Δείτε τι έλεγε η συνθήκη της Οχρίδας για τα Σκόπια



Το 2001, μόλις 10 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της από την πρώην Γιουγκοσλαβία, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) βίωσε μια τεράστια κρίση μεταξύ των δύο βασικών εθνοτικών ομάδων από τις οποίες συγκροτείται – συγκεκριμένα, μεταξύ των Σλαβομακεδόνων και των Αλβανών. Οι Σλαβομακεδόνες -ένα μικρό σλαβικό έθνος, συγγενικό κυρίως με τους Βούλγαρους, και δευτερευόντως με τους Σέρβους- συνιστά την πλειοψηφική εθνότητα στη χώρα, αποτελώντας το 64,2% των πολιτών, ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα της χώρας, οι Αλβανοί, αποτελούν το 25,2% του πληθυσμού. Η ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ από την ενιαία Γιουγκοσλαβία το 1991 έδωσε στους Σλαβομακεδόνες ξεχωριστή κρατική οντότητα για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Το αλβανικό στοιχείο διατηρούσε ξεχωριστές πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες συμπεριλαμβάνονταν σχεδόν πάντα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ σε αντίθεση με το Κόσοβο, όπου οι σχέσεις Σέρβων και Αλβανών ήταν τεταμένες από τη δεκαετία του ’60, δεν είχαν υπάρξει σοβαρές συγκρούσεις σε εθνική βάση στην περιοχή αυτή.




Τα επεισόδια του 2001 κατέστησαν επιτακτική την παρέμβαση των ξένων δυνάμεων και, συγκεκριμένα, των δυνάμεων του NATO, οι οποίες άσκησαν πίεση ώστε να εκτονωθεί η κρίση, και να γίνει εφικτή μια συμφωνία ανάμεσα στις δύο ομάδες, οδηγώντας στη σύναψη της Συμφωνίας της Οχρίδας στις 13 Αυγούστου του 2001. Δυστυχώς σήμερα, 17 χρόνια μετά, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο εθνότητες είναι ανοιχτές – όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εξελίξεις με τα επεισόδια του 2015.
Πριν Τη Συμφωνία

Αφετηρία της ανάφλεξης στις περιοχές όπου πλειοψηφεί το αλβανικό στοιχείο στα δυτικά της χώρας ήταν η σύγκρουση στο Κόσοβο κατά την περίοδο 1996-1999, καθώς η αλβανική εθνικιστική ιδεολογία του UCK (Στρατός Απελευθέρωσης του Κοσόβου) αναγέννησε το όνειρο για τη “Μεγάλη Αλβανία” η οποία, πέραν του σημερινού αλβανικού κράτους, θα περιλάμβανε ολόκληρο το Κόσοβο, τις περιοχές της βορειοδυτικής και δυτικής ΠΓΔΜ όπου πλειοψηφούν οι Αλβανοί, την κοιλάδα του Preševo στη νότια Σερβία, καθώς και περιοχές του νότιου Μαυροβουνίου όπου υπάρχει αλβανικός πληθυσμός. Η προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου, η οποία γινόταν αποδεκτή από μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας -παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατή από το γιουγκοσλαβικό Σύνταγμα-, υπήρξε καταλυτική για την επιδείνωση των εθνοτικών διαφορών στην περιοχή. Πράγματι, δημιουργήθηκαν έτσι ελπίδες σε μέρος του αλβανικού στοιχείου ότι μπορεί και το ίδιο να πετύχει ανάλογη ανεξαρτητοποίηση από την ΠΓΔΜ και, τελικά, να ενωθεί σε ενιαία κρατική οντότητα με τους υπόλοιπους αλβανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής γύρω από την Αλβανία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η προσωρινή διαμονή δεκάδων χιλιάδων Αλβανών του Κοσόβου ως προσφύγων στην ΠΓΔΜ το 1999, κατά την περίοδο της επίθεσης του σερβικού καθεστώτος Milošević για το ξεκαθάρισμα του UCK, κάτι που όξυνε τις σχέσεις μεταξύ του σλαβομακεδονικού και του αλβανικού στοιχείου.

Με την παρότρυνση και τη βοήθεια δυνάμεων από το Κόσοβο, αλβανικές ένοπλες ομάδες προχώρησαν σε εξέγερση στη βορειοδυτική ΠΓΔΜ, η οποία διήρκεσε από τον Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 2001, και αντιμετωπίστηκε από τον στρατό και την αστυνομία της χώρας – χωρίς να υπάρξει, ωστόσο, γενική κλιμάκωση, και με υποχωρήσεις ώστε να μην διχαστεί πλήρως η χώρα. Η αρχή των συγκρούσεων έγινε στα τέλη Ιανουαρίου του 2001, όταν σημειώθηκε βομβιστική επίθεση εναντίον αστυνομικού τμήματος σε αλβανικό χωριό της δυτικής ΠΓΔΜ, προκαλώντας τον θάνατο ενός αστυνομικού και τον τραυματισμό άλλων τριών. Την ευθύνη ανέλαβε τότε ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (UCK). Παρόμοιες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων είχαν γίνει και στις αρχές του 2000. Οι συγκρούσεις έλαβαν τέλος με τη συντριβή των Αλβανών ανταρτών στις 28 Μαρτίου.




Οι απώλειες από την πλευρά των Αλβανών ήταν 86 μαχητές και 60 άμαχοι, ενώ τη ζωή τους έχασαν 75 στρατιώτες της ΠΓΔΜ και 10 άμαχοι Σλαβομακεδόνες. Τελικώς, η Συμφωνία της Οχρίδας υπογράφηκε στις 13 Αυγούστου του 2001 -πριν ακόμη λήξουν οριστικά οι συγκρούσεις- ανάμεσα στα δύο ισχυρότερα σλαβομακεδονικά κόμματα, το SDSM και το VMRO-DPMNE, και τα δύο αλβανικά, DPA και PDP, προβλέποντας σειρά μέτρων συνδιαλλαγής, αυτοδιοίκηση, αποκέντρωση και αφοπλισμό των αντιμαχομένων πλευρών. Οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ κέρδισαν τελικώς να καθιερωθεί η γλώσσα τους ως δεύτερη επίσημη στους δήμους όπου έχουν ισχυρή παρουσία, και αποφάσεις οι οποίες τους αφορούν να απαιτούν στη Βουλή όχι μόνο απλή πλειοψηφία, αλλά και πλειοψηφία των βουλευτών των αλβανικών μειονοτικών κομμάτων. Οι βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2002 ανέδειξαν τον Σοσιαλδημοκρατικό Συνασπισμό “Μαζί για τη Μακεδονία”, στον οποίο ηγείτο το κόμμα “Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση της Μακεδονίας”, που ανέλαβε την υποχρέωση για εφαρμογή της Συμφωνίας της Οχρίδας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς, καθώς και στην εξυγίανση της οικονομίας.
Η Συμφωνία

Η Συμφωνία απαιτούσε -μεταξύ άλλων- συνταγματική μεταρρύθμιση, νομοθετικές αλλαγές και, φυσικά, σχέδιο για την επίλυση της κρίσης και για τον τερματισμό των συγκρούσεων. Αρχικά, το προοίμιο του Συντάγματος άλλαξε ώστε να γίνεται σαφές ότι “η ΠΓΔΜ δεν είναι το κράτος μιας εθνότητας, αλλά ανήκει σε όλους τους πολίτες της”. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μεταρρύθμιση, καθώς το προοίμιο προκαλούσε αντιδράσεις στον αλβανικό πληθυσμό ο οποίος, αν και επιθυμούσε να αναφέρεται το αλβανικό έθνος ως δεύτερο συστατικό έθνος της χώρας, συμβιβάστηκε με αυτή τη διατύπωση. Ως προς το θέμα της γλώσσας, ορίστηκε η αλβανική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα, ενώ κάθε γλώσσα που ομιλείται σε μια περιοχή σε ποσοστό άνω του 20% έγινε επίσημη στις συγκεκριμένες κοινότητες, με παράλληλη δέσμευση για παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για κάθε επίσημη γλωσσική ομάδα. Επιπλέον, άλλαξαν οι διαδικασίες για την ψήφιση νέων νόμων που αφορούν στη γλώσσα, στα σύμβολα, στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό, καθιστώντας πλέον απαραίτητη την πλειοψηφία βουλευτών από όλες τις κοινότητες, ενώ αποφασίστηκε και η ενίσχυση της συμμετοχής όλων των πολιτών στη δημόσια ζωή, ανεξαρτήτως κοινότητας. Ειδική ρύθμιση προέβλεπε την εκτεταμένη αποκέντρωση του κράτους. Τέλος, με στόχο τη λήξη των εχθροπραξιών, αποφασίστηκε η “Αναγκαία Συγκομιδή” για τη συλλογή των όπλων στη χώρα. Όντως συγκεντρώθηκαν 3.800 όπλα – η κυβέρνηση, όμως, επέμενε ότι τα όπλα του UCK ήταν πάνω από 85.000.


Μετά Τη Συμφωνία

Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας ξεκίνησε μια νέα περίοδος: αυτή της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς απαιτούσε αμοιβαία προσπάθεια συμφιλίωσης και αλλαγή νοοτροπιών, ενώ η εφαρμογή της είναι προβληματική μέχρι και σήμερα. Αρχικά, όπως έγινε σαφές, η Συμφωνία ενισχύει τη θέση της αλβανικής κοινότητας, ανάγοντάς τη σε ισοδύναμη με τη σλαβομακεδονική. Αυτό δεν έγινε εύκολα αποδεκτό από μεγάλο μέρος των Σλαβομακεδόνων οι οποίοι, αν και ήταν θετικοί στην επέκταση των δικαιωμάτων των Αλβανών, δεν δέχτηκαν τις συμβολικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στην ταυτότητα του κράτους και στον ρόλο τους μέσα σε αυτό. Έτσι, οι μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στις επίσημες γλώσσες έγιναν αποδεκτές, αλλά ισχυρές αντιδράσεις παρουσιάστηκαν κατά την αλλαγή του προοιμίου του Συντάγματος, καθώς και κατά τις μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στην τοπική αυτοδίοικηση. Σχετικά με την τελευταία, ιδιαίτερα η πρόταση του Υπουργού για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, Faik Arslani, να δημιουργηθούν κοινές διοικήσεις από την ένωση τοπικών κοινοτήτων προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε ότι στόχος ήταν η αυτονόμηση των αλβανικών περιοχών.

Γενικότερα, η συμφωνία δεν βρήκε θετική ανταπόκριση από το σλαβομακεδονικό στοιχείο, καθώς θεωρήθηκε ότι οι Αλβανοί δεν επιδίωκαν επέκταση των δικαιωμάτων τους, αλλά απόσχιση – κάτι που οδήγησε σε έντονες αντιδράσεις και διαδηλώσεις από μέρους του σλαβομακεδονικού στοιχείου, μην επιτρέποντας έτσι την ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας, και διαιωνίζοντας την ένταση μέχρι και σήμερα. Πράγματι, ήδη από το 2007 σημειώθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα σε ένοπλες ομάδες και στην αστυνομία με αφορμή τα γεγονότα στο Κόσοβο, το οποίο βάδιζε προς την ανεξαρτησία μετά τις έντονες συγκρούσεις Αλβανών και Σέρβων. Ακόμα και 2,5 χρόνια πριν, τον Μάιο του 2015, η χώρα σείστηκε από νέες ένοπλες συρράξεις στο Kumanovo.


Φυσικά, η όλη προσπάθεια απαιτούσε ισχυρή παρέμβαση και βοήθεια από ξένες δυνάμεις, οι οποίες όντως πρόσφεραν απλόχερα την αρωγή τους για μεγάλο διάστημα, αλλά σταδιακά μείωσαν τη στήριξη και το ενδιαφέρον τους. Η διαφορά με την Ελλάδα για το όνομα της χώρας, η διεθνοτική ένταση και η άσχημη οικονομική κατάσταση οδήγησαν την ΠΓΔΜ σε στασιμότητα. Το κράτος των Σκοπίων βρίσκεται σήμερα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, αντιμετωπίζοντας, πέρα από την αντιπαράθεση για το όνομα, τις υποβόσκουσες εθνοτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του. Εν όψει της επιδιωκόμενης εισόδου στην ΕΕ και στο NATO, η λήψη αποφάσεων είναι καθοριστική, αφού η ενίσχυση της προοπτικής για ένταξη θα δώσει μια ώθηση στη σταθεροποίηση του εσωτερικού του κράτους, αλλά και στη συνοχή του.

Πηγές:
Αρμακόλλας, Ι. και Ντόκος, Θ. (2010). Από τα Βαλκάνια στη Νοτιοανατολική Ευρώπη: Προκλήσεις και Προοπτικές στον 21ο Αιώνα. Εκδόσεις Ι.Σιδέρης. pp.113-128.
Σφέτας, Σ. (2017). Oι Αλβανοί της ΠΓΔΜ: To ιστορικό υπόβαθρο του ζητήματος και η προοπτική της εθνοτικής συνύπαρξης Σλαβομακεδόνων και Αλβανών μετά τη συμφωνία της Αχρίδας. http://www.anixneuseis.gr/?p=167135
Pajaziti, N. (2014). Ohrid Agreement: A starting point, not a finishing point.http://www.balkaneu.com/ohrid-agreement-starting-point-finishing-point/
Στάμκος, Γ. (2017). ΠΓΔΜ/FYROM: O Αδύναμος «Κρίκος» των Βαλκανίων. https://zenithmag.wordpress.com/2017/04/28/
Τζίμας, Σ. (2011). Δέκα χρόνια μετά την Αχρίδα. http://www.kathimerini.gr/726397/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/deka-xronia-meta-thn-axrida

Σχόλια