«Χριστούγεννα μιας άλλης εποχής» στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Καθενών
Σε μια προσπάθεια να ιχνηλατήσουν τις κρυμμένες και ξεχασμένες γωνιές των Χριστουγέννων παλαιότερων εποχών, οι μαθητές του Γυμνασίου Καθενών επιχείρησαν να συγκεντρώσουν πληροφορίες μέσα από βιβλία, το Διαδίκτυο, αλλά και τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων ανθρώπων της περιοχής, ανακαλύπτοντας έθιμα και παραδόσεις της περιοχής που είχαν κλειδωθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, περιμένοντας αυτούς που, νοσταλγώντας τα, να τα ξεκλειδώσουν και να τα ξαναβγάλουν στο φως. Ανάμεσά τους, εμπειρίες που αρκετοί από τους παλαιότερους έχουν βιώσει, ενώ για τους νεότερους αναδύονται ως πρόκληση να τις ψηλαφίσουν και, ξεψαχνίζοντάς τες, να ανακαλύψουν πολύτιμους θησαυρούς.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της έρευνας, η αναμονή της γιορτής των Χριστουγέννων ήταν ήδη παρούσα από το καλοκαίρι ακόμη όταν, αγοράζοντας μικρό το γουρουνάκι, μικροί-μεγάλοι ξεκινούσαν να το μεγαλώνουν και να το ταΐζουν με σιτάρι, κριθάρι, φρούτα και ό,τι περίσσευε από το φαγητό των νοικοκυραίων ώστε να το νοστιμίσει ακόμη πιο πολύ!
Και έτσι, έφτανε η παραμονή. Οι άνδρες, πεπεισμένοι για την καταλληλότητά του, έσφαζαν το γουρούνι που είχε μεγαλώσει πια, στη συνέχεια το έγδερναν και, μετά, το κρεμούσαν από τα πίσω πόδια στο σταύρωμα. Στα πόδια που κρέμονταν, έβαζαν σπαραγγιές για να μην πάνε τα “σκαλικαντζούρια”, ενώ στο στόμα τοποθετούσαν ένα ολόκληρο λεμόνι. Την άλλη μέρα, το τεμάχιζαν και το αποθήκευαν. Από το γουρούνι πετούσαν μόνο το μαύρο συκώτι.
Και επειδή με την ιδέα της ανακύκλωσης φαίνεται πως οι παλαιότεροι ήταν πολύ πιο εξοικειωμένοι από εμάς τους νεότερους… με το δέρμα του γουρουνιού έφτιαχναν τσαρούχια! Τα φορούσαν όταν όργωναν, γιατί δεν κολλούσε λάσπη πάνω στις τρίχες του γουρουνιού! Από την ουροδόχο κύστη έφτιαχναν φούσκα (μπαλόνι) για να παίζουν τα παιδιά! Και το λίπος του, που ήτανε πολύ, το έκαναν πασπαλά. Το έβραζαν μέχρι να γίνει αλοιφή, κατόπιν το αλάτιζαν και το αποθήκευαν.
Το κρέας το έκοβαν σε μπριζόλες και με αυτό που έμενε έφτιαχναν λουκάνικα, τεμαχίζοντάς το σε μικρά κομματάκια. Τούς έβαζαν θρούμπη, πιπέρι και λίγη φλούδα πορτοκαλιού, και μ’ ένα χωνί γέμιζαν με το μείγμα το λεπτό έντερο του γουρουνιού.
Από το παχύ έντερο έφτιαχναν τις μπούμπες. Το έπλεναν πολύ καλά και το γέμιζαν με κομμάτια βρασμένου άσπρου συκωτιού, μαζί με βρασμένο κομμένο σιτάρι. Αφού, τις έδεναν με κλωστή στις άκρες για να μη χυθεί η γέμιση, τις έψηναν στο φούρνο.
Αυτά με τους άνδρες της οικογένειας, γιατί όλοι ήταν μέτοχοι της προετοιμασίας για τον ερχομό των Χριστουγέννων.
Και ερχόμαστε στις γυναίκες, οι οποίες την παραμονή των Χριστουγέννων έφτιαχναν το λεγόμενο Χριστόψωμο, το «ψωμί του Χριστού», το οποίο παρασκεύαζαν με ειδική μαγιά από ξερό βασιλικό! Απαραίτητος για το διάκοσμό του, αλλά και σε ένδειξη της βαθιάς ευλάβειας με την οποία πρόσμεναν όλοι τον ερχομό του Χριστού, ο σταυρός, ο οποίος ήταν χαραγμένος στην επάνω όψη του, με διάφορα αυτοσχέδια διακοσμητικά στοιχεία από ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια γύρω του. Ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο νοικοκύρης το έπαιρνε, το σταύρωνε και το μοίραζε σε όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αναπαριστώντας έτσι με συμβολικό τρόπο τη διαδικασία της Θείας Κοινωνίας …όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του.
Αλλά όπως είπαμε και πριν, η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα ήταν μια διαδικασία στην οποία συμμετείχαν όλοι – και από αυτή δε θα μπορούσαν να λείπουν τα παιδιά! Από την παραμονή ακόμη, ξυπνούσαν νωρίς το πρωί και κινούσαν να πάνε για να πουν τα καλάντα. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού που δεν είχαν πένθος και οι νοικοκυρές τα φίλευαν με σύκα, καρύδια, γλυκά και, σπανιότερα, χρήματα, καθώς οι τότε οικονομικές συνθήκες δεν το επέτρεπαν.
Ανήμερα, από νωρίς το πρωί φορούσαν όλοι τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί τα γιορτινά φαγητά, τα λουκάνικα και τις μπούμπες! Η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήταν σκόλη (αργία). Το πρωί πηγαίνανε στην εκκλησία και την υπόλοιπη μέρα την περνούσαν στο σπίτι, τρώγοντας το χοιρινό που είχε πια παγώσει και ήταν εύκολο να τεμαχιστεί, πίνοντας και λέγοντας όμορφες ιστορίες.
Μαζί με τα Χριστούγεννα έρχονταν και οι καλικάντζαροι ή σκαλίμπια. Άσκημα, κουτσά πλάσματα της φαντασίας, χωρίς καθορισμένη μορφή, με ένα πόδι γαϊδάρου κοντό και ένα ανθρώπινο πιο μακρύ – γι’ αυτό και κούτσαιναν. Ήταν σκανταλιάρικα και, για να ησυχάσει ο Θεός από αυτά, τα έστελνε για τις ημέρες των Χριστουγέννων στη γη. Αλλά στη γη δεν κάθονταν φρόνιμα, σκανταλίζοντας τους ανθρώπους ή προξενώντας τους κακό. Ο φόβος για τους καλλικάντζαρους έκανε τους ανθρώπους να μεταχειρίζονται διάφορα μέσα για να τούς κρατήσουν μακριά από τις κατοικίες τους, με κυριότερο αυτό της φωτιάς. Για το λόγο αυτό, η φωτιά στο τζάκι έκαιγε μέρα-νύχτα. Την παραμονή των Χριστουγέννων, μάλιστα, κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από αγριοκερασιά ή αγκάθια και τα έβαζαν πάνω από τα πιθάρια και τ’ αμπάρια για να απομακρύνουν με τον τρόπο αυτό τα δαιμόνια όντα. Η επιστροφή τους στον ουρανό γινόταν του σταυρού.
Και εδώ, τελειώνει το ταξίδι μας στο χρόνο…
Στο σημείο αυτό, επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Θανάση Κορώνη, συγγραφέα του βιβλίου «Καθενοί: χωριό της Εύβοιας στο μύθο και στο χρόνο», που με τη βοήθεια των αποσπασμάτων από το βιβλίο του αυτό, μπορέσαμε και γίναμε όλοι κοινωνοί πολύτιμων πληροφοριών για την ξεχωριστή αυτή περιοχή του τόπου μας.
(Στην ομαδική φωτογραφία είναι η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης Καθενών Μαρία Αναστασίου με τα παιδιά του Γυμνασίου)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου