Η ΙΕ ρίζα *k’erh2s- «κέρατο, κεφάλι, σφήκα» και ο Κάρανος

 


Την ιδέα για την σημερινή ανάρτηση μου την έδωσε χθες ο Κοκόλιας με την ερώτησή του για το Μακεδονικό όνομα Κάρανος. Επειδή το όνομα ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *k’erh2s-, που έχει δώσει απογόνους σε πολλές θυγατρικές γλώσσες, άδραξα την ευκαιρία για να κάνω μια ανάρτηση με ευρύτερο ΙΕ περιεχόμενο.


Η βασική σημασία της ΙΕ ρίζας *k’erh2s- είναι «κέρατο», αλλά σε πολλές γλώσσες την βρίσκουμε να συμμετέχει στον σχηματισμό λέξεων με τις σημασίες «κεφάλι» και «σφήκα». Η σημασιολογική εξέλιξη είναι λίγο πολύ αναμενόμενη αν σκεφτούμε ότι το κεφάλι είναι το μέρος του σώματος απ΄όπου εκφύονται τα κέρατα των κερασφόρων ζώων δηλαδή, με άλλα λόγια, το κεφάλι είναι το «κεράτιο» άκρο του σώματος, ενώ στην περίπτωση της σφήκας, προφανώς οι ΠΙΕ θεωρούσαν το κεντρί της ως «κέρατο».


Η ρίζα *k’erh2s-, με τη σειρά της, είναι επαυξημένη μορφή της βασικότερης ρίζας *k’er- «κέρατο», από την οποία προέκυψαν και οι εναλλακτικοί επαυξημένοι τύποι *k’r.-nom και *k’er-u-. Θα παραθέσω πρώτα αυτά που γράφουν οι Mallory-Adams για αυτούς τους επαυξημένους απογόνους της βασικής ρίζας *k’er- «κέρατο». Η αναδομημένη ρίζα που δίνουν για το «κεφάλι» είναι πολύ περίεργη και οι περισσότεροι θυγατρικοί όροι που παραθέτουν δεν μπορούν να παραχθούν από αυτήν, αλλά χρειάζονται το τελικό /s/ της ρίζας *k’erh2s- που περιγράφω εδώ. Θα το ξεδιαλύνω περισσότερο όταν θα περιγράψω τους όρους με τη σημασία «κεφάλι».


Οι όροι με τη σημασία «κέρατο»

Το μηδενόβαθμο ουδέτερο *k’r.-nom.


Από αυτό προέρχονται τα λατινικά cornum και cornū, το πρωτογερμανικό *hurną (λ.χ. αγγλικό horn), το θηλυκό πρωτοσλαβικό *sĭrna = «ζαρκάδι (Capreolus), αγριόγιδο (Rupicapra)» και το σανσκριτικό śṛṃga = «κέρατο». Ο ελληνικός απόγονος είναι ο όρος κάρνος = «κριός» (και Κάρνειος ο Απόλλων κατά τους Δωριείς που γιόρταζαν τα Κάρνεια προς τιμή του). Η κρητική «γίδα» καρανώ μπορεί να προέρχεται από αυτή την ρίζα μέσω αναπτύξεως (προσθήκη ενός φωνήεντος που διαλύει ένα συμφωνικό σύμπλεγμα): *καρνώ > καρανώ. Εναλλακτικά, αν το δεύτερο /α/ είναι μακρό (ο Ησύχιος δεν το ξεκαθαρίζει) τότε προέρχεται από τον τύπο *k’r.h2s-nos που θα περιγραφεί παρακάτω.


Η ίδια ρίζα φαίνεται να κρύβεται πίσω από το όνομα του δενδρωνυμίου «κρανιά». Το ελληνικό κράνον ~ κράνεια προέρχεται από την ίδια ρίζα με το λατινικό cornus = « κρανιά» (λ.χ. τα Βλαχικά και Ρουμανικά cornu ~ coarnã = «κρανιά» και το αγγλικό cornel). Από την ίδια ρίζα μάλλον προέρχεται και το επίθετο κραναός = «βραχώδης». Η σημασιολογική εξέλιξη πρέπει να ήταν η «κεράτια σκληράδα» τόσο του ξύλου της κρανιάς (το ξύλο από το οποίο φτιαχνόταν η μακεδονική σάρισα), όσο και του βραχώδους τοπίου. Ειδικότερα, οι όροι κράνεια και κραναός δείχνουν την επαύξηση *k’r.n-us > *k’r.n-ew– (κράν-εϝ-ια και κραν-εϝ-ός με τροπή -εϝός > -αϝός όπως στo *danu– > Danew– > Δαναός και στο *ten-u– > tn.n-ew– > ταναός, αλλά τανύ-θριξ).


Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το λατινικό όνομα Cornēlius = Κορνήλιος (όνομα της σημαντικής Ρωμαϊκής οικογένειας (gens) Cornēlia), αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν προέρχεται από το cornus = «κρανιά» ή από το cornum/cornū = «κέρατο».


Το υ-ληκτο *k’er-u-s.


Οι Ελληνικοί απόγονοι της ρίζας προέρχονται από τον ο-βαθμό και έχουν κάνει την σημασιολογική αλλαγή «κέρατο» > «προεξοχή». Οι ελληνικοί όροι είναι κορυφή , κόρυς (τὴν κόρυθα, είναι η «περικεφαλαία» που επάνω σχημάτιζε κόρυθο = «λοφίο,κρέστα») και ο κορυδός = «κορυδαλλός», ιδίως αυτός με το λοφίο ~ «μοϊκάνα» Galerida Cristata). 

Ο βασικός Λατινικός όρος είναι το «ελάφι» *k’er-w-os > cervus (που συνεχίζει ως tserbu στην Βλαχική, με την τυπική τροπή rv>rb της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής, λ.χ. λατινικό corvus > βλαχικό corbu = «κοράκι» και servus > ρουμανικό șerb, όροι που απαντούν και στην Αλβανική ως korb και shërbej αντίστοιχα).


Στην Αβεστική βρίσκουμε το srva- = «κέρατο», ενώ στον Βαλτο-Σλαβικό κλάδο η εν λόγω ρίζα έδωσε την λέξη για την «αγελάδα»: *k’or-w-eh2 > *k’orwā > λιθουανικό karvė ~ πρωτο-σλαβικό *korva (νοτιοσλαβικό krava). Το ενδιαφέρον αυτού του όρου είναι ότι δεν υπέστη την αναμενόμενη τροπή satem *k’>s (μάλλον λόγω γειτνίασης με το ένηχο /r/), όπως συνέβη και με την σλαβική «χήνα» *g’hans-is > gǫsĭ (αλλά λιθουανικό žąsis) και με το λιθουανικό επίθετο «κίτρινος» *g’hel- > geltas (αλλά πρωτοσλαβικό *zolto = «χρυσός»). Μερικοί γλωσσολόγοι, για να εξηγήσουν την έλλειψη σατεμοποίησης στην βαλτο-σλαβική «αγελάδα», την θεωρούν Κελτικό δάνειο, αλλά το Πρωτο-Κελτικό *karwos σημαίνει «ελάφι» και όχι «αγελάδα» και, από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι κοντά σε ένηχα συμβαίνει σποραδική απουράνωση λίγο πολύ σε όλες τις γλώσσες τύπου satem, νομίζω πως η πρόταση κελτικού δανεισμού είναι λίγο υπερβολική.


Ο τελευταίος τύπος με τη σημασία «κέρατο» είναι ο *k’erh2s-. Ο πασιφανής ελληνικός απόγονος είναι το ουδέτερο κέρας. Ο όρος αυτός σχηματίζει παράγωγα σε *κερασ- (λ.χ. *swelh2s > σέλας και σελάσ-νᾱ > σελήνη/σελάννᾱ), όπως κερασφόρος και *nē-k’erh2s-os > *nēkerahos > νηκέραος ~ νηκέρως = ἄκερως (λόγω συναίρεσης αο>ω, όπως σε όλα τα σύνθετα σε -κερως, λ.χ. αἰγόκερως και με το στερητικό νη- όπως στα νηκερδής και νηπενθής). Στις άλλες γλώσσες βρίσκουμε το Τοχαρικό karse = «ελάφι». 

Οι όροι με τη σημασία «σφήκα»

Όλοι αυτοί οι όροι προέρχονται ειδικά από τον τύπο *k’erh2s-.


Στην Λατινική βρίσκουμε τον όρο *k’r.h2s-r-on-s > *krāzrōn > crābrō = «σφήκα» (η εξέλιξη *-sr->-zr->-δr->-vr->-br- είναι φυσιολογική στην Λατινική και θα την δούμε και παρακάτω στο *kerazrom > cerebrum).


H Αγγλική «σφήκα» hornet προέρχεται από την ίδια ρίζα μέσω του πρωτογερμανικού *hurznutō.


Από τον Βαλτο-Σλαβικό απόγονο της ρίζας *k’r.h2s-on-s > *śiršōn προέκυψε το Λιθουανικό širšuo ~ širšė και το πρωτοσλαβικό *sĭrχy (s>š>χ λόγω του κανόνα RUKI και κανονική τροπή του τελικού *-ōn > -ūn > -y όπως στο ἄκμων ~ kamy). Στις θυγατρικές σλαβικές γλώσσες υπάρχει η τάση επανεμφάνισης του πλαγίου θέματος του *-y>-en (λ.χ. kamy > kamen και *sĭrχy > sĭrχ-en-/sĭrš-en- λ.χ.το σερβο-κροατικό sršen).


Τέλος, στην Αλβανική βρίσκουμε τους όρους τοσκικό grerë/grerëz/grëraz ~ γκεγκικό grên/grênaz πάντοτε με τη σημασία «σφήκα». O Orel ανασυνθέτει λανθασμένα τον πρωτοαλβανικό όρο ως *graisnā. Αν δεχτούμε αυτόν τον πρωτο-αλβανικό τύπο τότε δεν μπορούμε να αναγάγουμε την λέξη στην ΙΕ ρίζα *k’erh2s-. Πιο πιθανός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο πρωτο-αλβανικός τύπος *k’r.h2s-neh2 > krāsnā > krasnā (λόγω του νόμου του Osthoff) > *krānā (νέα έκταση μετά την απώλεια του /s/) > *kruenā > *krenā που σε κάποιο βήμα ηχηροποιήθηκε (k>g) σε *grenā όπως η castanea > gështenjë. Ούτε η δική μου ετυμολόγηση είναι «κανονική» (θα περιμέναμε τοσκο-γκεγκική διτυπία ua~ue και απώλεια του μετατονικού /n/, όπως στο *krasnā > krua ~ krue), αλλά τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αναγάγουμε τους αλβανικούς όρους στην ΙΕ ρίζα *k’erh2s- που έχει δώσει όλες τις άλλες «σφήκες», χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε στην αφοπλιστική δίφθογγο *ai του Orel. 

Οι όροι με τη σημασία «κεφάλι»

Ο ομαλός ελληνικός απόγονος της ρίζας *k’erh2s- είναι το *k’r.h2s-nìom > krāsnìon > krasnìon > *κραννίον > κρᾱνίον.


Από εκεί και μετά, υπάρχουν και οι όχι εντελώς ομαλοί όροι κράς, κάρᾱ, καθώς και σύνθετα που δείχνουν την διτυπία κρᾱ- ~ καρα- (λ.χ. καρατόμος, αλλά κρήδεμνον = «γυναικείος κεφαλόδεσμος»).


Ένας άλλος ομαλός όρος είναι ο *k’r.h2s-nos > κάρασ-νος > κάραννος > κάρᾱνος = «αρχηγός», όρος που ο Ξενοφών αποδίδει ως «κύριος» και με αυτόν τον όρο περιγράφει τον ύπαρχο του Πέρση βασιλιά στον οποίο λογοδοτούσαν όλοι οι σατράπες της Μικράς Ασίας. Το βυζαντινό αντίστοιχο αξίωμα που δημιουργήθηκε στις αρχές του 9ου αιώνα ήταν ο Μονοστράτηγος της Ανατολής που ήταν ο αρχιστράτηγος στον οποίο λογοδοτούσαν ως υφισταμένοι του οι πέντε θεματικοί στρατηγοί της Μικράς Ασίας (ο πρώτος μονοστράτηγος ήταν ο Βαρδάνης Τούρκος).


[Ξενοφών, Ελληνικά, 1.4.3] καὶ Κῦρος, ἄρξων πάντων τῶν ἐπὶ θαλάττῃ καὶ συμπολεμήσων Λακεδαιμονίοις, ἐπιστολήν τε ἔφερε τοῖς κάτω πᾶσι τὸ βασίλειον σφράγισμα ἔχουσαν, ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε: Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων. τὸ δὲ κάρανον ἔστι κύριον. 

Αν η κρητική καρανώ = «γίδα» που ανέφερα παραπάνω είχε μακρό το δεύτερο /α/ (καρᾱνώ) τότε έχει την ίδια ακριβώς ετυμολογία με τον κάρᾱνο και το κρᾱνίο.


Η «πλειοφωνία» που προέκυψε από το τονισμένο «μακρό» συλλαβικό ένηχο (*r.h2>àra) είναι αναμενόμενη και παρόμοια με αυτήν των όρων:


*dhwenh2- > dhwn.h2-tos > θάνατος/θνᾱτός > θνητός


*kemh2- > km.h2-tos > κάματος/κμᾱτός > πολύκμητος


*telh2- > *tl.h2- > τάλαντον, ταλασίφρων έναντι των τλᾱτός > τλητός και ἄτλας.


Αντίστοιχα παραδείγματα με το λαρυγγικό *h1 (τονισμένο *R.h1>ère) είναι τα παρακάτω:


*g’enh1- > *g’n.h1- > γένεσις/γνητός


*gwelh1- > gwl.h1- > βέλεμνον/βλητός


*terh1- > *tr.h1- > τέρετρον/τρητός


Σε αυτό το σημείο, η περιγραφή των όρων μας φέρνει στο όνομα Κάρανος του μυθικού ιδρυτή του μακεδονικού βασιλικού οίκου των Αργεαδών/Τημενιδών. Το περίεργο με αυτόν τον μυθικό ιδρυτή είναι ότι πρωτοαναφέρεται από τον Θεόπομπο τον Χίο που γράφει γύρω στο 330 π.Χ. και αγνοείται εντελώς από τις πηγές του 5ου αιώνα, όπως ο Ηρόδοτος που περιγράφει πολλές φορές τον Περδίκκα Α΄ ως τον ιδρυτή του οίκου των Αργεαδών.


Η άποψη των ιστορικών σήμερα είναι πως ο μυθικός Κάρανος είναι μια «εφευρημένη παράδοση» του 4ου αιώνα. Ο Greenwalt, σε ένα άρθρο του 1985, είχε ισχυριστεί πως ο Αμύντας Γ΄, επειδή είχε να αντιμετωπίσει διεκδικητές του θρόνου που κατάγονταν από τον Περδίκκα Β΄, ενώ ο ίδιος καταγόταν από μια παράπλευρη γραμμή της δυναστείας, αντικατέστησε το όνομα του ιδρυτή Περδίκκας με αυτό του Καράνου.


Πιο πρόσφατα, ο Robin Lane Fox, αναζητώντας μια «λιγότερο δραματική» εξήγηση από αυτήν του Greenwalt, υποστήριξε ότι «κάρανος» (= «αρχηγός, επικεφαλής» όπως είδαμε) ίσως ήταν ο τίτλος με τον οποίον ήταν γνωστός ο ιδρυτής Περδίκκας Α΄. Με άλλα λόγια, ο «κάρανος Περδίκκας» έγινε με τον καιρό ο «Κάρανος»

Πάντως, το όνομα «Περδίκκας» ήταν πιο συχνό στην Μακεδονία (και στην Θεσσαλία) από το «Κάρανος».


Perdikkas


Η παραγωγή ενός όρου με τη σημασία «αρχηγός» από έναν προϋπάρχοντα όρο με τη σημασία «κεφάλι» είναι αρκετά συχνό φαινόμενο.


Από το λατινικό caput = «κεφάλι» προέκυψε ο capitāneus = «καπετάνιος».


Από το σλαβικό glava = «κεφάλι» προέκυψε το σερβοκροατικό glavar = «ηγέτης, επικεφαλής» (και για τους φασίστες Κροάτες Ustaše, ο ηγέτης τους Ante Pavelić έφερε τον τίτλο “Poglavnik” = «ύπατη κεφαλή», κατά αναλογία με τον Χίτλερ που ήταν “Führer” και τον Μουσσολίνι που ήταν “il Duce“).


Από το σλαβικό čelo = «μέτωπο» προέκυψε ο čelnik = «αρχηγός» που έδωσε τον μεσαιωνικό ελληνικό όρο τσέλιγκας = «φύλαρχος ποιμενικού φύλου».


Για τους πρώιμους Μακεδόνες που έβοσκαν τα ποίμνιά τους στο Μακεδονικόν όρος (Πιέρια), ο «κάρανος» πρέπει να ήταν το αντίστοιχο του μεσαιωνικού «τσέλιγκα».


Αυτά για τον Κάρανο που ήταν η πηγή της έμπνευσης για την σημερινή ανάρτηση.


Στην Λατινική, η ρίζα *k’erh2s- «κεφάλι» έδωσε το *k’erh2s-rom > *kerazrom > cerebrum = «εγκέφαλος».


Στην Αλβανική, από την ίδια ρίζα είναι ο όρος *k’r.h2s-n-yeh2 > krāsnjā > … > krye = «κεφάλι».


Στον Γερμανικό κλάδο υπάρχει το πρωτο-γερμανικό *hirzniją = «εγκέφαλος» (λ.χ. αγγλικό harns = «τα μυαλά»).


Στον Ινδο-Ιρανικό κλάδο βρίσκουμε τα αβεστικά sāra- ~ sarah- «κεφάλι» και το σανσκριτικό siras = «κεφάλι, άκρο»..ras = «κεφάλι, άκρο».. 

https://smerdaleos.wordpress.com/2015/09/02/%CE%B7-%CE%B9%CE%B5-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1-kerh2s-%CE%BA%CE%AD%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B9-%CF%83%CF%86%CE%AE%CE%BA%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Boat

Messapia Travel

Messapia Travel
Όπου ονειρεύεσαι να βρεθείς.... Καλαβρής

Footer