Editorial: "Πατέρα Συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν"! Άρθρο του Γεωργίου Πρατζίκου


 Ὁ Ἰησοῦς, πού ἄκουε μέ ὑτομονή καί μεγαλοψυχία αὐτές τίς βλασφημίες καί ταπεινά δεχόταν ὅλες τίς προσβολές, σηκώνοντας ὑψηλά τά ἱκετευτικά βλέμματά του, εἶπε τά πρῶτα λόγια τῆς μελέτης μου: «Π ά τ ε ρ,  ἄ φ ε ς  α ὐ τ ο ῖ ς  ο ὐ  γ ά ρ  ο ἴ δ α σ ι   τ ί   π ο ι ο ῦ σ ι » (Λουκ. 23, 34). «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί δέν ξέρουν τί κάνουν».


Καμιά θειότερη παράκλησι ἀπ’ αὐτή δέν ὑψώθηκε στόν οὐρανό ἀπό τόν καιρό πού ζοῦν ἄνθρωποι καί προσεύχονται. Δέν ἦταν προσευχή ἀνθρώπου, ἀλλά προσευχή Θεοῦ πρός Θεό, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν νά συγχωρέσουν οὔτε τήν ἁγνότητα στούς ἁγνούς, οὔτε τή δικαιοσύνη στούς δικαίους.


«Ἄφες αὐτοῖς», ὤ λόγια μακροθυμίας καί ἀγάπης! “Ὤ θεϊκά λόγια, πού ἔπειτα ἀπό εἴκοσι αἰῶνες δέ θά κουραστῶ ν’ ἀκούω. Λόγια παρηγορητικά, πού θά γεμίζουν τήν ψυχή μέ γαλήνη καί χαρά.


Ὁ καρδιογνώστης Κύριος προγνώριζε τήν κατάσταοἱ μου, γι’ αὐτό παρεκάλεσε τόν οὐράνιό Του Πατέρα νά μοῦ συγχωρέση, γι’ αὐτό πρόφερε τά συμφιλιωτικά αὐτά λόγια, τά γεμάτα ἀνεξικακία καί ἀγάπη.


Ὅταν κανείς γιά πρώτη φορά ἀκούει τά λόγια «ἄφες αὐτοῖς» καί δέν ἐμβαθύνει στήν ἔννοια, ἀνησυχεῖ καί διερωτᾶται· «Πῶς ὁ Ἰησοῦς λέγει ὅτι οἱ δήμιοί του καί οἱ ὑβριστές του δέν ξέρουν τί κάνουν; Δέν ἤξεραν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀθῶος, μεγάλος εὐεργέτης, ξακουστός προφήτης καί ὅτι αὖτοι ἦταν δόλιοι, σκληροί, ὑποκριτές, συκοφάντες; Πῶς ὁ Ἰησοῦς λέγει ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν;».


Ὁ Ἰησοῦς εἶχε δίκαιο. Οἱ δήμιοί του, οἱ Φαρισαῖοι καί ὁ λαός δέν ἤξεραν τί κάνουν. Ἦταν περισσότερο τυφλοί παρά διεστραμμένοι.       Νόμιζαν ὅτι θά ἐκμηδενίσουν τίς ἐπαγγελίες τοῦ Μεσσία καί θά διέλυαν τή βασιλεία του, τήν στιγμή πού οἱ ἴδιοι συνέτειναν στήν καθίδρυσί της. Δέν ἤξεραν ἐκεῖνο πού ἔκαναν, γι’ αὐτό καί ὁ μακρόθυμος Κύριος ζητά νά τούς συγχωρέση ὁ οὐράνιός Του Πατέρας. «Ἄφες αὐτοῖς». Ἡ ἀμάθεια τῶν ἀνθρώπων, παρατήρησε ἕνας συγγραφεύς, εἶναι τόσο ἀπέραντη, ὥστε οἱ λιγώτεροι εἶναι ἐκεῖνοι πού ξέρουν πραγματικά τί κάνουν

Ακόμη αυτά τα λόγια αναφέρονται και σε εμένα και σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Διότι πολλές φορές μας τυφλώνει το μίσος, γινόμαστε σκληρόκαρδοι και ενεργούμε σύμφωνα με τα πάθη μας και τις αδυναμίες μας δίχως αγάπη, δίχως συμπόνοια, δίχως κατανόηση. Ενεργούμε κυριευμένοι από τα αρνητικά μας συναισθήματα φθάνοντας να σταυρώσουμε οτιδήποτε ομορφότερο οτιδήποτε ιερότερο , αυτό που λέγεται αγάπη. 

Αν το κατανοούσαμε τότε η καρδιά μας θα συντριβόταν και θα ταπεινωνόταν . Κάτι που δεν έχω ζήσει εγώ και συνάμα και πολλοί συνάνθρωποί μας. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν βιώσει και πραγματικά μας έχουν δώσει μαθήματα σε όλους μας. Αλλά ούτε και αυτά μπορούμε να τα αντιληφθούμε. Γιατί η καρδιά μας είναι τόσο σκληρή, σαν αυτή του "Σκληρόκαρδου Γιγαντα" του Όσκαρ Ουάιλντ, το οποίο παραθέτω παρακάτω:

"Κάθε απόγευμα, φεύγοντας απ' το σχολείο, τα παιδιά το 'χαν συνήθεια να παίζουν στον κήπο του γίγαντα.

Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα.

Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και κελαηδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι για να τ' ακούσουν. «Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ!» έλεγαν αναμεταξύ τους.

Κάποια μέρα ο γίγαντας γύρισε. Εφτά ολάκερα χρόνια ήταν σ' επίσκεψη, στο φίλο του το δράκο της Κόρνις, κι όταν τα χρόνια πέρασαν κι εκείνος είχε τελειώσει ό,τι είχε να πει —αφού δεν είχε και πολλά να συζητήσει— αποφάσισε το γυρισμό στο κάστρο.

Την ώρα που 'φτασε, αντίκρισε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.

«Τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε μ' οργή, και τα παιδιά το 'βαλαν στα πόδια τρομαγμένα.

«Ο κήπος είναι μοναχά δικός μου», είπε ο γίγαντας. «Όλοι μπορούν να το καταλάβουν, και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει εδώ, έξω από μένα».

Κι έτσι, έχτισε έναν πελώριο τοίχο ολόγυρα στον κήπο, κι ύστερα κάρφωσε μια πινακίδα που 'λεγε: Οι παραβάτες τιμωρούνται.

Ήταν, αλήθεια, ένας πολύ σκληρόκαρδος γίγαντας.

Τα δύστυχα τα παιδιά τώρα δεν είχαν μέρος να παίξουν. Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, όμως ήταν γεμάτος σκόνη και στουρναρόπετρες και δεν τους άρεσε. Βάλθηκαν τότε να περιπλανιούνται γύρω απ' τους ψηλούς τοίχους, όταν τέλειωναν τα μαθήματά τους, νοσταλγώντας τον όμορφο κήπο. «Πόσο ευτυχισμένα ήμασταν εκεί», έλεγαν αναμεταξύ τους.

Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη. Η εξοχή γιόμισε από μικρά μπουμπούκια και πουλάκια. Μονάχα στον κήπο του Σκληρόκαρδου Γίγαντα ήταν ακόμα χειμώνας. Τα πουλιά ούτε που νοιάστηκαν να τραγουδήσουν για 'κείνον, αφού δεν υπήρχαν παιδιά εκεί, και τα δέντρα λησμόνησαν ν' ανθίσουν.

Αν καμιά φορά κανένα όμορφο λουλουδάκι έβγαζε το κεφαλάκι του απ' το γρασίδι, μόλις αντίκριζε την πινακίδα ένιωθε τέτοια λύπη για τα παιδιά, που λούφαζε ξανά στο χώμα, συνεχίζοντας τον ύπνο του.

Οι μόνοι που 'ταν ευχαριστημένοι απ' αυτή την κατάσταση ήταν το χιόνι και η παγωνιά. «Η άνοιξη λησμόνησε αυτό τον κήπο», έλεγαν, «κι έτσι εμείς θα μείνουμε εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι τύλιξε το γρασίδι με τον ολόλευκο μανδύα του κι η παγωνιά μπογιάτισε όλα τα δέντρα ασημένια. Ύστερα προσκάλεσαν και το Βόρειο Άνεμο να 'ρθει να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε τυλιγμένος με βαριά γουναρικά. Ολημερίς ούρλιαζε πάνω απ' τον κήπο και φύσαγε μες στις καμινάδες. «Μα τούτο είναι ένα θαυμάσιο μέρος», έλεγε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Κι έτσι, το χαλάζι, ντυμένο στα γκρίζα και μ' ανάσα όμοια με πάγο, ήρθε. Κάθε μέρα, για τρεις ώρες, χοροπηδούσε πάνω στη στέγη του κάστρου, μέχρι που τα περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ύστερα, γυρνοβόλαγε στον κήπο, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η άνοιξη άργησε να 'ρθει», συλλογιζόταν ο Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθώς γερμένος στο παράθυρο, κοιτούσε τον παγωμένο, ολόλευκο κήπο.

«Ελπίζω να φτιάξει ο καιρός»…

Όμως η άνοιξη δεν ήρθε ποτέ, μήτε το καλοκαίρι. Κι έτσι ήταν πάντα χειμώνας εκεί κι ο Βόρειος Άνεμος και το χαλάζι και το χιόνι κι η παγωνιά ασταμάτητα χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.

Κάποιο πρωινό, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μ' ανοιχτά μάτια, όταν άκουσε μια θεσπέσια μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκά στ' αυτιά του που πίστεψε πως μάλλον θα 'ταν οι μουσικοί του βασιλιά που πέρναγαν — κι όμως, ήταν μονάχα ένας μικρούλης σπίνος που τραγουδούσε έξω απ' το παραθύρι του. Μα είχε κυλήσει τόσο πολύς καιρός από τότε που το στερνό τιτίβισμα είχε ακουστεί στον κήπο του, που θάρρεψε πως ήταν η ομορφότερη μουσική στον κόσμο.

Κι άξαφνα, το χαλάζι σταμάτησε το χορό του πάνω απ' το κεφάλι του Γίγαντα, ο Βόρειος Άνεμος έπαψε να βρυχάται, και μια μεθυστική ευωδιά τον τύλιξε, περνώντας απ' τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο. «Θαρρώ πως η άνοιξη επιτέλους έφτασε», είπε ο Γίγαντας και πηδώντας απ' το κρεβάτι κοίταξε έξω.

Μα τι ήταν αυτό που 'πνιξε τη ματιά του;

'Ηταν η πιο μαγευτική εικόνα. Από ένα άνοιγμα στον τοίχο, τα παιδιά σύρθηκαν μέσα και σκαρφάλωσαν στα μπράτσα των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που αγκάλιαζε το μάτι του αντίκριζε κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά για τα παιδιά που γύρισαν, κι έτσι ντύθηκαν με λουλούδια και λύγιζαν τα μπράτσα τους απαλά, πάνω απ' τα παιδικά κεφαλάκια. Τα πουλιά φτερούγιζαν ολόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικά και τα λουλούδια κρυφοκοίταζαν μεσ' απ' την πράσινη χλόη και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

Ήταν μια όμορφη εικόνα, μα όμως στην άκρη της κρατούσε ακόμα ο χειμώνας. Ήταν που στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου, στέκονταν ένα μικρό αγόρι. Κι ήταν τόσο μικρό που μήτε τα κλαδιά του δέντρου δεν μπόραγε να φτάσει, έτσι που απελπισμένο βάλθηκε να κόβει βόλτες γύρω του κλαίγοντας γοερά.

Το καημένο το δεντράκι ήταν ακόμα σκεπασμένο από πάγο και χιόνι κι ο Βόρειος Άνεμος φυσούσε και μούγκριζε από πάνω του.

«Σκαρφάλωσε, μικρό μου αγοράκι», έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο μπορούσε, αλλά το αγόρι ήταν μικρό, τόσο μικρό.

Η καρδιά του Γίγαντα έλιωσε καθώς το έβλεπε.

«Πόσο σκληρόκαρδος ήμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί η άνοιξη δεν θα 'ρχονταν ποτέ εδώ. Να, τώρα θ' ανεβάσω αυτό το αγοράκι στην κορφή του δέντρου κι έπειτα θα γκρεμίσω τον τοίχο, έτσι που ο κήπος μου θα 'ναι μόνο για τα παιχνίδια των παιδιών». Κι αλήθεια, μετάνοιωσε πολύ για ό,τι είχε κάνει.

Έτσι, περπάτησε στις μύτες των ποδιών του, κι ανοίγοντας την εξώπορτα πολύ σιγά, βγήκε στον κήπο. Όμως, να, μόλις τα παιδιά τον είδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, που όλα μαζί το 'βαλαν στα πόδια κι ο χειμώνας ήρθε ξανά στον κήπο. Μόνο το μικρό αγόρι δεν έφυγε, γιατί τα ματάκια του που 'ταν γεμάτα δάκρυα δεν είδαν το Γίγαντα που ερχόταν.

Κι ο Γίγαντας ήρθε κλεφτά πίσω του, το πήρε απαλά στο χέρι του και το ανέβασε στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε. Τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω του και τ' αγοράκι τύλιξε τα χεράκια του γύρω στο λαιμό του Γίγαντα και τον φίλησε. Και τ' άλλα παιδιά, σαν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας και μαζί τους ήρθε η άνοιξη,

«Τώρα είναι ο κήπος σας αυτός, μικρά μου παιδάκια», είπε ο Γίγαντας, και παίρνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι περνούσαν για την αγορά στις δώδεκα η ώρα βρήκαν τον Γίγαντα να παίζει στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.

Ολημερίς έπαιζαν και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετίσουν. «Όμως, πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε. «Το αγόρι που ανέβασα στο δέντρο». Βλέπετε ο Γίγαντας το αγαπούσε απ' τ' άλλα περισσότερο, γιατί τον είχε φιλήσει.

«Δεν ξέρουμε», αποκρίθηκαν τα παιδιά «έφυγε».

«Πρέπει να του πείτε να 'ρθει οπωσδήποτε αύριο», είπε ο Γίγαντας.

Αλλά τα παιδιά είπαν πως δεν ήξεραν που έμενε και πως δεν το είχαν δει ποτέ πριν. Κι ο Γίγαντας ήταν πολύ λυπημένος. Κάθε απόγευμα, όταν το σχολείο τέλειωνε, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το Γίγαντα. Μα το μικρό αγόρι, που ο Γίγαντας αγαπούσε, ποτέ δε φάνηκε. Εκείνος φέρνονταν καλά σ' όλα τα παιδιά κι όμως του έλειπε ο πρώτος μικρός του φίλος και συχνά μιλούσε γι' αυτόν θλιμμένα «πόσο θα 'θελα να τον έβλεπα!» έλεγε κάθε τόσο.

Τα χρόνια κύλησαν. Κι ο Γίγαντας γέρασε κι αδυνάτισε. Δεν μπορούσε να παίξει πια κι έτσι κάθονταν σε μια πελώρια πολυθρόνα και παρακολουθούσε τα παιγνίδια των παιδιών και θαύμαζε τον κήπο. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», έλεγε «μα τα παιδιά είναι τα ωραιότερα απ' όλα».

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, καθώς ντυνόταν. Δε μισούσε τώρα το χειμώνα, γιατί ήξερε πως η άνοιξη κοιμόταν μόνο και τα λουλούδια ξεκουράζονταν.

Ξάφνου έτριψε τα μάτια του από απορία και κοίταζε… και κοίταζε… Ήταν βέβαια κάτι το θαυμάσιο…

Στην πιο απόμερη γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο μ' ολόλευκα λουλούδια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσαφένια κι ασημένια φρούτα κρέμονταν, ενώ πλάι του στεκόταν το μικρό αγόρι που 'χε τόσο αγαπήσει.

Όρμησε τρέχοντας στις σκάλες ο Γίγαντας, γιομάτος χαρά, και τρέχοντας βγήκε στον κήπο. Έτρεξε πάνω στο γρασίδι κι ήρθε κοντά στο παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε απ' την οργή κι είπε: «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες του αγοριού και στα μικρά του πόδια διακρίνονταν οι πληγές από καρφιά.

«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας «πες μου κι εγώ θα πάρω το μεγάλο μου σπαθί να τόνε κάνω κομμάτια!».

«Κανένας!» αποκρίθηκε το παιδί «όμως αυτές είναι οι πληγές της αγάπης!».

«Ποιος είσαι;» είπε ο Γίγαντας, κι ένας παράξενος φόβος τον κυρίεψε και γονάτισε μπρος στο παιδί.

Και το παιδί του χαμογέλασε και του είπε: «Μ' άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε εσύ θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, τον Παράδεισο».

Κι όταν τα παιδιά ήρθαν τρέχοντας το απόγεμα, βρήκαν το Γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολάκερο με κάτασπρα λουλούδια.

μτφ. Ελένη Μπόλλη

[πηγή: Ν. Γρηγοριάδης, Δ. Καρβέλης, Χ. Μηλιώνης, Κ. Μπαλάσκας & Γ. Παγανός, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Γυμνασίου, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 71987, σ. 49-53]"

Αυτό το παραμύθι το είδα και στο μάθημα Δημιουργική Απασχόληση στο ΕΠΑΛ , όπου φοιτώ. Ας μαλακώσουμε την καρδιά μας και ας δώσουμε χώρο στην Αγάπη και στο ΦΩΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Boat

Messapia Travel

Messapia Travel
Όπου ονειρεύεσαι να βρεθείς.... Καλαβρής

Footer