Τσικνοπέμπτη, η πραγματική ιστορία

«Το 338 π.Χ. ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας κατήλθε εις Χαιρώνειαν Βοιωτίας ίνα αντιμετωπίσει τας συνασπισμένας δυνάμεις Αθηναίων, Θηβαίων και των συμμάχων αυτών.» Σε λιγότερο από μισή ώρα έρευνας είχα συνειδητοποιήσει πως κρατούσα στα χέρια μου το μοναδικό στοιχείο που θα βοηθούσε κάποιον να εντοπίσει τα ίχνη του ιερού πρώτου Λιγδιασμένου Κάρβουνου Τσικνοπέμπτης. Σύμφωνα λοιπόν με τη διήγηση του Δεληπάνου, τα στρατεύματα του Φιλίππου στρατοπέδευσαν 13 χιλιόμετρα βόρεια από τη Λειβαδιά, περιοχή ανέκαθεν φημισμένη για τα κοψίδια της.
Ενόσω λοιπόν ανέμεναν άεργοι τους σχηματισμούς των αντιπάλων υπό τους στρατηγούς Χάρη και Λυσικλή, αποφάσισαν να πάρουν μια γεύση από τα ντόπια, ξακουστά αμνοερίφια. Για 3 μερόνυχτα σύσσωμο το στράτευμα έσφαζε, έγδερνε και έψηνε τα σφάγια πλάι σε τεράστιες φωτιές. Οι περίφημες μακεδονικές σάρισες χρησίμευσαν ως υπερμεγέθεις σούβλες και όλοι μέσα σε κλίμα ευφορίας δοκίμασαν εκλεκτούς μεζέδες για να στυλωθούν.


Τη δεύτερη δε μέρα του ψηστηριού, ο επικεφαλής του αποσπάσματος των Σερραίων οπλιτών, Αμύδρας, επιδεικνύοντας πνεύμα αλτρουισμού και αυταπάρνησης, προμήθευσε το στράτευμα με πουτάνες της επικράτειάς του, κάποιες από τις οποίες υπήρξαν ερωμένες των οπλιτών του, με στόχο να συνεισφέρουν στην εξύψωση του ηθικού των στρατιωτών. Από το συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν έλκει την καταγωγή της και η προσφιλής στους κατοίκους της Β. Ελλάδας φράση: «Έχεις γκόμενα Σερραία, θα γαμήσει κι η παρέα».

Από το ξημέρωμα της τρίτης ημέρας του φαγοποτιού, είχε πιάσει στην περιοχή ένα ελαφρύ ψιλόβροχο. Οι άσβεστες επί τριήμερο φλόγες της μακεδονικής φάλαγγας, άρχιζαν να καπνίζουν ολοένα και περισσότερο, δημιουργώντας τη γενική εντύπωση ομιχλώδους τοπίου. Με επιφύλαξη στο σημείο αυτό, αναφέρει ο ιστορικός πως ίσως και οι αναψοκωλιές από τα όργια της προηγούμενης ημέρας συνέβαλαν στην χαμηλή ορατότητα που επικράτησε στη περιοχή. Ήταν ημέρα Πέμπτη. Η ημέρα που έλαβε χώρα η Μάχη της Χαιρώνειας.


Οι αντίπαλοι χάνοντας τον εχθρό από το οπτικό τους πεδίο, εισήλθαν ανοργάνωτοι στο χώρο στρατοπέδευσης των Μακεδόνων σίγουροι πως αυτοί είχαν αποχωρήσει χωρίς να δώσουν μάχη. Ο δεκαοχτάχρονος τότε Αλέξανδρος διέταξε την άμεση επίθεση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του Ιερού Λόχου των Θηβαίων. Αναφέρεται πως κάποιοι Αθηναίοι οπλίτες αποπροσανατολίστηκαν την κρίσιμη στιγμή από την ομορφιά των γυμνόκωλων Σερραίων και πως κάποιοι άλλοι αναμείχθηκαν σε φονικές διαμάχες με Μακεδόνες φαλαγγίτες για το αν τα σουβλάκια που βρέθηκαν αφάγωτα, θα έπρεπε στο εξής να αποκαλούνται σουβλάκια ή καλαμάκια.

Κάπου εκεί τελειώνει η αφήγηση του Δεληπάνου. Όσα ακολούθησαν τη Μάχη της Χαιρώνειας είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό που έχει όμως περισσότερη σημασία είναι η ιστορική συνέχεια που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρθηκαν. Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές και στην συγκεκριμένη περίπτωση, νικητής είναι η τσίκνα, η λίγδα και το λίπος που χύθηκε για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι και τσικνισμένοι. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι ένα τριαξονικό φαγοπότι ώστε να τιμήσουμε τους προγόνους που χάθηκαν υπερασπιζόμενοι τις ιερές αυτές αξίες.

πηγή

Σχόλια