ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟ ΑΛΑΤΕΝΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΕΝΙΟ Παραμύθι (Αφηγητής ο Αγγελής Μαραγκάκης)


Κυρίως μέσα από το blog μου αλλά και μέσα από το eviawelle γίνεται, μεταξύ των άλλων, να διασωθεί και η παράδοση της Εύβοιας. Στην παρούσα ανάρτηση σας παρουσιάζω ένα πολύ όμορφο παραμύθι που έχει καταγράψει ο Γιάννης Φαφούτης και το έχει αφηγηθεί ο αείμνηστος Αγγελής Μαραγκάκης. Είναι ένα παραμύθι από την Λίμνη Ευβοίας και έχει τίτλο το Σπιτάκι τ' Αλατένιο, το σπιτάκι το κρεμμυδένιο.

Διαβάστε το;
Μια φορά και ένα καιρό ήτανε ένας γέρος και μία γριά και ζούσανε στην άκρη ενός χωριού. Το σπίτι του γέρου ήταν αλατένιο και της γριάς κρεμμυδένιο.
       Μια μέρα καθώς μαγείρευε η γριά είδε ότι της είχε τελειώσει το αλάτι και πήγε στο γέρο να τις δώσει λίγο. Κοτζάμ σπίτι αλατένιο είχε. Γείτονες ήταν και όπως λέει κι΄ η παροιμία «πρώτα θα δεις το γείτονα κι΄ύστερα τον ήλιο».
      - Χτυπάει την πόρτα και φωνάζει . Γέρο καλέ γέρο μπορείς να μου δώσεις λίγο αλατάκι που ξέμεινα να βάλω στο φαγητό μου;
     - Φύγε από εδώ παλιόγρια απάντησε ο γέρος δεν σου δίνω τίποτα.
       Έφυγε η γριά αφού δεν της έδινε και αναγκάστηκε να φάει το φαγητό ανάλατο.
       Μετά από λίγες μέρες πιάνει μία βροχή, μία δυνατή μπόρα, σωστός κατακλυσμός και έλιωσε το αλατένιο σπίτι του γέρου.
       Τι να κάνει τώρα ο γέρος, καταμουσκεμένος όπως  ήταν σκεφτόταν που να πάει. Το πιο κοντινό ήταν το σπίτι της γριάς. Με τι μούτρα όμως  να πάει που πριν λίγο καιρό είχε διώξει τη γριά.
       Μισή ντροπή δική της και μισή δική μου μονολόγησε και ξεκίνησε.
       Χτύπησε την πόρτα και φώναξε.
      -Γριά, γριά, γριούλα μου, καλή νοικουρούλα μου, άνοιξε λίγο να μπω μέσα γιατί είμαι βρεμένος μέχρι το κόκαλο.
     -Φύγε από δω παλιόγερε, εσύ δεν μου έδωσες λίγο αλατάκι που σου ζήτησα πριν λίγες μέρες και τώρα μου ζητάς βοήθεια.
       Αυτό που έκανα εγώ γριά, γριά, γριούλα μου, καλή νοικοκυρούλα μου δεν ήταν καθόλου σωστό και το έχω μετανιώσει, αλλά είσαι  καλή, φιλόξενη, κάνε μου τη χάρη να σταθώ εκεί δα δίπλα στην πόρτα να μην βρέχομαι άλλο τουλάχιστον.
       Είδε κι΄ απόειδε η γριά από τα παρακάλια του λέει.
     -Άντε  έλα και μαυροέλα και του άνοιξε την πόρτα.
     Μέσα το σπίτι ήταν ζεστό από το τζάκι που ήταν σε μια γωνιά και πάνω στη φωτιά σιγόβραζε κάποιο φαγητό.
       Αφού πέρασε κάμποση ώρα και καθώς έβλεπε τη λαμπή της φωτιάς, ο γέρος πήρε θάρρος και ξαναρώτησε τη γριά.
       -Γριά –γριά –γριίτσα μου καλή νοικυρίτσα μου μπορώ να πάω κάτσω κοντά στο τζάκι γιατί από εδώ δεν πρόκειται να στεγνώσω με τίποτα.
      -Ακου δώ παλιόγιερε απάντησε η γριά, δεν φτάνει που σε έβαλα μέσα στο σπίτι, μετά από αυτό που μούκανες τώρα μου ζητάς να πάς πιο κοντά στη φωτιά.
      -Έλα καλέ  γριά γριούλα μου καλή νοικυρούλα μου, μην γίνεσαι εσύ σαν και εμένα, εσύ είσαι καλή  γυναίκα.
       Σκέφτηκε η γριά και σε λίγο γυρνάει και του λέει.
      -Άντε παλιόγιερε έλα και μαυροέλα.
       Πέρασε πολύ ώρα και τα ρούχα του γέρου άχνιζαν από τη ζεστασιά μέχρι που στέγνωσαν. Εκείνη την ώρα ετοιμαζόταν και η γριά να καθίσει στο τραπέζι για φαγητό. Έστρωσε το τραπέζι, έκανε το σταυρό της και κάθισε για φαγητό.
       Ο γέρος έβλεπε το φαγητό έτσι που ήταν αχνιστό, ερχόταν και μια ωραία μοσκοβολιά , ώσπου δεν άντεξε και τη  ρώτησε.
       -Καλέ γριά γριούλα μου καλή νοικοκυρούλα μου μπορώ να έρθω πιο κοντά να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου; Αυτή η μοσκοβολιά του φαγητού με έχει ξετρελάνει.
       Τι να κάνει η γριά άνθρωποι είμαστε, χριστιανοί βρε αδερφέ, σκέφτηκε και του είπε να κοπιάσει.
       Αφού φάγανε καλά και οι δυο ο γέρος κάθισε κοντά στο τζάκι μέχρι που σουρούπωσε ,όταν η γριά άρχισε να ετοιμάζει το κρεβάτι της να πέσει για να κοιμηθεί. Έβαλε ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι για να κρατήσει η φωτιά μέχρι το πρωί  και ξάπλωσε λέγοντας καληνύχτα στο γέρο.
       Όσο πέρναγε η ώρα η φωτιά άρχισε να λιγοστεύει και ο γέρος άρχισε να κρυώνει οπότε ρώτησε τη γριά.
     -Καλέ γριά γριά γριούλα μου καλή νοικυρούλα μου ξεπάγιασα,  μπορώ να ανέβω στην άκρη του κρεβατιού να σκεπαστώ λιγάκι με τις κουβέρτες σου.
Έλα Χριστέ και Παναγιά φώναξε θυμωμένα η γριά ακόμη και στο κρεβάτι μου δεν σε έβαλα.
      -Σαν πολλά δεν τα ζητάς παλιόγερε να σηκωθείς και να φύγεις αμέσως.
      -Μα γριά γριούλα μου γιατί γίνεσαι τόσο κακιά μια βραδιά είναι αύριο μόλις ξημερώσει ο θεός τη μέρα θα φύγω.
      -Άντε έλα και μαυροέλα παλιόγερε.
       Σηκώθηκε τότε ο γέρος πήγε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε κάτω από τις ζεστές κουβέρτες.
     
       Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Σχόλια