Τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέψουν στην Αθήνα, αποφάσισε η εικονική δίκη

Το πόρισμα της εικονικής δίκης για την κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα παρότι συμβολικό υπήρξε ξεκάθαρο: Κατά συντριπτική πλειοψηφία, το κοινό, σε θέση ενόρκων, αποφάσισε ότι τα λεγόμενα «Ελγίνεια Μάρμαρα» πρέπει να επιστρέψουν στην ιστορική τους βάση.

Δεν είναι μάλιστα τυχαίο, ότι η διοργάνωση έλαβε χώρα φέτος –σηματοδοτώντας την επέτειο 200 χρόνων από τότε που τα Γλυπτά του Παρθενώνα τοποθετήθηκαν στο Μουσείο του Λονδίνου– αλλά και λίγους μήνες μετά την κατάθεση πρότασης Νόμου στο βρετανικό Κοινοβούλιο για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα από βρετανική διακομματική επιτροπή.
Η προσομοίωση της δίκης πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στη Μελβούρνη, στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Συλλόγου Ελλήνων Δικηγόρων Αυστραλίας (Hellenic Australian Lawyers Association - HAL) με τη συνεργασία της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Monash που διέθεσε και το χώρο της εκδήλωσης.
Σε μια κατάμεστη αίθουσα στο Monash Law Chambers της οδού Lonsdale, περισσότεροι από 200 παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, ενώ η εικονική δίκη έκανε μάλιστα τον γύρο του κόσμου μέσω ζωντανής αναμετάδοσης από τη σελίδα του Κυριάκου Gold, με την ιδιότητά του ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου HAL.
Όπως ανέφερε ο κ. Gold μιλώντας στο «Νέο Κόσμο», περίπου 900 άτομα παρακολούθησαν ολόκληρη τη δίκη από το διαδίκτυο, ενώ το σχετικό ρεπορτάζ είχε απήχηση ανά την υφήλιο με σχεδόν 8.000 ενδιαφερόμενους να το ακολουθούν.
Καθόλη τη διάρκεια της αναμετάδοσης, το διαδικτυακό κοινό μπορούσε να υποβάλλει σχόλια, με την πλειοψηφία να εκφράζουν την αποδοκιμασία τους για την άδικη κλοπή των Γλυπτών.
Αρχικά, η επίτιμη καθηγήτρια Gillian Triggs, πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Αυστραλίας, παρουσίασε το ιστορικό της υπόθεσης, ξεκινώντας από το γεγονός της αμφιλεγόμενης αρπαγής της γνωστής συλλογής το 1806 από τον κόμη Έλγιν, Τόμας Μπρους, πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή.
Πρόβαλε ακόμη τα φλέγοντα ερωτήματα που τίθενται σχετικά με το δικαίωμα κυριότητας των εκθεμάτων, τη δυνατότητα νομικής παρέμβασης στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και το ενδεχόμενο επιτυχούς επιστροφής των Γλυπτών που κατά πολλούς μπορεί να δημιουργήσει δικαστικό προηγούμενο ικανό να στηρίξει διεκδικήσεις σε σημείο που τα μουσεία του κόσμου θα μπορούσαν να «αδειάσουν» από τα εκθέματά τους. Η κ. Triggs εξέθεσε, επίσης, την ηθική και πολιτιστική διάσταση του ζητήματος, αλλά και το ρόλο της κοινής γνώμης στη Μεγάλη Βρετανία.
Το πρώτο μέρος της εκδήλωσης αφορούσε τη νομική διαδικασία, όπου οι συνήγοροι της κάθε πλευράς είχαν στη διάθεσή τους περίπου δεκαπέντε λεπτά για να παρουσιάσουν την επιχειρηματολογία τους ενώπιον των προεδρεύοντων δικαστών Αιμίλιου Κύρου και Rita Zammit, του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βικτώριας, και Justice Debra Mortimer του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Αυστραλίας.
Την πλευρά της Ελλάδας εκπροσώπησε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βικτώριας, Παύλος Αναστασίου, ενώ εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας μίλησε ο διακεκριμένος για την προσφορά του σε θέματα τέχνης νομικός, Julian Burnside.
Ο κ. Αναστασίου υπήρξε άτεγκτος στο θέμα της παράνομης οικειοποίησης των Γλυπτών, επισημαίνοντας χαριτολογώντας ότι η αντίθετη πλευρά επιχειρεί την «υπεράσπιση του ανυπεράσπιστου». Μίλησε για τις αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα του τουρκικού φιρμανιού που έδινε στο λόρδο Έλγιν την άδεια για την αποκαθήλωση των μαρμάρων από τον Παρθενώνα, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο επίσημο έγγραφο δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στην αυθεντική του μορφή. Παράλληλα, ανέφερε την υποχρέωση της Μεγάλης Βρετανίας να επιστρέψει τα Γλυπτά βάσει του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της σχετικής συνθήκης της UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά.
Από την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, ο κ. Burnside έκανε λόγο για το δικαίωμα κυριότητας σε πολιτιστικά αγαθά, το οποίο καθορίζεται από το ισχύον σύστημα δικαίου κάθε εποχής. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα προηγούμενων σχετικών δικαστικών υποθέσεων, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει νόμιμη βάση για να αλλάξει το καθεστώς της κυριότητας των «Ελγίνειων Μαρμάρων» 200 χρόνια μετά την απόκτησή τους από τους Βρετανούς και ότι η διεκδίκησή τους δεν βασίζεται σε τίποτε περισσότερο από συναισθηματικούς λόγους, ενώ μάλιστα θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισχύ οποιουδήποτε συστήματος δικαίου.
Μετά την παρουσίαση των επιχειρημάτων από τους δύο αντίδικους, ο λόγος δόθηκε στην επιτροπή των ενόρκων, δηλαδή στους παρευρισκόμενους θεατές της διοργάνωσης, οι οποίοι με ανάταση χειρός έκριναν σχεδόν στο σύνολό τους ότι η παραμονή των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο είναι παράνομη και ψήφισαν υπέρ της επιστροφής τους στην Ελλάδα.
Σε έλλειψη ομόφωνης απόφασης του σώματος των ενόρκων, η έδρα του εικονικού δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι η υπόθεση έμελλε να συνεχιστεί σε επόμενη ακρόαση, όπως κανονικά προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Όπως εξηγεί ο κ. Gold, ο σκοπός της διοργάνωσης δεν ήταν να εκδοθεί μία απόφαση, αλλά να δοθεί η αφορμή για μια περαιτέρω συζήτηση του θέματος στη νομική του διάσταση, όπως επίσης να δοθεί μια μικρή γεύση στο κοινό της επιχειρηματολογίας των αντιδίκων ώστε να γίνει αντιληπτή η πολυπλοκότητα του ζητήματος.
«Στο περιορισμένο χρονικό διάστημα των δύο ωρών που διήρκησε η διαδικασία δίνεται η ευκαιρία στο ακροατήριο να καταλάβει ότι και οι δύο πλευρές έχουν βάσιμα νομικά επιχειρήματα και ότι δεν πρόκειται για μια εύκολη ή απλή υπόθεση.
Μπορείς να έχεις το δίκιο με το μέρος σου από ηθική άποψη, όμως το δικαστήριο συνιστά σε κάθε περίπτωση ρίσκο και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει» ανέφερε.
Άλλωστε, δεν αποκλείεται η εικονική δίκη να αποκτήσει και πρακτική χρησιμότητα, καθώς οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τις δύο πλευρές θα μπορούσαν κάλλιστα να ακουστούν και στην περίπτωση μιας πραγματικής νομικής διαδικασίας στο μέλλον.
Στο δεύτερο κομμάτι της βραδιάς ακολούθησε ανοιχτή συζήτηση που κάλυψε όχι μόνο το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά επίσης την φιλοσοφική, ιστορική και ηθική πτυχή του ζητήματος, ενώ το κοινό μπορούσε πλέον να συμμετάσχει πιο ενεργά και να συνεισφέρει στο διάλογο.
Από την εκδήλωση μάλιστα δεν έλειψαν και τα ευτράπελα, καθώς ένας συμπάροικος που ξεκίνησε απευθύνοντας μια ερώτηση στους παρευρισκόμενους, αποπειράθηκε να μονοπωλήσει τη συζήτηση, λέγοντας στο άναυδο κοινό ότι έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να μιλάει για ό,τι θέλει και για όσες ώρες θέλει. Η καθηγήτρια Triggs ως συνονίστρια του διαλόγου, έδωσε τέλος στο επεισόδιο αφαιρώντας με διακριτικότητα και ευγένεια το λόγο από τον συμπάροικο, ο οποίος και απομακρύνθηκε από την αίθουσα.
Στο πάνελ της συζήτησης συμμετείχαν ο Douglas Guilfoyle, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Monash, ειδικός σε θέματα Διεθνούς Δικαίου, ο Δρ. Τριαντάφυλλος Γκούβας, ερευνητής Φιλοσοφίας του Δικαίου, ο ιστορικός Δρ. Andrew Connor και η Δρ. Ευαγγελία Αναγνώστου-Λαουτίδη με εξειδίκευση σε θέματα Κλασικών Μελετών.
Σύμφωνα με τον κ. Gold, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της κουβέντας υπήρξε η πρόταση να προτιμηθεί η διπλωματική οδός για την επίλυση του ζητήματος, ενώ μια από τις προτεινόμενες εναλλακτικές που ακούστηκαν ήταν η ίδρυση παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου στην Αθήνα προκειμένου να προσπεραστεί το νομικό κώλυμα της κυριότητας.
«Η εκδήλωση είχε πολύ δυνατές παρουσίες, τόσο από το νομικό, όσο και τον ακαδημαϊκό χώρο.
«Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που έδινε ερεθίσματα για περαιτέρω σκέψη όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση αλλά είχε προεκτάσεις μέχρι και για την εικόνα των μουσείων στο μέλλον» είπε ο κ. Gold.

Σχόλια