν κόσμο οἱ ἁμαρτωλοί. Διότι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄρχει στὸν κόσμο, [ἐνῶ] ὁ δίκαιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
13. Ἂς φυλαγόμαστε, λοιπόν, κανεὶς νὰ μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ κατάλυμα τοῦ αἰώνιου βασιλέως καὶ ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μητέρας Ἐκκλησίας, ὅπου ἐκείνη ἡ ψυχὴ στὰ ἄσματα τῶν ἀσμάτων δείχνει πὼς εἰσήγαγε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.[15] Ἂς φυλαγόμαστε νὰ μὴ χωρίζουμε ἀπὸ τὸν κόλπο τοῦ Πατρός, καὶ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀκόμα κοιλία, τὴν ὑπόσταση[16] [substantiam] τῆς μυστικῆς φύσης τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, - καὶ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, στὰ ὁποῖα θεμελιώνεται ἡ ἀλήθεια τῆς ἐνσαρκώσεώς Του, ἂς προσπαθήσουμε νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ διατυπώσουμε τὶςἰδιότητες [praejudicia] τῆς θείας γεννήσεως· μὴ καὶ σὲ κανέναν ἀπὸ ΄μᾶς [συμβεῖ νὰ] λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν {856b:} διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες· ἡσύχαζε»·[17] αὐτὸ σημαίνει: ἂν δὲν ξέρουμε νὰ διακρίνουμε ποιά ἀνήκουν στὴν αἰώνια θεότητα καὶ ποιά στὴν ἐνσάρκωση, ἂν συγχέουμε τὸν δημιουργὸ μὲ τὰ ἔργα του, ἂν λέμε πὼς ὁ αὐθέντης τοῦ χρόνου ἄρχισε μετὰ τὸν χρόνο. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς διὰ τοῦ ὁποίου ὅλα ὑπάρχουν, νὰ εἶναι ἕνας μεταξὺ ὅλων.
* { Τοξοειδεῖς ἀγκῦλες }, ὡς ἐκθέτες, παραπέμπουν στὸ ἀντίστοιχο τμῆμα καὶ στήλη τοῦ 16ου τόμου τῆς Patrologia Latina, ὅπου μπορεῖ κανεὶς εὔκολα νὰ βρεῖ τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο. [ Γωνιώδεις ἀγκῦλες ] παραθέτουν λατινικὴ ὁρολογία ἢ ἐπεξηγήσεις τοῦ μεταφραστοῦ.
[1] Πρόκειται γιὰ αἱρετικοὺς ἀξιωματούχους τοῦ αὐτοκράτορα· βλ. εισαγωγή.
[2] Ἡ διήγηση τῆς θυσίας τῶν δύο ἀδελφῶν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ προηγουμένως, στὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας, ὡς μάθημα.
[3] Γεν. 4.3,4.
[4] Γεν. 4.7.
[5] Ἔνθ. ἀν.
[6] Βλ. Α΄ Κορ. 2.15: «ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ΄ ούδενὸς ἀνακρίνεται».
[7] Βλ. Γεν. 15.10: «ἔλαβε δὲ αὐτῷ πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα οὐ διεῖλε».
[8] Ἰω. 1.29.
[9] Ψαλμ. 28.1.
[10] Γεν. 4.3,4,7.
[11] Γεν. 4.3,4,7.
[12] Γεν. 4.3,4.
[13] Ρωμ. 12.1.
[14] Βλ. Γέν. 4.7: «πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ«.
[15] Βλ. Ἆσμα 3.4: «ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με».
[16] Γιὰ τὸν ὅρο αὐτό, δὲς σχετικὴ επισήμανση του μεταφραστού.
[17] Γεν. 4.3,4,7.
Γ.14. ΔEΝ ΘΕΛΩ ἐμᾶς νὰ ἐμπιστεύεσθε, ἂς διαβάζουμε τὴν Γραφή. Δὲν λέω ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου, ὅτι «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[1] ἀλλὰ ἀκούω· δὲν προσθέτω ἐγώ, ἀλλὰ διαβάζω· αὐτὸ ποὺ ὅλοι διαβάζουμε, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε ὅλοι. Καὶ καθὼς διαβάζεται, ἀκούομε ὅλοι, καὶ δὲν ἀκοῦν ὅλοι: “Γιατὶ σκλήρυνε ἡ καρδιὰ μερικῶν, καὶ τὰ αὐτιά τους βαρειὰ ἔχουν ἀκούσει”·[2] τὰ αὐτιὰ δηλαδὴ τῆς ἐσωτερικῆς αἴσθησης [affectus]. Γιατὶ δὲν ἁμαρτάνει ἡ σάρκα, ἡ ὁποία ἐκτελεῖ τὸ δικό της ὑπούργημα, καὶ δέχεται αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, {857b:} ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἄκουσε τὸ καθαρό, εἶναι ὅμως κακὸς ἑρμηνευτὴς καὶ ἀρνεῖται νὰ ἀκούει [πραγματικὰ] ὅσα λέγονται καὶ νὰ σκέπτεται ὅσα διαβάζονται.[3] Γιατί κλείνετε τὰ αὐτιά σας σὰν μὲ κερὶ καὶ μολύβι - ἂν καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ὑπουργήματα τῆς φύσης δὲν ἔχετε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἀποκλείετε; Ἀκοῦτε χωρὶς τὴ θέλησή σας, ἀκοῦτε μὲ ἀπέχθεια: ἀκοῦτε, καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ δίνετε ἐξηγήσεις γιὰ ὅ,τι [στὴν πραγματικότητα] δὲν ἀκούσατε.
15. Ἀκοῦτε λοιπὸν τὸ ἀγάγνωσμα: «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος».[4] Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ Ἰωάννης βέβαια, ἐκεῖνος ὁ ψαράς: ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτὸ σὰν ψαράς, ἀλλὰ σὰν ψαρὰς τῆς ἀνθρώπινης αἴσθησης [affectus]· ὁ ὁποῖος πιὰ δὲν ἔπιανε ψάρια, ἀλλὰ ἔδινε ζωὴ σὲ ἀνθρώπους.[5] Δὲν εἶναι δικό του αὐτὸ ποὺ λέει, ἀλλὰ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τὴ δύναμη νὰ ζωοποιεῖ. Γιατὶ ὁ ψαρὰς ἦταν πιὸ σιωπηλὸς καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ψάρια ποὺ προηγουμένως ἔπιανε· καὶ ἦταν ἀκόμη σιωπηλότερος γιὰ τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ δὲν γνώριζε τὸν κύριο τῆς φωνῆς του· ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει πάρει ζωὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔχει ἀκούσει τὴ φωνὴ στὸν Ἰωάννη καὶ ἔχει ἀναγνωρίσει τὸν Λόγο στὸν Χριστό.
16. Καὶ γι΄ αὐτὸ πλήρης ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸς ποὺ γνώριζε καλὰ πὼς δὲν ἀνήκει στὸν χρόνο ἡ ἀρχή, ἀλλὰ βρίσκεται ὑπεράνω τοῦ χρόνου, ἄφησε τὸν κόσμο, καὶ ὑψωνόμενος ἐν πνεύματι πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχή, λέει: «Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[6] αὐτὸ σημαίνει, ἂς μένει ὁ οὐρανός· γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη, ἀφοῦ «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος». Διότι, ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἔχει ἀρχή, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει. Καὶ τέλος, «στὴν ἀρχὴ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ».[7] Ἄλλο εἶναι, «ἔφτιαξε», ἄλλο εἶναι, «ὑπῆρχε». Ὅ,τι φτιάχνεται, ἀρχίζει: ὅ,τι ὑπῆρχε, δὲν ἐπιδέχεται ἀρχή, ἀλλὰ προηγεῖται. Ἂς μένει ἀκόμη ὁ χρόνος, γιατὶ {857d:} ὁ χρόνος εἶναι μετὰ τὸν οὐρανό. Ἂς μένουν ἀκόμη οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι. Κι ἂν δὲν βρίσκω τὴν ἀρχή τους, ὑπῆρχε ὅμως ἕνας χρόνος, ὁπότε δὲν ὑπῆρχαν.[8] Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε ἄρχισαν [νὰ ὑπάρχουν]. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι βέβαιο πὼς ἔχουν ἀρχή, πῶς μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ τοῦ Λόγου,{858a:} ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀρχή, ὄχι μόνο τῶν πλασμάτων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν σκέψεών μας;
17.Ἔκφρασε, λοιπόν, καθαρὰ τὴν αἰώνια θεότητά του: ἀλλ΄ ὅμως γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ διαιρεῖ κανεὶς τὴν αἰωνιότητα τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ γιὰ νὰ μᾶς κάνει [ἱκανοὺς] νὰ πιστεύουμε, πὼς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τοῦ Πατέρα, ὁ καλὸς ἐκεῖνος ψαρὰς πρόσθεσε: «Καὶ ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[9] Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ: «Ἦταν ὁ Λόγος» μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἦταν ὁ Πατέρας· ἐπειδὴ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἦταν μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ἦταν πάντοτε πλάι στὸν Πατέρα. Δηλαδή, ὅπως διαβάζουμε γιὰ τὸν Πατέρα «ἦταν» ἔτσι διαβάζουμε καὶ γιὰ τὸν Λόγο, «ἦταν».
18. Γιατί διαχωρίζεις στὸ νόημα, ἐνῶ δὲν διαχωρίζεις στὴ λέξη; Στὸν Λόγο ἀνήκει νὰ εἶναι πλάι στὸν Πατέρα· στὸν Πατέρα {858b:} ἀνήκει νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Λόγο· γιατὶ διαβάζουμε, ὅτι «ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[10] Ὥστε ἂν κατὰ τὴ γνώμη σου κάποτε δὲν ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη σου λοιπὸν στὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν καὶ αὐτός, πλάι στὸν ὁποῖο ἦταν ὁ Λόγος. Γιατὶ διὰ τοῦ Λόγου ἀκούω, διὰ τοῦ Λόγου καταλαβαίνω, πὼς ἦταν ὁ Θεός. Διότι, ἂν ἔχω πιστέψει πὼς ὁ Λόγος εἶναι αἰώνιος, τὸ ὁποῖο πιστεύω, δὲν μπορῶ νὰ ἀμφισβητήσω τὴν αἰωνιότητα τοῦ Πατέρα, τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς εἶναι αἰώνιος. Ἂν θεωρήσω τὴ γέννησή του χρονική, ἀρχίζει νὰ μοιάζει μ΄ ἐμᾶς, ὥστε νὰ φαίνεται πὼς ὁ Πατέρας ἄρχισε νὰ εἶναι: ἀλλὰ ἂν δὲν ἀμφιβάλλεις γιὰ τὸν Πατέρα, γιατὶ δὲν ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἀρχίζει νὰ εἶναι, [ἂν] γιὰ τὸν Πατέρα δὲν ἀμφιβάλλεις, ἐπειδὴ ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἔχει αἰώνια τελειότητα, γιὰ νὰ μὴν τύχει καὶ χρησιμοποιήσεις κατὰ λάθος τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα, ἐνῶ μιλᾶς γιὰ Λόγο καὶ Υἱό, γι΄ αὐτὸ προσέθεσε: «Καὶ Θεὸς ἦταν ὁ Λόγος».[11]{858c:}
19. Ἔχει, ἀσφαλῶς, ὅ,τι ἔχει καὶ ὁ Πατέρας, ἐπειδὴ ἦταν Θεός. Πῶς ἀρνεῖσαι τὴν αἰωνιότητά του, ἐκείνου ποὺ ἔχει μὲ τὸν Πατέρα τὸ ἴδιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Μὴ σταθεῖς στὸν ἤχο καὶ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἐκφράσεων. Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔχει χρόνο, ποὺ συλλέγεται μὲ συλλαβές, καὶ συνίσταται ἀπὸ γράμματα: δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Υἱὸς Λόγος, γιατὶ δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου.
20. Νὰ προσέχουμε λοιπὸν μήπως καὶ ἐδῶ φαίνεται πὼς εἰσάγουμε τὸ ζήτημα τοῦ σωματικοῦ ἤχου. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος· ὁ ἀσώματος βέβαια δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή, οὔτε ὁ Υἱὸς εἶναι λόγος σωματικός. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σῶμα, δὲν ἔχει οὔτε χρόνο. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει χρόνο, ἀσφαλῶς δὲν ἔχει οὔτε ὁ Λόγος. Ἂν λοιπὸν ὁ Λόγος δὲν ἔχει κανένα χρόνο στὸν ὁποῖο ἄρχισε, δὲν ἔχει ἀσφαλῶς οὔτε ἀριθμὸ {858d:} οὔτε βαθμό. Γιατὶ ἂν ὁ Λόγος ἔχει ἀριθμό, ἄρα [εἶναι] πολλοὶ λόγοι. Ἂν [εἶναι] πολλοὶ οἱ λόγοι, [τότε εἶναι] πολλοὶ καὶ οἱ Υἱοί. Ὅμως ὑπάρχει ἕνας Λόγος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν βαθμὸ ἀποκλείει καὶ τὸν ἀριθμό: ἕνας κατὰ τὴ φύση.
21. Μὴ ρωτᾶτε ποιός εἶναι ὁ τρόπος [modus] τῆς φύσης. Τὸ ἀγνοῶ αὐτὸ πολὺ καλύτερα ἀπ΄ ὅσο τὸ γνωρίζω. Αὐτὸ μόνο γνωρίζω καλά, {859a:} ὅτι ἀγνοῶ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω. «Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε δεῖ», λέει, «καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει»[12] - ὁ Ἰωάννης λέγει· αὐτὸ μόνο εἶπε, ὅτι τὸ γνωρίζει καλά, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ ἐκεῖνον λοιπὸν εἶναι ἀρκετὸ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε - γιὰ ΄μένα δὲν εἶναι ἀρκετό;
22. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἔχει ἀκούσει, αὐτὸ εἶπε σ΄ ἐμένα: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τὸν Χριστό, αὐτὸ δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ πὼς εἶναι ἀληθινὸ γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχει ἀκούσει, τὸ ἔχω ἀκούσει: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, τὸ ἔχω δεῖ· [13]γιατὶ ἐκεῖνος ἔχει δεῖ, αὐτὸ ποὺ ἔχει [πράγματι] δεῖ· ὄχι βέβαια τὴ θεότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴ φύση της. Ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴ φύση της δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται, ὑποδέχτηκε αὐτὸ ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας· ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπεται κατὰ τὴ φύση τοῦ σώματος. Καὶ τέλος τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης ἐθεάθη μὲ μορφή, ὡς περιστερά·[14] ἐπειδὴ {859b:} ἡ θεότητα δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴν ἀλήθεια τῆς λάμψης της.
Δ.
23. ΜΗ ΛΟΙΠΟΝ καὶ σὺ [σκέπτεσαι, ὅτι] ἑρμηνεύεται κατὰ τὴ φύση αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας. Ἐπειδή, κι ἂν πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀληθινὴ σάρκα, {859c:} καὶ προσφέρεις στὸ βωμὸ τὸ σῶμα γιὰ νὰ μετασχηματισθεῖ [transfigurandum], δὲν διακρίνεις, ὅμως, τὴ φύση τῆς θεότητας καὶ [τὴ φύση] τοῦ σώματος, καὶ σὲ σένα λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[15]Διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι {860a:} δικό μου, διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του, τοῦ Λόγου. Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐκείνου, δὲν τὸ εἶχα: καὶ ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, δὲν τὸ εἶχε. Προσέλαβε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μοιράσει αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του· δὲν προσέλαβε γιὰ νὰ συγχήσει, ἀλλὰ γιὰ ν΄ ἀναπληρώσει. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη, [καὶ] προσθέτεις τὴ σύγχυση, ἔπαψες νὰ εἶσαι Μανιχαῖος, ἀλλ΄ ὅμως δὲν ἄρχισες νὰ εἶσαι τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.
24. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη σώματος, [καὶ] προσάπτεις συμπάθεια [compassionem] στὴ θεότητα, ἀπέφυγες βέβαια ἕνα μέρος τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ ὄχι [ὁλόκληρη] τὴν ἀπιστία· γιατὶ πιστεύεις αὐτὸ ποὺ ὑποθέτεις ὅτι σὲ ὠφελεῖ: δὲν πιστεύεις αὐτὸ ποὺ εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό.
25.Πάλι, ἂν πιστεύεις πὼς εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ τῆς Καινῆς καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅμως προσθέτεις πρὶν ἀπὸ τὸν Λόγο του χρόνους καὶ στιγμές: εἶναι πιὸ ἀνεκτὸς ὁ Βαλεντῖνος, {860b:} ποὺ δὲν νομίζει πὼς οἱ αἰῶνες εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ πὼς εἶναι θεοί, ἐπειδὴ οἱ αἰῶνες ὑπάρχουν [sunt]· γιατὶ εἶναι λιγώτερο ἱερόσυλο νὰ συνδέονται οἱ αἰῶνες μὲ τὴν θεότητα, παρὰ νὰ προτιμοῦνται.
26. Ἂν ἔπειτα πιστεύεις, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλαβε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλ΄ ὅμως νομίζεις πὼς ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἀρχὴ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ἀπόσταση τοῦ χρόνου, ἐντείνεται ἡ ἀσέβεια. Γιατὶ ἀρνήθηκες πὼς εἶναι ὅμοιος [supparem] μὲ τὴν Παρθένο, [ἀλλὰ] ὄχι μὲ τὸν χρόνο. Ἐγὼ ὅμως οὔτε θ΄ ἀρνηθῶ πὼς ὅμοιος εἶναι μὲ τὴν Παρθένο κατὰ τὴν πρόσληψη τοῦ σώματος, καὶ θὰ ὁμολογήσω πὼς εἶναι δημιουργὸς τοῦ χρόνου. Γιατὶ σὲ τί ὠφελεῖσαι, ἂν λέγεις πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ κτίση; ῾Η κτίση μεταβάλλεται, [ὅμως] ἡ θεότητα δὲν λατρεύεται [στὴ μεταβολή].
27. Δὲν ἤθελε ὁ Χριστὸς ἔτσι νὰ τὸν γνωρίζουμε, οὔτε νὰ τὸν κρίνουμε ἀπὸ αὐτὲς μόνο τὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. {860c:} Τέλος, ὅταν ρώτησε: «Ποιός λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;»[16] ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν τὸν Ἠλία, ἄλλοι τὸν Ἱερεμία, εἴτε ἕνα τῶν προφητῶν· κανενὸς τὴ γνώμη δὲν ἐπαίνεσε: ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε: «Σὺ {861a:} εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ»[17] μόνο αὐτόν, ὄχι ἄδικα, ἐπαίνεσε.
28. Μιλάει λοιπὸν ὁ Ἰωάννης, μιλάει ὁ Πέτρος, ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε, καὶ σὺ δὲν συμφωνεῖς Ἀρειανέ; Δὲν θεωρεῖς πὼς πρέπει νὰ πιστεύουμε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Πέτρο, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀκόμη καὶ μόνους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς πίστεψε πὼς ὑπεραρκοῦν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν τὴ δόξα Του καὶ νὰ πιστέψουμε ὅλοι; Τέλος, σὰν γιὰ μαρτυρία [τῆς ἀξίας καὶ] τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς ἐπιλέγεται μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία, [καὶ] μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη χρησιμοποιεῖται συχνὰ ὁ Πέτρος.
29. Ὁ Πέτρος λέει, Σὺ εἶσαι· δὲν λέει: Σὺ ἄρχισες νὰ εἶσαι. Ὁ Πέτρος λέει: «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», δὲν λέει: Σὺ εἶσαι πλάσμα. Ἔτσι μίλησε καὶ ὁ Ἰωάννης. Ἂν μέχρι τώρα δὲν πίστεψες, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβες τὸ μυστήριο ἐκείνου ποὺ ἔγερνε ἐπάνω στὴ σοφία,[18] τὸ ἐπανέλαβε ὁ Πέτρος. {861b:} Ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε καὶ τοὺς δύο, τὸν ἕνα γιὰ τὴν κρίση του, τὸν ἄλλο γιὰ τὸ μυστήριο· διότι αὐτὸ τὸ προσέθεσε [ὁ Ἰωάννης], ἔτσι ὥστε νὰ διάβαζες πὼς ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ καταλάβαινες ὅτι τὸ κεφάλι του, στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ κυριώτερη ὅλων τῶν αἰσθήσεων, γέμιζε μὲ κάποια μυστικὴ σοφία. Ἀλλὰ ἂν δὲν νομίζεις πὼς ἐξηγεῖται τὸ μυστήριο αὐτό, οὔτε καὶ τὴν κρίση νὰ μὴν προσβάλλεις. ῾Υμνεῖται ὁ Πέτρος ἐπειδὴ πίστεψε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἔβλεπε· ἐπειδὴ χώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἀμάθειες καὶ τὶς γνῶμες τοῦ ἀνόητου πλήθους. Τέλος, ὅταν ρώτησε ὁ Κύριος, τί νόμιζαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς λεγόταν ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ, ὁ Πέτρος σιωποῦσε.
30. Σιωπᾶς λοιπὸν Σίμωνα, καὶ καθὼς ἄλλοι ἀποκρίνονται, πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶς, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν σὲ ρώτησαν μιλεῖς· {861c:} δὲν φοβᾶσαι μήπως θὰ ἐπιπλήττεσαι ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ δὲν ἀπαντᾶς σ΄ αὐτὸν ποὺ ρωτᾶ; Γι΄ αὐτό, λέει, δὲν ἀπαντῶ, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν τὴ δική μου, ἀλλὰ ξένη γνώμη· γιατὶ ἔχω διαβάσει: «γιὰ νὰ μὴ μιλάει τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων»,[19] ἔργο ὅμως τῶν ἀπίστων εἶναι νὰ κηρύττουν ἀπιστίες. Σιωπῶ, λοιπόν, πρὸς τὸ παρόν, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν ἀκόμη αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι: δὲν θὰ προφέρω μὲ τὰ χείλη αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχὴ δὲν ἐπιδοκίμασε. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ θὰ ἀπαντῶ. Θὰ ἐρωτηθῶ καὶ ὁ ἴδιος τί σκέπτομαι, τότε τέλος θὰ ἀπαντήσω αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου· γιατὶ δικό μου εἶναι νὰ λέω τὴν πίστη, νὰ βεβαιώνω τὴν εὐσέβεια, νὰ κηρύττω τὴ χάρι.
31. Ὥστε δὲν σιωπᾶ σὰν νὰ ἦταν πιὸ νωθρὸς στὴ σκέψη, πιὸ βραδὺς στὸ λόγο, οὔτε σὰν νὰ ἀηδίαζε ἐμποδίζει τὸ ὑπούργημα τοῦ λόγου: ἀλλ΄ ὡς προσεκτικὸς ἀποφεύγει τὸν κίνδυνο τῆς χυδαίας γνώμης, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπέφευγε τὸν κίνδυνο τῆς σωτηρίας. Ἐν τέλει, {861d:} ἀργότερα τὸ ἔχεις [ἀπὸ τὴ Γραφή] πὼς πήδησε ἀπὸ τὸ καράβι γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο,[20] ὄχι θέλοντας δόξα, ἀλλὰ ἀνυπόμονος γιὰ ὑπακοή.
32. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ προηγουμένως σιωποῦσε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μᾶς διδάξει πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τῶν ἀσεβῶν, αὐτός, λέω, ὅταν ἄκουσε: «σεῖς λοιπὸν ποιός λέτε πὼς εἶμαι;»[21]ἀμέσως, χωρὶς νὰ ἔχει ξεχάσει τὴ θέση του, ἄσκησε τὰ πρωτεῖα: τὰ πρωτεῖα τῆς ὁμολογίας ἀσφαλῶς, ὄχι τῆς τιμῆς· τὰ πρωτεῖα τῆς πίστεως, ὄχι τῆς τάξεως.[22] Δηλαδὴ {862a:} λέγει: Τώρα κανεὶς νὰ μὴ μὲ νικᾶ, τώρα εἶναι ἡ δική μου σειρά· πρέπει νὰ ἀναπληρώσω τὴ σιωπή μου, πρέπει νὰ ὠφελήσει ποὺ σιώπησα. ῾Η γλώσσα μου δὲν ἔχει ἀγκάθια: χωρὶς ἐμπόδιο πρέπει νὰ προβάλει ἡ πίστη. Ἐνῶ ἄλλοι ἀδειάζουν τὸν βόρβορο τῆς ἀσέβειας, ποὺ ἂν καὶ ξένη ὅμως προβλήθηκε, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἢ ὁ Ἠλίας ἢ ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, - γιατὶ αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ρῦπο, αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ἀγκάθια, - ἐνῶ ἄλλοι, λέω, πλένουν τὸν βόρβορο αὐτόν, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ἀφαιροῦνται τὰ ἀγκάθια αὐτά, ἂς ἀντηχεῖ ἡ δική μας φωνὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ δικός μου λόγος εἶναι καθαρός, στὸν ὁποῖο ἡ ἀσέβεια ποὺ ἐκφράσθηκε δὲν ἄφησε κανένα ἀγκάθι.
33. Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Πέτρος ποὺ ἀπάντησε ἀντὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ἢ μᾶλλον πρὶν ἀπὸ αὐτούς· καὶ γι΄ αὐτὸ λέγεται θεμέλιο, ἐπειδὴ ἤξερε νὰ ὑπηρετεῖ ὄχι μόνο τὸ δικό του ἀλλὰ καὶ τὸ κοινό. Μ΄ αὐτὸν{862b:} συναινεῖ ὁ Χριστός, τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Πατέρας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει γιὰ τὸ ἀληθινὸ γέννημα τοῦ Πατέρα, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Πατέρα, δὲν τὸ πῆρε ἀπὸ τὴ σάρκα.[23]
[1] Ἰω. 1.1.
[2] Πράξ. 28.27.
[3] Πρβλ. Ματ. 13.13.
[4] Ἰω. 1.1.
[5] Βλ. Λουκ. 5.10: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».
[6] Ἰω. 1.1.
[7] Γεν. 1.1.
[8] «Erat tamen quando non erant»· πρβλ. τὴν γνωστὴ φράση τῶν ἀρειανῶν γιὰ τὸν Χριστό: «ἦν ὅτε οὐκ ἦν».
[9] Ἰω. 1.1.
[10] Ἰω. 1.1.
[11] Ἰω. 1.1.
[12] Α΄ Ἰω. 1.1.
[13] Σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος, ἐκδοχὴ ἑνὸς χειρογράφου, τὸ κείμενο ἔχει: «quod audivit, audio: et quod vidit, video»· βλ. PL 16, 859c.
[14] Βλ. Λουκ. 3.22.
[15] Γεν. 4.3,4.
[16] Ματθ. 16.13.
[17] Ματθ. 16.16.
[18] Βλ. Ἰω. 13.23: «ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς».
[19] Ψαλ. 16.4.
[20] Ματθ. 14.29.
[21] Ματθ. 16.15.
[22] «statim loci non immemor sui, primatum egit: primatum confessionis utique, non honoris; primatum fidei, non ordinis».
[23] Βλ. Ματθ. 16.17.
Ε.34. Η ΠΙΣΤΗ λοιπὸν εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι δὲν εἰπώθηκε γιὰ τὴ σάρκα τοῦ Πέτρου ἀλλὰ γιὰ τὴν πίστη του, ὅτι οἱ πῦλες τοῦ θανάτου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν:[1] ἀλλὰ {862c:} ἡ ὁμολογία νίκησε τὸν ἅδη [infernum]. Καὶ αὐτὴ ἡ ὁμολογία δὲν παρέλειψε καμία αἵρεση· διότι καθὼς ἡ Ἐκκλησία ὡς καλὸ πλοῖο κτυπιέται συχνὰ ἀπὸ πολλὰ κύματα, τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ καταβάλλει ὅλες τὶς αἱρέσεις.
35. Πιὸ γρήγορα θὰ μὲ ἀφήσει ἡ ἡμέρα παρὰ τὰ ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν διάφορων παρατάξεων. Ὅμως ἐναντίον ὅλων εἶναι ἡ γενικὴ αὐτὴ πίστη, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ προαιώνιος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ γεννημένος ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Ὁ ἅγιος Δαβὶδ ὁ προφήτης τὸν περιγράφει σὰν γίγαντα, γιὰ τοῦτο, ἐπειδὴ εἶναι ἕνας [ἀλλὰ] μὲ δίμορφη καὶ δίδυμη φύση, μέτοχος τῆς θεότητας καὶ τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος, «ὡς νυμφίος προβαίνοντας ἀπὸ τὸν θάλαμό του, χάρηκε σὰν γίγαντας γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ θὰ ἔτρεχε».[2] Νυμφίος τῆς ψυχῆς κατὰ τὸν Λόγο - {862d:} γίγαντας τῆς γῆς, γιατὶ διατρέχοντας τὰ ὑπουργήματα τῆς δικῆς μας χρείας, ἐνῶ ἦταν πάντοτε θεὸς αἰώνιος, προσέλαβε τὰ μυστήρια τῆς ἐνσαρκώσεως, χωρὶς νὰ διαιρεθεῖ, ἀλλὰ ἕνας, γιατὶ εἶναι καὶ τὰ δύο ὁ ἕνας, καὶ εἶναι ἕνας καὶ στὰ δύο, δηλαδὴ καὶ στὴ θεότητα καὶ στὸ σῶμα· γιατὶ δὲν εἶναι ἄλλος [ποὺ προέρχεται] ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἄλλος ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ προέρχεται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν παρθένο.
36.῾Η [μία] γέννηση δὲν καθορίζει τὴν [ἄλλη] γέννηση,[3] οὔτε ἡ σάρκα τὴ θεότητα. Γιατὶ δὲν [καθορίζει] τὸ ἐνέχυρο τὸν Πατέρα, οὔτε ἡ θέληση τὸ πάθος, οὔτε τὸ πάθος τὴ θέληση. Γιατὶ ὁ ἴδιος ἔπασχε, {863a:} καὶ δὲν ἔπασχε· ἔθνησκε, καὶ δὲν ἔθνησκε· ἐνταφιαζόταν, καὶ δὲν ἐνταφιαζόταν· ἀνίστατο, καὶ δὲν ἀνίστατο· γιατὶ τὸ σῶμα του ἐγειρόταν, διότι αὐτὸ ποὺ ἔχει πέσει, αὐτὸ ἀνίσταται, αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει πέσει, δὲν ἀνίσταται. Ἀνίστατο λοιπὸν κατὰ τὴ σάρκα, ἡ ὁποία νεκρώθηκε καὶ ἀνέστη· δὲν ἀνίστατο κατὰ τὸν Λόγο, ὁ ὁποῖος δὲν διαλύθηκε στὴ γῆ, ἀλλὰ ἔμενε πάντοτε στὸν Θεό.
37. Ὥστε καὶ ἔθνησκε κατὰ τὴν πρόσληψη τῆς φύσης μας, καὶ δὲν ἔθνησκε κατὰ τὴν ὑπόσταση [substantiam] τῆς αἰώνιας ζωῆς· καὶ ἔπασχε κατὰ τὴν πρόσληψη τοῦ σώματος, ὥστε νὰ γινόταν πιστευτὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ προσληφθέντος σώματος, καὶ δὲν ἔπασχε κατὰ τὴν ἀπαθῆ θεότητα τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁλόκληρος ἀμέτοχος τοῦ πόνου. Τελικὰ ὁ ἴδιος ἔλεγε: «ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσεχέ με, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;»[4] [863b:} διότι ἐγκαταλείφθηκε κατὰ τὴ σάρκα, αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴ θεότητα δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἐρημώνεται οὔτε νὰ ἐγκαταλείπεται.
38. Ὁ ἴδιος ἀκόμη λέγει: «μακριὰ ἀπὸ τὴ σωτηρία μου οἱ λόγοι τῶν ἁμαρτιῶν μου»,[5] δηλαδὴ νὰ μὴ παρασύρεται αὐτὸς ποὺ ἄκουσε: «γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;», ἀλλὰ νὰ καταλαβαίνει, ὅτι αὐτὰ λέγονται κατὰ τὴ σάρκα, ἡ ὁποία ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς θεότητας. Διότι εἶναι ξένοι γιὰ τὸν Θεὸ οἱ λόγοι τῶν ἁμαρτιῶν, γιατὶ εἶναι, ἀκόμη, ξένες καὶ οἱ ἁμαρτίες τῶν λόγων: ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀνέλαβα τὰ ξένα ἁμαρτήματα, ἀνέλαβα καὶ τοὺς λόγους τῶν ξένων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ λέγω πὼς εἶμαι ἐγκαταλειμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεό, ἐγὼ ποὺ εἶμαι πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Θεό.
39. Ἦταν λοιπὸν ἀθάνατος στὸν θάνατο, ἀπαθὴς στὸ πάθος. Καὶ βέβαια ὡς Θεὸ δὲν τὸν κατέλαβε ὁ κόπος τοῦ θανάτου, καὶ τὸν ἴδιο ὡς ἄνθρωπο τὸν εἶδαν τὰ χθόνια. Στὸ τέλος «ἄφησε τὸ πνεῦμα»,[6]{863c:} καὶ ὅμως ὡς κύριος τῆς ἀπεκδύσεως καὶ τῆς προσλήψεως τοῦ σώματος, - ἄφησε τὸ πνεῦμα, δὲν τὸ ἔχασε.[7] Κρέμονταν στὸν σταυρὸ καὶ τὰ πάντα συνταράσσονταν. Ἔτρεμε ἐπάνω στὸ ξύλο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος τὸν τρέμει. Βρισκόταν μέσα σὲ βασανισμούς, δεχόταν πληγές, καὶ δώριζε τὴν οὐράνια βασιλεία. Ἔγινε ἡ ἁμαρτία ὅλων καὶ καθάριζε τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Στὸ τέλος πέθανε - καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ τὸ λέω μὲ ἀγαλλίαση καὶ χαρά, - πέθανε· ἔτσι ὥστε ἐκείνου ὁ θάνατος νὰ γίνει ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν.
40. Ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα του ἀκόμη δὲν ἐστερεῖτο θαύματος. Διότι ἀφοῦ ἐχρίσθη ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἐτάφη στὸ μνῆμα του,[8] μὲ κάποιο νέο ἔργο, ὁ ἴδιος ποὺ νεκρώθηκε ἄνοιγε τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν· καὶ τὸ σῶμα του κείτονταν πράγματι στὸν τάφο, ὁ ἴδιος ὅμως ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς, {863d:} κατάλυσε τὸν νόμο τοῦ θανάτου καὶ δώριζε ἀνακούφιση σ΄ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ στὸν ἅδη. Ἡ σάρκα Του, λοιπόν, βρισκόταν στὸ μνημεῖο, ἀλλὰ ἡ δύναμή Του ἐνεργοῦσε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Φανερωνόταν σὲ ὅλους διὰ τῆς ἀλήθειας τοῦ σώματος, ὅτι δὲν ἦταν σάρκα ὁ Λόγος, ἀλλὰ ἡ σάρκα ἦταν τοῦ Λόγου. ῾Η σάρκα πράγματι δοκίμασε τὸν θάνατο, ἀλλὰ [ὄχι] ἡ ἀπαθὴς δύναμη τοῦ Θεοῦ - ἂν καὶ ἀπέβαλε τὸ σῶμα, ὅμως δὲν ἔπαθε τίποτα ὁ Θεὸς ἀνάλογο μὲ [αὐτὸ ποὺ ἔπαθε] τὸ σῶμα.{864a:}
41. Γιατί ἀποδίδεις στὴ θεότητα τοὺς κόπους τοῦ σώματος, καὶ συγχέεις τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου πόνου μὲ τὴ θεία φύση; «Τώρα ἡ ψυχή μου», λέει, «ἀναστατώθηκε».[9] ῾Η ψυχὴ ἀναστατώθηκε, ὄχι ἡ σοφία· γιατὶ ἡ σοφία ἔμενε ἀπαθής, μολονότι περιεβάλλετο ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς σάρκας. Γιατὶ μέσα σ΄ ἐκείνη τὴ μορφὴ δούλου ὑπῆρχε ἡ πληρότητα ἀληθινοῦ φωτός· καὶ ἀφοῦ κένωσε τὸν ἑαυτό Του, τὸ φῶς ὑπῆρχε. Ἔπειτα ἔλεγε: «περιπατεῖτε ὅσο ἔχετε τὸ φῶς».[10] Κι΄ ἐνῶ ἦταν στὸν θάνατο, δὲν ἦταν στὸ σκοτάδι. Κι ἔπειτα ἐξέχεε τὸ φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ σ΄ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τεθεῖ στὸν ἅδη. Ἀκτινοβολοῦσε ἀκόμη κι ἐκεῖ τὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς σοφίας, φώτιζε τὸν ἅδη, ἀλλὰ δὲν ἐγκλωβιζόταν ἀπὸ τὸν ἅδη. Γιατὶ ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς σοφίας; Λέει πάλι ὁ δίκαιος: « Ὅμως ἡ σοφία ἀπὸ ποῦ ἔχει βρεθεῖ; Καὶ ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς γνώσης; Ἀγνοεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὁδό της, οὔτε ἔχει βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους».[11]{864b:}
42. Ὥστε ἡ Σοφία δὲν εἶναι οὔτε στὸν χρόνο οὔτε στὸν χῶρο, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ χρόνος ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη τῆς σοφίας.[12] Ἀλλὰ πῶς [θὰ ἦταν] στὸν χρόνο, αὐτὴ ποὺ ἦταν στὴν ἀρχή; Πῶς στὸν χῶρο αὐτὴ ποὺ ἦταν στὸν Θεό; Ὁ μονογενὴς Υἱὸς ἐὰν ζητεῖται, εὑρίσκεται κατὰ τὸ εὐαγγελικὸ πνεῦμα στὸν κόλπο τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν, τὸν κόλπο τοῦ Πατέρα τὸν θεωρεῖτε τόπο; Καὶ ψάχνετε μὲ ποιό τρόπο γεννήθηκε [ἡ Σοφία] ἐνῶ ὁ προφητικὸς ἄνδρας λέγει: «Ἀγνοεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὁδό της»; Καὶ ὑπολογίζετε τὴν ἀρχή της σύμφωνα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ Ἰὼβ λέγει, πὼς δὲν ἔχει βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀποδίδετε στὴ Σοφία θάνατο, γιὰ τὴν ὁποία «ἡ ἄβυσσος λέει: δὲν εἶναι σὲ μένα· καὶ ἡ θάλασσα λέει: δὲν εἶναι μαζί μου»;[13] Δὲν λέει ὁ οὐρανός, δὲν εἶναι σὲ ΄μένα, ἀλλὰ «ἡ ἄβυσσος λέει: δὲν εἶναι σὲ μένα». Γιατὶ δὲν εἶπε στὴν ἄβυσσο, ἀλλὰ στὸν Πατέρα «Στὰ χέρια σου {864c:}παραδίδω τὸ πνεῦμα μου».[14]῾Η ἴδια ἡ ψυχή, ἂν καὶ ἦταν στὴν ἄβυσσο, δὲν εἶναι πιά, γιατὶ εἶναι γραμμένο: «Γιατὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχή μου στὸν ἅδη, οὔτε θὰ δώσεις τὸν ἅγιό σου νὰ βλέπει διαφθορά».[15]
43. ῾Η θάλασσα λοιπὸν λέει: «δὲν εἶναι μαζί μου», δηλαδή, ἡ ζωή μας λέει, ἀνήσυχη ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ αἰῶνος. Γιατὶ δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἡ σάρκα του, γιατὶ δὲν γνωρίσαμε πιὰ τὸν Χριστὸ στὴ σάρκα.[16]῾Η γῆ λέει: «δὲν εἶναι μαζί μου», ἐπειδὴ ἀναστήθηκε. Ὕστερα ὁ ἄγγελος λέει «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μὲ τοὺς νεκρούς;»[17] Καὶ καλῶς εἶπε ἡ θάλασσα, «δὲν εἶναι μαζί μου»· γιατὶ ἦταν ἐπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἔπειτα περπατοῦσε στὴ θάλασσα καὶ μὲ σωματικὰ βήματα, ὁπότε ὑπέταξε τὴν θάλασσα καὶ ὅρισε στὸν Πέτρο νὰ περπατάει ἐπάνω στὴ θάλασσα·[18]{864d:} ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ κλονίστηκε, ὅμως δὲν κλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ διατάσσοντος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ ὑπακούοντος.
44. Συνεπῶς, μὴ συγχέεις τὸ μαῦρο τῆς φύσης μας μὲ τὴ λάμψη τῆς δόξας, μὴ σκεπάζεις τὸ φῶς μὲ τὸ σύννεφο τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Πάλι, ὅταν κηρύττεις τὸ πάθος, ἂν καθόλου δὲν ἀναγνωρίζεις αὐτὸ ποὺ εἶναι παθητό, ἀνέτρεψες τὴν ὁσιότητα τοῦ Κυρίου, ἀρνήθηκες τὴ σωτηρία σου. Ὥστε {865a:} πρέπει νὰ θεωροῦμε παράφρονες αὐτοὺς ποὺ ἀκούγοντας τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ νὰ λέει: «γιατί μὲ κτυπᾶς;»[19] νόμισαν πὼς ἦταν ὑποχείριος τῶν πληγῶν κατὰ τὴ φύση τῆς θεότητας. Διότι εἶπε: «ἔχω δώσει τὰ νῶτα μου στὰ μαστίγια καὶ τὶς σιαγόνες μου στὶς παλάμες, ὅμως τὸ πρόσωπό μου δὲν τὸ ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴ σύγχυση τῶν ἐμπτυσμῶν».[20] Νῶτα εἶπε καὶ σιαγόνες καὶ πρόσωπο, δηλαδὴ μέρη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἔπασχε ἡ σάρκα τοῦ Λόγου καὶ ἐνῶ ἔμενε [ὁ Λόγος] μέσα στὴν σάρκα, ἔπασχε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴ σάρκα, ὅπως ἔχει γραφεῖ: «ὁ Χριστὸς ἔπαθε στὴ σάρκα»· [21] στὸν ἑαυτό του, βέβαια, ἀναφερόταν, σύμφωνα μὲ τὴν πρόσληψη σώματος, ἔτσι ὥστε νὰ προσλάμβανε σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο ὅσα εἶναι δικά μας, καὶ νὰ ἐπένδυε τὰ ἀνθρώπινα μὲ τὰ δικά Του. {865b:}
45. Σωστά, λοιπόν, ἔπαθε κατὰ τὴ φύση της ἡ σάρκα, καὶ ἡ φύση τοῦ Λόγου δὲν ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ πάθος αὐτὸ τοῦ σώματος· γιατὶ εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἀνάστασή μας, καὶ γι΄ αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ.
ΣΤ.
{865c:} 46. ΩΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ δὲν ἔπαθε σὰν φάντασμα, ὅπως λέγουν κάποιοι, γιατὶ οὔτε πάνω στὴ θάλασσα περπάτησε ὡς φάντασμα, κάτι ποὺ φαίνεται νὰ σκέφθηκαν οἱ μαθητὲς στὸ Εὐαγγέλιο.[22] Ἀλλὰ δικαιολογοῦνται, γιατὶ «δὲν εἶχε δοθεῖ ἀκόμη τὸ Πνεῦμα, γιατὶ ἀκόμη δὲν εἶχε τιμηθεῖ ὁ Ἰησοῦς».[23] Σ΄ ἐμᾶς ἔχει πιὰ δοθεῖ τὸ Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ἀλήθειας. Καὶ οἱ μαθητές, βέβαια, κάποτε ἔσφαλλαν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μπορέσουμε νὰ σφάλουμε ἐμεῖς ἀργότερα. Ἄρα τὸ λάθος ἐκείνων μᾶς ὠφελεῖ. Ὡς ἄνθρωποι ἔσφαλαν, ὡς μαθητὲς πίστεψαν.
47. Καὶ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ κηρύττουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ὡς φάντασμα {865d:} πρέπει νὰ ἀναθεματίζουμε, κι ἐκείνους ποὺ κάνουν τὸ ἴδιο λάθος ἀντιστρόφως[24] καὶ λέγουν πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ εἶναι ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ γενήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστὴς λέει, πὼς «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα«,[25] ἔτσι ὥστε νὰ σὲ κάνει νὰ πιστεύεις σὲ ἕνα Κύριο Ἰησοῦ καὶ ὄχι σὲ δύο. {866a:}
48. Ἀρκετοί, ἐπίσης, ἔχουν πιστέψει, ὅτι εἶναι ἄλλος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστὴς μαρτυρεῖ, πὼς ὁ ἴδιος ποὺ ἐν ἀρχῇ ἦταν ὁ Λόγος πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα ἦλθε στὰ ἴδια τὰ δικά του.[26] ῾Υπάρχουν πάλι ἐκεῖνοι ποὺ νόμισαν, ὅτι ὅπως ὁ Λόγος ἔγινε ἕνας ἐκ τῶν προφητῶν, ἔτσι ἔγινε καὶ ὁ Χριστός, ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ κανένα προφήτη δὲν ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα». Κανεὶς προφήτης δὲν ἀπομάκρυνε τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Γιὰ κανέναν ἄλλο δὲν ἔχει εἰπωθεῖ: «αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς μὲ τὸν ὁποῖο χάρηκα».[27] Γιὰ κανένα προφήτη δὲν διαβάζουμε, πὼς εἶναι Κύριος τῆς μεγαλειότητος - τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Ἀπόστολος γιὰ τὸν Χριστό, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι σταύρωσαν τὸν Κύριο τῆς μεγαλειότητος.[28]
49. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτοὺς πολεμᾶμε, ἀναδύονται ἄλλοι, ποὺ {866b:} λέγουν, πὼς ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ θεότητα εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια φύση.[29] Ποιός ἅδης ἐξέμεσε τέτοια ἱεροσυλία; Εἶναι τώρα πιὸ ἀνεκτοὶ οἱ Ἀρειανοί - τῶν ὁποίων ἡ δύναμη αὐξάνει μὲ τὴν ἀπιστία αὐτή, ἔτσι ὥστε μὲ μεγαλύτερη ἔνταση νὰ ἰσχυρίζονται, πὼς ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια ὑπόσταση [οὐσία]·[30] γιατὶ αὐτοὶ τόλμησαν νὰ λέγουν, πὼς ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ σάρκα εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια ὑπόσταση. Ἔπειτα, καθὼς αὐτοὶ λέγουν πὼς ὁ Λόγος μετατράπηκε σὲ σάρκα, τρίχες, αἷμα καὶ ὀστά, καὶ ὅτι μεταβλήθηκε ἀπὸ τὴν οἰκεία φύση Του, δίνεται σ΄ ἐκείνους τόπος νὰ διαστρέφουν τὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας σὲ ἀσθένεια τῆς θεότητας μὲ κάποια ἀλλοίωση ποὺ [δῆθεν] ἔγινε στὴ θεία φύση.
50. ῾Υπάρχουν ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φθάσει σὲ τόσο μεγάλη ἀσέβεια, ὥστε νὰ νομίζουν πὼς ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου περιετμήθη, καὶ ἀπὸ τέλεια ἔγινε ἀτελής· καὶ [ὅτι] στὸ ξύλο δὲν κρέμονταν ἡ σάρκα, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα θεία ὑπόσταση συμπεπυγμένη ἐν εἴδει σαρκός. Ποιός ὅμως δὲν φρίττει; Ποιός ἀκούει πὼς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτό του παθητὴ σάρκα, ὄχι ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θεία ὑπόσταση; Μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ αὐτὸ σφάλλουν τόσο πολύ, ὥστε νὰ διατείνονται, πὼς τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου δὲν ἔχει προσληφθεῖ ἐν χρόνῳ, ἀλλὰ ἦταν πάντοτε συναΐδιο μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.
51. Γιὰ ὅλ᾽ αὐτὰ ὑπεύθυνοι εἶναι ὅσοι ἔχουν πεῖ, ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου ἔχουν τὴν ἴδια φύση. Γιατὶ τὸ ἔχω διαβάσει αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ πίστευα ἂν δὲν τὸ εἶχα διαβάσει ὁ ἴδιος· ἔχω διαβάσει, λέω, ἔτσι διατυπωμένο [positum] στὰ βιβλία κάποιου,[31] πὼς καὶ τὸ ὄργανο καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο τὸ ὄργανο κινεῖται, στὸν Χριστὸ εἶχαν τὴν ἴδια φύση. Τὸ κατέθεσα λοιπὸν αὐτό, ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὰ γραπτὰ νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα· καὶ νὰ προσέχουν, ὅτι ἡ δύναμη τῆς ἀλήθειας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνάγεται ἀπὸ ἐπιχειρήματα καὶ λόγια, ὁσοδήποτε ἐξαιρετικὰ καὶ κομψὰ κι ἂν εἶναι.
{866d:} 52. Καὶ αὐτὸς μοῦ ὑπενθυμίζει συχνά, πὼς τηρεῖ τὴν ἀπόφαση [tractatum] τῆς συνόδου τῆς Νικαίας. Ἀλλὰ σ΄ ἐκείνη τὴ σύνοδο οἱ πατέρες μας δὲν ἔχουν πεῖ, πὼς ἡ σάρκα ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. {867a:} Καὶ πράγματι ὁμολόγησαν, ὅτι ὁ Λόγος προῆλθε ἀπὸ τὴν πατρικὴ ὑπόσταση, ἐνῶ ἡ σάρκα εἶναι ἀπὸ τὴν Παρθένο. Πῶς λοιπὸν γίνεται ἐπίκληση στὸ ὄνομα τῆς συνόδου τῆς Νικαίας καὶ νέα [δόγματα] εἰσάγονται, τὰ ὁποῖα οἱ πρόγονοί μας ποτὲ δὲν σκέφθηκαν· ἀφοῦ βέβαια οἱ Γραφὲς λέγουν, πὼς ὁ Χριστὸς ἔπαθε κατὰ τὴ σάρκα,[32] ὄχι κατὰ τὴ θεότητα· οἱ Γραφὲς λέγουν, πὼς ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει ἐν κοιλίᾳ καὶ θὰ γεννήσει Υἱό;[33] Γιατὶ συνέλαβε τὴ δύναμη καὶ γέννησε τὸν Υἱό, τὸν ὁποῖο προσέλαβε ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν ἑαυτό της.
53. Ἔπειτα αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ κατάλληλες λέξεις καὶ ὁ Γαβριὴλ λέγοντας: «καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ σένα θὰ κληθεῖ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ«.[34] Ἀπὸ σένα, λέει, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσεις νὰ καταλάβεις, πὼς σὰν ἄνθρωπο ἡ ἴδια τὸν γέννησε· γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της γέννησε ἡ Μαρία, ἔτσι ὥστε σ' αὐτὸ ποὺ ἐγεννᾶτο ἀπὸ τὴν ἴδια, νὰ σωζόταν {867b:} τὸ προνόμιο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἦταν ἀληθινὴ φύση σώματος. Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του, πὼς ἦταν προορισμένος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ: «τὸ ὁποῖο, λέει, προηγουμένως εἶχε ὑποσχεθεῖ διὰ τῶν προφητῶν γιὰ τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἔγινε γι΄ αὐτὸν ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβὶδ κατὰ σάρκα».[35] Καὶ πρὸς τοὺς Γαλάτες: « Ὅταν λοιπὸν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱό του ποὺ ἔγινε ἀπὸ γυναίκα».[36] Καὶ στὸν Τιμόθεο εἶπε: «Νὰ θυμᾶσαι πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν [καὶ κατάγεται] ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβίδ».[37]
54. Ἀπὸ μᾶς λοιπὸν πῆρε αὐτὸ ποὺ γιὰ μᾶς ἔπρεπε νὰ προσφέρει, ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς λύτρωνε ἀπὸ τὸ δικό μας, καὶ μὲ τὴ δική του θεϊκὴ μεγαλοδωρία νὰ συνεισέφερε ἀπὸ τὸ δικό του αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν δικό μας. Κατὰ τὴ φύση μας λοιπὸν πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, ἔτσι ὥστε νὰ ἐνεργοῦσε πέρα ἀπὸ τὴ φύση μας. {867c:} Ἀπὸ τὸ δικό μας εἶναι ἡ θυσία, ἀπὸ τὸ δικό του τὸ βραβεῖο· καὶ πολλὰ θὰ βρεῖς σ΄ αὐτὸν καὶ κατὰ τὴ φύση καὶ πέρα ἀπὸ τὴ φύση. Διότι σύμφωνα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ σώματος ὑπῆρξε στὴν κοιλία, γεννήθηκε, γαλουχήθηκε, τοποθετήθηκε στὴ φάτνη, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση συνέλαβε ἡ Παρθένος, γέννησε ἡ Παρθένος, γιὰ νὰ πίστευες πὼς ἦταν Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἀνακαίνιζε τὴ φύση, καὶ ἦταν ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ φύση γεννιόταν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
55. Γιατὶ ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ Λόγου δὲν ἀλλοιώθηκε, ὅπως ἑρμήνευσαν κάποιοι - ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ἄτρεπτη, καθὼς εἶπε ὁ ἴδιος: «βλέπετε, βλέπετέ με, ὅτι ἐγὼ εἶμαι καὶ δὲν ἔχω ἀλλάξει».[38] Ἀλλὰ ὁ Παῦλος εἶπε ἀκόμη: «ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα, εἶναι ὁ ἴδιος στὸν αἰῶνα»,[39] δηλαδή, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀλλοιώθηκε κατὰ τὴ φύση τῆς σάρκας, {867d:} ἀλλὰ παρέμεινε ἀναλλοίωτος ἀκόμη καὶ [εὑρισκόμενος μέσα] στὴν ἴδια τὴν τρεπτὴ ποιότητα τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης. {868a:}
56. Διδαχθήκατε, λοιπόν, ὅτι προσέφερε τὴ θυσία ἀπὸ τὸ δικό μας. Γιατὶ ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἐνσαρκώσεως, ἂν ὄχι νὰ λυτρωνόταν διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ σάρκα ποὺ εἶχε ἁμαρτήσει; Αὐτό, λοιπόν, ποὺ εἶχε ἁμαρτήσει, αὐτὸ λυτρώθηκε. Ἄρα δὲν θυσιάστηκε ἡ θεότητα τοῦ Λόγου, γιατὶ δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ἡ θεότητα τοῦ Λόγου· καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν μετατράπηκε ἡ φύση τοῦ Λόγου σὲ φύση τῆς σάρκας, γιατὶ ἡ ἀναμάρτητη θεότητα δὲν ὄφειλε νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτό της γιὰ ἁμάρτημα ποὺ δὲν εἶχε κάνει. Γιατὶ ὁ Χριστὸς προσέφερε μὲ τὸν ἑαυτό του αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐνδύθηκε, καὶ ἐνδύθηκε αὐτὸ τὸ ὁποῖο προηγουμένως δὲν εἶχε. Δὲν ἐνέδυσε λοιπὸν τὴν θεότητά του μὲ θεότητα, αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἦταν τὸ πλήρωμα τῆς αἰώνιας θεότητος, ἀλλὰ προσέλαβε σάρκα, ἔτσι ὥστε νὰ ἀφαιροῦσε τὴ λεία τῆς σάρκας, ἔτσι ὥστε σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο νὰ σταύρωνε τὰ λάφυρα τοῦ διαβόλου καὶ νὰ ὕψωνε τὰ τρόπαια τῆς ἀρετῆς. {868b:}
57. Ἂν λοιπὸν ἡ σάρκα ὅλων καὶ στὸν Χριστὸ ὑπέκειτο σὲ πληγή, πῶς λέτε πὼς ἐκείνη καὶ ἡ θεότητα ἔχουν τὴν ἴδια φύση; Γιατὶ ἂν ὁ Λόγος ἔχει τὴν ἴδια ὑπόσταση μὲ τὴ σάρκα, ἡ ὁποία ἔχει τὴ φύση [της] ἀπὸ τὴ γῆ, γιατί ἰσχυρίζονται πὼς ἔχουν τὴν ἴδια ὑπόσταση ὁ Λόγος καὶ ἡ ψυχή, τὴν ὁποία προσέλαβε τέλεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση [του]; Ἔχουν, λοιπόν, τὴν ἴδια ὑπόσταση ὁ Λόγος καὶ ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ διδασκαλία καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος εἶπε: «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα».[40] Ἄρα ὁ Πατέρας κηρύσσεται, πὼς ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τὸ γήινο σῶμα. Καὶ ἀκόμη κατηγορεῖτε τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ λέγουν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι λέτε πὼς ὁ Πατέρας ἔχει τὴν ἴδια ὑπόσταση μὲ τὰ κτίσματα;
58.Ὅμως τί ἄλλο κάνετε μὲ τὸ νὰ λέτε αὐτά, ἂν ὄχι {868c:} ἢ νὰ συγκρίνετε τὴ θεία ὑπόσταση μὲ τὸν βοῦρκο τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴ δική μας γῆ, ἢ ὁπωσδήποτε νὰ μεταφέρετε τὴ θεότητα στὴν πληγὴ τῆς γήινης διαφθορᾶς; Γιατὶ λέγοντας πὼς ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα καὶ ὀστά, λέτε ἀσφαλῶς, ὅτι μετατράπηκε σὲ γῆ, διότι ἡ σάρκα καὶ τὰ ὀστὰ ἀνήκουν στὰ γήινα.
59. Εἶναι ἔτσι γραμμένο, λένε, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα«.[41] Εἶναι γραμμένο, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ἀλλὰ σκέψου τί ἀκολουθεῖ· διότι ἀκολουθεῖ: «καὶ κατοίκησε μέσα μας»[42] - δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ Λόγος, ὁ ὁποῖος προσέλαβε σάρκα, αὐτὸς κατοίκησε μέσα μας, δηλαδὴ κατοίκησε στὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ ἀπ΄ αὐτὸ ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ ὁ Θεὸς μ΄ ἐμᾶς.[43] Αὐτό, λοιπόν, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» ἔχει τὴ θέση τοῦ 'ἔγινε ἄνθρωπος'. Ὅπως {868d:} ἐπίσης εἶπε στὸν Ἰωήλ: «θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω σὲ κάθε σάρκα»·[44] διότι {869a:} τὴ μελλοντικὴ ἔκχυσι τῆς πνευματικῆς χάριτος δὲν τὴν ὑπόσχεται στὴν ἄλογη σάρκα, ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους.
60. Ἂν λοιπὸν μένετε στὸ γράμμα, ἔτσι ὥστε ἀπ΄ αὐτὸ ποὺ ἐγράφη, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα», νὰ νομίζετε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μετατράπηκε σὲ σάρκα, ἄρα μήπως ἀρνεῖσθε ὅτι ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν Κύριο πὼς δὲν ἔκανε ἁμαρτία, ἀλλὰ ἔγινε ἁμαρτία;[45] Μετατράπηκε λοιπὸν ὁ Κύριος σὲ ἁμαρτία. Ὄχι ἔτσι· ἀλλὰ ἐπειδὴ προσέλαβε τὶς ἁμαρτίες μας καλεῖται ἁμαρτία. Γιατὶ καὶ κατάρα λέγεται ὁ Κύριος,[46] ὄχι ἐπειδὴ ὁ Κύριος μετετράπη σὲ κατάρα, ἀλλὰ ἐπειδὴ προσέλαβε ὁ ἴδιος τὴ δική μας κατάρα: «γιατὶ εἶναι καταραμένος», λέγει, «ἐκεῖνος ποὺ κρέμεται στὸ ξύλο».[47] Ἀπορεῖτε λοιπὸν ποὺ ἔχει γραφεῖ: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα», {869b:} ἀφοῦ ἡ σάρκα προσελήφθη ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅταν γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲν εἶχε, ἐγράφη ὅτι ἔγινε ἁμαρτία· αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν ἔγινε ἁμαρτία στὴ φύση καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ στὴν ὁμοιότητα τῆς ἁμαρτίας τῆς σάρκας, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταύρωνε τὴ δική μας ἁμαρτία στὴ σάρκα του, προσέλαβε γιὰ χάρι μας τὸ βάρος τῶν ἀσθενειῶν τοῦ ἤδη ἔνοχου γιὰ τὴ σαρκικὴ ἁμαρτία σώματος.
61. Ἂς πάψουν λοιπὸν νὰ λένε, πὼς ἡ φύση τοῦ Λόγου μεταβλήθηκε σὲ φύση σώματος, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἑρμηνεία ἡ φύση τοῦ Λόγου νὰ ἔχει μεταβληθεῖ σὲ μίασμα ἁμαρτίας. Γιατὶ εἶναι ἄλλο τὸ ὅτι προσέλαβε καὶ ἄλλο αὐτὸ ποὺ προσέλαβε. Δύναμις ἦλθε στὴν Παρθένο, καθὼς καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε πρὸς αὐτήν, ὅτι «δύναμις ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει».[48] Ἀλλὰ τὸ σῶμα γεννήθηκε ἀπὸ {869c:} τὴν Παρθένο, καὶ γι΄ αὐτὸ εἶναι μὲν οὐράνια ἡ κάθοδος, ἀλλὰ ἀνθρώπινη ἡ σύλληψη. Δὲν θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ εἶναι ἴδια ἡ φύση τοῦ σώματος καὶ [ἡ φύση] τῆς θεότητας.
[1] Βλ. Ματθ. 16.18.
[2] Ψαλ. 18.16.
[3] «Generatio generationi non praejudicat».
[4] Ψαλ. 21.1.
[5] Ψαλ. 21.1.
[6] Ματθ. 27.50.
[7] «emisit spiritum, non amisit».
[8] Βλ. Λουκ. 23.53.
[9] Ἰω. 12.27.
[10] Ἰω. 12.35.
[11] Ἰὼβ 28.12,13.
[12] «Ergo nec in tempore, nec in loco Sapientia est, unde et tempus esse significat». Δηλαδή, ἐὰν ὁ Λόγος προσδιορίζετο χρονικῶς δὲν θὰ ἦταν Θεός, ἀλλὰ Θεὸς θὰ ἦταν ὁ χρόνος. Πρβλ. Περὶἐνσαρκώσεως 25: «minoris enim sacrilegii est copulari divinitati saecula, quam praeferri».
[13] Ἰὼβ 28.14.
[14] Λουκ. 23.46.
[15] Ψαλ. 15.10.
[16] Βλ. Β΄ Κορ. 5.16.
[17] Λουκ. 24.5.
[18] Βλ. Ματθ. 14.26-29.
[19] Ἰω. 18.23.
[20]Ἠσ. 50.6.
[21] Α΄ Πέτρ. 4.1.
[22] Ματθ. 14.26.
[23] Ἰω. 7.39.
[24] «adversa erroris linea».
[25] Ἰω. 1.1.
[26] Ἰω. 1.11.
[27] Ματθ. 3.17.
[28] Α΄ Κορ. 2.8.
[29] «unius esse naturae».
[30] «unius non esse substantiae».
[31] Τοῦ Ἀπολλινάριου Λαοδικείας.
[32] Α΄ Πέτρ. 4.1.
[33]Ἠσ. 7.14.
[34] Λουκ. 1.35.
[35] Ρωμ. 1.2,3.
[36] Γαλ. 4.4.
[37] Β΄ Τιμ. 2.8.
[38] Μαλ. 3.6.
[39] Ἑβρ. 13.8.
[40] Ἰω. 10.30.
[41] Ἰω. 1.14.
[42] Ἔνθ. ἀν.
[43] Ματθ. 1.23.
[44] Ἰωὴλ 2.28.
[45] Β΄ Κορ. 5.21.
[46] Γαλ. 3.13.
[47] Δευτ. 21.23.
[48] Λουκ. 1.35.
Ζ.62. ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ νὰ συνεχίσω διεξοδικώτερα, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως αὐτὰ {869d:} καὶ μόνο φανοῦν σὲ κάποιους ὑπερβολικὰ ἢ ἐκτενῆ. Γιατὶ ἴσως τύχει νὰ πεῖ κάποιος: δὲν εἶχες ὑποσχεθεῖ πὼς θὰ τελειώσεις [τὴν ἀναφορὰ] στὴ θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ μὲ τὰ πέντε ἐκεῖνα βιβλία ποὺ ἔγραψες; Ἀλλὰ τί νὰ κάνω ποὺ κάθε μέρα γεννοῦν νέες ἐρωτήσεις. Δὲν ἀναιρεῖται ἡ ὑπόσχεση, ἀλλὰ [μὲ] πιέζει [νὰ μιλῶ] ἡ ἀντίρρηση. Γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει τέλος ἡ ἀπάντηση, ἂν δὲν ὑπάρχει κανένα μέτρο στὴν ἀντίρρηση;
63. Καὶ βέβαια εἶχα ὑποσχεθεῖ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ἀπάντηση περὶ θεότητος Πατρὸς καὶ Υἱοῦ στὰ προηγούμενα [βιβλία μου] , ἀλλὰ αὐτὸ τὸ βιβλίο, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου, ἀποτελεῖ, ὡς ὤφειλε, πληρέστερη διαπραγμάτευση. {870a:}Διότι, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Κύριος: «εἶναι περίλυπη ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»,[1] καὶ πιὸ κάτω: «Πάτερ μου, ἂν εἶναι δυνατὸν πᾶρε ἀπὸ ΄μένα τὸ ποτήριο αὐτό· ἀλλ΄ ὅμως ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ΄ ὅπως ἐσὺ θέλεις»·[2] δὲν ἀναφέρεται σὲ ἀντίστοιχο πάθος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ στὴν πρόσληψη λογικῆς ψυχῆς καὶ στὸ πάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσης· ἑπόμενο εἶναι, ὅτι [αὐτὸ εἰπώθηκε] ἔτσι ὥστε μὲ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Κυρίου νὰ καταλάβουμε, πὼς ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ ἡ πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καὶ νὰ διαχωρίσουμε τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς ἀσθένειας. Γιατὶ δὲν εἶναι ὑποχείριος τῆς ἀσθένειας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὑποχείριος τοῦ πάθους.
64. Ἐρωτῶ λοιπόν, μὲ ποιά δικαιολογία ἰσχυρίζονται κάποιοι, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν προσέλαβε [ἀνθρώπινη] ψυχή· ἢ ἐπειδὴ ὑπάρχει φόβος μήπως ὀλίσθαινε ὁ Χριστὸς σὲ ἀνθρώπινη αἴσθηση; {870b:} Λέγουν, βέβαια, ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας ἀντιμάχεται τὸν νόμο τοῦ νοῦ.[3] Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸ λέει αὐτό, τόσο ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει νομίσει, πὼς ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς σάρκας στὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ὥστε ὁ ἴδιος [εὑρισκόμενος] ὑπὸ τὸ κράτος [aestu] τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας ἔχει πιστέψει πὼς μπορεῖ νὰ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Χριστό, λέγοντας: «ἄτυχος ἄνθρωπος ἐγώ· ποιός θὰ μ΄ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ; Χάρις στὸν Θεὸ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας».[4] Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐλευθέρωνε ἄλλους ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς σάρκας [δηλ. ὁ Χριστός], ἦταν δυνατὸν νὰ φοβᾶται μήπως καὶ τὸν ἴδιο τὸν νικοῦσε κάποια ἐξουσία ἐκείνης τῆς σάρκας;
65. Ἀλλὰ φοβόταν, καθὼς θέλουν, τὰ θέλγητρα τῆς σάρκας αὐτῆς. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει τὴν πρόσληψη σάρκας· γιὰ νὰ μὴν τὸν παρέσυρε στὸν κίνδυνο τοῦ λάθους. Ἀλλὰ {870c:} πῶς μποροῦσε νὰ φοβᾶται τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτία; Καὶ γι΄ αὐτὸ ὅταν προσέλαβε σάρκα ἀνθρώπου, ἕπεται πὼς προσέλαβε τελειότητα καὶ πληρότητα ἐνσαρκώσεως· γιατὶ στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν εἶναι ἀτελές. Ἀνέλαβε λοιπὸν σάρκα γιὰ νὰ τὴν ἐξυψώσει καὶ πάλι, προσέλαβε ψυχή - ἀλλὰ ψυχὴ τέλεια, λογική, ἀνθρώπινη, προσέλαβε καὶ ἀνέλαβε.
66. Γιατὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἀρνεῖται πὼς προσέλαβε ψυχή, ἐνῶ ὁ ἴδιος τὸ λέει: «τὴν ψυχή μου θέτω ὑπὲρ τῶν προβάτων μου»;[5] Καὶ πάλι: «Γι΄ αὐτὸ μὲ ἀγαπάει ὁ Πατέρας, γιατὶ ἐγὼ θέτω τὴν ψυχή μου γιὰ νὰ τὴν πάρω πάλι πίσω».[6] Αὐτὸ δὲν λέγεται ὡς παραβολὴ οὔτε μὲ παραβολικὴ σημασία [perfunctioria significatione] κατὰ τὴν ὁποία {870d:} ἄλλο λέγεται καὶ ἄλλο ἐννοεῖται, ὅπως ἐκεῖνο: «τὶς νουμηνίες καὶ τὰ σάββατά σας ἀπεχθάνεται ἡ ψυχή μου»·[7] μολονότι κι᾽ ἐκεῖνο, ἐπίσης, μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία γι΄ αὐτὸ ἐτέθη, γιὰ νὰ ἐξαφάνιζε τὸ σφάλμα τῆς ἰουδαϊκῆς δεισιδαιμονίας καὶ νὰ ἵδρυε τὴν ἀλήθεια τῆς μιᾶς θυσίας.
67. Ἀλλὰ ἂς ἀμφιβάλλουν γιὰ ἐκεῖνο τὸ προφητικό, [ὅμως] τὸ εὐαγγελικὸ αὐτὸ ρητὸ γιὰ τὴν ἰδιότητα τῆς ψυχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀμφισβητοῦν, διότι ἔχει εἰπωθεῖ γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου· ἔπειτα προσθέτει: «κανεὶς δὲν τὴν παίρνει ἀπὸ ΄μένα, ἀλλὰ ἐγὼ τὴν θέτω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου. Ἔχω δύναμη νὰ θέτω τὴν ψυχή μου, καὶ ἔχω δύναμη πάλι νὰ {871a:} τὴν παίρνω».[8] Θέτει λοιπὸν τὴν ἴδια αὐτὴ ποὺ προσέλαβε. Προσέλαβε λέγω· ἐπειδὴ δὲν ζωοποιήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ σάρκα του ἀντικαθιστώντας τὴ δική μας ψυχή, ἀλλὰ [τὴν ἀνέλαβε] μὲ τὴν πρόσληψη ἀνθρώπινης φύσεως, ὅπως ἀνέλαβε τέλεια τὴ σάρκα μας. Προσέλαβε, λέγω, ψυχή, γιὰ νὰ τὴν εὐλογήσει μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεώς του, ἀνέλαβε τὸ δικό μου πάθος, ἔτσι ὥστε νὰ τὸ διόρθωνε.
68. Τί χρειαζόταν, ὅμως, νὰ ἀναλάβει σάρκα χωρὶς ψυχή, ἀφοῦ βέβαια ἡ ἀναίσθητη σάρκα καὶ ἡ ἄλογη ψυχὴ οὔτε γιὰ τὴν ἁμαρτία εἶναι ὑπεύθυνη οὔτε γιὰ βραβεῖο ἄξια; Ἀνέλαβε λοιπὸν γιὰ μᾶς ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπ΄ ὅσα εἶναι μέσα μας κινδύνευε. Τί λοιπὸν μὲ ὠφελεῖ ἂν δὲν μὲ λυτρώσει ὁλόκληρο; Ἀλλὰ ὁλόκληρο μὲ λύτρωσε, αὐτὸς ποὺ εἶπε: «Μὲ κατηγορεῖτε ποὺ τὸ Σάββατο ἔκανα ὑγιῆ τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο».[9] Μὲ ἔχει λυτρώσει ὁλόκληρο, γιατὶ {871b:} ὁ πιστὸς ἀνορθώνεται σὲ τέλειο ἄνδρα ὁλόκληρος καὶ ὄχι μ΄ ἕνα μέρος του.
69. Ἂς σταματήσουν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ἀξιολύπητοι νὰ φοβοῦνται μήπως ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κυβερνήσει τὴ σάρκα του ἢ τὴν τέλεια ψυχὴ καὶ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκόμη κι ἐκεῖνο τὸ πουλάρι, ὅπου κανεὶς προηγουμένως δὲν εἶχε καθήσει, τὸ κυβέρνησε.[10]» Ἐκεῖνος ποὺ φύτεψε τὸ αὐτί, δὲν θ΄ ἀκούσει;»[11] Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλους κατηύθυνε, δὲν μποροῦσε νὰ κατευθύνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του; Αὐτὸς ποὺ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ἔκανε ὁ ἴδιος ἁμαρτία; Ἂς σταματήσουν αὐτοὶ οἱ ὑπερβολικὰ ἀνήσυχοι, σὰν παιδαγωγοὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ φοβοῦνται, μήπως ἀκόμη καὶ σ΄ ἐκεῖνον ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας κυριάρχησε στὸν νόμο τοῦ νοῦ, αὐτὴ ποὺ δὲν κυριάρχησε στὸν Παῦλο παρὰ μόνο τοῦ ἀντιτάχθηκε.[12] Ὁ ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀριθμεῖ τὶς νίκες τοῦ νοῦ του. Αὐτοὶ τρέμουν μήπως κλονίστηκε ἡ σάρκα {871c:} στὸν Κύριο, ἡ σάρκα ποὺ νίκησε στὸν δοῦλο;
70.Δὲν θέλει νὰ φοβόμαστε γι΄ αὐτὸν ὁ Χριστός, δὲν {872a:} θέλει νὰ δακρύζουμε γι΄ αὐτὸν ὁ Κύριος. Ἔπειτα λέγει: «Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλὴμ μὴ μὲ θρηνῆτε, ἐσᾶς τὶς ἴδιες νὰ θρηνεῖτε».[13] Καὶ τοὺς λέει: Μὴ φοβᾶστε γιὰ ΄μένα, γιὰ σᾶς νὰ φοβᾶστε. Ἢ δὲν ἀκούσατε τὸν Δαβίδ ποὺ λέει: «ὁ Κύριος ἡ φώτισή μου καὶ ἡ σωτηρία μου, ποιόν θὰ φοβηθῶ; Ὁ Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ ποιὸν θὰ τρομάξω;»·[14] καὶ ἀλλοῦ: «δὲν θὰ φοβηθῶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μοῦ κάνει ὁ ἄνθρωπος»,[15] καὶ ἀλλοῦ: «δὲν θὰ φοβηθῶ, τί μπορεῖ νὰ μοῦ κάνει ἡ σάρκα».[16]
71. Λέει λοιπόν: ἐγὼ μπόρεσα νὰ φοβᾶμαι τὸ λάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δὲν φοβήθηκε· ἐγὼ λοιπὸν ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκα, ὁ Θεὸς μέσα στὴ σάρκα, προσέλαβα τὴν τελειότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀνέλαβα τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δὲν βάρυνα ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς σάρκας. Μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου εἶπα πὼς ἀναστατώθηκε ἡ ψυχή μου, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πείνασα, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου παρακάλεσα, αὐτὸς ποὺ {872b:}ἔχει συνηθίσει νὰ εἰσακούει τοὺς παρακαλοῦντες, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου μεγάλωσα, ὅπως εἶναι γραμμένο: «καὶ ὁ Ἰησοῦς μεγάλωνε στὴν ἠλικία καὶ στὴ σοφία καὶ στὴ χάρι μπροστὰ σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους».[17]
72. Πῶς μεγάλωνε ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ; Ἂς σὲ διδάσκει ἡ τάξη τῶν λόγων. Μεγάλωσε στὴν ἠλικία καὶ μεγάλωσε στὴ σοφία, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη. Γι΄ αὐτὸ προέταξε τὴν ἠλικία, ὥστε νὰ πίστευες πὼς αὐτὸ εἰπώθηκε κατ΄ ἄνθρωπον, γιατὶ ἡ ἠλικία δὲν εἶναι τῆς θεότητος ἀλλὰ τοῦ σώματος. Ἑπομένως, ἂν μεγάλωνε στὴν ἠλικία τοῦ ἀνθρώπου, μεγάλωνε στὴ σοφία τοῦ ἀνθρώπου· ὅμως ἡ σοφία μεγαλώνει μὲ τὴν αἴσθηση, γιατὶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση [προέρχεται] ἡ σοφία. Ὁ Ἰησοῦς, ὅμως, μεγάλωνε στὴν ἠλικία καὶ τὴ γνώση. Ποιά αἴσθηση μεγάλωνε; Ἂν ἡ ἀνθρώπινη, τότε εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ αἴσθηση, τὴν ὁποία ἀνέλαβε· ἂν ἡ θεία, τότε ἀπὸ τὸ μεγάλωμά της [καταλαβαίνουμε πὼς] εἶναι μεταβλητή. Ἐπειδὴ ὅ,τι μεγαλώνει, ἀσφαλῶς, μεταβάλλεται πρὸς τὸ καλύτερο, ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι θεῖο δὲν μεταβάλλεται, ἐπειδὴ ὅ,τι μεταβάλλεται, ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι θεῖο. {873a:} Μεγάλωνε λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση· συνεπῶς, ἀνέλαβε ἀνθρώπινη αἴσθηση.
73. Καὶ γιὰ νὰ μαθαίνουμε πὼς μιλοῦσε [ὁ εὐαγγελιστὴς] σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε λέγοντας: «τὸ παιδὶ πάλι μεγάλωνε καὶ δυνάμωνε καὶ γέμιζε μὲ σοφία· καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του».[18] Καὶ παιδί, εἶναι ὄνομα τῆς δικῆς μας ἠλικίας· δὲν μποροῦσε νὰ αὐξάνει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ μεγαλώνει ὁ Θεός, οὔτε τὸ ὕψος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε [μποροῦσε νὰ] γεμίζει ἡ πληρότητα τῆς θεότητας. Αὐτὴ λοιπὸν ποὺ πληρωνόταν δὲν ἦταν ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ δική μας. Γιατί πῶς πληρωνόταν, αὐτὸς ποὺ κατῆλθε γιὰ νὰ τὰ πληρώσει ὅλα;[19]
74. Γιὰ ποιά αἴσθηση πάλι εἶπε ὁ Ἡσαΐας, [ὅτι] τὸ παιδὶ δὲν γνώριζε πατέρα ἢ μητέρα; Γιατὶ εἶναι γραμμένο: «πρὶν ἀκόμη γνωρίσει τὸ παιδὶ πατέρα ἢ μητέρα, θὰ πάρει τὴ δύναμη τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας».[20] Γιατὶ τὰ μέλλοντα καὶ τὰ κρυφὰ δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἡ βρεφικὴ ἠλικία, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη, βέβαια, ἀφροσύνη, εἶναι ἄμοιρη γνώσεως, ἀγνοεῖ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δὲν ἔμαθε.
75. Ἀλλὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε, λές, μήπως ἐὰν ἀποδίδουμε στὸν Χριστὸ δύο κύριες αἰσθήσεις ἢ δίδυμη σοφία, διαιροῦμε τὸν Χριστό. Ἀλλὰ μήπως διαιροῦμε τὸν Χριστὸ ἐνῶ λατρεύουμε καὶ τὴ θεότητά του καὶ τὴ σάρκα του; Μήπως τὸν διαιροῦμε, ὅταν τιμοῦμε σ΄ αὐτὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν σταυρό; Σίγουρα ὁ ἀπόστολος ποὺ εἶπε γι΄ αὐτόν: «ἐπειδὴ ἂν καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας, ζεῖ ὅμως ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ»,[21] ὁ ἴδιος εἶπε, ὅτι δὲν διαιρέθηκε ὁ Χριστός. Καὶ μήπως ἀκόμη {873c:} τὸν διαιροῦμε καθὼς λέγουμε πὼς ἀνέλαβε τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας μας;[22]
76. Διότι δὲν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος στὴ σάρκα του ἀντικαθιστώντας τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας, ἀλλὰ ἀναλαμβάνοντας ὁ Θεὸς Λόγος τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας καὶ αὐτὴν ἀνθρώπινη καὶ τῆς ἰδίας ὑποστάσεως, τῆς ὁποίας εἶναι οἱ δικές μας ψυχές, καὶ σάρκα ὅμοια μὲ τὴ δική μας, τῆς ἰδίας ὑποστάσεως, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας σάρκα, καὶ τέλειος ἄνθρωπος ὑπῆρξε, ἀλλὰ καὶ χωρὶς κανένα στίγμα ἁμαρτίας, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ἁμαρτία, ἀλλὰ γιὰ μᾶς ἔγινε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε νὰ γινόμασταν μέσα σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.[23] ῾Η σάρκα του λοιπὸν τοῦ ἴδιου καὶ ἡ ψυχὴ ἀνήκουν στὴν ἴδια ὑπόσταση, στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ ψυχὴ καὶ ἡ σάρκα μας.
77.Οὔτε φοβᾶμαι μήπως φαίνεται νὰ εἰσάγεται τετράδα,[24] {873d:}γιατὶ ἐμεῖς ποὺ ὑποστηρίζουμε αὐτὸ [δηλαδὴ τὴ διάκριση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ], τιμοῦμε πραγματικὰ μόνη τὴν Τριάδα. Ἐπειδὴ δὲν διαιρῶ τὸν Χριστό, ὅταν διακρίνω τὴν ὑπόσταση τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας του· ἀλλὰ κηρύττω, πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ δείξω πὼς ἐκεῖνοι μᾶλλον εἰσάγουν τετράδα, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θεότητά του. Ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση δὲν εἶναι ἕνας ἀλλὰ ἕνα, γιατὶ ἀσφαλῶς {874a:} ὁμολογώντας στὴ διδασκαλία τῆς συνόδου τῆς Νικαίας, πὼς ὁ Υἱὸς ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση μὲ τὸν Πατέρα, πίστεψαν μία θεότητα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Θεό, ὄχι ἕνα πρόσωπο [personam].
78. Ἑπομένως, ὅταν λένε πὼς ἡ σάρκα ἀνῆκε στὴν ἴδια ὑπόσταση, στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ ἴδιοι μὲ τοὺς μάταιους καὶ παράλογους ἰσχυρισμούς τους καταλήγουν σ΄ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀποδίδουν, ὥστε νὰ διαιροῦν τὸν Χριστό. Εἰσάγουν, λοιπόν, τέταρτο ἄκτιστο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ λατρεύουμε, ἐνῶ μόνη ἄκτιστη εἶναι ἡ θεότητα τῆς Τριάδος.[25]
Η.
{874b:} 79. ΕΙΧΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΙ τὸ βιβλίο, ἀλλὰ ἡ εὐλάβεια ἐπέβαλε νὰ μὴ φαινόμαστε πὼς παρακάμψαμε αὐτὸ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ ἐπιλύσουμε. Γιατὶ - ὅταν μόλις πρὶν λίγο μᾶς ἄκουσαν κάποιοι ποὺ λέγαμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει γεννηθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, μολονότι ἐκεῖνος γεννήθηκε καὶ αὐτὸς γέννησε, ἐπειδὴ ἡ γέννηση δὲν ἀνήκει στὴ δύναμη ἀλλὰ στὴ φύση, - νόμισαν κάποιοι πὼς ἡ φωνή μας σιώπησε μπροστὰ σ΄ ἐκεῖνο τὸ ἐρώτημα· ἀλλὰ μὲ μιὰ ἀπαράδεκτη ἀντιστροφὴ ἀλλοιώνουν τὴν πορεία [τοῦ λόγου], γιὰ νὰ ἰσχυρισθοῦν, πὼς μὲ τὸ τέλος τοῦ κηρύγματος ἀποσιωπήθηκε τὸ ἐρώτημα, λέγοντας: πῶς μποροῦν ὁ ἀγέννητος καὶ ὁ γεννημένος νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση καὶ {874c:}ὑπόσταση;
80.Λοιπόν, γιὰ ν΄ ἀπαντήσω, εὐγενέστατε αὐτοκράτορα, στὸ ἐρώτημα ποὺ μοῦ μετέφερες,[26] κατ΄ ἀρχὴν πουθενὰ στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν συνάντησα τὸ 'ἀγέννητος'· δὲν τὸ διάβασα, δὲν τὸ ἄκουσα. Πόσο εὐμετάβλητοι εἶναι, ἆρα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ὥστε νὰ λένε ὅτι ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουν γραφεῖ, ἐνῶ [ἐμεῖς] λέμε αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ· κι΄ αὐτοὶ νὰ μᾶς φέρνουν αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει γραφεῖ; Δὲν ἀντιφάσκουν οἱ ἴδιοι μὲ τὸν ἑαυτό τους, καὶ δὲν ἀναιροῦν τὸ κῦρος τῆς κατηγορίας τους;
81.Λένε ἀκόμη πὼς δὲν ἔχει γραφεῖ ὅτι ὑπάρχει ἡ ὑπόσταση καὶ φύση τοῦ Θεοῦ· ἐνῶ, βέβαια, ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ ὁ χαρακτήρας τῆς ὑπόστασής του,[27] - καὶ πολλὰ ἄλλα {874d:} εἶπε γιὰ τὴν θεία ὑπόσταση, [ὅπως] σὲ ἄλλο βιβλίο ἔχουμε μὲ πληρότητα διευκρινίσει.[28]
82. Καὶ τὴ θεία φύση ποιός θὰ τὴν ἀρνηθεῖ, ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν ἐπιστολή του ἔχει γράψει, ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ πάθους τοῦ σταυροῦ ἐνήργησε ἔτσι, ὥστε, λέγει,[29] νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς θείας φύσης; Καὶ ἀκόμη ἀλλοῦ ὁ Παῦλος ἔγραψε: «ἀλλὰ τότε βέβαια ἐπειδὴ ἀγνοούσατε τὸν Θεό, {875a:} ὑπηρετήσατε αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι φύσει Θεοί».[30] Γιατὶ ἔτσι τὸ βρίσκουμε καὶ στοὺς Ἑλληνικοὺς κώδικες, τῶν ὁποίων ἡ αὐθεντία εἶναι ἰσχυρότερη.
83. Τί κάνουν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται πὼς ὑπάρχει θεϊκὴ φύση, ἂν ὄχι νὰ συκοφαντοῦν ὄχι μόνο πιὰ τὸν Υἱὸ ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸν Πατέρα; Γιατὶ ἂν ἀρνούμαστε πὼς ὁ Θεὸς ὑπάρχει φύσει, ἂρα ὑπάρχει κατὰ χάριν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἤ, βέβαια, [κάνουμε] λάθος [νὰ] τὸν πιστεύουμε - ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς δαίμονες, στῶν ὁποίων τὰ ὁμοιώματα δίνεται ἡ ὀνομασία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀκολουθοῦμε τὴν Ἀποστολικὴ αὐθεντία γιὰ νὰ ποῦμε, πὼς δὲν ὑπάρχει σὲ ὁμοιώματα θεϊκὴ φύση. Ἂν, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει σὲ ὁμοιώματα,[31] δὲν ὑπάρχει σὲ δαιμόνια· ἀπομένει μόνο νὰ ὑπάρχει στὸν Θεὸ ἡ θεϊκὴ φύση καὶ ὑπόσταση.
84. Διδάξαμε, λοιπόν, μὲ ἀποστολικὴ αὐθεντία, πὼς σωστὰ λέγεται γιὰ τὸν Θεὸ Πατέρα ὅτι ὑπάρχει φύσει ὁ Θεός. Ἂς δεχθοῦν τώρα, πὼς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ, {875b:} καὶ ἴδια ἡ φύση τοῦ ἁγίου Πνεύματος· μὴ τύχει καὶ ποῦν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, πὼς διαβάζουμε, βέβαια, ὅτι ὑπάρχει ἡ θεία φύση, δὲν διαβάζουμε ὅμως [ὅτι ὑπάρχει] ἡ ἑνότητα τῆς θείας φύσης. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς εἶπε: «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα»,[32] ἔδειξε τὴν ἑνότητα τῆς θεότητας. Ὅταν εἶπε: «ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας εἶναι δικά μου»,[33] καὶ πιὸ κάτω: «Πατέρα, ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου καὶ ὅλα τὰ δικά σου εἶναι δικά μου»,[34] ἐπιβεβαίωσε τὴν ἑνότητα. Ὅταν εἶπε: «ὁ Πατέρας ποὺ μένει σὲ μένα, ὁ ἴδιος κάνει καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἐγὼ κάνω»,[35] δήλωσε καθαρότατα τὴν ἑνότητα.
85. Ἔπειτα, ὁ Πέτρος φανέρωσε πὼς εἶναι μία ἡ θεία φύση: «ὥστε», λέγει, «νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς θείας φύσης».[36] Γιατὶ μποροῦσε νὰ μιλάει ἔτσι ἂν εἶχε διαφορετικὴ γνώμη, μποροῦσε, λέω, νὰ μιλάει ἔτσι: ὥστε νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῶν θείων φύσεων, {875c:} καὶ μάλιστα ἐφόσον διὰ τοῦ Υἱοῦ προχωροῦμε στὴ μετοχὴ [consortium] τῆς θείας φύσης. Μήπως εἶναι δυνατὸν νὰ δωρίζει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει; Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀμφιβολία, ὅτι δωρίζει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει, κι ἔτσι ἔχει θεία φύση, αὐτὸς ποὺ δωρίζει μετοχὲς στὴν θεία φύση.
86. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης λέγοντας: «αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι φύσει Θεοί»,[37] φανέρωσε πὼς εἶναι μία ἡ φύση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε καὶ αὐτὸς μποροῦσε νὰ λέει, αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι φύσεσιν Θεοί, ἂν ἤξερε πὼς εἶναι πολλαπλὴ ἡ θεία φύση, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἄλλη στὸν Πατέρα, ἄλλη στὸν Υἱό, ἄλλη στὸ ἅγιο Πνεῦμα. Λέγοντας λοιπόν: «δὲν εἶναι φύσει Θεοί», διατύπωσε τὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσης.
87. Τί σημαίνει, ὅμως, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φύσει, ἂν ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινός; Καὶ στοὺς Θεσσαλονικεῖς ἔτσι μίλησε: «πῶς μεταστραφήκατε στὸν Θεό, [πῶς φθάσατε] ἀπὸ τὰ ὁμοιώματα νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεό;»[38] Γιατὶ ἐκεῖνοι {875d:} παρομοιάζονται σὰν Θεοί, ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ζωντανὸς καὶ ἀληθινός. Διότι ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία ὑπάρχει Υἱὸς υἱοθεσίας καὶ ἀληθινὸς Υἱός. Γιὰ τὸν Υἱὸ τῆς υἱοθεσίας {876a:} δὲν λέμε πὼς εἶναι φύσει Υἱός, ἀλλὰ λέμε πὼς εἶναι φύσει [Υἱός, γιὰ] ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὸς Υἱός.
88. Ἀποδείξαμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἔρευνά μας, πὼς ὑπάρχει θεία φύση καὶ ὑπόσταση· ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἑνιαία καὶ ὄχι πολλαπλὴ τὸ ἔδειξε ἐπίσης ἡ ἀποστολικὴ αὐθεντία.
[1] Ματθ. 26.38.
[2] Ματθ. 26.39.
[3] Ρωμ. 7.23.
[4] Ρωμ. 7.24,25.
[5] Ἰω. 10.15.
[6] Ἔνθ. ἀν. 10.17.
[7]Ἠσ. 1.13,14.
[8] Ἰω. 10.18.
[9] Ἰω. 7.23.
[10] Λουκ. 19.30.
[11] Ψαλ. 93.9.
[12] Ρωμ. 7.23.
[13] Λουκ. 23.28.
[14] Ψαλ. 26.1.
[15] Ψαλ. 55.12.
[16] Ψαλ. 55.5.
[17] Λουκ. 2.52.
[18] Λουκ. 2.40.
[19] Βλ. Ἐφ. 4.10.
[20]Ἠσ. 8.4.
[21] Β΄ Κορ. 13.4.
[22] Α΄ Κορ. 1.13.
[23] Βλ. Β΄ Κορ. 5.21.
[24] Τὸ ἐπιχείρημα τῶν αἱρετικῶν συνοψίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, βλ. Πρὸς Ἐπίκτητον, 8.
[25] «sola increata sit divinitas Trinitatis».
[26] «per te mihi propositae questioni». Βλ. είσαγωγή, σημ. 12.
[27] Ἑβρ. 1.3.
[28] Βλ. De fide, 3.4.
[29] Β΄ Πέτρ. 1.4.
[30] Γαλ. 4.8.
[31] Α΄ Κορ. 10.19.
[32] Ἰω. 10.30.
[33] Ἰω. 16.15.
[34] Ἰω. 17.10.
[35] Ἰω. 14.10.
[36] Β΄ Πέτρ. 1.4.
[37] Γαλ. 4.8.
[38] Α΄ Θεσ. 1.9.
Θ.89. ΑΣ ΔΕΙΞΟΥΝ τώρα ἐκεῖνοι ποῦ ἔχουν διαβάσει, ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος. Ἀλλὰ ἐὰν μὲ τὸν τρόπο τῆς διαλεκτικῆς ἀπαιτοῦν νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ ἐκμεταλλεύονται ὡς γραμμένο αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι γραμμένο, ἀποδεικνύονται νὰ ξεχωρίζουν στὴ σπουδὴ τῆς διαμάχης καὶ ὄχι νὰ ζητοῦν τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Γιατὶ καὶ στὴν ἴδια τὴ διαλεκτική, ἂν δὲν τοὺς ἐπιτραπεῖ αὐτὸ ποὺ ἀπαιτοῦν νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ, στὸ ὁποῖο θέλουν νὰ βροῦν εὐκαιρία γιὰ διαμάχη, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ βροῦν μιὰ ἀρχὴ γιὰ διαφωνίες. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει περισσότερη προσπάθεια γιὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς διαφωνίας, παρὰ γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς ἀλήθειας. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν διαλεκτικῶν - ἂν φαίνονται νὰ νικοῦν στὰ λόγια καὶ νὰ ἀνατρέπουν τὴν ἀλήθεια· καὶ ἀντιθέτως ὁ ὁρισμὸς τῆς πίστης εἶναι, ὅτι δὲν ἔχουν ἀξία τὰ λόγια ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια. Κι΄ ἐπιτέλους, ἡ ἁπλὴ ἀλήθεια τῶν ἀλιέων ἀποδιώχνει τὰ λόγια τῶν φιλοσόφων. {876c:}
90. Ποιά, λοιπόν, εἶναι ἡ διδασκαλία αὐτή, ὅπου, ἂν δὲν τοὺς χαρίσω τὴ λέξη ᾽ἀγέννητος᾽, δὲν μποροῦν νὰ βροῦν ἀρχὴ τῆς διδασκαλίας; ἂς ἐξηγήσουν λοιπὸν ποῦ τὸ ἔχουν διαβάσει.
91. Τὸ εἶχα ξεχάσει καὶ τώρα ἔρχεται πάλι στὸν νοῦ μου. Ἰσχυρίζονται πὼς ἔχει γραφεῖ, ἐπειδὴ ὁ Ἄρειος εἶπε ἀγέννητο τὸν Πατέρα καὶ γεννητὸ καὶ κτιστὸ τὸν Υἱό. Δὲς μὲ τὴ βοήθεια ποιοῦ συγγραφέα πολεμοῦν τὰ ἀποστολικὰ γραπτά· ἂς πολεμοῦν, ὅμως, ἀρκεῖ μόνο νὰ ὁμολογοῦν πὼς εἶναι μαθητὲς τοῦ Ἄρειου. Γιατὶ πῶς ἀρνοῦνται τὸν κύριό τους, τοῦ ὁποίου τὸ ἐφεύρημα ἀκολουθοῦν;
92. Ἂν ὅμως ἐκεῖνοι αὐτὸ λέγουν, ὅ,τι λέει ὁ Ἄρειος, πιὸ δίκαια ἐγὼ πρέπει νὰ λέω ὅ,τι εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Ἐπειδὴ μίλησε γιὰ τὸν Πατέρα,[1] καὶ δὲν τὸν ὀνόμασε ἀγέννητο. Μίλησε γιὰ τὸν Υἱό, καὶ εἶπε τὸν Υἱὸ γεννηθέντα. Ὅ,τι διάβασα δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, ἢ μᾶλλον πρόθυμα τὸ χρησιμοποιῶ· αὐτὸ ποὺ δὲν {876d:} διάβασα, δὲν ὀφείλω νὰ τὸ χρησιμοποιῶ. Ἀλλ᾽ ὅμως, ἂς τὸ χρησιμοποιοῦν - αὐτὸ ποὺ δὲν κάναμε [οὔτε] στὴ διαλεκτική· ἐκτὸς κι ἂν τύχει νὰ ποῦν, πὼς δὲν διαβάσαμε γεννηθέντα τὸν Πατέρα ὅπως τὸν Υἱό, καὶ γι΄ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν θεωροῦμε ἀγέννητο. {877a:}
93. Αὐτὸ τὸ συμπεραίνουμε, ἄρα δὲν τὸ διαβάζουμε. Ἂν ὅμως τὸ συμπεραίνουμε λογικά, [ἀφοῦ] οὔτε γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα διαβάζουμε πὼς ἔχει γεννηθεῖ, ἄρα καὶ τὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν ἔχει γεννηθεῖ, πρέπει βέβαια νὰ ὀνομάζεται ἀγέννητο κατὰ τὴ γνώμη σας· ἂν λοιπὸν λέτε, πὼς ὁ ἀγέννητος καὶ ὁ γεννηθεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν ν' ἀνήκουν στὴν ἴδια ὑπόσταση, [ἄρα], ἐπειδὴ οὔτε τὸν Πατέρα διαβάζουμε γεννηθέντα οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα, δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ μὴν ἀρνεῖσθε γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσης καὶ ὑπόστασης. Γιατὶ ἂν σ΄ αὐτὸ βρίσκεται ὅλη ἡ δύναμη τῆς διαφωνίας σας, ὅτι ὁ ἀγέννητος καὶ ὁ γεννηθεὶς δὲν μποροῦν νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση, ἄρα αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει γεννηθεῖ ἀνήκει στὴν ἴδια φύση καὶ ὑπόσταση μ΄ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει γεννηθεῖ. Καὶ ἂν γι΄ αὐτὸ νομίζετε πὼς εἶναι ἀνώτερος [majorem] ὁ Πατέρας, ἐπειδὴ δὲν ἔχει γεννηθεῖ, ἄρα λοιπὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Υἱό;
94. Πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα παραδείγματα μποροῦμε νὰ δίνουμε, {877b:} ὅτι γι΄ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει γεννηθεῖ λέγεται πὼς εἶναι ἀγέννητο. Γιατὶ καὶ γιὰ τὸν κόσμο οἱ περισσότεροι ἔχουν πεῖ πὼς εἶναι ἀγέννητος, καὶ γιὰ τὴν ὕλη ὅλων τῶν πραγμάτων, ποὺ οἱ Ἕλληνες τὴν ὀνομάζουν ὕλην [hylen], σὰν νὰ ἦταν δενδρώνας ὑλικός, πίστεψαν πὼς εἶναι ἀγέννητη. Βλέπουν, λοιπόν, [οἱ ἀντίπαλοί μας] πὼς δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται στὴ λέξη αὐτὴ κάποιο προνόμιο ἰσχύος, ἀλλιῶς θὰ τύχει νὰ δείχνουν, πὼς τιμοῦν τὸν Θεὸ μὲ τὸν λόγο αὐτό, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ φιλόσοφοι νόμισαν πὼς πρέπει νὰ προικισθεῖ ὁ κόσμος. Μήπως λοιπὸν εἶναι ἔτσι ἀγέννητος ὁ Πατέρας, ὅπως ὁ κόσμος; Οὔτε κατὰ διάνοιαν. Ἢ μόνος αὐτὸς ὁ λόγος ταιριάζει στὸν Θεό, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ὅλων τῶν λόγων. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτα ἄξιο τοῦ Θεοῦ στὰ λόγια ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι κοινὰ [στὸν Θεὸ καὶ] σὲ ἄλλα ὄντα.
95. Ἀλλ᾽ ὅμως, ὅπως θέλετε, ἂς εἶναι ἀπροσδιόριστο τὸ προνόμιο αὐτοῦ τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο {877c:} δὲν καθορίζεται ἀπὸ κάποια αὐθεντία, ἀλλὰ τὸ ἐκτιμᾶ ἡ δική σας κρίση. Σὲ τί λοιπὸν ὠφελεῖ νὰ θέλετε ἀπὸ τὸν λόγο αὐτὸν νὰ ἐπιφέρετε μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ἀπόσταση φύσης, ἀπόσταση ἰσχύος; Ὁ ἀγέννητος - λέει - καὶ ὁ γεννηθεὶς δὲν μποροῦν νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση καὶ ὑπόσταση· ἤ, γιατί μερικὲς φορὲς ἐπιμένουν, ὅτι ὁ ἄκτιστος [inoperatus] καὶ ὁ κτιστὸς [factus] δὲν ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση; Διότι δὲν διακρίνουν οὔτε μεταξὺ ἀγεννήτου καὶ ἀκτίστου, οὔτε θέλουν νὰ ὑπάρχει ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν γεννηθέντα καὶ τὸν κτιστό, παρὰ μόνο γιὰ νὰ λένε πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα.
96. Ἰσχυρίζονται, λοιπόν, ὅτι ὁ Πατέρας, ἐπειδὴ ὑπερβαίνει κάθε αἰτία [causam], δηλαδὴ αἰτίαν,[2] ὅπως λένε οἱ Ἕλληνες, ἀφοῦ δὲν ἔχει κτισθεῖ ἀπὸ ἄλλον, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι [ὅπως ὁ] υἱός· ἐφόσον, βέβαια, ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ὑπόστασή του καὶ δὲν ἔχει ἀπὸ ἀλλοῦ τὴν ἀρχὴ καὶ {877d:} τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπάρχει. Καὶ γι᾽ αὐτό, λένε, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἄλλη τέτοια ὑπόσταση, γιατὶ ὅλα ἔχουν τὴν αἰτία τῆς ὑπόστασής τους [subsistendi causam] ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεό. Ὥστε δὲν εἶναι πιθανό, λένε, νὰ εἶναι ὁ Υἱὸς ὅμοιος μὲ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ [ἐπειδὴ] δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα αἰτία γιὰ νὰ εἶναι [ut sit]· {878a:}ἐνῶ ὁ Πατέρας δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀπὸ ἄλλον τὴν αἰτία του, ὁ Υἱός, ὅμως, καθὼς οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, ἂν αὐτὸ ἀκριβῶς, τὸ νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι, δὲν τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸν Πατέρα.
97. Γι΄ αὐτὸ καὶ λένε πὼς ὁ ἀγέννητος καὶ ὁ γεννηθεὶς εἶναι ἀνόμοιοι· ὡς ἐάν, ὅπως ἀλλοῦ ἔχω ἤδη συχνὰ πεῖ, ἡ γέννηση ἀνῆκε στὴν ἰσχὺ καὶ ὄχι στὴν φύση. Γιατὶ ὅταν λέω 'γεννηθείς', δὲν ἔχω ἐκφράσει ἰδιότητα φύσεως, ἀλλὰ δήλωση γεννήσεως· καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀποδείξω μὲ πιὸ σαφῆ παραδείγματα. Γιατὶ ἐὰν γενικῶς μιλάω γιὰ Υἱό, καὶ δὲν προσθέτω τίνος [υἱό], μπορεῖ νὰ ἐννοεῖται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ υἱὸς τῆς ἀδικίας, καὶ ὁ υἱὸς τῆς χολέρας, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ διαβόλου, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ἡ Βίβλος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους,[3] καὶ αὐτὸ ποὺ συνηθίζεται, τὸ γέννημα τοῦ προβάτου, καὶ τὰ μικρὰ τῶν χελιδονιῶν. Καί, συνεπῶς, στὴν ὀνομασία τῶν υἱῶν δὲν ἔχει δηλωθεῖ εἶδος φύσεως. Καί, πραγματικά, ἂν θέλω νὰ ἐκφράσω τὴ φύση, {878b:} ἢ θὰ δηλώσω ἄνθρωπο, ἢ θὰ ὀνομάσω ἵππο, ἢ θὰ μιλήσω γιὰ πτηνό, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ φύση.
98. Ἔτσι, λοιπόν, ἂν θέλω νὰ δείξω τὴ θεία φύση, πρέπει νὰ ὀνομάσω τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν, ὅμως, λέω 'Υἱός', δηλώνω τὸν γεννηθέντα· καὶ ὅταν λέω 'Πατέρας', φανερώνω ὅτι γέννησε. Δὲν μπορεῖς, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὸ νὰ διακρίνεις τὴ φύση, ἐφόσον αὐτὸ σημαίνει τὸν γεννήτορα καὶ τὸν γεννηθέντα. Ὅμως, τὰ σημαίνοντα τοῦ εἴδους αὐτοῦ ἐκφράζουν τὴν ποιότητα μιᾶς ὑπόστασης· γιατὶ ὅπως εἶπα, ὑπάρχουν πολλοὶ υἱοί, ἀλλὰ ποικιλία υἱῶν [στὸ εἶδος]· ἄλλος κατὰ τὴ φύση [υἱός], ἄλλος κατὰ τὴ χάρι.
99. ῾Υπάρχουν πολλὰ κτίσματα ἀόρατα καὶ ὁρατά· ἀόρατα, ὅπως οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες, οἱ θρόνοι καὶ οἱ κυριότητες· ὁρατά, ὅπως ὁ ἤλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ γῆ. ῾Υπάρχουν λοιπὸν διάφορα εἴδη {878c:} καὶ διάφορες οὐσίες τῶν κτισμάτων. Ἔτσι, λοιπόν, ἂν θέλεις νὰ ἐκφράσεις τὴν ἰδιότητα κάποιου κτίσματος, ἢ τὸν ἤλιο θὰ ὀνομάσεις, ἢ τὴ σελήνη, ἢ τὰ ἄστρα· καὶ ἔτσι γίνεται κατανοητὸ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θεώρησες πὼς πρέπει νὰ δηλωθεῖ.
100. Ὅμως, ἂν μιλήσεις γιὰ 'ποίημα' ἢ 'κτίσμα', ὅπως λένε μερικὲς φορὲς τὸν Υἱό, ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλὰ ποιήματα καὶ κτίσματα, θὰ φαίνεται πὼς ἔχεις δηλώσει ὄχι ἰδιότητα ὑπόστασης ἀλλὰ εἶδος ποιότητας. Γιατὶ εἶναι ἄλλο ἡ ὑπόσταση καὶ ἄλλο ἡ ποιότητα. Καί, τέλος, ἔχουμε πεῖ καὶ ἀλλοῦ, ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔχουν ἔτσι ἑρμηνεύσει τὴν οὐσίαν[4] ὥστε νὰ δηλώνουν τὴν ὑπόσταση. Ὅταν ὅμως λέγεται ἡ οὐσία[5] τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο δηλώνεται, ἂν ὄχι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι αἰώνιος; Τὸ ὁποῖο ἐκφράζουν τὰ ἴδια τὰ γράμματα, καθὼς ἡ θεία δύναμις οὖσα ἀεί,[6] δηλαδή, ἐπειδὴ ὑπάρχει πάντοτε, λέγεται οὐσία,[7] μὲ ἀλλαγμένη τὴ σειρὰ ἑνὸς γράμματος γιὰ τὸν ἦχο, {878d:} τὴ βραχύτητα καὶ τὴ χάρι τοῦ λόγου. Ἑπομένως, ἡ οὐσία[8] σημαίνει, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάντοτε· ἡ ὀνομασία, ὅμως, τοῦ ἀγέννητου καὶ τοῦ γεννητοῦ, ὅπως ἐσὺ θέλεις, φανερώνει μὲ ποιὸ τρόπο εἶναι, δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλον ὁ Πατέρας, οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ὁ Υἱός. Ἐδῶ τὸ εἶδος φαίνεται νὰ εἶναι διάφορο. {879a:} Τὸ εἶδος βέβαια διακρίνεται, ἀλλὰ ἡ θεότητα δὲν διακρίνεται.
101. Ρωτᾶς μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ αὐτό; Ἀκόμη καὶ στὰ κτίσματα θὰ δείξω πὼς ὑπάρχει διαφορὰ εἴδους, ὅτι τὰ περισσότερα ἔχουν διάφορες ἀρχὲς ἀλλὰ μία ὑπόσταση, καὶ θὰ παρουσιάσω παραδείγματα ἀπὸ τὶς Γραφές, ἔτσι ὥστε ἂν αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐφαρμόζεται σὲ ὅσα εἶναι θνητά, πῶς ἐπιβάλλουν κάποιο νόμο ἀναγκαιότητας στὴ θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος;
102. Ἀσφαλῶς, ὅλα τὰ πτηνὰ ποὺ βλέπουμε ὅτι ἀνήκουν στὸ ἴδιο γένος, ἀνήκουν βέβαια καὶ στὴν ἴδια φύση, ὥστε οἱ ἀετοὶ ἔχουν ἕνα γένος καὶ μία φύση, καὶ οἱ γῦπες ὁμοίως, καὶ τὰ ἄλλα πτηνὰ κατὰ τὸ γένος τους. Πῶς, ὅμως, ἄρχισαν νὰ ὑπάρχουν τὰ πτηνά, τρία εἴδη βρίσκουμε, καὶ διαβάζουμε πὼς εἶναι διάφορες οἱ αἰτιολογίες τῆς ἀρχῆς τους. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ πὼς ὁ Θεὸς εἶπε: «ἂς δώσουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ {879b:} ζώντων ὄντων, καὶ πτηνὰ πτηνῶν».[9] Καὶ λίγο μετά, ὅταν εἶχε κάνει ὁ Θεὸς τὸν παράδεισο καὶ εἶχε βάλει ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει γραφεῖ πὼς ὁ Θεὸς σχημάτισε ἀπὸ τὴ γῆ τὰ ζῶα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.[10] Τὰ πτηνὰ λοιπὸν ἐδῶ σημαίνονται ὡς σχηματισμένα ἀπὸ τὴ γῆ. Προηγουμένως διάβασες, ἐπίσης, πὼς ὁ Θεὸς εἶπε στὰ πουλιά: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε»,[11] ἀσφαλῶς καθορίζοντας τοὺς γόνους τῆς γεννήσεως ἀπὸ τὴ συνεύρεση τοῦ ἀρσενικοῦ καὶ τοῦ θηλυκοῦ. Ἔτσι παρατηροῦμε ἐπίσης, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στὸ ἴδιο γένος ἄρχισαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο νὰ ὑπάρχουν - ἄλλα ἀπὸ τὰ νερά, ἄλλα ἀπὸ τὴ γῆ, ἄλλα μὲ τὴ γέννηση ἀπὸ τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό - καὶ ὅτι ὅμως ἀνήκουν αὐτὰ στὴν ἴδια φύση, δὲν διαφέρουν στὴν ὑπόσταση. {879c:}
103. Τί πραγματικὰ ἀνήκει τόσο πολὺ σὲ μία καὶ τὴν ἴδια φύση, ὅσο ἡ σάρκα μας καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου; Ὅμως, καὶ τὰ δύο ὁδηγήθηκαν [στὴν ὕπαρξη] ἀπὸ διαφορετικὲς αἰτίες, ἡ πηγή τους καθορίζεται ἀπὸ διαφορετικὲς ἀρχές. Γιατὶ ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου γεννήθηκε μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Πνεύματος στὴν Παρθένο, δὲν χρειάστηκε τὴ συνήθη ἐπαφὴ τῆς συνουσίας ἀνδρὸς καὶ γυναικός· ἡ σάρκα μας πράγματι, ἂν τὸ ἀρσενικὸ μαζὶ μὲ τὸ θηλυκὸ φύλο δὲν φέρουν τὰ γενετήσια σπέρματα στοὺς φυσικοὺς αὐλούς, δὲν ξέρει νὰ σχηματίζεται στὰ μητρικὰ σπλάγχνα. Καὶ ὅμως, ἐνῶ ὑπῆρξε διαφορετικὴ ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως, εἶναι μία ἡ φύση τῆς σάρκας τοῦ Χριστοῦ καὶ [τῆς σάρκας] ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
104. Γιατὶ ὁ τόκος τῆς Παρθένου δὲν ἀλλοίωσε τὴ φύση, ἀλλὰ ἀνακαίνισε τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται συνήθως ἡ γέννηση. Τέλος, ἡ σάρκα γεννήθηκε ἀπὸ σάρκα. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ θὰ παρέδιδε ἡ Παρθένος ἦταν κτῆμα της· {879d:} ἐπειδὴ δὲν ἔδωσε ἡ μητέρα [κάτι] ξένο, ἀλλὰ συνεισέφερε τὸ δικό της ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της μὲ ἀσυνήθιστο τρόπο [δηλ. ἀρχή], ἀλλὰ μὲ τὴ συνήθη λειτουργία. ῾Η Παρθένος λοιπὸν εἶχε σάρκα, τὴν ὁποία μετέδωσε στὸ ἔμβρυο σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο τῆς συνήθους φύσης. Κατὰ σάρκα, λοιπόν, ἡ φύση τῆς Μαρίας ποὺ τὸν γέννησε καὶ [ἡ φύση] τοῦ γεννηθέντος εἶναι ἡ ἴδια, δὲν διαφέρει ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του· γιατὶ λέει {880a:} ἡ Γραφή, γιὰ νὰ γινόταν ὅμοιος σὲ ὅλα μὲ τ᾽ ἀδέλφια του.[12] Βέβαια ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμοιος μὲ τοὺς δικούς μας [υἱούς], ὄχι στὴν πληρότητα τῆς θεότητας ἀλλὰ στὴν πληρότητα τῆς λογικῆς ψυχῆς, καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε σαφέστερα, στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπινου καὶ δικοῦ μας σώματος.
105. Τί θὰ ποῦμε ἀκόμη γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ σχηματίσθηκε ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς γῆς, γέννησε βέβαια υἱοὺς ποὺ μετεῖχαν στὴ δική του φύση, κοινωνοὺς τοῦ γένους του, κληρονόμους τῆς διαδοχῆς; Ἀσφαλῶς, εἶναι διαφορετικὲς οἱ ἀρχὲς στοὺς υἱοὺς καὶ στὸν γονέα, ἀλλὰ εἶναι μία ἡ φύση τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης· ἡ ἀνομοιότητα τῆς ἀρχῆς καθόλου δὲν ἔχει ζημιώσει τὴν ὁμοιότητα τῆς ὑπόστασης. Ὁ υἱὸς λοιπὸν εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν πατέρα ἀκόμη καὶ σ΄ αὐτὰ ποὺ γιὰ τὸ εὔθραυστο τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πληρότητα ὁμοιότητος· πῶς λοιπὸν διαφέρει ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα {880b:} ὁ ἀληθινὸς Υἱός;
106. ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλοὶ ποὺ μολονότι ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια παράταξη, νομίζουν πὼς διαφέρουν στὸ γένος τῆς διαφωνίας ἀπὸ αὐτοὺς {880c:} ποὺ λέγουν πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι καθ᾽ ὅλα ἀνόμοιος μὲ τὸν Πατέρα. Γι᾽ αὐτὸ ἂς συζητήσουμε τὰ σφάλματα αὐτῶν ἐπίσης, ὅσοι λέγουν πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ δὲν ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση.
107. Ἀλλὰ ὅποια δὲν ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση, ἀνήκουν σὲ διάφορη καὶ χωριστὴ φύση, καὶ ὅποια ἀνήκουν σὲ χωριστὴ φύση εἶναι ἑπόμενο νὰ μὴ μποροῦν νὰ εἶναι ὅμοια· ἐκτὸς κι ἂν τύχει νὰ τὰ λὲς ὅμοια κατὰ τὸ εἶδος καὶ ἀνόμοια κατὰ τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ καὶ τὸ γάλα καὶ τὸ χιόνι καὶ ὁ λευκὸς κύκνος ἔχουν εἶδος μὲ τὸ ἴδιο χρῶμα, ἀλλὰ [στὴν ὁμοιότητα αὐτὴ] διασώζεται ἡ διαφορὰ τῆς χωριστῆς φύσης, καὶ δὲν χρωματίζεται ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τῶν εἰδῶν.
108. Πῶς λοιπὸν αὐτοὶ λέγουν πὼς εἶναι ὅμοιος ὁ Πατέρας μὲ τὸν Υἱό, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν ἑνότητα τῆς ὑπόστασης. Ἢ μήπως τὸν θεωροῦν ὅμοιο στὸ σχῆμα καὶ στὴ διάπλαση καὶ στὸ χρῶμα; {880d:} Ἀλλὰ αὐτὰ ἀνήκουν στὸ σῶμα, αὐτὰ δηλώνουν κάποια σύνθεση. Πῶς, ὅμως, προσάπτουμε στὸν ἀόρατο ὁμοιότητα στὸ χρῶμα ἢ τὸ σχῆμα; Ἢ πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ κτιστὸ ὅμοιο μὲ τὸ ἄκτιστο; Πῶς ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτήρας τῆς ὑπόστασής του, ἂν ὑπάρχει διαφορετικὴ δόξα, ὅπως λέγουν ἐκεῖνοι, καὶ διαφορετικὴ ὑπόσταση; {881a:}
109. Στὴ δόξα, λένε, καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ὅμοιος, καὶ γι΄ αὐτὸ ὁ Υἱὸς λέγεται εἰκόνα Θεοῦ. Συνεπῶς, ἂν εἶναι σὲ μερικὰ ὅμοιος καὶ ὄχι σὲ ὅλα, εἶναι ἐκ μέρους ὅμοιος, ἐκ μέρους ἀνόμοιος. Ὅμως, ἀπὸ τὴν πρόταση αὐτὴ ἕπεται, πὼς ἂν εἶναι σὲ μερικὰ ὅμοιος καὶ ὄχι σὲ ὅλα, ἔχει ἐκ μέρους συντεθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἕπεται πὼς καὶ ὁ ἴδιος φαίνεται σύνθετος, τοῦ ὁποίου ἡ εἰκόνα εἶναι σύνθετη. ῾Η εἰκόνα του ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκ μέρους ὅμοια, [γιατὶ] ἂν ἐκ μέρους διασώζει τὴν ὁμοιότητα [τότε εἶναι] σύνθετη.
110. Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται πὼς εἶναι ὅμοιος στὴν ἑνότητα τῆς φύσης, νομίζουν πὼς εἶναι ὅμοιος σὲ ἄλλα. Γιατὶ συνηθίζουν νὰ λένε: γιατί νομίζετε ὅτι ἔδωσε κάτι περισσότερο ἡ Γραφὴ στὸν Υἱὸ ὀνομάζοντάς τον εἰκόνα, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔχει πεῖ στοὺς ἀνθρώπους: «νὰ εἶστε ἅγιοι, γιατὶ κι ἐγὼ εἶμαι ἅγιος».[13]{881b:} Καὶ ὁ Υἱὸς ἔχει πεῖ: «Νὰ εἶστε τέλειοι καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σας ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς εἶναι τέλειος».[14] Δὲν καταλαβαίνουν πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει, ὅτι δὲν εἶναι κατὰ ἕνα μέρος ὅμοιος ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα ἀλλὰ κατὰ τὴν πληρότητα τῆς θεότητας καὶ τὴν τελειότητα. Καὶ τέλος, ἂν ὑπάρχουν πολλοὶ ὅμοιοι γιατί μόνος ὁ Υἱὸς λέγεται εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ καὶ χαρακτήρας τῆς ὑπόστασής του - ἂν ὄχι ἐπειδὴ αὐτὸς ἔχει τὴν ἑνότητα τῆς ἴδιας φύσης καὶ ἐκφράζει τὴν ἴδια[15] μεγαλειότητα;
111. Γιατὶ εἶναι ἄλλη ἡ κατὰ μίμησιν ὁμοιότητα καὶ ἄλλη ἡ κατὰ φύσιν, τὸ ὁποῖο καὶ φανερώνουν τὰ λόγια τῶν προηγουμένων παραδειγμάτων, γιατὶ λέγει ἡ Γραφή: «νὰ εἶσθε ἅγιοι», ἔτσι ὥστε νὰ γίνονται αὐτὸ μὲ τὴ μίμηση. Λέγεται λοιπὸν στοὺς ἀνθρώπους: «νὰ εἶσθε», {881c:} ἐπειδὴ δὲν εἶναι· γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅμως ὁ Θεὸς λέει: «ἐπειδὴ εἶμαι ἅγιος»· ὄχι, βέβαια, μὲ βελτιωτικὴ πρόοδο, ἀλλὰ στὴ μονιμότητα τῆς φύσης. Ἔπειτα λέγει ἡ Σοφία: «νὰ εἶστε τέλειοι», ὥστε ν᾽ ἄρχιζαν νὰ ἔχουν αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχουν. Γιὰ τὸν Πατέρα, ὅμως, λέει: «καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σας ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς εἶναι τέλειος». Εἶναι, λοιπόν, τέλειος ὁ Πατέρας, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ οὐσία[16] του - στὰ ἑλληνικά, αὐτὸ ποὺ εἶναι πάντοτε, ἢ στὰ λατινικά, αὐτὸ ποὺ παραμένει στὸ ἴδιον, καὶ δὲν ὑφίσταται [subsistat] μὲ [μετοχὴ σὲ] ἄλλη δύναμη - ὀνομάζεται ὑπόσταση.
112. Εἶναι ἅγιος, λοιπόν, ὁ Πατέρας, καὶ τέλειος ὁ Πατέρας, ἅγιος ἐπίσης καὶ τέλειος ὁ Υἱός, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἰκόνα, ὅμως, τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, θεωροῦνται στὸν Υἱό, δηλαδὴ ἡ προαιώνια θεότητα, παντοδυναμία καὶ μεγαλειότητα. Τὸν βλέπουμε λοιπὸν στὴν εἰκόνα του νὰ εἶναι τέτοιος, ὅποιος εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι, λοιπόν, σωστὸ νὰ πιστεύεις πὼς ἡ εἰκόνα του {881d:} εἶναι τέτοια, ὅποιος εἶναι ὁ Θεός. Γιατὶ ἂν μειώνεις τὴν εἰκόνα καὶ βέβαια ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου εἶναι εἰκόνα, θὰ φανεῖ {882a:} μειωμένος· ἂν πιστεύεις μικρότερη εἰκόνα, μικρότερος Θεὸς θὰ ἐμφανιστεῖ στὴν εἰκόνα. Γιατὶ ὅποια ὑπολόγισες πὼς εἶναι ἡ εἰκόνα, τέτοιος θὰ σοῦ φανεῖ καὶ αὐτὸς ὁ ἀόρατος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ εἰκόνα. Εἶπε ἡ εἰκόνα: «ὅποιος βλέπει ἐμένα βλέπει καὶ τὸν Πατέρα».[17] Καὶ ὅποιον ὑπολόγισες πὼς εἶναι αὐτόν, τοῦ ὁποίου εἰκόνα πιστεύεις πὼς εἶναι ὁ Υἱός, τέτοιον κατ΄ ἀνάγκη πρέπει νὰ ὑπολογίσεις καὶ τὸν Υἱό. Γι᾽ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ἄκτιστος ὁ Πατέρας ἄκτιστος εἶναι καὶ ὁ Υἱός· γιατὶ δὲν εἶναι μικρότερος ὁ Πατέρας οὔτε μικρότερος ὁ Υἱός· ἐπειδὴ εἶναι παντοδύναμος ὁ Πατέρας εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς παντοδύναμος.
113. Ἔχουμε λοιπὸν πεῖ, ὅτι ἀκόμα κι ἂν χρησιμοποιοῦν αὐτὸ ποὺ δὲν διαβάζουν, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν λένε ἀγέννητο, ὅμως καθόλου δὲν ἐμποδίζει ὁ λόγος αὐτός, ὥστε νὰ μὴ πιστεύουμε πὼς ὁ Χριστὸς ἀνήκει στὴν ἴδια φύση καὶ ὑπόσταση μὲ τὸν Πατέρα. Ἀλλὰ ἐὰν ἀνήκει στὴν ἴδια φύση, ἀνήκει βέβαια στὴν ἴδια δύναμη. {882b:}
114. Μ᾽ αὐτόν, λοιπόν, τὸν τρόπο εἶναι τὸ ἴδιο εὔκολο νὰ ἀποτρέπουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἀπίστων.[18] Γιατὶ πῶς ἀρνοῦνται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παντοδύναμος, τὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ, αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ μὴ γραμμένο ποὺ διδάσκουν. Γιατὶ ἔχουμε διδάξει πιὸ πρὶν τὴν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ,[19] ποὺ τὴν ἔχουν ἐπισημάνει καὶ ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, καὶ ἡ προφητεία τοῦ Ζαχαρία, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ ὁποῖα, ἂν κανεὶς νομίζει πὼς πρέπει νὰ ἀναθεωρηθοῦν, ἂς ξαναγυρίσει στὰ προηγούμενα καὶ ἂς τὰ ξανασκεφτεῖ.
115. Ὅμως [πρέπει νὰ ἀναφέρω], αὐτὸ ποὺ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴ συσσώρευση τῶν μαρτυριῶν, σχεδὸν προσπέρασα: ἂς ποῦν γιατί νομίζουν πὼς εἰπώθηκε αὐτὸ ποὺ προφήτευσε ὁ Ἀμώς· γιατὶ ἔτσι ἔχει γραφεῖ: «ὁ Κύριος ποὺ ἀγγίζει τὴ γῆ καὶ τὴν κινεῖ καὶ θὰ θρηνήσουν ὅλοι ὅσοι μένουν σ΄ αὐτήν. Καὶ θὰ ὑψωθεῖ ὡς ποταμὸς τῆς Αἰγύπτου, γιατὶ οἰκοδομεῖ {882c:} στὸν οὐρανὸ τὴν ἀνάβασή του καὶ στερεώνει τὴν ἐγγύησή του στὴν γῆ· αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὸ νερὸ τῆς θάλασσας καὶ τὸ σκορπάει στὸ πρόσωπο τῆς γῆς, Κύριος παντοδύναμος εἶναι τὸ ὄνομά του».[20] Δὲν καταλαβαίνουν πὼς ὅλα αὐτὰ συναρμόζουν στὸν Χριστό, ποὺ κατερχόμενος ἄγγιξε τὴ γῆ, μὲ τὸ πάθος του τὴν συντάρραξε, ἀπὸ τὴ γῆ ἀνῆλθε στὸν οὐρανό, καὶ στὴ γῆ κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ ἴδιος εἶχε ὑποσχεθεῖ;
116. Ἀλλὰ γιατί μοχθῶ γιὰ τὸν Υἱό, ὅταν ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ παντοδύναμο καὶ τὸ Πνεῦμα; Διότι ἔχει γραφεῖ: «μὲ τὸν Λόγο τοῦ Κυρίου στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός του κάθε δύναμή τους».[21] Καὶ γιὰ τὴ Σοφία ἔχει γραφεῖ, ὅτι ἔχει μέσα της παντοδύναμο Πνεῦμα· ἀφοῦ λέει ὁ Σολομών: «γιατὶ μὲ δίδαξε ἡ τεχνίτις ὅλων Σοφία».[22] Ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα της Πνεῦμα νοήσεως, ἅγιο, ἑνιαῖο [unicus], πολλαπλό, ὀξύ, εὐκίνητο, {883a:} διαλεκτικὸ [disertus], ἄμωμο, φανερό, πρᾶo [inviolabilis], φιλάγαθο, ἀκριβές, προνοητικό, ἰσχυρό, μεγαλόδωρο, εὐγενικό, σταθερό, ἀκέραιο, ἀμέριμνο, {884a:} ποὺ ὅλα τὰ μπορεῖ, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ διαπερνᾶ ὅλα τὰ νοερὰ πνεύματα.[23]
[1] Ἐφ. 3.14.
[2] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[3] Ἰω. 8.37,44.
[4] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[5] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[6] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[7] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[8] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[9] Γεν. 1.20 καὶ 2.19.
[10] Γεν. 2.90.
[11] Γεν. 1.22.
[12] Ἑβρ. 2.17.
[13] Λευ. 19.2.
[14] Ματθ. 5.48.
[15] Στὸ κείμενο «et ejus majestatis expressio est». Ἀντικαθιστοῦμε τὸ ejus ὡς ejusdem. Βλ. καὶ πιὸ κάτω, 112: «omnia quae sunt Dei, videntur in Filio, id est sempiterna divinitas omnipotentia atque majestas».
[16] Ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο.
[17] Ἰω. 14.9.
[18] «Qui quidem locus haud difficilior est ad refellenda studia perfidorum».
[19] Βλ. De fide 2.3,4.
[20] Ἀμ. 9.5,6.
[21] Ψαλ. 32.6.
[22] Σοφ. Σολ. 7.12.
[23] Σοφ. Σολ. 7.22,23.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου