Το τελευταίο αντίο στον Διονύση Σαββόπουλο. Του Γιώργου Πρατζίκου
Τελευταίο αντίο στον Σαββόπουλο
Στης Ομόνοιας το φως, το πλάγιο φως, στις δέκα,
σβήνει η φωνή που ένωσε λαό και μπέκα.
Ας κρατήσουν οι χοροί, κι ας πάψει η μουσική,
το πανηγύρι τέλειωσε, μες στη σιωπή.
Το πανωφόρι του Ιωσήφ, κρεμάστηκε ψηλά,
κι η εκδίκηση γυφτιάς, κοιμάται στα παλιά.
Με τσάμικο και ροκ, με λόγια σαν φωτιά,
έπλασες μια Ελλάδα, μέσα απ’ τη σκιά.
Στο Βιετνάμ του νου, στο γιέ-γιέ της ψυχής,
χόρεψες με τους δαίμονες, χωρίς να πεις.
Μες στου Αιγαίου το γαλάζιο, σαν παιδί,
έπλεες μες στο όνειρο, στο τελευταίο αντίο.
Στης Σαλονίκης τα στενά, μες στ’ όνειρο του νου,
έπαιξες μες στα σύννεφα, σαν φως του δειλινού.
Μες στου Ντουνιά το μαγαζί, με λόγια σαν σπαθιά,
έσμιξες το λαϊκό, μες στου ροκ τα μυστικά.
Κι η Ρεζέρβα σου παλιά, μες στου καιρού τη σκόνη,
κρατάει ακόμα ζωντανή, μια φλόγα που ματώνει.
Σαν τον Καραγκιόζη, που γελά και που πονά,
έγινες φωνή λαού, μες στου καιρού τη σιγαλιά.
Το Άγιον Όρος πέρασες, με βλέμμα παιδικό,
κι έψαξες μες στο άπειρο, το νόημα βαθύ.
Τώρα που φεύγεις σιωπηλά, μες στου καιρού το χτες,
θα σε θυμούνται οι χοροί, κι οι νότες σου παντές.
Κι αν η σιωπή σε τύλιξε, σαν πέπλο της αυγής,
θα τραγουδούν οι μνήμες σου, μες στου λαού τη γης.
.jpeg)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου