Η Παναγιώτα Κολλέρη,πήρε το δεύτερο βραβείο στον 7ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό "Καισάριος Δαπόντες"!
Η Συνδημότισσά μας Παναγιώτα Κολλέρη,πήρε το δεύτερο βραβείο στον 7ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό "Καισάριος Δαπόντες" που διοργανώνεται από τον Δήμο Σκοπέλου. Το ποίημα με το οποίο κατέκτησε το δεύτερο βραβείο είναι " Στον Άι Γιάννη στο Καστρί'. Η Παναγιώτα είναι γνωστή σε όλους μας από το παραμύθι "Το μαγικό αδράχτι". Αξίζει πολλά συγχαρητήρια και της ευχόμαστε πάντα επιτυχίες.
Το ποίημα που κατέκτησε το δεύτερο βραβείο έχει ως εξής:
Σμύρνα και αλμύρα γίνονται
ένα σκαλί κι ένα άστρο
άσπρο φτερό ψαροπουλιού
σμίλευμα πέτρινου σπαθιού
στου Αγιαννιού το κάστρο.
Σε είδα μέσα στ' όνειρο κι έλεγε τ' όνομά σου
ο ήλιος σ' άσπρη εκκλησιά με τη γαλάζια φλόγα
και το 'λεγε η θάλασσα στων βράχων τις σχισμάδες
και το ΄λεγε ο άνεμος στης Γλώσσας τους ψαράδες.
Και τ' άκουσαν οι αετοί μες στις ψηλές φωλιές τους
και τ' άκουσαν οι μύραινες μες στις βαθιές σπηλιές τους
και τ' άκουσαν και οι ψυχές μες στις πολλές φωτιές τους.
Και φώναξαν με μια φωνή, ποιος τώρα μας φωνάζει;
Κι είπες: Ο ήλιος είμαι, η θάλασσα, ο άνεμος, οι βράχοι
είμαι η φωτιά μες στην ψυχή που φλόγα θέλει να 'χει.
Ελάτε να καθίσουμε στ' άσπρα τα παραθύρια
και να ξεπροβοδίσουμε τον ήλιο που θα πέφτει
μαζί και να μερέψουμε της θάλασσας τα στήθια
μαζί και να αγκαλιάσουμε την πέτρα που μας καίει
μαζί ψαράδες στο γιαλό, ψαράδες στα λιμάνια
κι ύστερα πάλι όλοι μαζί τραβάμε για τα βάθη.
Ξύπνησα κι είχα τη μορφή άσπρη σαν το ξωκκλήσι
και τα μαλλιά μου κάτασπρα σαν τον αφρό στο κύμα
ψαράς με ψάρεμα φτωχό κι αγκίστρι δίχως δόλο
κι είχα στα μάτια μου το φως απ' την κορφή του βράχου
και μες στα χέρια τη δροσιά απ' των νερών τα βάθη
κι είχα τη φλόγα στην ψυχή, του Πρόδρομου τη χάρη.
Το ποίημα που κατέκτησε το δεύτερο βραβείο έχει ως εξής:
Σμύρνα και αλμύρα γίνονται
ένα σκαλί κι ένα άστρο
άσπρο φτερό ψαροπουλιού
σμίλευμα πέτρινου σπαθιού
στου Αγιαννιού το κάστρο.
Σε είδα μέσα στ' όνειρο κι έλεγε τ' όνομά σου
ο ήλιος σ' άσπρη εκκλησιά με τη γαλάζια φλόγα
και το 'λεγε η θάλασσα στων βράχων τις σχισμάδες
και το ΄λεγε ο άνεμος στης Γλώσσας τους ψαράδες.
Και τ' άκουσαν οι αετοί μες στις ψηλές φωλιές τους
και τ' άκουσαν οι μύραινες μες στις βαθιές σπηλιές τους
και τ' άκουσαν και οι ψυχές μες στις πολλές φωτιές τους.
Και φώναξαν με μια φωνή, ποιος τώρα μας φωνάζει;
Κι είπες: Ο ήλιος είμαι, η θάλασσα, ο άνεμος, οι βράχοι
είμαι η φωτιά μες στην ψυχή που φλόγα θέλει να 'χει.
Ελάτε να καθίσουμε στ' άσπρα τα παραθύρια
και να ξεπροβοδίσουμε τον ήλιο που θα πέφτει
μαζί και να μερέψουμε της θάλασσας τα στήθια
μαζί και να αγκαλιάσουμε την πέτρα που μας καίει
μαζί ψαράδες στο γιαλό, ψαράδες στα λιμάνια
κι ύστερα πάλι όλοι μαζί τραβάμε για τα βάθη.
Ξύπνησα κι είχα τη μορφή άσπρη σαν το ξωκκλήσι
και τα μαλλιά μου κάτασπρα σαν τον αφρό στο κύμα
ψαράς με ψάρεμα φτωχό κι αγκίστρι δίχως δόλο
κι είχα στα μάτια μου το φως απ' την κορφή του βράχου
και μες στα χέρια τη δροσιά απ' των νερών τα βάθη
κι είχα τη φλόγα στην ψυχή, του Πρόδρομου τη χάρη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου