Η Ρίζα της Μαρίας Θεοδωρίδου.

 


Με αφορμή την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων που ήταν στις 19 Μαϊου, διάβασα ένα πολύ όμορφο κείμενο που έγραψε η εκπαιδευτικός Μαίρη Θεοδωρίδου, που διδάσκει στο Δημοτικό Σχολείο της Καστέλλας και πραγματικά θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας



"Πριν από τρία χρόνια ήταν η τελευταία φορά που ταξίδεψε η γιαγιά μου στα Ψαχνά. 

Ήταν η βάπτιση της μικρής μας. 


Τη μέρα που θα επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, είδε ανθισμένα στον κήπο της απέναντι αυλής, κάτι υπέροχα λιλά λουλουδάκια, με κίτρινους στήμονες, που ανθίζουν αυτή την εποχή, Οινοθήρες τα λένε, 

τα ζήλεψε, 

μπήκε μέσα ακάλεστη και ξερίζωσε ένα από δαύτα. 


Εκείνη τη στιγμή, η γειτόνισσα έτυχε να ανοίγει την μπαλκονόπορτα και έπιασε στα πράσα την ξένη να κλέβει ένα λουλούδι. 

Δεν μίλησε αλλά ήταν πασιφανές ότι ενοχλήθηκε, καθώς αναφώνησε ένα "αααα!" που συνοδευόταν με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.


Η γιαγιά, βέβαια, απτόητη. 

Ξερό, ποντιακό κεφάλι, αγύριστο. 


Βρε παλάλα,  της είπα, δεν είπες ένα συγγνώμη στη γυναίκα. 

Η γιαγιά γέλασε. 


Τελικά, βέβαια, ο οινοθήρας ταξίδεψε έως τη Θεσσαλονίκη, μπήκε σε ποτήρι με νερό. 


Δεν έκανε όμως καλή ρίζα, μου έλεγε η γιαγιά στο τηλέφωνο, 

και τελικά - ενώ μεταφυτεύτηκε στη γλάστρα -

ατρόφησε και μαράθηκε. 


Δεν ήταν το χώμα του,

δεν ήταν η ρίζα του, 

έλεγε ξανάλεγε η γιαγιά. 

Κάτι έλεγε, αλλά τι υπονοούσε; 


Σκεφτόμουν, κάποιες φορές, αυτή την ιστορία με τη ρίζα. 


Με ενοχλούσε που δεν "έπιασε" το φυτό. 

Με ενοχλούσε που η γιαγιά μου τόλμησε να κλέψει λίγη ομορφιά από έναν ξένο κήπο 

αλλά με ενοχλούσε και η γκριμάτσα της γειτόνισσας. 

Δεν μπορούσα να εκλογικεύσω την εμμονή της μνήμης μου να αναμοχλεύει αυτό το περιστατικό μηδαμινής σημασίας. 


Το θεωρούσα ασύνδετο το περιστατικό με οτιδήποτε άλλο μέχρι που συνέβη το παρακάτω. 


Είχε περάσει λίγος καιρός, και μου ήρθε η επιθυμία να ψάξω τα προγονικά μου μέρη. 

Όσοι είστε παλαιοελλαδίτες, ντόπιοι, "από δω", δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει να μη ξέρεις από πού είσαι. 


Από πού εισαι;  

 

Ερώτημα που θέλει μεγάλη ανάλυση για να απαντηθεί. 


Ας πούμε ότι εγώ είστε εσείς! 


Τι θα απαντούσατε;


Θεσσαλονίκη- ο τόπος που γεννήθηκα, δισέγγονη προσφύγων

Πέλλα,  Δράμα - ο τόπος που γεννήθηκαν οι γονείς, εγγόνια προσφύγων 

Κοζάνη, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη  - ο τόπος που γεννήθηκαν οι παππούδες, παιδιά προσφύγων


ή Πάφρα, Ορντού, Ματσούκα του Πόντου; 


Από πού τελικά κρατάει η σκούφια μου; 


Μα, φυσικά από εκεί που είναι η ρίζα του! 


Εκεί από όπου είναι η ρίζα, 


ενός φυτού που δεν βρήκε ρίζα πουθενά,


 όταν ξεριζώθηκε πριν από ακριβώς 100 χρόνια.


Χα, να τη πάλι η ρίζα!


Με έπιασε μια μανία να μάθω τα πάντα για τη ρίζα μου, αγόρασα και έκανα DNA test, έφτιαξα οικογενειακό δέντρο, διάβασα βιβλία, σκαλισα ονόματα, ιστορίες, ενόχλησα γριές συγγένισσες, ανακάτεψα όλον τον κόσμο. 


"Θυμήσου!" έλεγα παντού. 


Έπαιρνα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Βασίλη τον Γιορανίδη, που είναι ένας εξαιρετικός λαογράφος, που συλλέγει προφορικές μαρτυρίες και σώζει ανεκτίμητα κομμάτια της προφορικής παράδοσης των Ποντίων. 


Βασίλη, δεν έχουμε ρίζα εδώ στην Ελλάδα, 

του είπα μια μέρα στο τηλέφωνο, σχεδόν αγανακτισμένη. 


Έχουμε πατρίδα!, αποκρινόταν αυτός. 


Εμείς δεν ταιριάζουμε εδώ.  Εμείς είμαστε από αλλού! καταλαβες φίλε μου; ξανάλεγα εγώ

και συνέχιζα: 


Για να έχουμε ταυτότητα, που να μας προσδιορίζει, θα πρέπει να έχουμε κάτι σταθερό. 


Με νιώθεις; Με εννοείς; 


Αλλά εμείς δεν έχουμε τόπο σταθερό! 

Είμαστε γυρολόγοι, νομάδες, αντίπαλοι της ίδιας μας της ράτσας.


Πάμε γύρω γύρω σαν οινοθήρες μέσα σε ποτήρια με νερό, που προσπαθούν να κάνουν ρίζα, σκεφτόμουν φωναχτά. 


Αυτό δεν το κατάλαβε ο Βασίλης, ήταν κάτι δικό μου, 

στα υπόλοιπα όμως συμφωνούσε απολύτως..


Αλλά το χώμα μας είναι αλλού, όχι εδώ!

Έτσι του είπα. 


Πώς αντέχεις να τα βγάζεις πέρα με αυτές τις σκέψεις; τον ρώτησα αποκαμωμενη μια μέρα. 


Τι μου απάντησε λέτε; 


Ότι αυτός κάνει αλλού είδους "ψυχοθεραπεία". 


Αρχειοθετεί ολόκληρο τον προσφυγικό κατάλογο των Ποντίων, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες ανθρώπους, έχει καταγράψει ως τώρα. 


Ασύλληπτη δουλειά! 

Δε φαντάζεστε τι κάνει ολομόναχος... 


Θα σου πάρει μια ζωή, του είπα μια μέρα. 


Είναι για να είμαι κοντά στη ρίζα μου, μου απάντησε, πολύ σοβαρά. 

Σεβασμός !


Τον τελευταίο καιρό η γιαγιά μου αρρώστησε απότομα και τελικά απέθανε. 


Κόπηκε, θαρρείς,  ένα τελευταίο παρακλάδι της ρίζας. 


Πικρή γεύση στο στόμα. 


Τις τελευταίες φορές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο με αποκαλούσε με την ωραιότερη προσφώνηση που άκουσα ποτέ,

την πιο τρυφερή που λένε οι Πόντιοι μεταξύ τους: 


Ρίζα μου! 


Να πώς συνδέονται όλα στο μυαλό μου! 


100 χρόνια μετά τη γενοκτονία των Ποντίων και ακόμα ψάχνουμε τόπο να ριζωσουμε. 


Στα ξένα είμαστε Έλληνες, και στην Ελλάδα ξένοι. 


Ταλαίπωροι παππούδες, 


Ήρθατε από τα όμορφα, τα καρπωμένα μέρη σας, από τις ευφορες κοιλάδες και τα ψηλά βουνά,  από τα Εύξεινα λιμάνια, από τα αγέρωχα μοναστήρια, από τα μοσχοβολιστα παζάρια της Ανατολής, 


και σας πέταξαν στα άγονα εδάφη των Ελλήνων,

σας έφτυσαν,

σας αποκάλεσαν τουρκόσπορους,

χλευασαν τη γλώσσα και την ομιλία σας, 

σας περιφρόνησαν 

και σας εκμεταλλεύτηκαν.


Ώσπου από τη λαχτάρα να σας αποκαλέσουν "Μα, είστε Έλληνες και εσεις!" 

και να ριζωσετε, 

δεχτήκατε ακόμα ακόμα  να σας ατιμασουν με τα ποντιακά ανέκδοτα


Ποιοι;


Οι γιδάδες

οι παλ(α)ιοέλληνες, 

που δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση, ταλαιπωρημένοι οι ίδιοι από κακές κυβερνήσεις και Οθωμανούς, 

όταν οι Πόντιοι και οι Ποντιοπούλες είχαν σχολαρχεία και φροντιστήρια στα χωριά τους.


Ας είναι...

πέρασε κι αυτός ο ρατσισμός, 

γιατί η ιστορία έφερε άλλους. 


Τα έφερε έτσι η ζωή, 

100 χρόνια μετά, να ριζωσουμε κάπως κι εμείς εδώ, 

γεννημένοι εδώ πια - δισέγγονα κάποιων που ήταν γεννημένοι άλλου. 


Είναι δύσκολο να κλείσει κάποιος ένα συναισθηματικό και αυθόρμητο κείμενο, όπως αυτό. 


Ίσως με μια υποσχεση: 


Να αξιωθω να πατήσω τα ιερά χώματα της Ματσούκας του Πόντου

και να προσπαθήσω να κλέψω κι εγώ 

- μια ξένη σε ξένο κήπο - 

έναν οινοθήρα και δύο τρεις χούφτες χώμα. 


Δικά μας χώματα ήταν, στο κάτω - κάτω, γιαγιά! 


Αυτή τη φορά, 

θα ριζώσει!"

Σχόλια