Ο Άγιος Νεκτάριος στην Εύβοια


 Ο Αγιος Νεκτάριος στη Κύμη 1892


Ο Αγιος Νεκτάριος διωρίσθη κατόπιν προτάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ιεροκήρυξ τοι νομού Ευβοίας την 15ην Φεβρουαρίου του 1891. Ο άγιος όχι μόνον δεν δυσανεσχέτησε δια τον κατά κόσμον υποβιβασμόν αυτού, αλλ ‘ αντιθέτως ειργάσθη με ακαταπόνητον ζήλον.


…Χαλκίδα, Αλιβέρι, Κάρυστος, Κύμη, Αιδηψός Ιστιαία, Λίμνη, βόρειες Σποράδες. Χρέος, ευθύνη! «Συ ουν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση».



Η Κύμη


Προτίμησε σαν μισομόνιμη έδρα την Κύμη. Και χάραξε ένα γενικό πρόγραμμα, ένα πλάνο δουλειάς. Κήρυγμα, λειτουργίες, επισκέψεις στους φτωχούς, στους αρρώστους, στους κατατρεγμένους. Αλλά συνάμα και στους άτακτους, στους αλιβάνστους, στους κακοποιούς. «Διά ξύλου ο Αδάμ παραδείσου γέγονεν άποικος, διά ξύλου δε Σταυρού ο Ληστής παράδεισον ώκησεν». 

Οι κληρικοί σ’ όλο το νομό, χάρη στο ταπεινό ακρόγελο και την καλόβολη λαλιά, τον έβλεπαν σαν ίσο με ίσο, σαν απλό ιεροκήρυκα, δεν υπολόγιζαν το αρχιεραρικό αξίωμα. Μα τι τον πείραζε; Απεναντίας απόφευγε κάθε τιμή, κάθε διάκριση. Στις λειτουργίες της Κυριακής, έπιανε μιάν ακρούλα κάπου στα δεξιά του ιερού και πήγαινε πρωί-πρωί για να χαρεί τον όρθρο. Και ποτέ δεν συλλογιόταν τις έκτακτες αμοιβές, ποτέ δεν κυνηγούσε ιεροπραξίες και τυχερά.


Στο κάτω-κάτω, του άρεσε αυτός ο νομός, αυτή η μεγαλόνησος. Τα σκιερά της δάση, τα υψώματα, οι λαγκαδιές, τα ταντελωτά ακρογυάλια ράντιζαν την ψυχή με αγαλλίαση, πρόσφεραν ευφροσύνη. Η Κύμη και το απέναντι νησάκι η Σκύρος άφισαν βαθειά τη σφραγίδα τους στη μνήμη. 

Τον πρώτο χρόνο μέσα σε διάφορα περιστατικά και περιπτώσεις «παραμυθίας και ανακουφίσεως», λίγο μετά το Πάσχα, ήρθε και τον ζήτησε βράδυ στην κάμαρά του ένας έφηβος, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. …


Το αγόρι αυτό φορούσε ντρίλινα ξεφτισμένα ρούχα, φτηνά σάνδαλα και ήταν κουρεμένο γουλί. Μάλλον υψηλού αναστήματος με όψη κέρινη. Τα μάτια του τόξευαν βαθύ παράπονο.


-Πάτερ, έπιασε να λέει, καθώς τον αντίκρυσε με το αντερί και την πέννα στα δάκτυλα. Πάτερ, παραβρέθηκα την Κυριακή στο κήρυγμα σας, που λέγατε κάτι για την αισχύνη. Εγώ… εγώ γεννήθηκα δίχως πατέρα. 

Κόπιασε μέσα παιδί μου, κάθησε να σε φιλέψω λίγο γλυκό.


-Ευχαριστώ είναι αργά… δεν πειράζει.


Με κόπο κατάφερε να μπάσει αυτόν τον απροσδόκητο επισκέπτη στην κάμαρά του. Μόλις τον έπεισε να καθίσει πρόχειρα σιμά στο τραπεζάκι με τα χειρόγραφα και τα δοκίμια, το αγόρι αναλύθηκε σε λυγμούς.


-Θα σκοτωθώ πάτερ, δεν αντέχω πιά. Θα πέσω να πνιγώ στον πράσινο κάβο. Η μάνα μου κάπου-κάπου κλαίει και χτυπιέται μα δεν το ψιλοκοσκινίζει. Όπου σταθώ κι’ όπου βρεθώ με φωνάζουν μούλο. Ξέκοψα κι’ από το σχολειό και ρογιάστηκα παραγυιός στους ταρσανάδες, μα κει ‘ναι χειρότερα. 

Που ευρίσκεται η μητέρα σου;


-Προσοχή! Μην πας και της πεις τίποτα, γιατί θα τελειώνω μια ώρα αρχήτερα. Τη λυπάμαι. Ποιος ξέρει, γιατί αμάρτησε. Ήτανε, λέει, ο άντρας της καραβομαραγκός και το ‘σκασε με τα πειρατικά, την άφισε νέα και μονάχη, δίχως διάφορο, δίχως προστασία. Τέτοια μου λέει κάθε στιγμή. Ο Θεός ξέρει, πάτερ. Τι να πεις, είναι μάνα μου και τη λυπάμαι. Μπορούσε, σαν ήθελε, και να με χαλάσει μικρό, μα δεν το’ κανε. Μακάρι να το’ χε κάμει. Δεν σηκώνω πια την καταλαλιά, το φαρμακερό κουσούρι… Ήρθα να σε βρώ, να σ’ ανταμώσω, να παρακαλέσεις τον αφέντη το Χριστό να σπλαχνιστεί κι’ αυτός τη μάνα μου, τώρα που δεν παίρνει πια αναβολή και θα δώσω τέλος στη ζωή μου.

Τα μάτια του κόκκινα σαν παπαρούνες τόξευαν σπαραγμό.


-Παιδί μου, παιδί μου, φώναξε και σηκώθηκε, πλησίασε το αγόρι. Δεν το γνωρίζεις, ότι όσοι δεν έχουν σαν και σένα Πατέρα, σκύβει ο Εσταυρωμένος, ο αφέντης, όπως ορθώς τον απεκάλεσες, ο Κύριος και τους υιοθετεί; Και τον Κύριό μας τον είπανε οι Φαρισαίοι νόθο… Τον αποκαλούν μέχρι σήμερα οι παράνομοι Εβραίοι. Εγώ, παιδί μου, ένας ελάχιστος κληρικός, τυγχάνω αντιπρόσωπος του Χριστού, εγώ σε αναλαμβάνω. Όποιος του λοιπού σε λέγει νόθο, θα ‘ρθείς να με το πείς. Επί πλέον δεν θα παραμείνεις εις αυτήν την κατάστασιν. Θέλεις να ταξιδεύσεις; 

Ο έφηβος έπισε να συνέρχεται. Τον κύτταξε με τα πονεμένα του μάτια, τον κύτταξε φιλοπερίεργα.


-Δεν έχω λεφτά, ψιθύρισε.


-Θα σου βρώ εγώ… ο πατέρας σου. Θα τα κανονίσω.


Εκείνη δα τη περίοδο με κάτι ελεημοσύνες και με την έκδοση του βιβλίου δεν είχε μήτε εφημερίδα ν’ αγοράσει.


-Πως δεν θέλω… Θέλω και παραθέλω. Θα με σώσεις. 

Από δω και κατόπιν θα με θεωρείς γονέα. Θα κάμεις ολίγον υπομονήν έως ότου γράψω και με έλθει απάντησις. Θα σε αποστείλω εις Αίγυπτον. Εις την μεγαλούπολιν του Καΐρου. Ενοείται εις φιλικά μου πρόσωπα. Εκεί θα εργασθείς και ταυτοχρόνως θα σπουδάζεις. Θα μάθεις γράμματα διά να δοξάζεις αργότερον τον Ευεργέτην σου, τον Ιησού Χριστό, παιδί μου. Μη κλαίγεις πλέον, μην επαναπροφέρεις την δηλητηριώδη λέξιν της αυτοκτονίας. Μετανόησε και ελθέ μεθαύριον Σάββατον ίνα σου αναγνώσω την ευχήν συγχωρήσεως. Ως ελαφρυντικόν σου καταλογίζω το νεαρόν της ηλικίας σου…


Το αγόρι κινήθηκε, έπεσε χάμου στα γόνατα και του ‘βρεχε τις παντόφλες με τα δάκρυά του.


-Πάτερ, δεν το περίμενα. Με βγάζεις μέσα από τον τάφο, με τραβάς από τα δόντια του χάροντα… Ο Χριστός πάτερ, ο Χριστός…


Πήρε όπως συνήθιζε την υπόθεση στα σοβαρά. Ξεκίνησε και βρήκε την μητέρα, της είπε ότι χρειαζόταν να της πει και σε κάμποσο διάστημα το τακτοποίησε το παιδί, που το έλεγον Στέφανο. Έπειτα από δυό μήνες κρατώντας τα μπογαλάκια του μπαρκάριζε από το λιμάνι του Πειραιά για την Αλεξάνδρεια. Εκεί που πήγαινε δεν θα ξανάκουγε ποτέ το παρανόμι που του σπάραζε την καρδιά. Θα δούλευε σε φιλικά χέρια και θα σπούδαζε στα περίφημα σχολεία της Κοινότητας. 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Boat

Messapia Travel

Messapia Travel
Όπου ονειρεύεσαι να βρεθείς.... Καλαβρής

Footer