Ωδή στους νεκρούς της Αν. Αττικής από τον Ταξιάρχη Δανέλη. Δείτε τη.

Πέρυσι, σαν σήμερα, έγινε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες των τελευταίων ετών. Η πυρκαγιά που ξέσπασε σκόρπισε τη καταστροφή. Θάνατος παντού.
Σε αυτό το κλίμα γράφτηκε η παρακάτω "ωδή", όπως την αποκάλεσα.
Στην μνήμη αυτών που πέθαναν.
Τιμή σε αυτούς που πάλεψαν για να σωθούν αθώοι.
Ζωή σε αυτούς που επέζησαν.


~~~

Ωδή στους νεκρούς της Αν. Αττικής

Μέρος Ι: Η φωτιά

Ακούν τον ήχο της φωτιάς που πλησιάζει
σαν κρότος σε ξύλινη καλύβα,
ποντίκι που τη ροκανίζει τη νύχτα σαν κοιμάσαι
και πονηρά τη διασχίζει από γωνία σε γωνία.

Και ανέβαινε και ανέβαινε η φλόγα
κι έπαιρνε μορφές, χέρια απλωμένα,
στόματα με δόντια, λαίμαργα,
ξερνούσαν θάνατο σαν ξεφυσούσαν.

Σαν ο σατανάς αρπάζει τις ζωές τους
αφήνει πίσω στάχτες και αποκαΐδια.
Ξεχασμένη τούτη η γωνιά της γης στην τύχη της να βράζει.
Όλη μέρα ακούγονται τα γέλια
πνιγμένα στις κραυγές των ανθρώπων
που αγκαλιάζονται νεκροί
σαν λιώσουν και γίνουν ένα.

Κοντοστάθηκε ένα παιδί, ένα παλικαράκι
μπρος στην πύρινη λαίλαπα.
Του λύθηκαν τα γόνατα.
Ο πατέρας του, χαμένος, γύρισε,
γονάτισε δίπλα του και του ‘σφιξε το χέρι.
«Συγγνώμη, μπαμπά, σ’ ευχαριστώ!»
Και ο μικρός δε φοβόταν πια καθώς μαζί εξαφανίζονταν στις φλόγες.

Μέρος ΙΙ: Η νύχτα

Δεν έμειναν κοράκια να φάνε τους νεκρούς.
Κι όσα γλυτώσανε τη φωτιά δε σάλεψαν
παρά μονάχα φύγαν τρομαγμένα,
πού να σεργιανάνε ανάμεσα σε τούτες τις ψυχές;
Τα βράδια γυρίζουν λεν’ στους δρόμους,
έλα και δείξε μου! που έχουν κλείσει;
στρωμένοι πια με στάχτη και λιωμένο πλαστικό,
δω και κει μη ξεπετάει κανά σκυλί…
Κείνη τη νύχτα δε γαβγίζαν
Μόνο σαν πεθαμένα ξάπλωναν στο κύμα,
πριν καμένα κι αυτά απ’ τον άνεμο
τα πάρει ψόφια η αγριεμένη θάλασσα.

Μέσα στα σκοτάδια, χωρίς φτερά
περπατούν οι άγγελοι
αυτοί που αγωνίστηκαν ενάντια στις ορδές των δαιμόνων.
Εξόριστοι στη γη να κατοικούνε,
χωρίς δυνάμεις θεϊκές, παρά μονάχα πίστη.
Δώσαν πνοή σ’ όσους γλυτώσαν.
Τα χέρια πρησμένα σηκώνουν ασταμάτητα
μάνικες, συντρίμμια, νεκρούς.
Μέχρι το βράδυ μετέωρα ίσα που στέκονται,
σφιχτά καρφωμένα στους ώμους.

Τούτοι δώσανε τη μάχη. Σε αυτήν αίμα δε χύνεται
αλλά αέριο γίνεται μέσα σου ενώ κοχλάζει,
πριν ακόμα πεθάνεις αναίσθητος να πέσεις
και η καρδιά να σφύζει
να ζητάς από το Θεό να σε λυπηθεί
κι αυτή να χτυπά ακόμη.
Όταν τα χέρια του κτήνους σε τυλίξουν
σαν φλόγες, θα σου καίνε το δέρμα
και δίχως αίμα πια νεκρός πολεμιστής,
ούτε η μάνα που σε γέννησε πια δε σε γνωρίζει
έτσι σωρός από πέτσα και κόκκαλα που έγινες.

Κι αυτοί αμύνθηκαν
ακόμα κι όταν άριστος δεν ήταν ο οιωνός
ξέροντας πως ο Αχιλλέας παραμονεύει
σε κάποιο χαράκωμα, σε κάποιο προμαχώνα.
Αμυνόμενοι περί πάτρης όταν ο κλοιός στενέψει,
τότε οι ήρωες γεννιούνται.

Δε βλέπουν ήλιο, τον σκέπασε ο καπνός
και ο καυτός αέρας σκίζει το πρόσωπό τους.
Ένας λύγισε... Ένας λιποθύμησε…
Μέσα στο σκοτάδι μια μορφή
«τι είναι αυτό;», «δε βλέπω»,
«πιάσ’ το», το έπιασε, το σήκωσε, το αγκάλιασε,
«τούτο το κουφάρι είναι μικρό,
τούτο το κουφάρι είναι παιδί νεκρό».

Μέρος ΙΙΙ: Στη θάλασσα

Μια γιαγιά καθισμένη στον αφρό αναμένει,
πάνε οι ώρες κι έρχονται, κρατά στην αγκαλιά της
ένα μικρό κορίτσι, δεν έχει κλάμα.
Σε τούτη τη κόλαση, δάκρια δε σε δροσίζουν
που πριν προλάβεις να ψηθείς έχουν εξατμιστεί.
Και η γριά δε μπόρεσε να ανοίξει το στόμα.
Τι να πει;
Τα μάτια που έστεκαν στο κενό
φωνάζαν και σπαράζαν…

Τρέχανε ανθρώποι στα τυφλά
μα δεν έχουν φτερά να πετάξουν οι ανθρώποι.
Κι ένα κοριτσάκι στο γκρεμό προφτάνει
- Θάλαττα, θάλαττα -
Σαν τον Ίκαρο, πετάει στην αιωνιότητα
πριν πολτός αίματος και σάρκας
στα απόκρημνα βράχια φτάσει.
Κι όσους δεν έπνιξε ο καπνός κι η θάλασσα
πνίγει ακόμα το δίκιο.

Και κολυμπούσαν και κολυμπούσαν
χωρίς φώτα η σωτηρία ερχόταν,
μετά την καταστροφή…
Μια εντολή, έστω μια λέξη, «τραβάτε!»,
όχι, πριν νιφτούν και ξυριστούν,
πριν βάλουν τις καινούργιες τους γραβάτες.
«Δεν υπάρχουν άνθρωποι νεκροί
δω δε ξεχωρίζουν μάτια, χέρια, μύτη,
πώς είναι τούτοι ανθρώποι;»
κι όμως υπάρχουν άνθρωποι νεκροί,
τούτοι είναι ανθρώποι.

Μέρος IV: Η επιστροφή

Πέρασε η μέρα, πέρασε, και πίσω επιστρέφουν
όσοι εκείνοι, οι άτυχοι, ζήσαν να τα θυμούνται.
Μέσα στο μαύρο το αχανές να περπατούνε
ξεχασμένοι αυτοί κι από το διάολο.
Και πώς να νταγιαντίσεις τώρα το μωρό που είδηση δε πήρε
και κλαίει αθώα μοναχά τη μάνα του ζητώντας;
Μα ακούει η μάνα το παιδί κι αρχίζει κι αυτή θρήνο.
Τους πεθαμένους ποιος ποτέ άκουσε τους ζωντανούς να κλαίνε;

Κι απλώνεται το μαύρο στον ορίζοντα
που μέρα τη μέρα θα φανεί όλο και περισσότερο
σαν η κάπνα φύγει κι αδειάσει ο ουρανός
κάνοντας φανερό στους επουράνιους πόσο κοντά είν’ η κόλαση
και στους επίγειους πόσο μικρή η ζωή τους.

Κι αν κράτησαν το κλάμα μια φορά εκείνοι που δε κλάψαν
τώρα δε λέει να βγει ξανά το δάκρυ
μη βρέξει τούτο το χώμα σαν ντροπή
που δε πρόφτασε νωρίς νερό να βρέξει
πριν η φωτιά σε μια στιγμή ολονών τη ζωή να κλέψει.

Μέρος V: Επίλογος

Απόψε δε μιλάει κανένας ζωντανός.
Σωπάσανε οι μάνες με τα μωρά στην αγκαλιά τους.
Γέροι δε ξεφύσηξαν.
Απόψε φωνάζουν οι αθώες ψυχές των νεκρών.
Ζητούν δικαίωση.

- Κοίτα με στα μάτια, λαοπλάνε!
Κοίτα με σαν σε ρωτώ «πεθαίνω;»!
Φίλα με τρυφερά στο μάγουλο,
στην καμένη σάρκα μου, τραχιά σαν ρυζόχαρτο
και κοίτα μέσα στις άδειες κόγχες μου
σαν πράσινα μάτια είχα πριν απ’ τις φλόγες λιώσουν.
Και θα αντηχούν στα σπήλαια του Άδη
τα λόγια τούτα που σαν σίδερα πύρινα
τα άψυχα κορμιά σας θα τρυπούνε:
«μανούλα, φύγε, δε μπορείς, μανούλα, σ’ αγαπώ!»
Έχω πεθάνει μα ζω στον ύπνο σου
καμένος, 102 φορές να έρχομαι
όσες φορές κάηκα εξαιτίας σας
και δίχως μάτια να σε τηρώ σε κάθε γωνιά τη νύχτα. -

Κι εσύ αύριο θα κλαις.
Κι εσύ αύριο θα τρέχεις.
Μα σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο
κανείς δε θα θυμάται.
Μέχρι ο θάνατος να λευτερωθεί απ’ την κόλαση και πάλι.
Μια σπίθα βλακείας δικής σου και δικής μου.
Μεις κρατάμε τα κλειδιά του παραδείσου.
Μεις κρατάμε τα κλειδιά και του κάτω κόσμου.

Μέρος VI: Μετά

Στον απόηχο όλων τούτων
Καμένη γη να αφουγκράζεται τα βήματά του
ένας γραφιάς πλησίασε ένα βράχο.
Σκαλίζει, χρόνια σκαλίζει ονόματα - άλλη δουλειά δεν είχε -
αφήνει κενό κάθε φορά, μα πλέον πια δεν έχει.
Χωρίς να βουρκώσει μια στιγμή ξέρει πως δεν φτάνει ο βράχος.
Και αν τον ρωτήσεις θα σου πει πως κάνει τη δουλειά του,
δε μιλά,
απλά περιμένει,
ξέρει τι έπεται να γίνει πάλι.
Δεν αλλάζει έτσι η μοίρα των ηλιθίων όταν κρέμεται απ’ τα χέρια τους.
Κι έτσι δε μιλάει.
Απλά επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος.
Ένοχη η ανοησία.
Που ονόματα τον βάζει τόσα χρόνια να σκαλίζει.

Μίλα άνθρωπέ μου, μίλα!
Δε βαρέθηκες ονόματα τόσα χρόνια να σκαλίζεις;
«Κοίτα τη δουλειά σου!»

~~~

Ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωσή σου!
Τ.Δ.

Σχόλια