Ποια είναι η «ευτυχία» που όλοι δικαιούμαστε; της Χριστίνας Καλαβρή
Τι είναι για τον καθένα από εμάς η ευτυχία; Είναι κάτι διαφορετικό ή είναι για όλους το ίδιο; Τη δικαιούμαστε έτσι κι αλλιώς ή την αξίζουμε μετά από στερήσεις και πολλή δουλειά; Μήπως κάποιες φορές είμαστε πολύ κοντά της αλλά δεν το γνωρίζουμε; Τη βρίσκουμε τελικά σε «αυτόν τον κόσμο» ή κρίνεται στο ..τέλος;
…Ή μήπως δεν υπάρχει;
…Ή μήπως δεν υπάρχει;
Όποια κι αν είναι η σημασία της, όλοι μας έχουμε το ίδιο δικαίωμα στην ευτυχία.
Πρώτα-πρώτα, παίρνουμε ως αξιώματα, πρώτον ότι το κάθε άτομο έχει ξεχωριστή αξία, η οποία είναι αδιαπραγμάτευτη, και δεύτερον, ότι μπορεί να ορίσει μόνο του την τύχη του. Αυτό σημαίνει ότι έχει ίσα με τους άλλους δικαιώματα να ακούγεται ο λόγος του, να γίνεται σεβαστή η προσπάθειά του να αναδείξει τα θετικά του στοιχεία, να κάνει νέες αρχές, να έχει ευκαιρίες επανόρθωσης και να προσπαθεί για το καλύτερο…
Φαίνεται ότι η επιστήμη της ψυχολογίας, έχει συμβάλει αρκετά στο να «απενοχοποιήσει» την έννοια της «ευτυχίας», να την κάνει «προσιτή» στον καθένα μας και να κάνει λόγο για κάποια «βάρη» της «ψυχής», θέτοντας κάποια «όρια»: ας πούμε, ότι μπορούμε να λέμε κάποιες φορές «όχι», ακόμη και σε ανθρώπους που αγαπάμε, προκειμένου να φροντίσουμε περισσότερο τη σωματική υγεία και την ξεκούρασή μας, να διασφαλίσουμε την ατομική και οικογενειακή μας γαλήνη κι ηρεμία, να ιεραρχήσουμε τις «προτεραιότητες» μας και κυρίως, να δίνουμε χώρο και στις ατομικές μας «επιθυμίες»…
Κι ο δρόμος της «ευτυχίας», για πολλούς περνάει μέσα από την ικανοποίηση των «επιθυμιών». Είναι όμως έτσι;
Κι ο δρόμος της «ευτυχίας», για πολλούς περνάει μέσα από την ικανοποίηση των «επιθυμιών». Είναι όμως έτσι;
Λένε ότι «τα νομίσματα έχουν δυο όψεις». Έτσι, καθετί που αρχικά μοιάζει «απελευθερωτικό», μπορεί να επιφέρει ακόμη και περισσότερα «βάρη»: εάν παρερμηνεύσουμε λίγο τις «προτεραιότητες» ή τις «επιθυμίες» μας, εάν δηλαδή το …«παρακάνουμε», μπορεί τελικά να αντιμετωπίσουμε και συνέπειες που να μας στερήσουν τις ευχάριστες στιγμές που περιμένουμε. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο να αποφεύγουμε τις «καταχρήσεις»… Και το να λέμε απλά ότι «περνάω καλά», δεν περιγράφει ουσιαστικά κάτι συγκεκριμένο, όπως θα ήταν το περνάω «φυσικά», «αγνά», «μετρημένα», «συνετά», «γαλήνια» και «ισορροπημένα», όπως μου επεσήμανε ένας καλός φίλος, που βρήκε βοήθεια σ’ αυτή τη φράση…
Καταρχάς καθετί που κάνουμε έχει συνέπειες. Εκτός βέβαια, από το ενδεχόμενο να «έχω μελετήσει καλά» αυτό που κάνω, ώστε να έχει μόνο τις συνέπειες εκείνες που επιθυμώ (θεωρητικά μιλώντας), να έχω δηλαδή κατακτήσει, ένα ικανοποιητικό επίπεδο αυτοελέγχου/ αυτοπειθαρχίας. Όσον αφορά λοιπόν τις «επιθυμίες» μας ως «καθημερινών» ανθρώπων, κι εννοώ αρκετές από αυτές, υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις:
α) να μην ξέρω τις συνέπειες ή να μην θέλω να μάθω τις συνέπειες, επομένως λέω ότι κάνω αυτό που «θέλω»,
β) να ξέρω τις συνέπειες αλλά να προτίθεμαι να επιβαρυνθώ τις δυσκολίες και να πάρω όλη την ευθύνη, επομένως επιλέγω να κάνω αυτό που «θέλω»,
γ) να ξέρω τις συνέπειες και εξαιτίας αυτών να αλλάξω τελικά σχέδιο, επομένως δεν κάνω αυτό που «ήθελα».
β) να ξέρω τις συνέπειες αλλά να προτίθεμαι να επιβαρυνθώ τις δυσκολίες και να πάρω όλη την ευθύνη, επομένως επιλέγω να κάνω αυτό που «θέλω»,
γ) να ξέρω τις συνέπειες και εξαιτίας αυτών να αλλάξω τελικά σχέδιο, επομένως δεν κάνω αυτό που «ήθελα».
Γιατί τα «θέλω» είναι εντός …«εισαγωγικών»;
Ας μου επιτραπεί εδώ, μια μικρή, αλλά σημαντική, «παρένθεση»…
Συμβαίνει κάποιες φορές να μην ΘΕΛΩ μόνο ένα «πράγμα». Σκέφτομαι ότι «θέλω» το ίδιο δυο πράγματα, για παράδειγμα. Μια τέτοια κατάσταση, στην κοινωνική ψυχολογία, περιγράφεται ως «γνωστικά ασύμφωνη»*: στο πρώτο στάδιο αυτής της κατάστασης, είναι αδύνατον να συμφιλιωθούν οι δυο ιδέες, τόσο στην πράξη, όσο και μέσα στο μυαλό μας, κι επειδή αυτό είναι αντιφατικό, διαταράσσει την ισορροπία των σκέψεών μας.
Πώς απαλλασσόμαστε από αυτήν την κατάσταση, που θεωρείται «δυσβάστακτη» για τα άτομα; Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και πάλι ότι, η κατάσταση που περιγράφεται εδώ, προϋποθέτει να μην μπορούμε με τίποτα να επιλέξουμε και τα δυο, αλλά και να είναι ισάξια. Τελικά, θα επιλέξω («αναγκαστικά») το ένα ή το άλλο, ενώ στη συνέχεια, παρόλο που είναι ισάξια, θα αρχίσω να αλλάζω στάση προς την επιλογή μου, βρίσκοντας περισσότερα πλεονεκτήματα σε αυτό που επέλεξα (και περισσότερα μειονεκτήματα σε αυτό που απέρριψα). Έτσι, εκλογικεύουμε την επιλογή μας και νιώθουμε σιγά-σιγά καλύτερα, αφού επανέρχεται η ισορροπία μέσα μας. Πρόκειται για μια «αυθόρμητη» εσωτερική ενέργεια (ή/ και τάση) η οποία διαφυλάσσει την ισορροπία μας…
Εφόσον υπάρχει αυτή η σχετική «ευελιξία» στο να αντιλαμβανόμαστε και να διαχειριζόμαστε τα «θέλω» μας, το «ΘΕΛΩ», εντός εισαγωγικών, είναι …μάλλον «σχετικό».
Κλείνει η παρένθεση.
Σχετικά με τις «επιθυμίες» ως μέσον για την «ευτυχία»…
Κρατούμενο πρώτο: φαίνεται λοιπόν ότι οι επιθυμίες δεν είναι (ή τουλάχιστο δεν παραμένουν) απόλυτες, όχι μόνο εξαιτίας της εκλογίκευσης (που περιγράψαμε ακριβώς παραπάνω) αλλά και, όπως περιγράφεται κι από τους ψυχαναλυτές, ακόμη και το «εκείνο», δηλαδή το παρορμητικό/ «απείθαρχο»/ «αχαλιναγώγητο» κομμάτι μέσα μας, «διαμεσολαβείται» (στην πράξη) τελικά από το «εγώ» και τους περιορισμούς της κοινωνικής πραγματικότητας (κι όχι μόνο)**…
Δεύτερο κρατούμενο: όλοι διαθέτουμε αυτοέλεγχο/ αυτοπειθαρχία κι έχουμε πει ότι είμαστε οι ίδιοι υπεύθυνοι των πράξεών μας, αφενός επειδή είμαστε ολοκληρωμένες προσωπικότητες κι αφετέρου για όσο δεν εξαναγκαζόμαστε από κάποιον ή κάτι να πράξουμε ενάντια στην ηθική μας.
Σχετικά με τις παραπάνω περιπτώσεις, η α), για παράδειγμα, δεν συνάδει με την «υπευθυνότητα». Δεν θα ερευνήσουμε εδώ εάν είναι θέμα «σωστού» ή «λάθους», «ηθικού» ή «ανήθικου», αν υπάρχει «τιμωρία» ή «ανοχή». Είναι σίγουρο, άλλωστε, ότι δεν έχουν όλες οι «επιπόλαιες» πράξεις σοβαρές συνέπειες. Και δεν θα έπρεπε να καταργήσουμε τον «αυθορμητισμό», απλά και μόνο επειδή δεν είναι «υπεύθυνη» στάση. Αλλά το να αναζητάς την ευχαρίστηση πρόσκαιρα, είναι προφανές ότι δεν αποτελεί μια σοφή επιλογή για την «ευτυχία».
Η β) περίπτωση μοιάζει περισσότερο σαν να είναι με το ένα «πόδι» εντός και με το άλλο «πόδι» εκτός των κοινωνικών «προτύπων». Από τη μια φαίνεται ότι πιθανόν «αθετεί» σκόπιμα κάποια «συμβουλή», αλλά από την άλλη πλευρά εξακολουθεί να εντάσσεται στις «υπεύθυνες» στάσεις. Μακάρι να ξέραμε εξαρχής ποιες επιλογές μας βγαίνουν σε καλό και ποιες σε κακό...
Η γ) περίπτωση θα μπορούσε να ανήκει στη «γνωστική ασυμφωνία»: Ας πούμε ότι θέλω πολύ κάτι, το οποίο ίσως με κάνει να μην είμαι αρεστός σε σημαντικά για μένα πρόσωπα, αλλά θέλω ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό και να είμαι αρεστός, επομένως ή επιλέγω να κάνω αυτό που επιθυμώ και στην ουσία να «ρισκάρω» την υπόληψή μου ή τελικά δεν το κάνω για να συνεχίσω να είμαι αρεστός. Βεβαίως το άτομο εδώ δεν «χάνει», αλλά «κερδίζει» σε έναν άλλον τομέα…
Ωστόσο, για την τελευταία περίπτωση, πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι δεν κάνουμε λόγο για την περίπτωση του «συμβιβασμού». Εξαρχής πήραμε ως δεδομένο ότι οι δυο ανάγκες είναι ισάξιες για το άτομο, επομένως, δεν πρόκειται για την περίπτωση που το άτομο οδηγείται να συμβιβαστεί με «λιγότερα».
Εξακολουθεί, δηλαδή, να υπάρχει η δυνατότητα να «κερδίζει» το άτομο πραγματικά και να παίρνει κάτι που το ευχαριστεί, ακόμη κι όταν στερείται κάτι άλλο, ίσης αξίας. Αυτό είναι δυνατόν, όταν κάποιος γνωρίζει ακριβώς τις ανάγκες του κι ιδιαίτερα ποιες από αυτές είναι οι πιο «κρίσιμες», οι πιο «αναγκαίες», προκειμένου να είναι «ο εαυτός του». Το άτομο όχι μόνο επιλύει τη «σύγκρουση» μέσα του, αλλά στη συνέχεια πείθεται όλο και περισσότερο ότι έχει κάνει το καλύτερο.
Προφανώς, αυτού του είδους η επίλυση της «σύγκρουσης» αποτελεί κι ένα είδος «μάθησης», έχει εκπαιδευτική αξία για τα άτομα. Μάλιστα, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβούν ανάλογες «αμοιβαίες παραχωρήσεις» και μεταξύ δυο ατόμων, εξασφαλίζοντας το αίσθημα της «ανωτερότητας» και στις δυο πλευρές. Βεβαίως, όλα αυτά, προϋποθέτουν ότι το άτομο εργάζεται με τον εαυτό του και βρίσκεται σε συνεχείς διαδικασίες αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης…
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχουν ζωές γεμάτες με σοφές επιλογές ή το αντίθετο. Όπως είπαμε, ποτέ δεν ξέρουμε τι τελικά βγαίνει σε καλό και τι σε κακό.
Ακόμη και στην περίπτωση που έχει επιλέξει το δρόμο του «ρίσκου», ένα άτομο εξακολουθεί να διαθέτει το δικαίωμα της απολογίας…
Ακόμη και στην περίπτωση που έχει επιλέξει το δρόμο του «ρίσκου», ένα άτομο εξακολουθεί να διαθέτει το δικαίωμα της απολογίας…
Κρατούμενο τρίτο: όταν το άτομο είναι και υπεύθυνο και συνεχίζει να εργάζεται με τον εαυτό του, τα «λάθη» είναι δυνατόν να επανορθώνονται και οι «λάθος επιλογές» να οδηγούν κάποιες φορές στο «σωστό» δρόμο, μέσα από τις συνέπειες τους, τις προσπάθειες για επανόρθωση κτλ.. Και κάποιοι πιστεύουμε βαθύτατα ότι, ακόμα και τα «λάθη» έχουν το λόγο τους που γίνονται.
Τέλος, προκειμένου να μιλήσουμε για την «ευτυχία», θα πρέπει να συγκρίνουμε τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά στάνταρντς. Τα «με τι θα είμαστε ικανοποιημένοι» και «τι σημαίνει ευτυχία», προφανώς και είναι σχετικά. Κι ως ένα βαθμό, πάντα θα μπορούν να παίρνουν διαφορετικά νοήματα. Όμως, όσο πιο απλά μπορούμε εμείς να τα θέσουμε, τόσο το καλύτερο…
Κρατούμενο τέταρτο: Ευτυχία δεν είναι να τα έχεις «όλα».
Κατά τη γνώμη μου, η «ευτυχία» είναι απτή στην καθημερινότητά μας. Αρκεί να έχουμε υπόψη ότι δεν γίνεται να μην γευτούμε ποτέ στη ζωή μας ούτε την «αμφισβήτηση» ούτε και κάποιου είδους «στερήσεις»… Άλλωστε, αυτό είναι το νόημα της ελεύθερης επιλογής και πάντα θα υπάρχουν δρόμοι που δεν θα διαλέγουμε. Όπως λένε, αυτές οι μικρούλες «πίκρες», είναι που κάνουν πιο γλυκιά τη ζωή μας.
Κι ακόμη κι αν, λέγοντας «ευτυχία» νοσταλγούμε καταβάθως κάτι «απόλυτο», μια «φαντασίωση» που μας θυμίζει την παιδική μας ηλικία, όπως η μέρα που μάθαμε ποδήλατο ή ένα αγαπημένο δώρο που ζητήσαμε και μας έφερε ο Άγιος Βασίλης, δεν θα ήταν τελικά τόσο όμορφο αυτό το «ρίγος» που μας κάνει η πραγματική, «καθημερινή» ευτυχία να νιώθουμε, αν δεν μας είχε «τρυπήσει» το «αγκάθι» της «αμφιβολίας», εκείνο που σε κάνει να εύχεσαι να είχες δυο ζωές…
Χ. Κ.
__________
* Αξίζει να αναζητήσει ο αναγνώστης περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη «θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας» στην κοινωνική ψυχολογία (L. Festinger, 1919-1989)
**Ο S. Freud (1856-1939), πατέρας της ψυχανάλυσης, αναφέρεται στο «εγώ», κατά κάποιον τρόπο ως «διαμεσολαβητή» μεταξύ των «επιθυμιών» (που χαρακτηρίζουν ένα ασυνείδητο μέρος της «ψυχής» που ονομάζει «εκείνο») και των κανόνων (του «υπερεγώ»). Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται, υπάρχει σχετικό υλικό στο διαδίκτυο και στα ελληνικά…
* Αξίζει να αναζητήσει ο αναγνώστης περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη «θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας» στην κοινωνική ψυχολογία (L. Festinger, 1919-1989)
**Ο S. Freud (1856-1939), πατέρας της ψυχανάλυσης, αναφέρεται στο «εγώ», κατά κάποιον τρόπο ως «διαμεσολαβητή» μεταξύ των «επιθυμιών» (που χαρακτηρίζουν ένα ασυνείδητο μέρος της «ψυχής» που ονομάζει «εκείνο») και των κανόνων (του «υπερεγώ»). Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται, υπάρχει σχετικό υλικό στο διαδίκτυο και στα ελληνικά…
Η Χριστίνα Καλαβρή είναι ψυχολόγος-εγκληματολόγος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου