Η Παναγία το μοναστηράκι μας. Στον Θεολόγο Διρφύων
Η Παναγία το μοναστηράκι μας ..ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ..από τον Ιωάννη Μαγκούτα
Η εκκλησία που είναι αφιερωμένη στην Παναγία –στην Κοίμηση της Θεοτόκου- βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του χωριού μας, πίσω ακριβώς από το λόφο «Σήμαντρο» (προς τα δυτικά του).
Πότε ακριβώς χτίστηκε, για πρώτη φορά, η εκκλησία της Παναγίας εδώ δεν είναι γνωστό. Υπάρχουν μόνο πληροφορίες, πως ο ναός που βρισκόταν παλαιότερα σε τούτο το χώρο, είχε καταστραφεί κατά την επανάσταση του 1821 και τον έχτισαν ξανά το 1831.[41]Όμως κάποιες βελτιώσεις, κυρίως στο εσωτερικό του ναού, θα έγιναν και αργότερα, όπως δείχνει και μια επιγραφή του 1911, που είναι στα μάρμαρα εμπρός από το Άγιο Βήμα.
Ακόμα, είναι γνωστό ότι εδώ υπήρχε μοναστήρι, το οποίο με Βασιλικό Διάταγμα διαλύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1833. Όμως, παρά τη διάλυση του μοναστηριού, η έκταση γης που βρισκόταν στην κατοχή του παρέμεινε, και παραμένει και σήμερα, στον ναό της Παναγίας.[42]
Στο χωριό μας, πριν χτιστεί το Μοναστήρι τη Παναγίας, ίσως υπήρχε και «Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου». Το Μοναστήρι τούτο –της Παναγίας δηλαδή- θα είναι μάλλον συνέχεια εκείνου του Αγίου Ιωάννη και θα μεταφέρθηκε στην Παναγία, αφού πρώτα χτίστηκαν τα κελιά.
Σ’ αυτά τα κελιά, τον 19ο αιώνα, άγνωστο για πόσα χρόνια, έκαναν τα μαθήματά τους τα παιδιά του Δημοτικού, αλλά μέχρι το 1890, αφού τότε χτίστηκε το Σχολείο μέσα στο χωριό. Στο λόφο που κρύβει την εκκλησία από το χωριό ανέβαινε ο τότε δάσκαλος και χτύπαγε το σήμαντρο για να πάνε σχολείο τα παιδιά, τα δασκαλούδια[43], όπως τα έλεγαν.
Η Παναγία, που βρίσκεται κάτω από το λόφο «Σήμαντρο».
Τα κελιά της Παναγίας είναι πολύ πιθανό να είχαν λειτουργήσει και ως Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο -έστω και για λίγα παιδιά- τα προεπαναστατικά χρόνια.
Από εκείνη την εποχή, μάλλον, τούτος ο βραχώδης λόφος πήρε την ονομασία «Σήμαντρο». Εκτός και αν –από εκεί ψηλά- χτυπούσαν και πιο παλιά οι καλόγεροι κάποιο σήμαντρο, όταν έκαναν λειτουργία, αφού από την θέση του Μοναστηριού, ήταν αδύνατο ν’ ακουστεί στο χωριό.
Το τοπίο που βρίσκεται η εκκλησία είναι μαγευτικό, κάτω από πανύψηλα πλατάνια, πλατύφυλλες μουριές και καρυδιές, λυγερόκορμες ιτιές και κρυστάλλινα νερά.
Κατά την παράδοση, τούτος ο χώρος ήταν σκεπασμένος με καταπράσινα δέντρα και διάφορους θάμνους. Στην άκρη στο ρέμα και σκεπασμένη από μεγάλα βάτια[44] -εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία-, υπήρχε μια μικρή σπηλιά, μέσα από την οποία μια πηγή έβγαζε γάργαρο νερό, το οποίο σε μικρή απόσταση χανόταν πάλι μέσα στη γη.
Ένα τσοπανόπουλο, που βόσκαγε στην γύρω περιοχή τα γιδοπρόβατά του, είδε μια μέρα ένα τραγάκι του να βγαίνει μέσα από τα βάτια και να είναι βρεγμένο το μουσούδι του! Παραμέρισε τους αγκαθωτούς θάμνους και προσπάθησε να δει πού ήταν το νερό. Δυσκολεύτηκε λίγο, αλλά, όταν προχώρησε περισσότερο στο βάθος, κατάπληκτος –δίπλα από μια γούρνα που ξεχείλιζε από πεντακάθαρο νερό- αντίκρισε και μία εικόνα της Παναγιάς!
Έπειτα από τούτο το γεγονός, οι κάτοικοι του μικρού χωριού μετάφεραν το εικόνισμα στην εκκλησία του Αϊ-Γιάννη. Παραδόξως όμως –έπειτα από λίγες μέρες- η εικόνα της Παναγιάς ξαναβρέθηκε πάλι στη θέση που η ίδια είχε διαλέξει. Έτσι, γρήγορα ο χώρος καθαρίστηκε από τα βάτια και σε λίγο χτίστηκε εκεί το πρώτο εκκλησάκι Της.
Τούτο το εκκλησάκι αργότερα ανακαινίστηκε και έγινε μεγαλύτερο. Την ίδια εποχή μάλλον θα χτίστηκαν και τα κελιά και έγινε το Μοναστήρι –το Μοναστήρι του «Θεολόγου», όπως το έλεγαν-, το οποίο κάποια εποχή το είχε επισκεφτεί και ο Άγιος Νεκτάριος. Έξω ακριβώς από τον βορινό τοίχο του ναού βρίσκεται μια μικρή γραφική βρυσούλα, που για να την επισκεφτείς πρέπει να κατέβεις τρία τέσσερα σκαλοπάτια.[45]
Το νερό εδώ έρχεται από το μικρό ανάβαθο πηγαδάκι, που βρίσκεται στο Ιερό της εκκλησιάς. Είναι το σημείο που ήταν η γούρνα και έπινε το τραγόπουλο νερό και δίπλα της βρέθηκε η εικόνα τής Παναγιάς.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως είναι γνωστό, γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Το πανηγύρι όμως εδώ γίνεται στις 23 Αυγούστου, στα (Εν)Νιάμερα τής Παναγιάς.
Για τους Θεολογίτες, τούτο το πανηγύρι ήταν το κορυφαίο γεγονός τής χρονιάς.
Στις 23 Αυγούστου τα πιο παλιά χρόνια -από τις γύρω περιοχές- γιόρταζε μόνο το δικό μας χωριό και η Σέττα. Έτσι, κάθε χρόνο τέτοια μέρα κόσμος πολύς κατέφτανε εδώ από τα γύρω χωριά, αλλά πολύ περισσότερο από το Βασιλικό, τα Αμπέλια, την Ερέτρια, την Κάτω Βάθεια (τώρα Αμάρυνθο) και φυσικά την Χαλκίδα.[46]
Από την παραμονή το βράδυ άρχιζε το πανηγύρι και κράταγε τρεις μέρες.
Στον εσπερινό της παραμονής –που γίνεται και περιφορά τής εικόνας της Μεγαλόχαρης γύρω από την εκκλησία-, όπως και στην πρωινή λειτουργία, εκτός από τους εκατοντάδες προσκυνητές, παρευρίσκονται και πολλοί παπάδες, όπως και καλλίφωνοι ψαλτάδες από την Χαλκίδα και τα κοντινά χωριά.
Από τις προηγούμενες μέρες όλο το χωριό, απ’ άκρη σ’ άκρη, είχε γίνει πεντακάθαρο. Οι νοικοκυράδες ασβέστωναν αυλές, μάντρες και πεζούλια. Έπλεναν και σιδέρωναν με το καρβουνοσίδερο τα ρούχα του σπιτιού. Έστρωναν τα «καλά» τραπεζομάντιλα και έδιναν στο σπίτι όψη γιορτινή. Οι μεγάλοι και τα παιδιά έπρεπε να έχουν φρεσκο-κουρευτεί.
Τα καινούρια παπούτσια -αγορασμένα συνήθως από το παζάρι της Αγίας Παρασκευής-, όπως και οι γιορτινές φορεσιές βαλμένες με τάξη σε κρεμάστρες, φτιαγμένες από χοντρά καλάμια, περίμεναν τη μεγάλη μέρα!
Το μόνο που έμενε ακόμα για την παραμονή ήταν το σφάξιμο του μαναριού -που έτρεφαν από καιρό- γιατί, εκτός από την οικογένειά τους, στο τραπέζι τους θα βρίσκονταν φίλοι και συγγενείς, που θα έρχονταν από μακριά... Ο κλήρος γι’ αυτές τις δουλειές έπεφτε συνήθως στους μεγάλους. Τα παιδιά και πολύ περισσότερο οι κοπέλες και τα παλικάρια της παντρειάς φόραγαν τα καινούργια τους ρούχα και ετοιμάζονταν για τον εσπερινό.
Το πρωί –ανήμερα- στο τέλος της λειτουργίας, κάθε χρόνο, ακόμα και σήμερα, μοιράζεται στο εκκλησίασμα και το πατροπαράδοτο «πανηγύρι», το κρέας με τα μακαρόνια. Μόνο, όταν η μέρα της γιορτής πέφτει Τετάρτη και Παρασκευή το φαγητό είναι συνήθως ρεβίθια με ρύζι.
Εντωμεταξύ, οι οργανοπαίχτες άρχιζαν να κουρδίζουν και να προθερμαίνουν τα όργανα… Σε λίγο θ’ άρχιζε κι ο χορός, που θα κράταγε ώς αργά το μεσημέρι, πολλές φορές ώς το απόγευμα. Το βράδυ -ο χορός- συνεχιζόταν στο «χοροστάσι», όπως έλεγαν την πλατεία του χωριού.[47]
Στο κέντρο της πλατείας και πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα έπαιζαν οι οργανοπαίχτες, με τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα άλλα όργανα και ο κόσμος καθόταν στα γύρω καφενεία. Πολλές γυναίκες –περισσότερο οι μεγάλες σε ηλικία- στέκονταν όρθιες ή έπιαναν θέση στα διάφορα πεζούλια που υπήρχαν τριγύρω, για να παρακολουθήσουν αυτούς που θα χόρευαν.
Οι μαγαζάτορες δεν πρόφταιναν να ψήνουν τα σφαχτά και τα παιδιά να τρέχουν γύρω-γύρω και να ξοδεύουν το χαρτζιλίκι τους στους μικροπωλητάδες…
Όσοι ήθελαν να χορέψουν μπροστά, έπρεπε να το δηλώσουν από νωρίς, για να μπουν στη λίστα, στη σειρά προτεραιότητας. Τους οργανοπαίχτες τους πλήρωνε όποιος, κάθε φορά, χόρευε μπροστά.
Για τους αρραβωνιασμένους και τους νιόπαντρους συνήθως πλήρωναν οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Και, όταν τα χρήματα που «πετούσαν» στα όργανα ήσαν πολλά, οι οργανοπαίχτες ενθουσιάζονταν και σηκώνονταν όρθιοι…
Όταν τέλειωναν όλοι όσοι από την παρέα ήθελαν να χορέψουν μπροστά, παραχωρούσαν την πρώτη θέση στην άλλη παρέα που είχε σειρά.
Να προστεθεί, πως πίσω από τις παρέες που οδηγούσαν το χορό –που χόρευαν μπροστά-, μπορούσαν να πιαστούν και να χορέψουν όσοι ήθελαν –μικροί και μεγάλοι-, ακόμα και άγνωστοι μεταξύ τους. Ο χορός που κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα, πολλές φορές γινόταν τρεις γύροι.
Την παραμονή το βράδυ οι Θεολογίτες απόφευγαν να χορέψουν μπροστά, άφηναν να διασκεδάσουν εκείνοι που είχαν έρθει από μακριά και ήθελαν μετά να φύγουν για τα χωριά τους. Οι συχωριανοί μας είχαν την ευχέρεια να χορέψουν και να διασκεδάσουν αργότερα, αφού το πανηγύρι συνεχιζόταν και τα δύο επόμενα βράδια.
Τα τραγούδια που έλεγαν οι οργανοπαίχτες δεν ήσαν βέβαια πάντα τα γνήσια δημοτικά, γινόταν και κάποια νοθεία, κυρίως από μερικά –«βάρβαρα», θα ’λεγα- εποχιακά σουξέ, όμως ο κόσμος χαιρόταν και γλένταγε.
Πολλοί ήσαν εκείνοι που πίστευαν πως, «η Θεολογίτισσα Παναγιά» τους συμπαραστεκόταν στις δύσκολες στιγμές τους, γι’ αυτό κάθε χρόνο, τη μέρα της χάρης Της, πρόσφεραν διάφορα δώρα-τάματα όπως: χρυσαφικά, λαμπάδες –πολλές φορές ίσα με το μπόι τους-, μπουκάλια και δοχεία με λάδι. Ακόμα, γίδες και προβατίνες, τις οποίες –μετά το τέλος της λειτουργίας- οι επίτροποι τις έβαζαν σε πλειστηριασμό και οι πανηγυριώτες τις «χτυπούσαν»[48] και τις έπαιρναν εκείνοι που έδιναν τα περισσότερα χρήματα.
Να προστεθεί πως στα κελιά[49] της Παναγίας –από παλιά, αλλά και σήμερα ακόμα- παραθερίζουν κάθε καλοκαίρι, για λίγες μέρες, μερικές οικογένειες που έρχονται συνήθως από την Χαλκίδα.
Τα χρόνια της «Κατοχής», σε τούτα τα κελιά είχαν φιλοξενηθεί και κάποιες οικογένειες Εβραίων από την Χαλκίδα, για να γλιτώσουν από τα νύχια των Γερμανών.
*
Πριν κλείσω να πω ακόμα, ότι οι Θεολογίτες πολλές φορές πήγαιναν και σε κάποια πανηγύρια της ευρύτερης περιοχής. Την Παρασκευή μετά το Πάσχα ανηφόριζαν προς στο Σκουντέρι (ή στου Σκουντέρη;). Εκεί ψηλά στον ενετικό Πύργο, που βρίσκεται το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, της «Αναστασά», όπως τη λένε.
Στις 7 Ιουλίου, μερικοί έφταναν ως τα Καμπιά, όπου σε μια ρεματιά βρίσκεται το κουκλίστικο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Επίσης, στις 17 Ιουλίου, πρωί-πρωί ξεκίναγαν για τον κοντινό μας Μίστρο, όπου στα σύνορά του με το χωριό μας και μέσα σε μια καταπράσινη από πανύψηλα δέντρα και θάμνους ρεματιά, είναι κρυμμένο το απέριττο εκκλησάκι της Αγια-Μαρίνας.
Να προστεθεί ακόμα, πως όσοι δεν είχαν προφτάσει να πάρουν απ’ το παζάρι της Χαλκίδας ότι χρειάζονταν, την 1η του Σεπτέμβρη ανηφόριζαν προς τη Στενή. Και κάποιοι άλλοι, στις 6 του Οκτώβρη, έφταναν και μέχρι την Αγια-Θέκλα, που βρίσκεται κοντά στο Αυλωνάρι.
Για όσους δεν το ξέρουν, να πούμε πως, αν και η Αγία Θέκλη γιορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, το «Παζάρι» αρχίζει στις 6 Οκτωβρίου και κρατάει περίπου μια βδομάδα.
*
Πριν κλείσω να πω, πως εκείνα τα χρόνια, που οι σχέσεις των νέων δεν ήσαν ελεύθερες, τα πανηγύρια είχαν και έναν άλλο σκοπό, δεν θα τολμήσω να πω να γνωριστούν, αλλά να ειδωθούν τα κορίτσια και τ’ αγόρια. Έτσι, ένα λυγερόκορμο σώμα κάτω από ένα καλοραμμένο φόρεμα, ένας όμορφος χορός, μια κρυφή ματιά άναβαν τα αίματα και άρχιζαν τα πρώτα καρδιοχτύπια! Τη συνέχεια, συνήθως, αναλάμβαναν οι προξενήτρες… ΑΧΑΧΑΧΑΧ..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου